του Στάθη Κουβελάκη
O Ζωρζ Λαμπικά και η βία
Από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής (ένα νέο και ελπιδοφόρο εκδοτικό εγχείρημα, στο χώρο της κριτικής, ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς) κυκλοφορεί αυτές τις μέρες το βιβλίο του Ζωρζ Λαμπικά «Η βία; Ποια βία;», σε μετάφραση Χρήστου Βαλλιάνου και Τάσου Μπέτζελου. Ο Λαμπικά (1930-2009), από τους σημαντικότερους γάλλους κομμουνιστές φιλοσόφους, εξετάζει, σε αυτή τη συλλογή δοκιμίων, την πολλαπλότητα των μορφών βίας, θέλοντας να αναδείξει τη δυνατότητα μιας νέας επαναστατικής πολιτικής. Αρνείται να αποκηρύξει τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», διαχωρίζει τις μορφές της, επισημαίνει τις
πραγματικές διαστάσεις της στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο και τονίζει ότι για τους καταπιεσμένους η βία δεν αποτελεί απλώς αντικείμενο επιλογής (ή αποκήρυξης) αλλά ενίοτε μοναδικό μέσο που διαθέτουν για να υπερασπιστούν την αξιοπρέπεια και τη ζωή τους. Το βιβλίο παρουσιάστηκε χθες Τετάρτη 16 Ιουλίου στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Ερμού 134-136). Θα μιλήσουν: Γιώργος Λιερός (συγγραφέας, δημοτικός σύμβουλος Χαλανδρίου), Δημήτρης Μπελαντής(νομικός, συγγραφέας), Κώστας Ράπτης (δημοσιογράφος, εκδόσεις Εκτός Γραμμής). Θα ακολουθήσει ποτό και μουσική στον κήπο. Δημοσιεύουμε στη συνέχεια αποσπάσματα από το Επίμετρο του Στάθη Κουβελάκη.
Στρ. Μπ.
Η κατηγορηματική καταδίκη της βίας σε «όλες τις μορφές της» και, κυρίως, «απ’ όπου κι αν προέρχεται» αναμφίβολα θεωρείται στις μέρες μας θέση που χαίρει ευρύτατης, σχεδόν αυτονόητης, αποδοχής. Μόνη παραφωνία στη χορωδία αυτής της συναίνεσης, η απόλυτη και σχεδόν ακατονόμαστη ετερότητα του «τρομοκράτη» ή του «ακραίου». Εδώ όμως τα πράγματα αρχίζουν και περιπλέκονται. Διότι η πραγματική λειτουργία του τείχους που υψώνεται για την αντιμετώπιση της εμφανιζόμενης απειλής πολύ σύντομα αποκαλύπτεται πως είναι η αέναη, και όχι ιδιαίτερα φιλική, προτροπή προς την ομοφωνία, γεγονός που υποδηλώνει ότι η επιδιωκόμενη συναίνεση είναι πολύ πιο προβληματική απ’ όσο αρχικά (αυτο)παρουσιάζεται. Εδώ ίσως βρίσκεται και η βάση της ταυτόχρονης επέκτασης ενός ολόκληρου μηχανισμού που δεν στηρίζεται μόνο στις παραινέσεις αλλά κυρίως στην καταστολή, δηλαδή στη χρήση βίας, ή τουλάχιστον στη δυνατότητα προσφυγής σε αυτήν. Εδώ πρόκειται βέβαια για τη θεσμικά κωδικοποιημένη, δηλαδή την «έννομη» βία, αυτήν που ασκείται στο πλαίσιο του σύγχρονου φιλελεύθερου «κράτους δικαίου»· ενός κράτους, ωστόσο, που βλέπουμε να διολισθαίνει σταθερά προς μορφές «κράτους εξαίρεσης» και που όλο και περισσότερο στηρίζεται σ’ ένα πλέγμα ανομολόγητων και έκνομων πρακτικών, από τη γενικευμένη ηλεκτρονική παρακολούθηση των προσωπικών δεδομένων (που κάνει το φακέλωμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας να μοιάζει με εφηβικό χόμπι…) έως τις «έκτακτες μεταγωγές ύποπτων τρομοκρατών» από τη Δύση σε τρίτες χώρες, όπου υποβάλλονται σε βασανιστήρια.
Η παραπάνω διαπίστωση μας οδηγεί, επομένως, σ’ ένα πρώτο συμπέρασμα σχετικά με τον κυρίαρχο λόγο περί βίας: ο λόγος αυτός αποτελεί μέρος ενός μηχανισμού άμεσος σκοπός του οποίου υποτίθεται πως είναι η αντιμετώπιση του φορέα της βίας, και απώτερος δηλωμένος στόχος η εξάλειψη του φαινομένου ως τέτοιου, αλλά που βασικό του αποτέλεσμα είναι η απόκρυψη της ίδιας της λειτουργίας του. Για να το πούμε διαφορετικά, η κρατική βία είναι η «κανονική», η φυσιολογική» βία, που ασκεί το κράτος ως κάτοχος του μονοπωλίου της νόμιμης χρήσης της. Όταν δε εκτός από «νόμιμη» η βία αυτή εμφανίζεται και «νομιμοποιημένη», δηλαδή υπό «κανονικές συνθήκες» ευρύτερα αποδεκτή, τότε καθίσταται κυριολεκτικά αόρατη. Αυτό υποδηλώνει και η τόσο συχνά επαναλαμβανόμενη στις μέρες μας ρήση περί «καταδίκης της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται», στην οποία το «απ’ όπου» σημαίνει απλώς απ’ όποια θέση δεν βρίσκεται εντός της περιμέτρου της κρατικής βίας […].
Αυτή η «αορατοποίηση» της κρατικής βίας δεν στρέφεται όμως μόνον εναντίον όσων αναγνωρίσιμων (ατομικών ή συλλογικών) υποκειμένων ασκούν μια πρακτική που χαρακτηρίζεται (προφανώς από το κράτος και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς) «βίαιη», δηλαδή εναντίον όσων υποκειμένων ασκούν την «υποκειμενική βία», όπως θα την ονομάσει ο Λαμπικά. Αφορά, θα λέγαμε μάλιστα αφορά κυρίως, φαινόμενα όπως οι αυτοκτονίες, οι απολύσεις, η φτώχεια, οι εξώσεις, η ανεργία, τα εργατικά ατυχήματα, με δυο λόγια αφορά τη «συνηθισμένη» βία, που είναι συνυφασμένη με τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις, την απρόσωπη «συστημική βία», σύμφωνα με τον όρο που υιοθετεί με τη σειρά του και ο Λαμπικά. Γι’ αυτό και η θέση περί «καταδίκης της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται» ισοδυναμεί πρώτα και κύρια με έγκριση της διπλής βίας του κράτους και του συστήματος, στην οποία έρχεται μάλιστα να προστεθεί η συμβολική βία της καταδίκης όσων (θεωρούνται ότι) εξεγείρονται βίαια (με ή χωρίς εισαγωγικά) εναντίον αυτής της βίας.
Αυτά είναι λοιπόν τα πρώτα παράδοξα της βίας ή μάλλον αυτά τα παράδοξα φαντάζουν τέτοια μόνον εντός του πλαισίου που ορίζει η κυρίαρχη ιδεολογία. Με άλλα λόγια, η συζήτηση περί βίας είναι το κατεξοχήν απωθημένο του κυρίαρχου λόγου. Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο που βρέθηκε για δεκαετίες στο επίκεντρο του προβληματισμού ενός μαρξιστή στοχαστή όπως ο Ζωρζ Λαμπικά, ο οποίος είχε αποφασίσει να στρέψει την αιχμή της κριτικής του πρωτίστως στους «δυνατούς κρίκους» της κυρίαρχης ιδεολογίας, αρχίζοντας από την κατηγορία της «ισότητας», η οποία αποτελεί το βάθρο της υποδειγματικής μορφής της αστικής ιδεολογίας, που είναι το δίκαιο.
Ο αχανής χαρακτήρας του θέματος, καθώς και η ασυγκράτητη πολυσημία του ίδιου του όρου [«βία»], τον καθιστούν πραγματική πρόκληση για τη θεωρητική προσπάθεια. Είναι, με μια έννοια, αδύνατον να μιλήσει κανείς για τη βία «ως τέτοια». Η όποια απόπειρα προσέγγισης μοιάζει καταδικασμένη να αστοχήσει και το αντικείμενό της κινδυνεύει διαρκώς να ξεγλιστρά προς άλλες κατευθύνσεις, θέτοντας υπό αίρεση όλους τους ορισμούς και τις κατηγοριοποιήσεις. […] Θεμελιακή θέση του Λαμπικά, και αφετηρία όλης της σκέψης του για το θέμα είναι ότι «η βία δεν είναι έννοια», ότι υπάρχει και μπορεί να γίνει κατανοητή μόνον «εν καταστάσει», εντός μιας ιστορικά διαμορφωμένης συγκυρίας. Ως πρακτική, η βία χαρακτηρίζεται από τη ριζική διασπορά της, την οποία οφείλει να ακολουθήσει και κάθε άξιος λόγου στοχασμός που την αφορά […].
Η βία υποδηλώνει μεν το εγγενές χάσμα του συμβολικού πεδίου εντός του οποίου εγγράφονται οι ιστορικά δοσμένες σχέσεις κυριαρχίας, ο Γάλλος μαρξιστής θα αναδείξει δε τον καθοριστικό ρόλο του κράτους, άρα και του δικαίου, στη διαδικασία επιβολής του κανόνα. Θα σταθεί επίσης με μεγάλη συστηματικότητα στην άλλη όψη του νομίσματος, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η βία διαμέσου της οξυμένης υποκειμενοποίησης του μηχανισμού και του τρόπου άσκησής της. Η υποκειμενοποίηση της βίας αφορά τόσο την πλευρά του αποδέκτη, του «αθώου θύματος», που δικαιούται την αμέριστη κατανόηση και συμπαράστασή μας, όσο και την πλευρά του δράστη, του άξιου κάθε καταδίκης φορέα της άλογης παραβατικότητας. Αυτή ακριβώς η «προφάνεια» της συγκεκριμένης στάσης την καθιστά αποτέλεσμα της κυρίαρχης ιδεολογίας ως νομικής ιδεολογίας, συγκροτητικής του σύγχρονου «κράτους δικαίου». Το δίκαιο εμφανίζει ως παραβατική και βίαιη πρακτική κάθε απόκλιση από τον νομικό κανόνα στον βαθμό ακριβώς που ο κανόνας αποτελεί την υπό την αιγίδα του κράτους ρηματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων και τη μετατροπή τους σε κανόνες δικαίου. Για να το πούμε διαφορετικά, η εκφορά του νόμου ταυτόχρονα προϋποθέτει και ορίζει την παράβασή του, άρα διαμορφώνει ώς ένα σημείο και τους τρόπους με τους οποίους αυτή εκδηλώνεται.
Το δίκαιο δεν αποτελεί επομένως το Άλλο της παραβατικότητας αλλά, όπως μας δίδαξαν ο Φουκώ και ο Πουλαντζάς, το ίδιο το μέσο με το οποίο αυτή συγκροτείται και μετασχηματίζεται ανάλογα με τη συγκυρία. Γι’ αυτόν τον λόγο, και αντίθετα απ’ ό,τι ισχυρίζεται η Χάννα Άρεντ και γενικότερα η φιλελεύθερη σκέψη, το δίκαιο δεν αποτελεί άρνηση ή έστω αναχαίτιση της βίας αλλά κωδικοποίησή της, χάραξη και διαρκή μετατόπιση τόσο των ορίων όσο και των τρόπων άσκησής της — μέσω της συγκέντρωσης της «νόμιμης» χρήσης της στα χέρια του κράτους και των μηχανισμών του. Γι’ αυτό και το ιστορικό του αποτέλεσμα δεν είναι ο τερματισμός, ή έστω η υποχώρηση της βίας, αλλά, ακόμη και σε συνθήκες «κανονικότητας» (σε μη εμπόλεμη κατάσταση και όταν η πολιτική εξουσία δεν παίρνει τη μορφή «κράτους εξαίρεσης»), η ολόπλευρη απόκρυψη της βίας, ειδικότερα της «αντικειμενικής» ή, ακριβέστερα, της «δομικής» βίας του συστήματος […].
Ο Στάθης Κουβελάκης διδάσκει πολιτική φιλοσοφία στο King’sCollege, στο Λονδίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου