Εντείνονται oι πιέσεις προς τον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κλάδο, ώστε να επιδείξει ακόμα μεγαλύτερο ζήλο και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα κρούσματα «ξεπλύματος» χρήματος. Ο ρόλος των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα τεθεί με μεγαλύτερη αυστηρότητα στο μικροσκόπιο, με αφορμή τις αποκαλύψεις, τις οποίες έκαναν ο ολλανδικός όμιλος της ING και βρετανικές τράπεζες. Συγκεκριμένα, η ING στο πλαίσιο της δημοσιοποίησης των ετήσιων οικονομικών της αποτελεσμάτων ανέφερε ότι οι αρμόδιες αρχές της Ολλανδίας διεξάγουν έρευνες για υπόθεση με «ξέπλυμα» χρήματος, ώστε να διαπιστώσουν τον ρόλο τον οποίο εκείνη διαδραμάτισε. Σχεδόν εκ παραλλήλου, η βρετανική εφημερίδα Guardian ανέφερε ότι ορισμένα από τα βρετανικά πιστωτικά ιδρύματα ανακύκλωσαν σχεδόν 740 εκατ. δολάρια (685,3 εκατ. ευρώ) από παράνομα έσοδα, τα οποία προέρχονταν από μία και μόνo συμμορία Ρώσων.
Βέβαια, αξίζει να αναφερθεί ότι τα παραπάνω περιστατικά τοποθετούνται χρονικά μερικά χρόνια πριν. Εκτοτε έχουν θεσπιστεί διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν τη λήψη αυστηρότερων μέτρων για την πάταξη του οικονομικού εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα. Το 2016 η Βρετανία, ειδικότερα, συγκρότησε δημόσιο μητρώο, στο οποίο υποχρεώνονται όλες οι εταιρείες με έδρα στη συγκεκριμένη χώρα να αποκαλύπτουν τους πραγματικούς τους ιδιοκτήτες. Επιπλέον, οι αρμόδιοι αξιωματούχοι καταρτίζουν νέα νομοθεσία για την πάταξη της φοροαποφυγής. Συν τοις άλλοις, τόσο η Ολλανδία όσο και η Βρετανία συμμετέχουν στον διεθνή φορέα «Ομάδα Χρηματοπιστωτικής Δράσης», ο οποίος δραστηριοποιείται στην αντιμετώπιση του «μαύρου» χρήματος. Παρ’ όλη την κινητοποίηση, εξακολουθούν να υπάρχουν αξιοσημείωτα κενά. Λόγου χάριν, στην περίπτωση της Βρετανίας, ενώ οι εταιρείες με έδρα τη χώρα οφείλουν να αναφέρουν το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, δεν ισχύει κάτι ανάλογο για τις ξένες επιχειρήσεις. Κι αυτό δημιουργεί προβληματικές καταστάσεις, επειδή συχνά οι «εταιρείες - βιτρίνες» χρησιμοποιούνται για να «ξεπλυθούν» χρήματα από εγκληματικές δραστηριότητες. Στην υπόθεση της ING φέρεται πως αυτή διευκόλυνε τη μεταφορά κεφαλαίων από «εταιρεία - βιτρίνα» με έδρα την Ολλανδία σε αντίστοιχη στο Γιβραλτάρ, κάνοντας χρήση λογαριασμού σε ολλανδική τράπεζα – τα σχετικά αναφέρουν καλά πληροφορημένες πηγές.
Στην πραγματικότητα υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους οι τράπεζες μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τα κρούσματα του «ξεπλύματος». Ο ένας αφορά την πλήρη αποχή τους από συναλλαγές, οι οποίες αφορούν «εταιρείες - βιτρίνες», αλλά τα ίδια συμφέροντά τους ίσως τις εμποδίσουν να το κάνουν, εκτός εάν τις ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες του κλάδου. Ο δεύτερος έχει να κάνει με την υιοθέτηση σκληρών προδιαγραφών, ώστε να αποτρέπονται οι αμφιλεγόμενοι και επικίνδυνοι πελάτες – την οδό αυτή ακολουθούν ήδη η Deutsche Bank και η UBS. Η μόνη ένσταση εδώ έχει να κάνει με το εξής: είναι ο όγκος των συναλλαγών τον οποίο διεκπεραιώνει μία τράπεζα τόσο μεγάλος, ώστε ακόμα και οι πιο ενδελεχείς έλεγχοι να γίνονται, δεν είναι δυνατόν να εντοπιστούν όλες οι παρατυπίες. Στις ΗΠΑ, λόγου χάριν, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος συνολικά υπέβαλε στο υπουργείο Οικονομικών πέρυσι σχεδόν 1 εκατομμύριο αναφορές ύποπτων δραστηριοτήτων. Τέλος, ο τρίτος τρόπος είναι πιθανώς πιο αποδοτικός. Οι τράπεζες θα πρέπει να ασκήσουν πιο οργανωμένα πιέσεις για μεγαλύτερη διαφάνεια. Μία λύση για μεγαλύτερη διαφάνεια θα ήταν να επιβληθεί στους φορολογικούς παραδείσους το σύστημα της Βρετανίας με την αποκάλυψη των πραγματικών ιδιοκτητών των εταιρειών, καθώς και να διευρυνθεί η συνεργασία ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, ώστε να διαμοιράζονται πληροφορίες ακόμα και μεταξύ δικηγόρων και λογιστικών εταιρειών.
http://www.kathimerini.gr/
Βέβαια, αξίζει να αναφερθεί ότι τα παραπάνω περιστατικά τοποθετούνται χρονικά μερικά χρόνια πριν. Εκτοτε έχουν θεσπιστεί διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν τη λήψη αυστηρότερων μέτρων για την πάταξη του οικονομικού εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα. Το 2016 η Βρετανία, ειδικότερα, συγκρότησε δημόσιο μητρώο, στο οποίο υποχρεώνονται όλες οι εταιρείες με έδρα στη συγκεκριμένη χώρα να αποκαλύπτουν τους πραγματικούς τους ιδιοκτήτες. Επιπλέον, οι αρμόδιοι αξιωματούχοι καταρτίζουν νέα νομοθεσία για την πάταξη της φοροαποφυγής. Συν τοις άλλοις, τόσο η Ολλανδία όσο και η Βρετανία συμμετέχουν στον διεθνή φορέα «Ομάδα Χρηματοπιστωτικής Δράσης», ο οποίος δραστηριοποιείται στην αντιμετώπιση του «μαύρου» χρήματος. Παρ’ όλη την κινητοποίηση, εξακολουθούν να υπάρχουν αξιοσημείωτα κενά. Λόγου χάριν, στην περίπτωση της Βρετανίας, ενώ οι εταιρείες με έδρα τη χώρα οφείλουν να αναφέρουν το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, δεν ισχύει κάτι ανάλογο για τις ξένες επιχειρήσεις. Κι αυτό δημιουργεί προβληματικές καταστάσεις, επειδή συχνά οι «εταιρείες - βιτρίνες» χρησιμοποιούνται για να «ξεπλυθούν» χρήματα από εγκληματικές δραστηριότητες. Στην υπόθεση της ING φέρεται πως αυτή διευκόλυνε τη μεταφορά κεφαλαίων από «εταιρεία - βιτρίνα» με έδρα την Ολλανδία σε αντίστοιχη στο Γιβραλτάρ, κάνοντας χρήση λογαριασμού σε ολλανδική τράπεζα – τα σχετικά αναφέρουν καλά πληροφορημένες πηγές.
Στην πραγματικότητα υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους οι τράπεζες μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τα κρούσματα του «ξεπλύματος». Ο ένας αφορά την πλήρη αποχή τους από συναλλαγές, οι οποίες αφορούν «εταιρείες - βιτρίνες», αλλά τα ίδια συμφέροντά τους ίσως τις εμποδίσουν να το κάνουν, εκτός εάν τις ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες του κλάδου. Ο δεύτερος έχει να κάνει με την υιοθέτηση σκληρών προδιαγραφών, ώστε να αποτρέπονται οι αμφιλεγόμενοι και επικίνδυνοι πελάτες – την οδό αυτή ακολουθούν ήδη η Deutsche Bank και η UBS. Η μόνη ένσταση εδώ έχει να κάνει με το εξής: είναι ο όγκος των συναλλαγών τον οποίο διεκπεραιώνει μία τράπεζα τόσο μεγάλος, ώστε ακόμα και οι πιο ενδελεχείς έλεγχοι να γίνονται, δεν είναι δυνατόν να εντοπιστούν όλες οι παρατυπίες. Στις ΗΠΑ, λόγου χάριν, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος συνολικά υπέβαλε στο υπουργείο Οικονομικών πέρυσι σχεδόν 1 εκατομμύριο αναφορές ύποπτων δραστηριοτήτων. Τέλος, ο τρίτος τρόπος είναι πιθανώς πιο αποδοτικός. Οι τράπεζες θα πρέπει να ασκήσουν πιο οργανωμένα πιέσεις για μεγαλύτερη διαφάνεια. Μία λύση για μεγαλύτερη διαφάνεια θα ήταν να επιβληθεί στους φορολογικούς παραδείσους το σύστημα της Βρετανίας με την αποκάλυψη των πραγματικών ιδιοκτητών των εταιρειών, καθώς και να διευρυνθεί η συνεργασία ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, ώστε να διαμοιράζονται πληροφορίες ακόμα και μεταξύ δικηγόρων και λογιστικών εταιρειών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου