Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Η προοπτική της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και η θέση της Ελλάδας * 

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την παρουσία σας.  Σας ευχαριστώ για την αντοχή σας, ιδίως εκείνους που ήρθαν να παρακολουθήσουν και το πρώτο τραπέζι από τα δύο της σημερινής εσπερίδας.  Θέλω να ευχαριστήσω κι εγώ εκ μέρους του Κύκλου τους δώδεκα υπόλοιπους εισηγητές και τους δύο συντονιστές που με τόση προθυμία μετέχουν στη σημερινή συνάντηση και μας δίνουν την ευκαιρία να ακούσουμε σημαντικές και πρωτότυπες απόψεις γύρω από θέματα τα οποία είναι κλασσικά και τετριμμένα, αλλά συνδέονται με τη ζωή μας, με την πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 
Θα προσπαθήσω να εστιάσω στη θέση της Ελλάδας μέσα στους ρευστούς ευρωπαϊκούς συσχετισμούς, άρα πρέπει να ξεκινήσω από τους δεύτερους.  Όταν κανείς επιχειρεί να αξιολογήσει μία μεγάλη ιστορική περίοδο, μεγάλη και πυκνή όπως είναι η περίοδος των τελευταίων 60 ετών από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, από τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, βρίσκεται αντιμέτωπος με πολύ δύσκολα και σκληρά ερωτήματα, φιλοσοφίας της ιστορίας και φιλοσοφίας  της δημοκρατίας, γιατί το συνολικό ιστορικό αποτέλεσμα είναι κάτι που κανείς δεν θέλησε εξαρχής έτσι ακριβώς όπως τελικά καταγράφεται και γιατί αυτό είναι προϊόν δύσκολων, κατά περίπτωση και κατά εποχή, πολιτικών αποφάσεων που έπρεπε να ληφθούν
δημοκρατικά στον κύκλο των κρατών - μελών που συνεχώς διευρυνόταν.  Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα της φιλοσοφίας της Ιστορίας.  Η Ιστορία αξιολογείται εν τέλει εκ του αποτελέσματος, ενώ η δημοκρατία είναι συγκυριακή.  Ο πολίτης που καλείται να αποφασίσει δημοκρατικά δεν έχει υπόψη του συνήθως τα ιστορικά συμφραζόμενα και δεν μπορεί να αξιολογήσει εκ των προτέρων και μακροπροθέσμως τις επιπτώσεις των επιλογών του.

Έχοντας αυτά κατά νου μπορούμε να πούμε με άνεση ότι τα 60 χρόνια, από το 1957 έως σήμερα, πορείας της Ευρώπης και πιο συγκεκριμένα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν αναμφίβολα πολύ πετυχημένα.  Πρόκειται για 60 χρόνια ειρήνης, ασφάλειας και προόδου.  Είναι βεβαίως δύσκολο να κατανείμει κανείς την εισφορά του κάθε κράτους μέλους σε εθνικό επίπεδο και την προστιθέμενη αξία των ευρωπαϊκών θεσμών, της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, των κοινών επιλογών και των κοινών δράσεων.  Πάντως, όπως και να το προσεγγίσει κανείς, το επίτευγμα είναι πάρα πολύ μεγάλο, παρότι στη διαδρομή αυτή διακρίνονται δύο καθοριστικά σημεία, τα οποία έχουν εμφυτευτεί στο γενετικό υλικό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Στις αρχές της  δεκαετίας του 1950, όταν ξεκίνησε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα αλλά και όταν πήγαμε στην ΕΟΚ το 1957, η Ευρώπη ήταν πολύ κοντά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ζούσε τις συνθήκες του ψυχρού πολέμου και ήταν πάρα πολύ έντονη η αμερικανική παρουσία στην Ευρώπη.  Ιδίως δε στο σήμερα ισχυρότερο κράτος μέλος που είναι η Γερμανία, η αμερικανική παρουσία δεν ήταν απλώς ισχυρή, ήταν παρουσία δύναμης κατοχής στη Γερμανία.  Μεταξύ της Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και της ΕΟΚ που είναι το πιο ολοκληρωμένο μόρφωμα, μεσολαβεί η συνειδητοποίηση ότι η ευρωπαϊκή ασφάλεια έχει ανατεθεί σε έναν θεσμό που είναι βορειοατλαντικός, ευρωαμερικανικός, που είναι το ΝΑΤΟ, και υπό συνθήκες ψυχρού πολέμου το γεγονός ότι η ασφάλεια της Ευρώπης είχε εναποτεθεί στο ΝΑΤΟ υπό αμερικανική κυριαρχία, ήταν ένα γεγονός καταλυτικό.  Αυτό έγινε περισσότερο αντιληπτό τότε με το ΝΑΤΟ και λιγότερο στο τέλος του Μεγάλου Πολέμου με την αμερικανική συμμετοχή που ήταν καταλυτική στο να τελειώσει επιτέλους ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και να περάσει η Ευρώπη σε έναν μεσοπόλεμο, ειρηνικό μεν, αλλά ιδιαίτερα επισφαλή και εύθραυστο.
Το δεύτερο καθοριστικό στοιχείο είναι πολλές δεκαετίες μετά, ο τρόπος συγκρότησης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και ιδίως της Ζώνης του Ευρώ, θεωρητικά με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, πρακτικά με την φυσική εισαγωγή του Ευρώ. Η Ευρωζώνη συγκροτείται ως ένας εκπληκτικός συνδυασμός αυτοπειθαρχίας και αυτοτιμωρίας, διότι προϋποθέτει δημοσιονομική, μακροοικονομική και νομισματική αυτοπειθαρχία, ταυτόχρονα όμως εγκαθιδρύει θεσμούς που υπερβαίνουν την πειθαρχία και γίνονται αυτοτιμωρητικοί μέχρι βαθμού αυτοκτονίας.  Διότι απαγορεύεται  η νομισματική χρηματοδότηση, δηλαδή αυτό που κάνουν όλες οι κεντρικές τράπεζες στον κόσμο και ιδίως κάνει η FED αλλά και η Τράπεζα της Αγγλίας, τυπώνει νόμισμα για να λύσει προβλήματα ανάπτυξης της οικονομίας και στήριξης του εθνικού νομίσματος και επίσης απαγορεύεται η διάσωση, απαγορεύεται το bail out, απαγορεύεται να παρέμβεις για να σώσεις ένα κράτος - μέλος που κινδυνεύει να χρεοκοπήσει.
Αυτά τα γενετικά προβλήματα αναδεικνύονται όλα στον ύψιστο βαθμό τα τελευταία δέκα χρόνια, γιατί από τα 60 χρόνια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τα 10 τελευταία, δηλαδή το 1/6 της συνολικής διαδρομής, είναι χρόνια κρίσης, πολλαπλής κρίσης, η οποία έχει αναδείξει όλα αυτά τα γενετικά ζητήματα.  Οι όψεις της κρίσης είναι προφανείς, τις λέω ως επικεφαλίδες για να τις θυμηθούμε: 
Έχουμε επί 10 χρόνια, από το 2007-2008, χρηματοοικονομική και δημοσιονομική κρίση που στην πραγματικότητα επέβαλε να περάσουμε από την Ευρωζώνη των φυσιολογικών συνθηκών θερμοκρασίας και πιέσεως σε μία Ευρωζώνη με μηχανισμούς οικονομικής διακυβέρνησης και διαχείρισης κρίσεων που έγιναν όπως-όπως, άρον-άρον και συνεχώς βελτιώνονται με προσθήκες.
Έχουμε κρίση εσωτερικής ασφάλειας, απίστευτης για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, γιατί έχουν έρθει οι πόλεμοι της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής και οι επιπτώσεις της κατάρρευσης της Αραβικής Άνοιξης μέσα στις ευρωπαϊκές πόλεις, δηλαδή οι ασύμμετρες απειλές έχουν πια γίνει ένα καθημερινό ευρωπαϊκό πρόβλημα.
Έχουμε κρίση εξωτερικής ασφάλειας πλέον διότι αμφισβητείται ο Ευρωατλαντικός άξονας.  Ο Donald Trump αμφισβητεί την έννοια της Δύσης, αντιμετωπίζει τη Δύση με οικονομικά κριτήρια, τη σχέση Αμερικής-Ευρώπης με συνθήκες εμπορικού ανταγωνισμού ή για την ακρίβεια εμπορικού πολέμου, το ΝΑΤΟ ως λογιστικό ζήτημα κατανομής πόρων και κατανομής ευθυνών για τη συγκέντρωση των πόρων μεταξύ των κρατών μελών, παρότι είναι γεγονός ότι ο ΝΑΤΟϊκός προϋπολογισμός καλύπτεται κατά 75% από τις Ηνωμένες Πολιτείες και κατά 25% από τους άλλους συμμάχους, όχι μόνον τους Ευρωπαίους αλλά και του Καναδά συμπεριλαμβανομένου.
Έχουμε κρίση θεσμικών αξιών, που και αυτό ήταν απροσδόκητο, έχουμε χώρες που αμφισβητούν το κράτος δικαίου, την ελευθερία του τύπου, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, όπως συμβαίνει στην Ουγγαρία, την Πολωνία, ου μην δε και παρ’ ημίν.
Έχουμε κρίση ανεκτικότητας των ευρωπαϊκών κοινωνιών, δηλαδή αμφισβητείται και κάποιες στιγμές καταρρέει ένα κεκτημένο ιδεολογικό, αισθητικό και πολιτισμικό της Ευρώπης που είναι φιλελεύθερη, πολυφωνική, ανεκτική, άρα εδώ μιλάμε για τον πυρήνα του ευρωπαϊκού μοντέλου.
Έχουμε κρίση του κοινωνικού κεκτημένου αλλά και του ευρωπαϊκού μοντέλου παραγωγής και ανταγωνιστικότητας, όχι μόνο κρίση δημογραφική και δημοσιονομική του κοινωνικού κράτους, αλλά και αυτού του ίδιου του πυρήνα της παραγωγής και της αναδιανομής.
Αυτό στην πραγματικότητα είναι μία κρίση της Καντιανής επανάπαυσης επάνω στην οποία οικοδομήθηκε η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.  Τίποτα δεν είναι οριστικό, τίποτα δεν είναι αμετάκλητο.  Το Brexit δείχνει ότι μπορεί να φύγουν μέλη από την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Εισάγονται συνεχώς αμφιβολίες για την αντοχή της Ευρωζώνης, όχι μόνον με την μορφή του Grexit, αλλά ακόμη και με την μορφή του Frexit, όταν η μέχρι πρότινος πρώτη στις δημοσκοπήσεις για την Προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας, η κυρία Le Pen, θέτει ευθέως ζήτημα επιστροφής στο Φράγκο.
 Όλα αυτά οδηγούν σε μία κρίση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης γιατί αναδεικνύουν συνεχώς την διακυβερνητική μέθοδο σε σχέση με την κοινοτική.  Διότι στην πραγματικότητα αναζωπυρώνεται η κλασσική και πάντοτε ζωντανή σύγκρουση μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και κοινοτικών αρμοδιοτήτων, μεταξύ ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και κράτους έθνους.
Η δεκαετία λοιπόν αυτή ανέδειξε εσωτερικές ανισότητες οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν –αναφέρθηκαν προηγουμένως πολλά παραδείγματα  ανισοτήτων. Ανέδειξε τις πολλαπλές ταχύτητες που υπάρχουν προ πολλού και με αυτές πορεύεται η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά η Ευρωζώνη που συγκροτεί εκ των πραγμάτων μία νομισματική ταχύτητα και είναι πολύ μεγάλη πια, με 19 μέλη. Αναζωπύρωσε, όπως είπαμε, την αντίθεση εθνικού κράτους και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ενίσχυσε τα φαινόμενα ευρωσκεπτικισμού και αντιευρωπαϊσμού.
Προσέξτε, μη μας κάνει υπερβολικά αισιόδοξους το γεγονός ότι εκλογικά νικούν, με την έννοια της σχετικής πλειοψηφίας, οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις. Ο ευρωσκεπτικισμός δεν λειτουργεί μόνον ευθέως, λειτουργεί και εμμέσως ασκώντας μία καταλυτική λογοκρισία στο φιλοευρωπαϊκό στρατόπεδο, διότι ναι μεν μπορεί να νίκησε το κόμμα των φιλελευθέρων του κ. Rutte στην Ολλανδία, αλλά έπρεπε και αυτός να μετέλθει των μέσων ενός ήπιου λαϊκισμού και όλα τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα απευθύνονται σε ένα ακροατήριο που είναι ήδη επηρεασμένο από τον εθνικολαϊκισμό, όχι απλά και μόνον από τον ευρωσκεπτικισμό, και αυτό λαμβάνεται υπόψη στη ρητορία των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων.
Εάν αυτά που λέω είναι έτσι, τότε το ζήτημα του μέλλοντος της Ευρώπης δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ρητορικά μέσα από το γενικόλογο, γεμάτο στερεότυπα, αναμφιβόλως έξυπνα, γλωσσικό ιδίωμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.  Η Διακήρυξη της Ρώμης σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι μία virtuosité των διατυπώσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτα το συγκεκριμένο.  Δεν δίνεις έτσι απάντηση, με ένα κείμενο το οποίο είναι νομικά μη δεσμευτικό και δεν λέει τίποτα συγκεκριμένο και πρακτικό, παρά μόνον αφήνει ανοιχτό ότι πάμε στις πολλαπλές ταχύτητες και έτσι είμαστε όλοι ικανοποιημένοι μέσα από έναν συμβιβασμό ο οποίος είναι συμβιβασμός γλωσσικός. Το ζήτημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε ως ζήτημα θεσμικής αρχιτεκτονικής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ούτε μπορούμε να προτάξουμε ως ευκολότερα τα μη οικονομικά πεδία, να πούμε δηλαδή ότι θα ασχοληθούμε με την Schengen, με τον ενιαίο χώρο δικαιοσύνης και ελευθερίας, με την κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας και ούτω καθεξής, γιατί χωρίς να λύσουμε τα βασικά ζητήματα της οικονομικής ολοκλήρωσης δεν γίνεται απολύτως τίποτα.
Εκείνο που έχει καταστεί σαφές είναι ότι δεν είναι πλέον τα πράγματα business as usual, ότι δεν μπορείς να ξεπεράσεις το πρόβλημα με μία μεταφυσική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ότι όλα τελικώς τα ξεπερνάμε.  Είναι διαφορετικό να έχεις να αντιμετωπίσεις την Γκωλική αμφιθυμία στην Ευρώπη των έξι και διαφορετικό να έχεις να αντιμετωπίσεις πολύ σοβαρά προβλήματα αναδιανομής πλεονασμάτων, ως πρόβλημα σχέσεων της Γερμανίας με όλους τους άλλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και βεβαίως χρειάζεται ένα μεγάλο βήμα, μία υπέρβαση, μα ξέρετε, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, το ευρωπαϊκό φαινόμενο γενικότερα έχει ακολουθήσει μία καμπύλη  η οποία ξεκινάει ως πολιτικό όραμα, προϊόν της ιστορικής εμπειρίας των πολέμων −και η Ευρώπη έχει υποστεί ως τώρα τρεις μεγάλους πολέμους για να πετύχει αυτό τον βαθμό ολοκλήρωσης, τον Α΄ Παγκόσμιο, τον Β΄ Παγκόσμιο, τον Ψυχρό, συμπεριλαμβανομένης και της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού− αλλά μετά, η ολοκλήρωση οργανώνεται βήμα προς βήμα, με έντονα τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά, για να μην προκαλούνται περιττές τριβές με τα κράτη-μέλη.
Όμως, ενώ υπάρχει μία γραφειοκρατική, ας το πούμε έτσι, προσέγγιση εκεί επάνω υπάρχουν εξάρσεις πολιτικές, πολιτικού βολονταρισμού, είναι αυτός πάντα ο συνδυασμός και η διαδικασία είναι ευθύγραμμη ώς τώρα, παρά τα μεγάλα εμπόδια. Δυο φορές η Νορβηγία πήγε να ενταχθεί  και απέρριψε την ένταξη με δημοψήφισμα.  Αλλά δεν είναι το ίδιο να απορρίπτει η Νορβηγία την ένταξη, με το να αποχωρεί  το Ηνωμένο Βασίλειο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Είναι διαφορετικής τάξεως τα ζητήματα.
Άρα, χρειάζεται ένα μεγάλο πλάνο, ένα μεγάλο άλμα −όπως είπαν  και ο Λουκάς Τσούκαλης προηγουμένως και ο Γιώργος Παγουλάτος− αλλά εδώ υπάρχει μία εξαιρετική αντίφαση την οποία πρέπει να διαχειριστεί η Ευρώπη: Θέλουμε ουσιώδεις αλλαγές, μεγάλες αλλαγές, με θεσμικά μινιμαλιστικό τρόπο.  Δηλαδή δεν θέλουμε νέα διακυβερνητική διάσκεψη, δεν θέλουμε νέα Συνθήκη, δεν θέλουμε νέο κύμα δημοψηφισμάτων κυρωτικών, γιατί όλοι θυμούνται πάρα πολύ καλά τι συνέβη και με τη συνθήκη του Maastricht και με τη συνθήκη για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και με τη συνθήκη της Νίκαιας ακόμα. Άρα αυτό το οποίο στην πραγματικότητα θέλει η Ευρωπαϊκή Ένωση αυτήν τη στιγμή, σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας, είναι να καλύψει τα ελλείμματά της αντιμετωπίζοντας ταυτοχρόνως και τους κινδύνους που ελλοχεύουν στις εθνικές δημοψηφισματικές πρωτοβουλίες. Για πρώτη φορά τόσο καθαρά, αλλά κατ’ ανάγκην, η δημοκρατία στην Ευρώπη γίνεται αντιληπτή ως αντιπροσωπευτική δημοκρατία και το μεγάλο κεκτημένο της Ευρώπης ως προϊόν της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. 
Τι έγινε η θεωρία του ευρωπαϊκού δήμου με την οποία είχε γοητευτεί ο κύκλος των φιλοευρωπαίων διανοουμένων τις παραμονές της κύρωσης της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα;  Τι απέγινε αυτή η θεωρία;  Χάθηκε, και χάθηκε γιατί τώρα πλέον η Ευρώπη φοβάται τις κοινωνίες της, τα εκλογικά της σώματα και αυτό είναι η κρίση νομιμοποίησης πολύ συνοπτικά.  Διότι πρέπει να βρεις λύσεις δημοκρατικές οι οποίες να είναι και υπεύθυνες. Αυτός ο συνδυασμός δημοκρατίας και υπευθυνότητας που ανυψώνει τη δημοκρατική συμπεριφορά και τη δημοκρατική επιλογή σε επίπεδο Ιστορίας είναι κάτι συγκλονιστικά δύσκολο, σχεδόν αδύνατο.  Άρα, είναι αντιμέτωπη με τέτοιου είδους διλήμματα πλέον η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Το ερώτημα πρακτικά είναι, αν μπορεί με αυτούς τους περιορισμούς να ανοίξει σοβαρά η συζήτηση για αύξηση των ιδίων πόρων. Γιατί η αύξηση του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ποσοστού του ΑΕΠ της Ένωσης σημαίνει ότι πρέπει να αυξηθούν οι ίδιοι πόροι.  Τώρα έχουμε έναν προϋπολογισμό μικρότερο του 1%, όταν φτάνουμε κοντά στο 1% θριαμβολογούμε.  Μπορεί να ανοίξει συζήτηση για αναδιανομή των πλεονασμάτων των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών;  Εδώ υπάρχουν πλεονάσματα ακόμη και στις διατραπεζικές συναλλαγές, δηλαδή πλεονάσματα στη διακίνηση ρευστού μεταξύ των κρατών μελών, τα συγκεντρώνει  η Γερμανία όλα.
Μπορούμε να μιλήσουμε έστω για νέες γενιές πολιτικών σύγκλισης που θα χρηματοδοτηθούν με άλλον τρόπο;  Μπορούμε να μιλήσουμε για πιο χαλαρή προσέγγιση της αντιπληθωριστικής πολιτικής, δηλαδή για στόχους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που είναι ταυτόσημοι με τους στόχους της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών, που είναι όχι μόνον η συγκράτηση των τιμών αλλά και η πλήρης απασχόληση; Στη συνέχεια, μπορούμε να μιλήσουμε για ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης με ενιαίο μηχανισμό εγγύησης καταθέσεων;   Έχω πει εδώ και μήνες ότι εάν η Ελλάδα δεν ζητήσει και δεν πετύχει έναν ειδικό έκτακτο μηχανισμό εγγύησης των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, ανεξαρτήτως του τι γίνεται με την Τραπεζική Ένωση, δεν πρόκειται να λυθεί το τραπεζικό ζήτημα στην Ελλάδα που είναι το κορυφαίο ζήτημα της ελληνικής οικονομίας, έστω με τα κεφάλαια  που έχουν περισσέψει από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τα οποία ούτως ή άλλως πρέπει να παραμείνουν σε ένα αποθεματικό για σκοπούς τραπεζικής πολιτικής στην Ελλάδα.
Βέβαια το ίδιο ισχύει και με την αμοιβαιοποίηση του χρέους, κατά κυριολεξία.  Αλλά ποια αμοιβαιοποίηση του χρέους;  Εδώ έχουμε μεγάλες κινήσεις αποαμοιβαιοποίησης του χρέους εν μέσω οικονομικής κρίσης, γιατί η Ελλάδα αντιμετώπισε την Deauville.  Η Deauville τι ήταν τον Οκτώβριο του 2010;  Ήταν η επισήμανση της Γερμανίδας Καγκελαρίου και του Γάλλου Προέδρου, στο περιθώριο της συνάντησής τους με το Ρώσο Πρόεδρο −έχει σημασία αυτό− πως δεν μπορεί να δανείζονται με το ίδιο επιτόκιο όλοι στην Ευρωζώνη.  Ότι δεν είναι λογικό να υπάρχουν ίδια μικρά επιτόκια για όλους, γιατί πρέπει οι δανειστές, δηλαδή ο διεθνής ιδιωτικός τομέας, να έχει συνείδηση του κινδύνου όταν δανείζει χώρες των οποίων τα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά δεδομένα δεν δικαιολογούν μικρό επιτόκιο, έστω και αν μετέχουν στην Ευρωζώνη.  Αυτό δεν είναι η Deauville;  Αυτό έγινε.  Η συζήτηση τώρα αν θα αμοιβαιοποιήσουμε το χρέος έως το 60% με βάση τους δείκτες του Maastricht ή πάνω από το 60%, γιατί αυτές οι δύο λύσεις συζητούνται, είναι μία συζήτηση αμιγώς θεωρητική, ρητορική.  Στην πραγματικότητα είναι μία συζήτηση υπεκφυγής, διότι αυτό που έγινε είναι αυτό που περιγράφω . 
Ο δημοσιονομικός ομοσπονδισμός, ο fiscal federalism στις Ηνωμένες Πολιτείες, έγινε μετά την επανάσταση της ανεξαρτησίας και μετά τον εμφύλιο.  Έγινε με πολύ μεγάλο κόστος, με ανάληψη του χρέους των Πολιτειών από την Ομοσπονδία και με ονομαστικό  κούρεμα, έγινε PSI πάρα πολύ μεγάλο στις Ηνωμένες Πολιτείες από τον Alexander Hamilton για να επιτύχουν τον δημοσιονομικό ομοσπονδισμό.  Άρα, πρέπει να δούμε εάν αυτά που λέμε είναι πιθανά.  Μπορεί να ανοίξει αυτή η συζήτηση;  Εγώ σας λέω ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο.
 Αν ανοίξει όμως, ξέρουμε υπό ποιες προϋποθέσεις θα ανοίξει;  Οι προϋποθέσεις λοιπόν θα είναι: απόλυτη δημοσιονομική πειθαρχία, διασφάλιση της εξυπηρετισιμότητας του χρέους συμπεριλαμβανομένου και του ασφαλιστικού- αναλογιστικού χρέους των κρατών-μελών, αυστηροί μηχανισμοί πολυμερούς εποπτείας και οικονομικής διακυβέρνησης και, βέβαια, ριζικές και ριζοσπαστικές διαρθρωτικές αλλαγές για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.  Το λέω αυτό για να έχουμε συνείδηση τι ζητάμε.  Ζητάμε ένα πανευρωπαϊκό μνημόνιο κολοσσιαίων διαστάσεων για να γίνουν αυτά, δεν πρόκειται να γίνουν αυτά δωρεάν, άνευ ισορροπιών και άνευ ανταλλαγμάτων.
Για να τα συνοψίσω, μπορεί να ανοίξει η συζήτηση −γιατί περί αυτού πρόκειται, για να μιλάμε καθαρά− στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως έχει και ευρίσκεται, για την πρωταρχία της πολιτικής έναντι της οικονομίας, όπως συμβαίνει στις εθνικές εκλογές;  Γιατί στις εθνικές εκλογές μπορεί να λένε, ναι, η οικονομία προέχει, είναι η οικονομία πάνω απ’ όλα, αλλά με πολιτικά κριτήρια ψηφίζουν οι πολίτες και με πολιτικά κριτήρια ενεργούν τα κόμματα, οι υποψήφιοι πρωθυπουργοί ή οι πρόεδροι δημοκρατίας και οι κυβερνήσεις.  Η πρωταρχία της πολιτικής στη συνείδηση των πρωταγωνιστών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ταυτίζεται με την ανευθυνότητα, τη δημαγωγία, τις νέες μορφές εθνικολαϊκισμού, τη δημοσιονομική αποχαλίνωση και το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας.
Άρα υπάρχει πολύ σοβαρό ζήτημα αυτοσυνειδησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με το πρόβλημα και το ιστορικό σημείο στο οποίο βρίσκεται και αυτό προκύπτει πρακτικά εκ του γεγονότος ότι υπάρχει μία κολοσσιαία αντίφαση που οφείλεται στις μεγάλες και κλειδωμένες ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών.  Τα μεν, υπέρ των οποίων λειτουργούν οι ανισότητες, αγωνίζονται να διατηρήσουν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα που οδηγούν σε πλεονάσματα.  Τα δε, αγωνίζονται να συγκλίνουν διεκδικώντας πόρους.  Πόρους πώς;  Είτε με  αναδιανομή πλεονασμάτων είτε με  πιο χαλαρές δημοσιονομικές πολιτικές.  Αυτή είναι η αντίθεση, αυτά είναι τα μέτωπα.
Τώρα, οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές των κυβερνητικών κομμάτων έχουν τη σημασία τους, αλλά η σημασία τους αυτή, όσο κάνει να μεταφερθεί από την εθνική πρωτεύουσα στις Βρυξέλλες, απομειώνεται. Στις Βρυξέλλες, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο φθάνουν εθνικές στρατηγικές.  Βεβαίως έχει πολύ μεγάλη σημασία να  υπάρχει  συμμετοχή σοσιαλδημοκρατών στις κυβερνήσεις,  στις συνθέσεις του συμβουλίου και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.  Όμως, εάν δούμε τη στάση τους υπό την ιδιότητά του μέλους του Συμβούλιου και του μέλους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, θα δούμε ότι τα λόγια είναι εύκολα και φθηνά έξω, ακριβά και δύσκολα μέσα. 
 Βεβαίως κι έχουν σημασία οι πολιτικοί συσχετισμοί στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, παντού, σε κάθε χώρα,  στην Ελλάδα πρωτίστως.  Για την Ελλάδα, οι ελληνικοί πολιτικοί συσχετισμοί έχουν πάρα πολύ μεγάλη σημασία, αλλά κανένας εσωτερικός συσχετισμός δεν λύνει το πρόβλημα αυτού του σκηνικού που σας περιγράφω. 
Έρχεται η Ελλάδα τώρα, μέσα σε όλο αυτό το τοπίο το οποίο είναι ρευστό και δύσκολο, με ειδικούς καταναγκασμούς γιατί είναι δανειζόμενη, γιατί περιμένει  να δει τι θα γίνει με την αξιολόγηση, με ένα τέταρτο δάνειο, με τη διασφαλισμένη επάνοδό της στις αγορές υπό όρους και προϋποθέσεις, με τις πρόσφατες παραμετρικές αλλαγές του χρέους, με τις μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες. Ήταν φενάκη να πεις ότι περιμένω να αλλάξουν οι συσχετισμοί στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, για να λύσω τα προβλήματά μου αυτά.
Η Ελλάδα γιατί μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση;  Γιατί υπέβαλλε αίτημα ένταξης στις 11-6-1975, την ημέρα που τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα της μεταπολίτευσης;  Αυτή ήταν η πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, να ολοκληρώσει το Σύνταγμα και να υποβάλει την αίτηση ένταξης για να διασφαλιστούν οι δημοκρατικοί θεσμοί μετά την εμπειρία της δικτατορίας, για να ενισχυθεί η εξωτερική ασφάλεια της χώρας μετά την εμπειρία του Κυπριακού σε σχέση με την Τουρκία, στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και για να συγκλίνει η Ελλάδα με τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, δηλαδή για να μετέχουμε στον πρώτο κόσμο.
Αυτά εξακολουθούν να ισχύουν και τώρα αλλά, ξέρετε, όλα έχουν γίνει πολύ δύσκολα γιατί το πρώτο εξαρτάται πια από εμάς, η αντοχή των δημοκρατικών θεσμών, η εξωτερική ασφάλεια τίθεται με όρους γεωπολιτικούς που δεν μπορεί να κριθούν μόνο σε σχέση με μία χώρα, αλλά εμείς έχουμε δικές μας εθνικές προτεραιότητες οι οποίες είναι πάρα πολύ σοβαρές και πρέπει να τις τοποθετούμε μέσα στα συμφραζόμενα κι εμείς πρέπει να διασφαλίσουμε τη σύγκλιση, η οποία έχει μετατραπεί σε απόκλιση λόγω της κρίσης.
Η Ελλάδα, λοιπόν, πρέπει να ξεπεράσει το μύθο της ευρωπαϊκής ευθύνης και της ελληνικής εθνικής αθωότητας και ανευθυνότητας. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα ελληνικό σχέδιο για το μέλλον που είναι ενδογενές για να μην έχουμε συνεχώς το άγχος ενός εξωγενούς μνημονίου . Πρωτίστως  πρέπει να συνειδητοποιήσει η Ελλάδα ότι χρειάζεται την Ευρώπη όσο ποτέ, αλλά πρέπει να την παρακολουθεί και να την ακολουθεί, ενώ διαπραγματεύεται μαζί της.
Τι σημαίνει το δόγμα που με τόση ευκολία λέγεται, η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στην πρώτη ταχύτητα;  Σημαίνει πάρα πολύ απλά ότι πρέπει να παραμείνει στη ζώνη του Ευρώ.  Αν δεν παραμείνει στη ζώνη του Ευρώ, εάν τεθεί ξανά σε αμφισβήτηση αυτό, φυσικά δεν θα είναι στην πρώτη ταχύτητα, θα βρεθεί λόγω περιδίνησης όχι έξω από την Ευρωζώνη αλλά έξω από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συνολικά.  Άρα, ο στόχος της παραμονής στην πρώτη ταχύτητα δεν είναι ρητορικός, ούτε βολονταριστικός, είναι διαβολεμένα πρακτικός, επείγων, συγκεκριμένος και εθνικός, και αυτό έχουμε να κάνουμε.  Εδώ δεν έχουμε ξεπεράσει ακόμη το ζήτημα εάν καλώς ή κακώς ενταχθήκαμε στην ΟΝΕ.  Κάποιοι θέτουν το ζήτημα αν καλώς ή κακώς ενταχθήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση.  Ζούμε υπό την απειλή μιας συνεχούς αναψηλάφησης. 
Λοιπόν εδώ τα ζητήματα είναι πάρα πολύ απλά και τίθενται με όρους επιτακτικούς, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να μπορέσουμε να μιλήσουμε σοβαρά και για να μιλήσουμε σοβαρά πρέπει να έχουμε συνεννοηθεί και με τους άλλους, με τους εταίρους μας δηλαδή, για ένα πάρα πολύ απλό ζήτημα, ότι την ευρωπαϊκή ενότητα δεν τη διασφαλίζει ούτε η εγκατάλειψη της προοπτικής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ούτε η εκβιασμένη επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης , αλλά η επαναθεμελίωση της σχέσης Ευρωπαϊκής Ένωσης, εθνικού κράτους και κοινωνιών των κρατών-μελών.  Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τελειώσει το παιχνίδι της νομιμοποίησης, το οποίο παρουσιάστηκε από τους συνομιλητές μου πάρα πολύ ωραία προηγουμένως, δηλαδή αυτή η συνεχής μετάθεση και αντιμετάθεση ευθυνών για οτιδήποτε έχει πολιτικό κόστος μεταξύ εθνικής κυβέρνησης, εθνικού πολιτικού συστήματος και ευρωπαϊκού κατεστημένου.
Αυτό είναι ένα συνεκτικό σχέδιο που βγάζει νόημα για την Ελλάδα, βγάζει νόημα για κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία, αλλά όλα αυτά προϋποθέτουν ότι τα κρίσιμα θέματα θα τα προσεγγίσουμε με πολιτική ευθύτητα και ειλικρίνεια, χωρίς την αυταρέσκεια ενός λόγου που είναι απλά διεκπεραιωτικός.


* Ομιλία στην ημερίδα του Κύκλου Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση «60 χρόνια μετά τη Συνθήκη της Ρώμης: Η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση ξανά σε δοκιμασία», 27.3.2017


http://www.evenizelos.gr/speeches/conferences-events/413-conferencespeech2017/5571-eu60.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προεδρία της Δημοκρατίας και σταθερότητα

Ο Αντώνης Σαμαράς πρότεινε τον Κώστα Καραμανλή για την Προεδρία της Δημοκρατίας και ο Κώστας Καραμανλής το υποδέχθηκε με τη φράση: «Ούτε με ...