kouvelakis
Του Στάθη Κουβελάκη
Ενάμιση μήνα περίπου μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ήρθε ίσως η στιγμή για έναν πρώτο απολογισμό των εξελίξεων που πυροδότησε αυτό το δραματικό γεγονός. Η βασική διαπίστωση είναι ότι, παρά το εντεινόμενο αδιέξοδο με το οποίο είναι αντιμέτωπη στο επίπεδο της οικονομίας, η κυβέρνηση κατάφερε να ανακτήσει την πολιτική πρωτοβουλία των κινήσεων.
Καταλυτικό ρόλο έπαιξαν σε αυτό οι συλλήψεις ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής που έθεσαν τέρμα στην ανοχή, ώς και πολιτική κάλυψη, της οποίας έχαιρε η νεοναζιστική οργάνωση. Παράλληλα, η κατασταλτική κίνηση ανέσυρε στην επιφάνεια ένα μέρος των στηριγμάτων της Χ.Α., εντός του κρατικού μηχανισμού αλλά και μεταξύ επιχειρηματιών, που της εξασφάλιζαν γενναιόδωρη χρηματοδότηση. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια τομή στο
πολιτικό σκηνικό, αν και σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι έχουμε περίπου ξεμπερδέψει με τη Χ.Α., όπως βιάστηκαν να συμπεράνουν ορισμένοι.
Ποια είναι όμως η σημασία αυτής της τομής; Ανοίγει το δρόμο για έναν εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής που θα αντέστρεφε τον κατήφορο της τελευταίας τριετίας; Αν ήταν έτσι θα μπορούσε όντως να θεωρηθεί μια νίκη του αντιφασιστικού κινήματος. Δυστυχώς όμως, και παρά την αυτονόητη ικανοποίηση που αισθάνεται κάθε δημοκρατικός πολίτης στη θέα των νεοναζιστών με χειροπέδες, δεν συμβαίνει τίποτε τέτοιο. Ο αυταρχισμός όχι μόνο δεν υποχωρεί αλλά εντείνεται, με βασικό οδηγό τη θεωρία των δύο άκρων: μετά το ένα θα έρθει η σειρά του άλλου. Ετσι πολλαπλασιάζονται οι απειλητικές δηλώσεις και κινήσεις απέναντι στην Αριστερά και στις μορφές της λαϊκής διαμαρτυρίας, με κορυφαίο παράδειγμα την απόπειρα του χαρακτηρισμού του κινήματος ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στις Σκουριές ως «εγκληματικής οργάνωσης».
Υπάρχει εδώ κάποια αντίφαση; Οχι, γιατί η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, της οποίας είχε προηγηθεί η επίθεση κατά του ΚΚΕ στο Πέραμα, ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου των ναζιστών κατά της Αριστεράς και με μετωπική αμφισβήτηση της ίδιας της κρατικής νομιμότητας. Ως τέτοια δεν μπορούσε να μείνει αναπάντητη, διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε άμεσα σε γενικότερη αποσταθεροποίηση και σε ανεξέλεγκτη αναμέτρηση. Πολύ σωστά λοιπόν, από τη σκοπιά της, η κυβέρνηση είδε ότι υπήρχε μια ευκαιρία να περάσει στην αντεπίθεση, να απομακρύνει αποφασιστικά το διαφαινόμενο «θερμό φθινόπωρο» στο κοινωνικό μέτωπο και να αναδιατάξει με δική της πρωτοβουλία το πολιτικό σκηνικό.
Κρίσιμη σημασία σ’ αυτή τη στρατηγική είχε η απόσπαση συναίνεσης από τη βασική αντιπολιτευτική δύναμη, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ. Με αξιοθαύμαστη προσήλωση, το κυβερνητικό στρατόπεδο άσκησε συνεχή πίεση στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, συνδυάζοντας απειλές (βλέπε δηλώσεις Δένδια, που καλούσε τον ΣΥΡΙΖΑ να απομακρύνει τα «ακραία» του στοιχεία) και εγκλήσεις για από κοινού υπεράσπιση της «ομαλότητας» μέσω της νομικής αντιμετώπισης της Χ.Α.
Δυστυχώς για τη δημοκρατία, η τακτική αυτή απέδωσε, όπως φάνηκε από τη θετική ψήφο της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Βουλή στην κυβερνητική πρόταση περί διακοπής της χρηματοδότησης της Χ.Α. Η σχετική ψηφοφορία αποτελεί μείζονος σημασίας επιτυχία για το μνημονιακό στρατόπεδο. Κατ’ αρχάς γιατί απέσπασε για πρώτη φορά συναίνεση για την «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία, το διαβόητο άρθρο 187Α του Π.Κ., που η Αριστερά είχε κατά πάγιο τρόπο καταγγείλει ως αντιδημοκρατικό και που σε κάθε περίπτωση ήταν εντελώς περιττό για να στοιχειοθετηθεί η διακοπή της χρηματοδότησης της Χ.Α. Και κατά δεύτερο λόγο, διότι η από κοινού ψήφιση της κυβερνητικής πρότασης από Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ και ΣΥΡΙΖΑ ισοδυναμεί με ντε φάκτο συγκρότηση «συνταγματικού τόξου». Μια λογική που, στις παρούσες συνθήκες, ενέχει εξαιρετικούς κινδύνους. Διότι σηματοδοτεί συναίνεση σε ένα κράτος ολόενα πιο αυταρχικό και ακραία αντιλαϊκό. Διότι αναιρεί το ρόλο της Αριστεράς ως δύναμης ανατροπής και καθιστά τη Χ.Α. μόνο εχθρό του συστήματος. Διότι δείχνει ότι κανένα δίδαγμα από τις τραγωδίες του παρελθόντος δεν έχει συγκρατηθεί.
Ηαντίληψη ότι η υπεράσπιση της δημοκρατίας επιτυγχάνεται μέσω της αναζήτησης «ευρείας συναίνεσης» με τον αντίπαλο δεν έχει τίποτε το καινοφανές για την Αριστερά. Αυτή είναι που οδήγησε στον παροπλισμό της και στην αδυναμία αντίδρασης στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Αυτή είναι που οδήγησε κατόπιν ένα κομμάτι της να αποδεχθεί το πλαίσιο της «φιλελευθεροποίησης» του Μαρκεζίνη, ένα σχέδιο που αν είχε ευοδωθεί θα είχε οδηγήσει τη χώρα σε μια «ελεγχόμενη δημοκρατία» αντίστοιχη με αυτήν της μεταπινοσετικής Χιλής. Ενα σχέδιο που απέτυχε γιατί προσέκρουσε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, προϊόν της οποίας είναι και οι δημοκρατικές κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης που σήμερα θυσιάζονται στον Μολώχ των Μνημονίων.
Τότε, όπως και τώρα, η υπεράσπιση της δημοκρατίας είναι υπόθεση του αγώνα του λαού για την ανατροπή της βαρβαρότητας και της καταπίεσης. Διότι, εν τέλει, η μόνη άξια λόγου «υπεράσπιση» της δημοκρατίας είναι η αέναη μάχη για την κατάκτησή της.