Ένα «νοσταλγικό» φάντασμα πλανιέται πάνω από τη χώρα, για τους υπηκόους της οποίας το μνημονιακό «νοικοκύρεμα» προβλέπει, αν όχι για το άμεσο μέλλον σίγουρα πάντως για το… μέλλον, συντάξεις που θα μοιάζουν περισσότερο με επιδόματα κηδείας. Ίσως δε «προβλέπει» και επίσπευση κηδειών, λόγω της «προδιαγεγραμμένης» τύχης των ασφαλιστικών κλάδων περίθαλψης (εκτός εάν πιστεύει κανείς τις «διαβεβαιώσεις» του Μαξίμου ή εάν θεωρεί ότι οι επικείμενες περικοπές θα είναι και οι τελευταίες )…
Το φάντασμα αυτό φιλοδοξεί να «δικαιώσει» παλιούς … βρικόλακες, όπως τα αλήστου μνήμης σχέδια Σπράου (Οκτώβριος 1997) και Γιαννίτση (Απρίλιος 2001) για το ασφαλιστικό. Το κυριότερο: Να ενισχύσει, ει δυνατόν να καταστήσει ακλόνητη την ιδέα, πως εάν ο πολιτικό σύστημα είχε αποτολμήσει και η κοινωνία είχε αποδεχθεί εκείνα τα… αποκυήματα μέγιστης σοφίας, το ασφαλιστικό «δεν θα είχε φθάσει σήμερα ως εδώ». Αντίληψη που εκβάλλει σε μία ευρύτερη: Σε πολλά κοινωνικά και οικονομικά πεδία υποτίθεται πως αν είχαμε επιβάλλει στον εαυτό μας πολλά επί μέρους, «μικρά», «ηπιότερα» μνημόνια, δεν θα φθάναμε στα μεγάλα και
τόσο εφιαλτικά…
Βγήκε λοιπόν από το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών ο Σταύρος Θεοδωράκης (28/11) και περίτρανα απέδειξε πόσο αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός – κλισέ πως «το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω». Το δικό του Ποτάμι γυρίζει πανεύκολα στην εποχή της πρωθυπουργίας Σημίτη, την οποία αμφιβάλουμε αν ποτέ έπαψε να λατρεύει ο Στ. Θεοδωράκης. Για να μας πει, τι, εν προκειμένω; Πως όσοι διαδήλωναν το 2001 εναντίον του σχεδίου Γιαννίτση φέρουν σοβαρές ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση των ταμείων. Ανατριχιάσαμε…
Αλλά μήπως είναι μικρότερο το φταίξιμο και όσων αγανάκτησαν, νωρίτερα, με το «βαθυστόχαστο» πόνημα Σπράου; Όχι, απαντά από το «Βήμα» (29/11) ο Αντώνης Καρακούσης, γεμάτος συγκίνηση για το αριστερό παρελθόν του Σπράου και της οικογένειάς του (ποιος ξέρει, ίσως κάτι τέτοιες αναδρομές θυμίζουν στον Α. Καρακούση και το δικό του αριστερό παρελθόν).
Ένα «νοσταλγικό» φάντασμα πλανιέται, λοιπόν, πάνω από τη χώρα. Καλεί την κοινωνία να ομολογήσει – και πάλι- «συλλογική ενοχή» για τον παλιό «ευδαιμονισμό» της. Καλεί το πολιτικό σύστημα να παραδεχθεί την – επίσης παλιά- «δειλία» του μπροστά στον κίνδυνο του «πολιτικού κόστους» και τη συνακόλουθη απροθυμία του να προβεί σε μια αντιγραφή κινήσεων του Προκρούστη, οι οποίες εδώ και χρόνια ονομάζονται «μεταρρυθμίσεις»…
Αξίζει να δούμε «εκ του σύνεγγυς» αυτή τη φιλολογία, καθώς η… ευγενική αποστολή της μόνο ήσσονος σημασίας δεν είναι: Με όχημα την «αναδρομή» υποβοηθά κάθε νέα, εναντίον του κόσμου της εργασίας, οικονομική και πολιτική επιδρομή…
ΤΕΛΙΚΑ ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΣΕΡΝΕΙ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΟ ΚΑΡΟ, ΑΛΛΑ…
Φανταστείτε έναν άνθρωπο που δέχεται δυο σφαίρες κατάστηθα. Την ώρα που μεταφέρεται στην εντατική, ημιθανής, ο δράστης – ελεύθερος και «άνετος» – τον πλησιάζει και του ψιθυρίζει: «Εγώ στα έλεγα… Έπρεπε να είχες κάνει αυτό που σου είχα πει προ 15 ετών για τη χοληστερίνη σου…».
Εάν θεωρείτε αδιανόητο τον σουρεαλισμό της παραπάνω σκηνής, σκεφθείτε πως ανάλογη «λογική» περιβάλλει και τον ανόητο ισχυρισμό ότι τα ασφαλιστικά ταμεία θα βρίσκονταν σήμερα σε αισθητά καλύτερη κατάσταση, εάν είχαν εισακουστεί ο Σπράος, ο Γιαννίτσης ή αμφότεροι. Η μία σφαίρα αντιπροσωπεύει φυσικά το PSI, που αφάνισε το 75% των αποθεματικών. Η δεύτερη, βεβαίως, αντιστοιχεί στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας με 1,5 εκατομμύριο ανέργους «επισήμως» – στην πραγματικότητα κατά πολύ περισσότερους.
Η ίδια κοινωνία, το 2008 περιέκλειε 4,5 εκατομμύρια εργαζόμενους και 3,8 εκατ. ανθρώπους που εντάσσονταν στο φάσμα των οικονομικά ανενεργών ή των ανέργων. Κι όμως, σε μία μόλις τετραετία, οι αριθμοί αυτοί αντιστράφηκαν πλήρως! Τον Ιούνιο του 2012, δηλαδή έπειτα από μία διετία «σωτήριας δημοσιονομικής προσαρμογής», η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραφε το… αδιανόητο: Οι εργαζόμενοι είχαν μειωθεί στους 3.766.415 (άλλο θέμα πόσο «κανονικά» απασχολούνταν ή κάθε πότε πληρώνονταν) και αυτοί θα έπρεπε να συντηρούν 4.588.507 ανθρώπους. Επρόκειτο για το άθροισμα ανέργων (1.216.410, τότε) και μη ενεργών οικονομικά ατόμων (3.372.097), δηλαδή ηλικιωμένων, παιδιών, σπουδαστών, κλπ. Ναι, πλήρης αντιστροφή, σε τέσσερα χρόνια. Ασύλληπτο, αλλά αληθινό.
Υπό τέτοιες συνθήκες, με την απασχόληση να βιώνει πανωλεθρία και τους εναπομείναντες μισθούς να παρασύρουν στην καθοδική τους πορεία τις εισφορές, πόση βλακεία ή υποκρισία χρειάζεται για να αρθρωθεί ο ισχυρισμός ότι το μεγάλο πρόβλημα του ασφαλιστικού συνίσταται στις «χαμένες ευκαιρίες» του 1997 ή του 2001; Κι όμως, όχι μόνον αρθρώνεται, αλλά γίνεται «της μόδας» στις τάξεις παραδοσιακών υποστηρικτών των μνημονίων, ασκώντας – κατά τα φαινόμενα και τα… λεγόμενα- και κάποια γοητεία και στο «νεομνημονιακό» φάσμα…
Είμαστε οι τελευταίοι που θα υποστηρίξουν ότι τα προβλήματα του ασφαλιστικού συστήματος δεν έχουν «βαθιές ρίζες» στο χρόνο. Αντιθέτως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η απαρχή της αφαίμαξης των αποθεματικών χρονολογείται από τη δεκαετία του ’50, αν και για τους «συστημικούς» αναλυτές ή απλώς φαφλατάδες κάτι τέτοια δεν θεωρούνται προβλήματα…
Από πού κι ως πού, όμως, η αναγνώριση της «βαθύτητας» του προβλήματος μπορεί να αιτιολογεί οποιαδήποτε ανοχή για την επιχείρηση αθώωσης των τεράστιων μνημονιακών εγκλημάτων;
Η απάντηση δεν καθορίζει μόνο «ξεκαθαρίσματα λογαριασμών» με το παρελθόν, το εγγύς ή το μακρινό, αλλά επηρεάζει και τα «δια ταύτα» του παρόντος και του μέλλοντος: Η ιδέα ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποια «αναστύλωση» του ασφαλιστικού συστήματος εν μέσω ενός ωκεανού ανεργίας, υποαπασχόλησης, και «μαύρης εργασίας», δεν βάζει απλώς «το άλογο μπροστά από το κάρο». Βάζει τα στοιχειωδέστερα ασφαλιστικά δικαιώματα στο κάρο, που το κινεί κανονικά το άλογο, αλλά με προορισμό το ικρίωμα, πάνω στο οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να αναγράφεται: «Για να φτιάξουμε βιώσιμο ασφαλιστικό, θυσιάζουμε τους ασφαλισμένους»…
Τελικά, όμως, τίνος το «σχέδιο μεταρρύθμισης» αξίζει περισσότερο την ετεροχρονισμένη «αγιοποίηση» και τη διαρκή μνημόνευση; Του Σπράου ή Γιαννίτση; Του δεύτερου, δείχνει να απαντά το καθεστωτικό- μιντιακό σύστημα. Λογική προτίμηση: Το σχέδιο εκείνο το κουρέλιασε μια αυθεντική λαϊκή κινητοποίηση. Κατά συνέπεια, δοξολογώντας την όσια, ενάρετη εκείνη «απόπειρα μεταρρύθμισης», που «μαρτύρησε» στα χέρια του άφρονος «όχλου», η καθεστωτική αρλουμπολογία έχει άφθονες ευκαιρίες να κατακεραυνώσει «λαϊκισμούς», «μεταπολιτευτικά κατάλοιπα» κι ό,τι άλλο τραβά η μαυριδερή ψυχή της.
Έχουμε όμως κι εμείς σοβαρούς λόγους να μνημονεύουμε το σχέδιο Γιαννίτση, σε συνάρτηση με την εποχή του. Διότι αυτή ακριβώς η συνάρτηση υπογραμμίζει τη διαχρονική καθεστωτική αντίληψη για το ασφαλιστικό: Τι θεωρείται πρόβλημα, τι όχι, τι πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεδομένο ή και ως «καλώς καμωμένο», ώστε να ζητηθούν κατόπιν θυσίες συνολικά από τον κόσμο της εργασίας – κι όχι άρσεις επί μέρους «στρεβλώσεων» ή «αριστοκρατικών» ρυθμίσεων.
Εξοργιστικοί «εις διπλούν» είναι οι σημερινοί κρουνοί δακρύων για τη «χαμένη ευκαιρία» του σχεδίου Γιαννίτση. Πρώτο, διότι όσοι ανοίγουν αυτούς τους κρουνούς αποσιωπούν ή απλώς δεν λογαριάζουν την – εξακριβωμένη πλέον- απώλεια 3,5 δισεκατομμυρίων ευρώ που είχαν τα ασφαλιστικά ταμεία στην περίοδο 1999 – 2002, ως αποτέλεσμα της θεσμοθετημένης επέκτασης του τραπεζικού και χρηματιστηριακού «τζόγου» με τα αποθεματικά.
Δεύτερο, διότι συνολικά η περίοδος της διακυβέρνησης Σημίτη ήταν η εποχή που «κατοχύρωσε» τη «μαύρη εργασία» ως «αναπτυξιακό μοχλό», άτυπο μεν, σαφή δε … Με εμφανή κυβερνητική ανοχή ή και ενθάρρυνση, με εύκολη και γενικευμένη εκμετάλλευση των οικονομικών μεταναστών (κυρίως Αλβανών, τότε), με αυτονόητες επιπτώσεις στα ασφαλιστικά ταμεία. Αλλά και με άνοδο της επίσημης ανεργίας σε επίπεδα κοντά και άνω (1999, 2000) του 11%, κάτι που εκείνη την εποχή αποτελούσε αρνητικό ρεκόρ, όσο κι αν σήμερα τέτοια ποσοστά θα φάνταζαν… ονειρεμένα (Πηγή: ΕΣΥΕ, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού). Αρνητικό ρεκόρ, σε εποχές έπαρσης για την ανάπτυξη…
Υπενθυμίζεται ότι στην «εκσυγχρονιστική» περίοδο 1996 – 2000, το ΑΕΠ «έτρεχε» με 3,4%, έναντι 1,2% της δεκαετίας που είχε προηγηθεί. Η παραγωγικότητα της εργασίας με 2,9% (ασυγκρίτως υψηλότερη του 0,55% των προηγηθέντων 10 ετών). Η κερδοφορία κάλπαζε, οι ελίτ κόμπαζαν για την «ισχυρή Ελλάδα» που όδευε προς την υλοποίηση της «μεγάλης ιδέας» της ΟΝΕ και προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ενώ παράλληλα γίνονταν αχαλίνωτοι οι δείκτες εισοδηματικών – κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού είχε αποδοχές σχεδόν επταπλάσιες του φτωχότερου 20%. Και μετά; Μετά ήλθε ο Γιαννίτσης για να μας πει ότι, εν μέσω όλων αυτών των «θαυμάτων» της σοσιαλφιλελεύθερης «φούσκας», στον κολοφώνα της γενικής αναδιανομής πλούτου υπέρ των ελίτ, ήταν «αναγκαία» μια συνολική ασφαλιστική επιβάρυνση του «πόλου» της εργασίας!
Όσοι, λοιπόν, μας καλούν να αναρωτηθούμε «πόσο διαφορετικά θα ήταν σήμερα τα πράγματα εάν είχε εισακουστεί τότε ο Γιαννίτσης», ας λάβουν την αυτονόητα ορθή απάντηση. Ναι, πιθανότατα κάτι θα ήταν διαφορετικό: Λιγότερες συντάξεις παππούδων και γιαγιάδων στα χρόνια από το 2010 και εντεύθεν θα επαρκούσαν για να τα «κουτσοβολέψουν» οικογένειες με δυο, τρεις ή και τέσσερις ανέργους.
Όσοι, επίσης, δεν έκαναν ποτέ τον κόπο να προσμετρήσουν το ειδικό βάρος των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων – που φυσικά δεν μπορούν όλες να θεωρηθούν «ένα και το αυτό»- στο σύνολο του ασφαλιστικού, όσοι προτιμούν αντί του δάσους να προσηλώνονται, όχι σε δέντρα, αλλά σε θάμνους, ας σκεφθούν: Εάν πρέπει να ενοχοποιηθούν για τη σημερινή κατάσταση των ταμείων οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις περισσότερο (αστείο και μόνο που το σκέφτεσαι!)
από τη «μαύρη εργασία», τις χρηματιστηριακές εξαϋλώσεις αποθεματικών, τις ανείσπρακτες οφειλές, τα δομημένα ομόλογα, το PSI και τους «μισθούς- μινιατούρες» των τελευταίων ετών, πώς και γιατί έπειτα από τις κατά καιρούς «διορθωτικές κινήσεις», τόσο ως προς τον εργάσιμο χρόνο, όσο και ως προς το τελικό επίπεδο των συντάξεων (πχ νόμοι Σιούφα επί Μητσοτάκη και Ρέππα επί Σημίτη) ακούγονταν νέες οιμωγές για την επερχόμενη καταστροφή;
Την 31η Δεκεμβρίου 1950 δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ ο νόμος 1611 της κυβέρνησης του Σοφοκλή Βενιζέλου, τον οποίο συμπλήρωσε σε έξι μήνες ο 1846 (ΦΕΚ, 21 Ιουνίου 1951): Έκτοτε τα αποθεματικά των ταμείων θα δεσμεύονταν σε άτοκους ή… σχεδόν άτοκους λογαριασμούς στην Τράπεζα της Ελλάδος, ώστε να τροφοδοτούν επιχειρηματικούς «κολοσσούς» της εποχής. Με τα λεφτά των ασφαλισμένων έγραφαν τα προσωπικά τους «success stories» Νιάρχοι, Ανδρεάδηδες, Μποδοσάκηδες.
Τότε, βεβαίως, λίγοι το συνειδητοποιούσαν και ακόμη λιγότεροι νοιάζονταν: Χαμηλοί οι μισθοί, χαμηλές οι συντάξεις… Όποιοι τις λάμβαναν ψέλλιζαν «πάλι καλά», που δεν χρειάστηκε να μεταναστεύσουν στην Αμερική ή την Αυστραλία για να ζήσουν. Τα ταμεία όμως έχαναν, έχαναν, έχαναν. Κολοσσιαίες οι απώλειες, εάν αναλογιστεί κανείς ότι η συγκεκριμένου τύπου αρπαγή αποθεματικών διήρκεσε έως το… 1986. Τότε η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου, αν και κράτησε τα κεφάλαια των ταμείων δεσμευμένα στην Τράπεζα της Ελλάδος, καθόρισε για αυτά επιτόκιο 14%. Ο τόκος υστερούσε βεβαίως έναντι εκείνων που ίσχυαν για τις καταθέσεις, αλλά αν μη τι άλλο ήταν μια «ανάσα».
Αλλά μετά από λίγο άρχισαν να «φουσκώνουν» τα πανιά της «κεφαλαιοποιητικής» θεώρησης των πραγμάτων…
ΚΑΠΟΙΟΙ ΝΟΜΟΙ, ΔΥΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ, ΕΝΑΣ ΩΡΥΟΜΕΝΟΣ ΛΟΒΕΡΔΟΣ…
Ήταν Μάιος του 1992, όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη θεσμοθέτησε, για πρώτη φορά, τη «διαπλοκή» αποθεματικών με χρηματοπιστωτικά παράγωγα, σε ποσοστό 20% (άρθρο 14 του Νόμου 2042, ΦΕΚ 14/5/92). Επειδή, όμως, το πολιτικό παιχνίδι μοιάζει ενίοτε με εκείνο της «κολοκυθιάς» (έστω κι αν για την κοινωνία παράγει προϊόντα «αγγουριάς»), οι «εκσυγχρονιστές» του Σημίτη σκέφτηκαν «γιατί 20 κι όχι 23» και στις αρχές του 1999 ανέβασαν στο 23% το ποσοστό των αποθεματικών που θα μπορούσαν να παραδοθούν στον ίλιγγο του «τζόγου», από την πρώτη ημέρα του 2001 (άρθρο 40 του Νόμου 2676, ΦΕΚ 5/1/99).
Καθώς τα προϊόντα υψηλού ρίσκου έπρεπε να τα τιμούν διαρκώς υψηλότερα ποσοστά, έτσι, για να ανεβαίνει η αδρεναλίνη βρε αδελφέ, τον Ιούλιο του 2002 η κυβέρνηση του «λαϊκού μετοχικού καπιταλισμού» του κ. Σημίτη, απεφάνθη: μέχρι και 70%, των κεφαλαίων των ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης θα επενδύονταν σε μετοχές και αξιόγραφα (άρθρο 7 του Νόμου 3029, ΦΕΚ 11/7/2002).
Τα χαμένα 3,5 δισ. ευρώ της περιόδου 1999- 2002 δείχνουν απλώς να αποτελούν το βεβαιωμένο τμήμα μιας «μαύρης τρύπας», της οποίας οι διαστάσεις είναι δύσκολο να προσδιοριστούν επακριβώς. Τα κατοπινά «νεοδημοκρατικά» δομημένα ομόλογα, που προκάλεσαν οδυνηρές ζημιές σε επικουρικά ταμεία, επιβεβαίωσαν το εύρος και το… ασταμάτητο της αρπαγής.
Τι λέτε; Να τα παρακάμψουμε όλα αυτά και να συζητήσουμε αποκλειστικά για το «δημογραφικό πρόβλημα», ενθυμούμενοι και την αυστηρή αιτίαση του Σπράου ότι αποκτήσαμε την κακή συνήθεια να … μην πεθαίνουμε γρήγορα; Να αναμείξουμε στην περί δημογραφικού συζήτηση τους αμέτρητους αλλοδαπούς εργάτες που ποτέ δεν ασφαλίστηκαν, ή όχι; Να θίξουμε το ζήτημα των οφειλών προς τα ταμεία; Όχι, θα κάνουμε κάτι άλλο. Θα θυμίσουμε δυο ξεχασμένα πορίσματα.
Το 2003 η κυβέρνηση Σημίτη παρήγγειλε αναλογιστική μελέτη για το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα στους τεχνοκράτες της βρετανικής Government Actuary Department. Τρία χρόνια αργότερα μελέτη παρήγγειλε και η κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά στο Διεθνές Γραφείο Εργασίας. Αμφότερα τα πορίσματα κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα: Λειτουργώντας όπως λειτουργούσαν τότε, τα ασφαλιστικά ταμεία άντεχαν χωρίς κανένα πρόβλημα μέχρι το 2035, το δε ΙΚΑ έως το 2032. Άνευ μεταρρυθμίσεων, θετικών ή μη…
Η μελέτη που παραδόθηκε, μάλιστα, επί ΝΔ βασίστηκε στην υπόθεση εργασίας ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν θα απέδιδαν όσα τότε χρωστούσαν στα ταμεία. Η ανθεκτικότητα έως το 2035 θα ήταν κι έτσι εγγυημένη, αρκεί να κατέβαλε το Δημόσιο κανονικά όσες εισφορές έπρεπε να πληρώσει, ως εργοδότης.
Εντυπωσιακή όντως αντοχή διέγνωσαν και οι δυο διεθνείς φορείς, εάν αναλογιστεί κανείς τα προγενέστερα πάθη των ασφαλιστικών ταμείων. Αντιθέτως, μηδαμινή αποδείχθηκε η αντοχή των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στα πορίσματα των μελετών που οι ίδιες παρήγγειλαν. Τα «έθαψαν»… κανονικά, με την αμέριστη βοήθεια των ΜΜΕ, η δε κυβέρνηση Καραμανλή έκανε κάτι ακόμη: Ο τότε υπουργός Οικονομίας Γιώργος Αλογοσκούφης ανακοίνωσε ότι «ανέστειλε τις εργασίες της» η επιτροπή Αναλυτή που εξέταζε το ασφαλιστικό.
Γιατί; Διότι ήταν «εκ φύσεως και θέσεως» υποχρεωμένη η επιτροπή, όχι μόνο να δημοσιοποιήσει τα ευρήματα της αναλογιστικής μελέτης, αλλά και να κινηθεί με τρόπο που δεν θα πρόδιδε διάθεση να τα αγνοήσει.
Έπειτα από λίγα χρόνια, ο Ανδρέας Λοβέρδος βρέθηκε στην καρέκλα του υπουργού Εργασίας. Τον Δεκέμβριο του 2009, δηλαδή στις εποχές των… πρώτων προετοιμασιών (ψυχολογικών και πολιτικών) για την είσοδο της χώρας στην εποχή των Μνημονίων, ο Λοβέρδος κραύγαζε: Το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας «είναι υπό κατάρρευση». Πότε θα κατέρρεε; Το 2015. Τότε που ο (όποιος) υπουργός Εργασίας «θα βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να ανακοινώσει πως δεν θα δοθούν 14 μηνιαίες συντάξεις και δώρα».
Μάλιστα… Το 2003 και το 2006 οι διεθνείς τεχνοκράτες συμφώνησαν, κατόπιν διενέργειας μελετών, πως το ασφαλιστικό «κρατούσε» ως είχε έως το 2035. Στο τέλος του 2009, όμως, ένας υπουργός τριών μηνών πρόλαβε να δει τον κρυμμένο «δράκο» και να μειώσει κατά μία εικοσαετία το «προσδόκιμο ζωής» των ταμείων! Θαύμα…
Η αλήθεια είναι ότι ουδείς «έτριψε στη μούρη» του Λοβέρδου τις αναλογιστικές μελέτες της Government ActuaryDepartment και του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας. Ούτε καν δυνάμεις -πολιτικές και κοινωνικές- που αντιστέκονταν στο κλίμα «τρόμου» της εποχής εκείνης.
Η εξήγηση είναι προφανής. Παραπέμπει στην ικανότητα των «πάνω» να «θάβουν» τα ενοχλητικά στοιχεία ή και να σβήνουν γρήγορα από τη συλλογική μνήμη όσα κατόρθωσαν να επιβιώσουν εκεί, προσωρινά. Δυστυχώς.
Το «παιχνίδι» όμως δεν περιλαμβάνει μόνο την αποσιώπηση. Ενίοτε προτάσσεται η… λογοδιάρροια, το «πες, πες, κάτι θα μείνει». Κι έμεινε… Παρέμεινε αρκούντως ισχυρή η ιδέα ότι το «κεντρικό πρόβλημα» του ασφαλιστικού είναι διαχρονικά, πέραν των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, οι απάτες των συντάξεων- «μαϊμούδων».
Επιτέλους, πόσες ήταν, πόσες είναι αυτές οι συντάξεις – «μαϊμούδες», που επί έξι χρόνια σωρηδόν ανακαλύπτονταν και γίνονταν αντικείμενο σχολιασμού στα χείλη όσων ευθύνονταν για την ύπαρξή τους; Α, εξαρτάται. Στα ρεπορτάζ «εικαζόταν» ότι ήταν από πέντε έως είκοσι φορές περισσότερες από τις «εξακριβωμένες».
Και κάπως έτσι εξακριβώθηκε και η εμμονή της «μιντοκρατίας» στην «κάθαρση»…
https://eleutheriellada.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου