Για όγδοη δυστυχώς χρονιά κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση τα ερωτήματα για την ολοκλήρωση της πρώτης και μετά της δεύτερης αξιολόγησης, την εκταμίευση ολόκληρης ή μισής δόσης του δανείου, τη συμμετοχή ή μη του ΔΝΤ στο τρίτο πρόγραμμα στήριξης, τις τράπεζες και τα κόκκινα δάνεια και κυρίως τα ερωτήματα για το πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις θα γίνουν οι παραμετρικές αλλαγές στο χρέος που είχαν συμφωνηθεί ήδη από το 2012 σε συνέχεια της μεγάλης παρέμβασης που έγινε τότε.
Πίσω από τα ερωτήματα αυτά κρύβεται η αγωνία όχι για την έξοδο από το μνημόνιο και την επάνοδο στην κανονικότητα μιας χώρας μέλους της ΕΕ και της ζώνης του ευρώ, αλλά για τη μορφή και τους όρους που θα έχει ένα τέταρτο μνημόνιο από τα μέσα του 2018 και μετά και μάλιστα για απροσδιόριστο προς το παρόν χρόνο καθώς το μνημόνιο πλέον
δεν θα συνδέεται με ένα δάνειο και τις εκταμιεύσεις του αλλά με μακροπρόθεσμες παραμετρικές αλλαγές ( λήξεις, μέση διάρκεια, μέσο επιτόκιο) στο χρέος που θα κρατούν χαμηλό το κόστος εξυπηρέτησης ( τόκοι και χρεολύσια ) και άρα τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας.
Το ιστορικά τραγικό είναι ότι αυτά συμβαίνουν το 2017, ενώ το 2014 η χώρα είχε φτάσει - με δυσκολίες, αντιφάσεις και αμφιθυμίες αλλά είχε φτάσει - σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης, πρωτογενές πλεόνασμα, κλίμα οικονομικής αισιοδοξίας, επιτυχή δοκιμαστική έξοδο στις αγορές, ισχυρό χαρτοφυλάκιο του δημοσίου σε μετοχές του τραπεζικού τομέα και στην απόφαση του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2014 για μετάβαση από το μνημόνιο στο καθεστώς της προληπτικής πιστωτικής γραμμής.
Η μεγάλη οπισθοχώρηση πρωτίστως του 2015 αλλά και του 2016, επανέφερε το φαύλο κύκλο. Η κυβερνητική θεωρία του ιστορικού αυτοματισμού και του συμπιεσμένου ελατηρίου της ανάπτυξης που θα εκτιναχθεί είναι η μετεξέλιξη της υπόσχεσης ή μάλλον της (αυτ)απάτης του εύκολου και ανώδυνου δρόμου της κατάργησης του μνημονίου και των μονομερών ενεργειών ως προς το χρέος. Ο κοινός παρονομαστής είναι μια παιδαριώδης πολιτική θεολογία που έχασε το βάρος της κομμουνιστικής εσχατολογίας και παραπαίει ανάμεσα στο ριζοσπαστισμό των κινημάτων και τον εθνικολαϊκισμό των ακροδεξιών αντιμνημονιακών συνεταίρων. Με συγκολλητική ουσία τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό και τη νομή της εξουσίας.
Η χώρα όμως έτσι δεν πάει πουθενά. Ζει ήδη υπό συνθήκες στασιμοχρεοκοπίας ενώ είναι ενεργός ο κίνδυνος κατάρρευσης, πρωτίστως λόγω της αδυναμίας του πιστωτικού συστήματος να στηρίξει την πραγματική οικονομία και λόγω της ανασφάλειας όλων όσοι κινούνται στην αγορά.
Υπάρχει άραγε διέξοδος; Μπορεί η χώρα να σπάσει τον φαύλο κύκλο στον οποίο επανεγκλωβίστηκε το 2015; Η εκτίμηση μου είναι πως ναι, μπορεί να υπάρξει έξοδος από την κατάσταση αυτή, εφόσον διαμορφωθούν οι αναγκαίες κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις. Προϋποθέσεις ενδογενείς που αφορούν τους πολίτες ατομικά και την κοινωνία των πολιτών ως συλλογικό υποκείμενο.
Πρώτη κοινωνική προϋπόθεση, ιστορικού και εθνικού χαρακτήρα, είναι η συμφιλίωση με την αλήθεια.Η κατανόηση αυτού που συνέβη στη χώρα τα τελευταία οκτώ χρόνια. Η συνειδητοποίηση του μέγεθος και της φύσης της βλάβης που προκλήθηκε την περίοδο 2015-2016. Μια χώρα που δεν έχει συμφιλιωθεί με το παρελθόν της και δεν κατανοεί σε βάθος τα δεδομένα του προβλήματος της, δεν μπορεί να κατακτήσει το μέλλον.
Δεύτερη κοινωνική προϋπόθεση, στρατηγικού χαρακτήρα, είναι η υιοθέτηση του μεταρρυθμιστικού προτάγματος επειδή αυτό συμφέρει τους πολίτες, τα νοικοκυριά, τους ανέργους, τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου. Αυτό σημαίνει εγκατάλειψη της συνωμοσιολογίας, της θεωρίας της ήσσονος προσπάθειας και της θεωρίας των εξωγενών πρωτίστως αιτίων της ελληνικής κρίσης που μεταφέρει συνεχώς την ευθύνη στους άλλους. Τους προηγούμενους, τους «παλιούς», τους ξένους, τις εκλογικές σκοπιμότητες των άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, την υποτιθέμενη σύγκρουση ΔΝΤ - Ευρωζώνης.
Το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι το ελληνικό πολιτικό πρόβλημα. Πιστεύουν κάποιοι ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, μετά τη μεταστροφή του Ιουλίου 2015, μπορεί ανέτως να υπεισέλθει στην στρατηγική των αντιπάλων της. Να διαμορφώσει, από το 2017 μέχρι το τέλος της τετραετίας, ένα οικονομικό Success story που θα κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τοποθετώντας τις εκλογές κοντά στο τέλος τετραετίας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, θα έχουν στο μεταξύ επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα, θετικός ρυθμός ανάπτυξης ( στο 2,8% του ΑΕΠ ήδη από το 2017), έκδοση νέων μεσοπρόθεσμων ομολόγων που θα ενταχθούν στο πρόγραμμα QE της ΕΚΤ και βεβαίως οι παραμετρικές αλλαγές στο χρέος που θα κρατούν χαμηλά τις χρηματοδοτικές ανάγκες και μετά το 2018, οπότε και ολοκληρώνεται το υφιστάμενο τρίτο μνημόνιο.
Λυπάμαι που τους στεναχωρώ, αλλά εκτίμηση μου είναι ότι δεν αρκεί η μεταστροφή του Ιουλίου του 2015 όταν προηγήθηκε η γιγαντιαία βλάβη της οικονομίας με τους χειρισμούς του πρώτου εξαμήνου του 2015 και κυρίως η βαθειά βλάβη της κοινωνικής νοοτροπίας που συντελέσθηκε μεταξύ 2010 - 2015. Δεν αρκεί η μεταστροφή του Ιουλίου 2015 όταν υπάρχει πάντα η κυβερνητική αμφιθυμία και ο ψευτοταξικός συγκρουσιακός λόγος της. Όταν βασική οικονομική και πολιτική επιλογή είναι η ισοπέδωση των μεσαίων στρωμάτων. Όταν εξελίσσεται ενώπιον μας θεσμική εκτροπή μέσα από τον συμφυρμό με ακροδεξιούς κύκλους για τον έλεγχο του βαθέως κράτους. Όταν εμφανής πλέον επιδίωξη είναι η συγκρότηση κύκλου φιλικών, προς την κυβερνητική ομάδα, επιχειρηματικών συμφερόντων.
Άλλωστε, η κοινωνία δεν έχει στραμμένη την προσοχή της στα δημοσιονομικά και μακροοικονομικά στοιχεία αλλά στα στοιχεία που εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο η αντιμνημονιακή δημαγωγία μέχρι το 2015. Στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, στη φορολογική επιβάρυνση, στο ασφαλιστικό, στην ανεργία ιδίως των νέων, στην καχεξία της αγοράς, την αμηχανία του τραπεζικού σύστημα ως προς τις καταθέσεις, στα κόκκινα δάνεια και την ανύπαρκτη πραγματική πιστωτική επέκταση.
Θεμελιώδης συνεπώς πολιτική προϋπόθεση για την έξοδο από τον φαύλο κύκλο είναι να υπάρξει, μετά από εκλογές, μια άλλη κυβέρνηση με τη συνεργασία όλων των δημοκρατικών φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων. Ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον δηλώνει πιστός στη σημερινή επίσημη γραμμή του, πρέπει να κληθεί να μετάσχει, εκτός και αν κάνει τη μικροκομματική επιλογή του αυτοαποκλεισμού. Η πολιτική φενάκη μιας αριθμητικά αυτοδύναμης μονοκομματικής κυβέρνησης μπορεί να αποβεί επικίνδυνη για τον τόπο αλλά και για όσους την ονειρεύονται γιατί δείχνει μειωμένη επίγνωση του μεγέθους και της πολυπλοκότητας του προβλήματος.
Μια άλλη κυβέρνηση έχει νόημα μόνο εφόσον συγκροτηθεί μια Εθνική στρατηγική που εκκινεί από την επαναδιαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους, με βασικό στόχο να διαμορφωθεί δημοσιονομικός χώρος έναντι μεταρρυθμίσεων.
Μόνο έτσι αποκτά νόημα ο στόχος του μειωμένου ( πχ εως 2% ) πρωτογενούς πλεονάσματος που τον προβάλλω επίσημα και επιτακτικά από το 2013. Το πρωτογενές πλεόνασμα τίθεται σε υψηλό επίπεδο ( τώρα 3,5% του ΑΕΠ ) γιατί έτσι κλείνει αριθμητικά το σχήμα της κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας στους υπολογισμούς των εταίρων και δανειστών της. Δίπλα στο δάνειο που περιλαμβάνει το πρόγραμμα υπάρχει μια εθνική συμμετοχή που συνίσταται κυρίως στα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και στο πρωτογενές πλεόνασμα. Αν μιλούσαμε τεχνικά θα λέγαμε ότι η αύξηση των εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις ή η άντληση δανεισμού με νέα κρατικά ομόλογα από την αγορά με τη βοήθεια του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, προσφέρει ένα σχήμα κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών. Το καλύτερο όμως είναι να κρατηθούν χαμηλά ή και να μειωθούν οι ίδιες οι χρηματοδοτικές ανάγκες με παραμετρικές επεμβάσεις στο χρέος που μειώνουν περαιτέρω την παρούσα αξία και το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του. Άλλωστε τα δημόσια χρέη, στην πραγματικότητα, δεν εξοφλούνται. Αναχρηματοδοτούνται, εξυπηρετούνται, μειώνονται λόγω ονομαστικής μεγέθυνσης του ΑΕΠ χάρη και στον πληθωρισμό και ενίοτε αναδιαρθρώνονται, όπως έγινε σε μεγάλη έκταση με το ελληνικό χρέος το 2012.
Τώρα αντί η κυβέρνηση να ασχολείται με το θεμελιώδες που είναι η ορθή απεικόνιση του χρέους σε παρούσα αξία ώστε να καταδεικνύεται πόσο μικρότερο είναι το χρέος σε παρούσα αξία σε σχέση με την ονομαστική και αυτό να λειτουργεί ως βάση για παραμετρικές αλλαγές που θα εξομαλύνουν και θα επιμηκύνουν τις λήξεις, θα διασφαλίζουν το μικρότερο δυνατό μέσο επιτόκιο και θα περιορίζουν τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες, προσπαθεί να κρύψει ότι ο κ. Τσίπρας τον Ιούλιο του 2015 και ο κ. Τσακαλώτος το Μάιο του 2016 συμφώνησαν πως οι μακροπρόθεσμες παραμετρικές αλλαγές στο χρέος θα γίνουν το 2018, μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος. Θα γίνουν αντί νέου δανείου, με τέταρτο μακροχρόνιο μνημόνιο και όχι προκαταβολικά και άνευ πρόσθετων όρων, όπως συνέβη το 2012.
Ασχολείται επίσης η κυβέρνηση υπερβολικά με τη στάση του ΔΝΤ ως προς το τρίτο πρόγραμμα, όταν το κύριο θέμα είναι πλέον οι ευρωπαϊκές παραμετρικές αλλαγές στο χρέος, η κατάσταση μετά το 2018 και η στάση των αγορών όταν επιχειρήσει η Ελλάδα έκδοση νέων ομολόγων με τη στήριξη της ΕΚΤ. Όχι όμως με αποκλειστικό αγοραστή την ΕΚΤ, λόγω των κανόνων που διέπουν τη ποσοτική χαλάρωση και των εθνικών ποσοστώσεων.
Η Ελλάδα χρειάζεται επιπλέον δυο θεσμικές ενισχύσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους της. Πρώτον, ένα έστω έμμεσο σχήμα ευρωπαϊκής εγγύησης των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, ανεξαρτήτως των μηχανισμών της τραπεζικής ένωσης που δεν προβλέπουν παρόμοια ευρωπαϊκή εγγύηση. Και, δεύτερον, μια θυγατρική της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ειδικά για τη διαχείριση διαθεσίμων κοινοτικών κεφαλαίων σε συνεργασία με το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Το ζήτημα του χρόνου είναι όμως ζωτικό. Η παρούσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση τρώει πολύτιμο εθνικό χρόνο. Δεν μπορεί η χώρα να περιμένει να πλησιάσουμε το αδιέξοδο τέλος του τρέχοντος τρίτου προγράμματος. Δεν υπάρχει μόνο το ζήτημα της αντοχής της ελληνικής πραγματικής οικονομίας και το ζήτημα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Το 2017 θα αυξηθεί το Ευρωπαϊκό πολιτικό ρίσκο λόγω διαπραγματεύσεων για το Brexit και κυρίως λόγω αλυσίδας εκλογικών διαδικασιών σε μεγάλα κράτη μέλη.
Η επανάπαυση και η αδράνεια αυξάνει τον κίνδυνο του εθνικού εγκλωβισμού στον φαύλο κύκλο της μη κανονικότητας.
http://www.evenizelos.gr/409-mme/articles/2016/5450-2016-10-16-08-15-17.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου