Ο Πωλ Μέισον στο βιβλίο του «Μετακαπιταλισμός-Ένας οδηγός για το μέλλον» (Εκδόσεις Καστανιώτη) γράφει πως ο μαρξισμός έχει άδικο γιατί η εμπειρία των διακοσίων τελευταίων ετών δείχνει ότι η εργατική τάξη περισσότερο ενδιαφέρεται να «ζήσει, παρά τον καπιταλισμό» από όσο να τον ανατρέψει. Η τάξη αυτή είχε γι’ αυτόν από τότε που εμφανίστηκε απόλυτη συνείδηση των επιθυμιών της οι οποίες αποτυπώνονταν ολοκάθαρα στις δράσεις της και μόνο ως ο μη ενσυνείδητος φορέας σωτηρίας της κοινωνίας δεν αποδείχτηκε όλα αυτά τα χρόνια επειδή «ήθελε απλώς μία πιο
βιώσιμη μορφή καπιταλισμού» γράφει σχεδόν σίγουρος. Αποδίδει έτσι την διακοσίων ετών ιστορία ήττας της εργατικής τάξης στην πραγματική βούληση αυτής της τάξης, η οποία κατά έναν μαγικό τρόπο «κρυβόταν» στα αποτελέσματα των πραγματικών και μαχητικών κατά καιρούς, ακόμη και για τον ίδιο, αγώνων της. Ο συγγραφέας δεν «χαρίζεται» ούτε στο σύγχρονο εργατικό κίνημα το οποίο υποφέρει κατά την άποψή του και από μία ιδεολογικού τύπου κατάρρευση αφού «η εργατική αλληλεγγύη είναι πλέον αδικαιολογήτως απούσα». Οι απαισιόδοξες αυτές σκέψεις και διαπιστώσεις του δικαιολογούν πλήρως το συμπέρασμά του πως «έχει γίνει αδύνατο ακόμη και να φανταστούμε αυτή την εργατική τάξη, που έχει αποδιοργανωθεί εντελώς και είναι παραδομένη στα δίχτυα του καταναλωτισμού και της εξατομίκευσης, να ανατρέπει τον καπιταλισμό». Η αριστερά δε έχει ηττηθεί τόσο ολοκληρωτικά γι’ αυτόν ώστε «ανάγκασε» σχεδόν τον φιλόσοφο Φρέντρικ Τζέιμσον να γράψει πως «έχει γίνει πιο εύκολο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου από το να φανταστούμε το τέλος του καπιταλισμού». Πώς εξηγείται, όμως, αυτή η απαισιοδοξία του συγγραφέα; Έχει ισχυροποιηθεί ο καπιταλισμός ή μήπως έχει πεθάνει η εργατική τάξη; Τα παλιά τα χρόνια μπορούσαν οι εργαζόμενοι να φανταστούν το τέλος του καπιταλισμού; Ήταν πιο εύκολο τότε γι’ αυτούς ή μήπως το Κεφάλαιο τους ακολουθούσε πάντα ακόμη και στα όνειρά τους;
βιώσιμη μορφή καπιταλισμού» γράφει σχεδόν σίγουρος. Αποδίδει έτσι την διακοσίων ετών ιστορία ήττας της εργατικής τάξης στην πραγματική βούληση αυτής της τάξης, η οποία κατά έναν μαγικό τρόπο «κρυβόταν» στα αποτελέσματα των πραγματικών και μαχητικών κατά καιρούς, ακόμη και για τον ίδιο, αγώνων της. Ο συγγραφέας δεν «χαρίζεται» ούτε στο σύγχρονο εργατικό κίνημα το οποίο υποφέρει κατά την άποψή του και από μία ιδεολογικού τύπου κατάρρευση αφού «η εργατική αλληλεγγύη είναι πλέον αδικαιολογήτως απούσα». Οι απαισιόδοξες αυτές σκέψεις και διαπιστώσεις του δικαιολογούν πλήρως το συμπέρασμά του πως «έχει γίνει αδύνατο ακόμη και να φανταστούμε αυτή την εργατική τάξη, που έχει αποδιοργανωθεί εντελώς και είναι παραδομένη στα δίχτυα του καταναλωτισμού και της εξατομίκευσης, να ανατρέπει τον καπιταλισμό». Η αριστερά δε έχει ηττηθεί τόσο ολοκληρωτικά γι’ αυτόν ώστε «ανάγκασε» σχεδόν τον φιλόσοφο Φρέντρικ Τζέιμσον να γράψει πως «έχει γίνει πιο εύκολο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου από το να φανταστούμε το τέλος του καπιταλισμού». Πώς εξηγείται, όμως, αυτή η απαισιοδοξία του συγγραφέα; Έχει ισχυροποιηθεί ο καπιταλισμός ή μήπως έχει πεθάνει η εργατική τάξη; Τα παλιά τα χρόνια μπορούσαν οι εργαζόμενοι να φανταστούν το τέλος του καπιταλισμού; Ήταν πιο εύκολο τότε γι’ αυτούς ή μήπως το Κεφάλαιο τους ακολουθούσε πάντα ακόμη και στα όνειρά τους;
Ο Μαρκ Φίσερ στο βιβλίο του Καπιταλιστικός Ρεαλισμός (Εκδόσεις Futura) επιχειρεί να δώσει πειστικές απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά αναλύοντας την ζοφερή κατάσταση που βιώνουμε σήμερα εξαιτίας κυρίως της απόλυτης κυριαρχίας της πανταχού παρούσας αίσθησης πως ο καπιταλισμός είναι το μόνο βιώσιμο πολιτικό και οικονομικό σύστημα και ότι είναι αδύνατο ακόμα και το να φανταστεί κανείς μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση. Μέσα από το βιβλίο του θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε και στους ισχυρισμούς του Μέισον.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός, λοιπόν, έχει καταλάβει τόσο τον ορίζοντα του νοητού των ανθρώπων κατά τον συγγραφέα, έχει εμποτίσει το ίδιο το ασυνείδητό τους τόσο, δηλαδή, πολύ, ώστε αυτοί δεν μπορούν καν να φανταστούν την αντικατάστασή του από μία άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης ή δυσκολεύονται πολύ να κάνουν κάτι τέτοιο. Αν πιστέψουμε τον Μέισον. η κατάληψη αυτή έχει συμβεί πριν διακόσια χρόνια. Ο Φίσερ όμως ισχυρίζεται εμμέσως πλην σαφώς ότι τα παλιά τα χρόνια ο καπιταλισμός δεν άλωνε τις συνειδήσεις των ανθρώπων αλλά τους υπέτασσε αποκλειστικά με την πειθαρχία καθώς τους οργάνωνε γύρω από κλειστούς χώρους εργοστασίων, σχολείων και φυλακών. Συμφωνεί μερικώς με την σκέψη του Μέισον, όταν γράφει ότι κάποιοι αντικαπιταλιστές δεν έχουν ως στόχο τους την αντικατάσταση του καπιταλισμού αλλά τον μετριασμό των χειρότερων υπερβολών του. Κατακρίνει για παράδειγμα το λεγόμενο αντικαπιταλιστικό κίνημα ως ανήμπορο να αντιπροτείνει ένα συνεκτικό εναλλακτικό σχέδιο, αφού η δραστηριότητά του εξαντλούνταν στην οργάνωση διαδηλώσεων και στην προβολή εξωφρενικών αιτημάτων (αντί για την οργάνωση ενός ισχυρού πολιτικού φορέα) για τα οποία δεν περίμενε καμία ανταπόκριση, όπως το αίτημα προς τους πολιτικούς για πάταξη της φτώχειας μέσω της νομοθετικής οδού.
Ο καπιταλισμός σήμερα, γράφει, δεν ενσωματώνει υλικά που φαίνονται να κατέχουν υπονομευτικές δυνατότητες αλλά προενσωματώνει, μορφοποιεί δηλαδή και διαμορφώνει τις επιθυμίες, τις φιλοδοξίες και τις ελπίδες των ανθρώπων με την κουλτούρα του. Ο καπιταλιστικός ρεαλισμός ορίζεται από αυτόν ως μία διάχυτη ατμόσφαιρα περισσότερο που επηρεάζει όχι μόνο την παραγωγή κουλτούρας αλλά και τη ρύθμιση της εργασίας και της εκπαίδευσης και δρα σαν ένα είδος αόρατου φράγματος που οριοθετεί τη σκέψη και τη δράση των ανθρώπων. «Το δόγμα της Θάτσερ ότι δεν υπάρχει εναλλακτική έγινε μία σκληρά αυτοεκπληρούμενη προφητεία» επισημαίνει ο συγγραφέας. Και πράγματι μπορεί αρκετοί να έχουμε χλευάσει την θέση του Φουκουγιάμα για το τέλος της ιστορίας αλλά στο επίπεδο του πολιτισμικού υποσυνειδήτου πρέπει να παραδεχτούμε πως αυτή έχει γίνει δεκτή, ίσως και δεδομένη. Πως φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Μπορεί να ανακάμψει η αριστερά; Και πότε ήταν πιο δύσκολο γι” αυτήν να νικήσει; Στις παλιές κοινωνίες της πειθαρχίας ή στις σημερινές μεταφορντικές κοινωνίες του ελέγχου των οποίων οι ηγήτορες, κρυμμένοι πίσω από μία δήθεν απρόσωπη δομή ώστε κανείς να μην διανοείται να τους επιρρίπτει ευθύνες, διαθέτουν πλέον άφθονα και πολύ εξελιγμένα μέσα ελέγχου και κυριάρχησης;
Στις μεταφορντικές κοινωνίες του ελέγχου, λοιπόν, που έχουν αντικαταστήσει τις παλιές κοινωνίες της πειθαρχίας, η εξωτερική επιτήρηση επιτυγχάνεται μέσω της εσωτερικής αστυνόμευσης. Το ότι η πειθαρχία έχει εξασθενήσει αρκετά στην εκπαίδευση, στο στρατό και σε άλλους χώρους (κάπως λιγότερο στα εργοστάσια και σε άλλους χώρους εργασίας) το ξέρουμε. Η πειθαρχία, όμως, έχει εγκατασταθεί πλέον σε μεγάλο βαθμό και μέσα μας με την μορφή του αυτοελέγχου. Για παράδειγμα λογοκρίνουμε τους εαυτούς μας όταν μιλάμε στο τηλέφωνο επειδή είμαστε σίγουροι ότι το παρακολουθούν. Ο έλεγχος αυτός, που προϋποθέτει την συναίνεσή μας, δεν σταματά σε εμάς τους ίδιους αλλά στρέφεται και προς τους γύρω μας. Όπως ελέγχουμε τον εαυτό μας έτσι θέλουμε να ελέγχουμε και τους άλλους. Η μεταφορντική κοινωνία του ελέγχου είναι δηλαδή μια κοινωνία ελεγχοεξαρτημένων ανθρώπων που φέρονται συνεχώς σαν να περιμένουν να ελεγχθούν και να επιτηρηθούν άμεσα, την επόμενη στιγμή. Το τηλεοπτικό Big Brother για παράδειγμα έχει ξεπεράσει κατά τον συγγραφέα το οργουελικό, αφού στο πρώτο το κοινό ενσωματώνεται από μόνο του σε ένα κύκλωμα ελέγχου. Άρα η απαισιοδοξία του Μέισον δικαιολογείται επειδή η παλιά πειθαρχία έχει αναμιχθεί επικίνδυνα με τον έλεγχο (αν και ο ίδιος δεν ασχολείται με αυτόν). Όμως ο Φίσερ προτείνει την αποταύτιση όλων μας από το πρόγραμμα του ελέγχου με τέτοιο τρόπο που να καταγράφεται αυτή «ως κάτι διαφορετικό από την αποθαρρημένη απάθεια».
Ο Υπαρκτός Καπιταλισμός χαρακτηρίζεται κατά τον συγγραφέα από μία επίσημη κουλτούρα «κατά την οποία οι πολυεθνικές παρουσιάζονται ως κοινωνικά υπεύθυνες και αφετέρου από μία ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι οι επιχειρήσεις είναι στην πραγματικότητα διεφθαρμένες, αδίστακτες κ.λ.π.» Η κουλτούρα αυτή επιτάσσει έτσι να μην απορούμε όταν μεγιστάνες του πλούτου καταφέρνουν να συνδυάζουν άψογα την αρπακτική δίψα για κέρδος με την ρητορική της οικολογικής ευαισθησίας και της κοινωνικής ευθύνης. Η αρπακτική αυτή δίψα, βέβαια, πρέπει να επικαλύπτεται επιμελώς. Εμείς οι υπόλοιποι οφείλουμε να διαχειριζόμαστε σωστά και έξυπνα όλες τις αντιφάσεις και τα παράλογα του συστήματος υιοθετώντας την στρατηγική της αποδοχής τους για να μην τρελαθούμε. Η καλή ψυχική υγεία των ανθρώπων υπό αυτές τις συνθήκες διασφαλίζεται μόνο με την τυφλή πίστη τους στις νέες αξίες που πρεσβεύει ο καπιταλιστικός ρεαλισμός, δηλαδή στην «ευελιξία», στον «νομαδισμό» και τον «αυθορμητισμό».
Ο Καπιταλιστικός ρεαλισμός συνεπάγεται τελικά την υποταγή σε μία πραγματικότητα η οποία είναι απείρως ελαστική σε αντίθεση με τον παλιό ρεαλισμό που σήμαινε τον συμβιβασμό με μία πραγματικότητα που την βίωναν οι άνθρωποι ως στέρεα και αμετάβλητη. Έτσι οι άνθρωποι στρέφονται σχεδόν αναγκαστικά στην αμνησία και στην στρατηγική της αποδοχής του παραλόγου για να επιβιώσουν μέσα στην διαρκή αστάθεια του καπιταλισμού γιατί μόνο με αυτές νιώθουν ότι μπορούν να μετατοπίζονται από την μία πραγματικότητα στην άλλη με την κατάλληλη ταχύτητα. Ο συγγραφέας παραθέτει ως παράδειγμα μία μικρή ιστορία με πρωταγωνιστή τον τέως πρεσβυτεριανό σοσιαλιστή Γκόρντον Μπράουν των Εργατικών της Μ. Βρετανίας ο οποίος είχε δηλώσει ενώπιον της Συνομοσπονδίας της Βρετανικής Βιομηχανίας πως η επιχειρηματικότητα κυλάει στο αίμα του επειδή μεγάλωσε σε ανάλογο περιβάλλον. Τελικώς αποδείχθηκε πως η μητέρα του είχε αναλάβει μερικά ελαφρά διοικητικά καθήκοντα σε μία μικρή οικογενειακή επιχείρηση την οποία και εγκατέλειψε όταν παντρεύτηκε, τρία χρόνια πριν γεννηθεί ο ίδιος. Κατακυριευμένος από τον καπιταλιστικό ρεαλισμό ο Μπράουν είχε ήδη αποφασίσει να αλλάξει πλευρά και να συμπαρασύρει όλο το κόμμα προς αυτήν και γι’ αυτό προσπάθησε να εφεύρει μία συγγένεια με την τάξη των καπιταλιστών για να δικαιολογήσει την μεταστροφή του, σε πλήρη αντίθεση με παλιούς πολιτικούς του Εργατικού Κόμματος που αναζητούσαν εναγωνίως μία προέλευση από την εργατική τάξη. Στην αμνησία και στην στρατηγική της αποδοχής του παραλόγου καταφεύγουν επίσης και τα γραφειοκρατικά στελέχη που ενώ ξέρουν ότι εκτελούν τις περισσότερες φορές εργασίες κενές νοήματος και απογοητευτικές επιδεικνύουν παρ’ όλα αυτά απόλυτη συμμόρφωση σε αυτές και ούτω καθεξής.
Ο συγγραφέας αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην οδυνηρή κατάσταση την οποία βιώνουν χωρίς να το αντιλαμβάνονται πολλοί από τους μαθητές στην χώρα του (Μ. Βρετανία). Η εκπαίδευση βέβαια χρησιμοποιούνταν ανέκαθεν από τις εξουσίες ως ιδεολογικό όπλο για την αποφυγή αποκλίσεων, ως μηχανοστάσιο αναπαραγωγής της εκάστοτε κοινωνικής πραγματικότητας αλλά ο Φίσερ μας περιγράφει μία νέα κατάσταση: Μαθητές τελείως καλωδιωμένους, που βαριούνται τα μαθήματα, που δεν μπορούν να συγκεντρωθούν και δηλώνουν ανήμποροι να διαβάσουν δυο-τρεις προτάσεις αν τους το ζητήσει ο καθηγητής τους. Το να βαριέται κανείς στην τάξη, γράφει, «σημαίνει ότι έχει αποκοπεί από το επικοινωνιακό δίκτυο ερεθισμάτων που προσφέρουν τα SMS, το You Tube και το φάστ φουντ». Φαίνεται, έτσι, πως ο σύγχρονος καπιταλισμός ενδιαφέρεται και αρκείται πλέον μόνο στην διάδοση (άχρηστων τις περισσότερες φορές) πληροφοριών αφού αδιαφορεί πλήρως για την αποτελεσματικότητα της παλιάς μεθόδου του, της μετάδοσης, δηλαδή, έστω και αρεστών σε αυτόν γνώσεων στους μαθητές των σχολείων. Ποσώς νοιάζεται γι’ αυτό που αντιμετωπίζουν οι σημερινοί εκπαιδευτικοί εντός των αιθουσών, «μία γενιά, δηλαδή, γεννημένη μέσα σε μία ανιστόρητη, αντιμνημονική κουλτούρα του μπλιπ», πάσχουσα βαριά από μία νέα ασθένεια, τον καταθλιπτικό ηδονισμό, την ανικανότητα περάτωσης, δηλαδή, οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας εκτός του κυνηγιού της απόλαυσης.
Ο Φίσερ προτείνει στην αριστερά να αναλάβει άμεσα το έργο της επαναπολιτικοποίησης της ψυχικής ασθένειας καθώς τα ποσοστά της οδύνης έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά όχι μόνο ανάμεσα στους μαθητές αλλά και στα μέλη των κοινωνιών που κυριαρχούνται από «φαντασιώσεις επιχειρηματικότητας». Ο καπιταλισμός γράφει «είναι ο ίδιος δομικά και αμετάκλητα διπολικός» καθώς κάθε κορύφωσή του την ακολουθεί μία κρίση. Για να μην αποκαλυφθεί η δική του ψυχική ασθένεια αντιμετωπίζει την ψυχική ασθένεια ως ατομικό χημικο-βιολογικό πρόβλημα, αρνείται, δηλαδή, κάθε πιθανότητα ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ασθένειας αυτής με κοινωνικούς παράγοντες. Αρνείται να παραδεχτεί πως ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει απλά λυγίσει κάτω από το βάρος των τρομακτικά ασταθών συνθηκών που συνεπάγεται ο μεταφορντισμός. Κι όμως ο Μέισον περιγράφει μία τουλάχιστον εποχή (από το 1810 περίπου έως το 1848) που την χαρακτηρίζει «εποχή μίας σφύζουσας εργατικής κουλτούρας» όπου είχε αναπτυχθεί ένα επαναστατικό δημοκρατικό κίνημα διαποτισμένο από τις αρχές της μάθησης, της ανθρωπιάς και της αυτοβοήθειας. Οι εργάτες πραγματοποιούσαν γενικές συνελεύσεις σε λοφοπλαγιές, συγκροτούσαν κύκλους αυτομόρφωσης, λειτουργούσαν συνεργατικά καταστήματα και είχαν δικά τους τραγούδια, ποιήματα, παραμύθια, εφημερίδες ακόμη και βιβλιοπωλεία. Οι εργάτες εκείνοι, φρονούμε, πρέπει να ένιωθαν λιγότερη οδύνη από τους σημερινούς εξατομικευμένους εργαζόμενους, που είναι απορροφημένοι σε έναν κύκλο διαλεγμένων και σερβιρισμένων από άλλους σε αυτούς επιλογών, τον οποίο λανθασμένα αναγνωρίζουν ως ελευθερία. Οι εργάτες εκείνοι τουλάχιστον αλληλοπαρηγορούνταν και ήλπιζαν σε ένα καλύτερο μέλλον για το οποίο αγωνίζονταν κιόλας εφόσον το φαντασιακό τους δεν είχε καταληφθεί ακόμη από τον καπιταλιστικό ρεαλισμό .
Οι μεταφορντικές κοινωνίες του ελέγχου μοιάζουν, στα μάτια των οπαδών και θυμάτων του καπιταλιστικού ρεαλισμού, ως οι πιο δημοκρατικές κοινωνίες στην ιστορία του ανθρώπινου γένους αφού το σύστημα «μάχεται εμπράκτως για την εξάλειψη της πειθαρχίας». Το σύστημα αυτό εξάλλου με τις συνεχείς επικλήσεις του στην ατομική ηθική υπευθυνότητα έχει καταφέρει να επιρρίπτεται η ευθύνη για καθετί το πολύ στραβό και ανάποδο σε υποτίθεται παθολογικά άτομα που καταχρώνται το ίδιο.
Ο Φίσερ σε αντίθεση με τον Μέισον ελπίζει στην πραγματική και ριζοσπαστική αριστερά και γι’ αυτό της λέει την γνώμη του για το πως μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τον εχθρό της μέσα στις συνθήκες που περιγράφει, συνθήκες που πρέπει να θεωρηθούν πιο ασφυκτικές από ποτέ λόγω των απείρως περισσότερων και φοβερότερων μέσων κυριάρχησης που διαθέτει πλέον και χειρίζεται η δήθεν απρόσωπη παγκόσμια δομή που εξουσιάζει τον κόσμο όλο σήμερα. «Θα μπορούσε, λοιπόν, να ξεκινήσει αυτή (η αριστερά) χτίζοντας στις επιθυμίες που γέννησε ο νεοφιλελευθερισμός μετά το΄68 αλλά αποδείχθηκε ανίκανος να πραγματοποιήσει», γράφει, όπως για παράδειγμα μία μεγάλη ελάττωση της γραφειοκρατίας. Η αριστερά, έπειτα, δεν θα πρέπει να πάψει ούτε μία στιγμή να υπογραμμίζει πως ο καπιταλισμός είναι κατά βάθος προετοιμασμένος να καταστρέψει ολοσχερώς το φυσικό περιβάλλον. Στόχος της δεν πρέπει να είναι απλώς να καταλάβει το κράτος αλλά να το υποτάξει στην γενική βούληση αφού πρώτα την αναζωογονήσει αυτή επαρκώς «με την αναστήλωση και τον εκσυγχρονισμό της ιδέας ενός δημόσιου χώρου που δεν ανάγεται σε μία συνάθροιση ατόμων και των συμφερόντων τους». Για τον συγγραφέα τα συνδικάτα καλό θα ήταν να διαφύγουν από την παραδοσιακή τους επικέντρωση στους μισθούς και να εστιάσουν σε μία δυσαρέσκεια επικεντρωμένη στον μεταφορντισμό. Η αριστερά πρέπει να τα βοηθήσει «στύβοντας» το μυαλό της ώστε να εφεύρει νέες μορφές βιομηχανικής δράσης ενάντια στον μανατζεριαλισμό και ξεκινώντας νέους αγώνες για το ποιος ελέγχει την εργασία. Προτείνει, λοιπόν, αντί των απεργιών, την ανάκληση μορφών εργασίας που θα γίνεται αισθητή μόνο στις διοικήσεις και δεν θα πλήττει την κοινωνία. Το πιο δύσκολο καθήκον όμως που έχει να επιτελέσει η αριστερά είναι το να προσπαθήσει να παρασύρει όσο το δυνατόν πιο πολλούς ανθρώπους, παγιδευμένους στους εαυτούς τους, πέρα από αυτούς (τους εαυτούς). Όμως, τίποτε από όλα τα παραπάνω δεν θα καταφέρει, αν δεν εγκαταλείψει οριστικά την βολική θέση του ηττημένου περιθωρίου.
http://eranistis.net/wordpress/2016/10/19/%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%B9%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CF%81%CE%B5%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου