ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Περίληψη
Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να εκτιμηθεί η πραγματική σημασία της συνάντησης του Τσίπρα με τον Πούτιν που, δυνητικά, ήταν μια χρυσή ευκαιρία για την Ελλάδα να ξεκινησει τις ριζικές οικονομικές και γεωστρατηγικές αλλαγές που απαιτεί η σημερινή δραματική στιγμή στην ελληνική ιστορία. Αυτή η ευκαιρία πήγε χαμένη από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα, χρησιμοποίησε την επίσκεψη ως ένα επικοινωνιακό μέσο, ενώ ο Τσίπρας δεν έγειρε καν το θέμα της σημερινής προσπάθειας από την Υπερεθνική Ελίτ να στραγγαλίσει την ελληνική οικονομία, μεχρι να αποδεχθεί η Κυβερνηση όλες τις
«διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που της επιβάλλονται ––παρά το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξελέγη για να τις ανατρέψει.
Οι πραγματικές αιτίες της καταστροφής
Όπως προσπάθησα να δείξω στο παρελθόν,[1] η σημερινή, σχεδόν ολοκληρωτική, καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα, στην πραγματικότητα, δεν ξεκίνησε το 2010, αλλά είχε τις ρίζες της στο 1981, όταν η Ελλάδα εντάχθηκε στην ΕΕ. Ήταν τότε που η Ελλάδα ξεκίνησε τη διαδικασία εισόδου της στην παγίδα του χρέους, όπως είχα τονίσει σε ένα άρθρο εκείνη την εποχή, [2] ακόμη και αν το γεγονός αυτό δεν ήταν τότε τόσο ορατό. Ήταν δηλαδή τότε που η «σοσιαλιστική» πολιτική ελίτ του ΠΑΣΟΚ ήταν απασχολημένη στο να δημιουργήσει μια καταναλωτική κοινωνία και ένα υποτυπώδες κοινωνικό κράτος που θα στηρίζονταν στον εξωτερικό δανεισμό, καθώς οι πολιτικές ελίτ δεν ηθελαν να έρθουν σε σύγκρουση με τις οικονομικές ελίτ, οι οποίες δεν ήταν πρόθυμες (όπως πάντα) να πληρώσουν φόρους. Έτσι, το 2010 ήταν απλά η χρονιά που η φούσκα έσκασε, στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-9, όταν έγινε ιδιαίτερα δύσκολος ο επανα-δανεισμός για να πληρώσει η Ελλάδα τα παλαιά δάνεια ––τα οποία πολλαπλασιάζονταν ιδιαίτερα μετά το 2001, όταν ο δανεισμός έγινε πολύ φθηνότερος ύστερα από την ελληνική ένταξη στην Ευρωζώνη. Μέχρι την ένταξη της στην ΕΕ, η Ελλάδα είχε ένα σημαντικό βαθμό αυτοδυναμίας, αφού η προστατευόμενη γεωργία και βιομηχανία της ήταν σε θέση να καλύψουν ένα μεγάλο μέρος των ντόπιων αναγκών, ενώ οι εισπράξεις από τον τουρισμό, τη ναυτιλία και τα εμβάσματα από Έλληνες εργαζόμενους σε Γερμανία, Αυστραλία και αλλού, κάλυπταν πολλές από τις εισαγωγές που απαιτούνταν σε ξένα αγαθά.
Ως εκ τούτου, η τρέχουσα οικονομική καταστροφή στην Ελλάδα, με όλες τις τραγικές κοινωνικές συνέπειες της (μαζική ανεργία πάνω από το ήμισυ των νέων, σχεδόν το ένα τρίτο του ελληνικού λαού φτωχοποιημενο, χιλιάδες αυτοκτονίες και ούτω καθεξής), δεν οφείλεται στις αιτίες που συνήθως αποδίδονται σε αυτή από την «Αριστερά» (απεχθές χρέος, η διαφθορά των ελίτ, κ.λπ.). [3] Στην πραγματικότητα, σε αντίθεση με τις παραπλανητικές “εξηγήσεις”, που δίνονται από αυτή την Αριστερά (όσο και τη Δεξιά), η πραγματική αιτία της σημερινής καταστροφής είναι η πλήρης ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, μέσα από την προσχώρησή της στην ΕΕ. Αυτή είχε ως αποτέλεσμα τον πλήρη μετασχηματισμό της Ελλάδας σε οικονομικό και πολιτικό προτεκτοράτο της Υπερεθνικής Ελίτ. [4] Ο καταλύτης για την κρίση αυτή ήταν η ανεπίσημη χρεοκοπία της Ελλάδας, η οποία, ωστόσο, δεν ήταν παρά η συνέπεια της καταστροφής της παραγωγικής δομής της, ως αποτέλεσμα του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορών που επιβάλλονται από την ΕΕ, μετά την είσοδο της Ελλάδας σε αυτή, το 1981. Δεν είναι συνεπώς περίεργο ότι τόσο η Αριστερά (εκτός από το ΚΚΕ), όσο και η Δεξιά –στην πραγματικότητα, το σύνολο του ελληνικού κατεστημένου– είναι πλήρως ενωμένες στο να μην αμφισβητήσουν την κύρια αιτία της σημερινής οικονομικής καταστροφής: την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ που εξέφραζε στην πραγματικότητα το δόγμα των νικητών του εμφυλίου πολέμου: «ανήκομεν εις την Δύσιν»!
Οι παραπλανητικές υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ
Έτσι, όπως έγραψα ένα χρόνο πριν από την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, «σε αντίθεση με τις παραπλανητικές προεκλογικές υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον οποίο ένα κράτος-μέλος της ΕΕ θα μπορούσε να αρνηθεί να εφαρμόσει τις πολιτικές που επιβάλλονται από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, όπως έχει δείξει η ιστορία με τους Μιτεράν, Λαφοντέν, Ολάντ, κοκ.., και είναι εξίσου αποπροσανατολιστικό να διακηρύσσει κανείς, όπως κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, πως, αν εκλεγεί στην εξουσία, θα ανατρέψει την καταστροφική νομοθεσία που επιβληθηκε από τη γνωστή «Τρόικα» (που αντιπροσωπεύει το ΔΝΤ, την ΕΕ και την ΕΚΤ)». [5] Ομως, αυτό ακριβώς συνέβη, όπως έδειξα σε πρόσφατο άρθρο μου, [6] με την εκλογή ΣΥΡΙΖΑ.
Οι παραπάνω παραπλανητικές υποσχέσεις βασίζονταν στον μύθο ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι κάποιο είδος εσφαλμένης ιδεολογίας, ή ένα δόγμα[7] που στηρίχτηκε από «κακούς» πολιτικούς όπως η Θάτσερ, η Μέρκελ, ο Μπλερ, κ.λπ. και αντίστοιχους «κακούς» οικονομολόγους (Μίλτον Φρήντμαν κ.α.). Ομως, ο νεοφιλελευθερισμός (ή η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση) είναι, στην πραγματικότητα, συστημικό φαινόμενο που συνεπάγεται ότι η οικονομική ανάπτυξη των κρατών μελών της ΕΕ δεν στηρίζεται πια στην εσωτερική αγορά, αλλά, αντίθετα, στην εξωτερική αγορά (είτε μέσα στην ΕΕ, είτε έξω). Μία άλλη συνεπεια του ίδιου φαινομένου είναι ότι είναι οι Υπερεθνικές Επιχειρήσεις (πολυεθνικές επιχειρήσεις) που ελέγχουν την παγκόσμια παραγωγή και το εμπόριο, και —μέσω της υπερεθνικής ελίτ—τους διεθνείς πολιτικούς, στρατιωτικούς και πολιτιστικούς θεσμούς. Έτσι, μόνο αν η Ευρω-αριστερά είχε καταλάβει την εξουσία ολόκληρης της ΕΕ και, στη συνέχεια, ανάγκαζε τις πολυεθνικές επιχειρήσεις με έδρα την ΕΕ να λειτουργούν αποκλειστικά μέσα σε αυτή ―επιβάλλοντας στην πορεία και αυστηρούς κοινωνικούς ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων από άλλα οικονομικά μπλοκ (δηλαδή εκείνα της Άπω Ανατολής και της Αμερικής)― μόνο τότε θα μπορούσε η Ευρωπαϊκή οικονομία να αδιαφορεί για το δικό της επίπεδο ανταγωνιστικότητας και να ζει κατόπιν στη νιρβάνα της Ευρω-Αριστεράς, σε μια παντοτινή ευτυχία. Στην πραγματικότητα όμως, η ΕΕ κινείται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, της περαιτέρω ενσωμάτωσης της στη Νέα Διεθνή Τάξη (ΝΔΤ) που ορίζεται από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση! Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ για μια Διατλαντική Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου (δηλαδή για τη Συνεργασία Διατλαντικού Εμπορίου και Επενδύσεων – Transatlantic Trade and Investment Partnership (ΤΤΙΡ))
Γιατί οι πολιτικές λιτότητας είναι μονόδρομος μέσα στην ΕΕ
Εάν, λοιπόν, δεχθούμε την υπόθεση ότι οι ευρω-ελίτ δεν έχουν άλλη επιλογή από το να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους μέσα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, το επόμενο ερώτημα είναι πώς μπορεί να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα. Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα μιας χώρας: είτε με την αλλαγή των σχετικών τιμών, δηλαδή τη μείωση των τιμών των Ελληνικών προϊόντων σε σχέση με αυτά που παράγονται στο εξωτερικό, μέσα απο τη συμπίεση των μισθών και των ημερομισθίων, είτε με τη βελτίωση της παραγωγικότητας των ντόπιων παραγόμενων προϊόντων, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του κόστους παραγωγής, χωρίς μείωση των πραγματικών μισθών και ημερομισθίων. Η αλλαγή των σχετικών τιμών με τον πρώτο τρόπο είναι η εύκολη λύση, αφού θα μπορούσε να εφαρμοστεί, σχεδόν με μια μονοκονδυλιά, σε περίπτωση που μια χώρα ελέγχει το δικό της νόμισμα. Η ίδια η Ελλάδα είχε επανειλημμένα καταφύγει σε πολιτικές υποτίμησης στη μεταπολεμική περίοδο για τη βελτίωση, προσωρινά, της ανταγωνιστικότητάς της. Ωστόσο, σε περίπτωση που μια χώρα δεν ελέγχει το νόμισμά της, (όπως είναι η περίπτωση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη), η μόνη άλλη επιλογή, δεδομένου του ιστορικά χαμηλού επιπέδου της παραγωγικότητας της εργασίας λόγω της έλλειψης επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη, είναι αυτή που εφαρμόζεται σήμερα: Η πολιτική της συμπίεσης των μισθών και των ημερομισθίων, με την ελπίδα ότι θα μειωθεί ανάλογα το κόστος παραγωγής.
Έτσι, αν ξεκινήσουμε με την υπόθεση ότι τα άνισα επίπεδα της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας είναι αναπόφευκτα σε μια οικονομική ένωση όπως η ΕΕ, η οποία αποτελείται από χώρες με πολύ διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης (αφού έχουν ιστορικά σχηματιστεί μέσα σε μια πολύ άνιση διαδικασία καπιταλιστικής ανάπτυξης), τότε μπορούμε να καταλάβουμε εύκολα τα αίτια της κρίσης σε χώρες όπως η Ελλάδα. Το γεγονός, δηλαδή, ότι μια χώρα της Ευρωζώνης, που αντιμετωπίζει πρόβλημα χαμηλής ανταγωνιστικότητας, δεν μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμά της (δηλαδή να μεταβάλει τις σχετικές τιμές της χωρίς την ανάγκη για την συμπίεση των εγχώριων μισθών και εισοδημάτων) δεν είναι η αιτία της κρίσης. Με άλλα λογια, οι σχετικές τιμές μπορεί πράγματι να είναι η αιτία μιας παρόμοιας κρίσης ανταγωνιστικότητας σε μια προηγμένη καπιταλιστική χώρα όπως η Γερμανία, αλλά όχι σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η χαμηλή ανταγωνιστικότητα είναι ένα αναπτυξιακό πρόβλημα. Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ και αργότερα στην Ευρωζώνη είχε η ίδια οξύνει το αναπτυξιακό πρόβλημα, με την ουσιαστική διάλυση της παραγωγικής δομής της χώρας, καθως οι απροστάτευτοι πια βιομηχανικοί και αγροτικοί κλάδοι της που βρίσκονταν σε σχετικά στοιχειώδες επίπεδο ανάπτυξης, δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν τα εισαγόμενα εμπορεύματα, μετά το άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών που επιβάλλει η ενιαία αγορά της ΕΕ. Υπό αυτές τις συνθήκες, ακόμη και μια ελληνική έξοδος από το ευρώ και υποτίμηση της δραχμής που θα επανεισαγόταν ως συνέπεια της, θα μπορούσε να έχει μόνο προσωρινά αποτελέσματα για την ελληνική ανταγωνιστικότητα, εκτός αν λάβει χώρα την ίδια στιγμή μια μαζική επένδυση στην παραγωγική δομή της. Όμως μια παρόμοια μαζική επένδυση όχι μόνο κάθε άλλο παρά εγγυημένη είναι σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, όπου οι επενδύσεις αυτές εξαρτώνται κυρίως από το πόσο ελκυστική είναι μια χώρα στις πολυεθνικές επιχειρήσεις (από την άποψη του χαμηλού κόστους παραγωγής, της χαμηλής εταιρικής φορολογίας, κ.λπ..), αλλά και αναγκαστικά θα είναι «αποσπασματική», δηλαδή δεν θα στοχεύει στην ανάπτυξη της παραγωγικής δομής της χώρας σαν ενιαίο σύνολο, αλλά απλά των κλάδων ή προϊόντων που ενδιαφέρουν το ξένο επενδυτικό κεφάλαιο.
Ωστόσο, παρά τις θεμελιώδεις διαφορές σχετικά με τις αιτίες της χαμηλής ανταγωνιστικότητας μεταξύ «Βορρά» και «Νότου» της ΕΕ, υιοθετήθηκε μια κοινή πολιτική για όλες τις χώρες ―μια πολιτική που, προφανώς, καθορίζεται από τις ανάγκες και τα συμφέροντα του Βορρά. Έτσι, η ενιαία αγορά δεν σημαίνει την ενοποίηση των λαών, όπως την παρουσίασε η προπαγάνδα της ΕΕ, ούτε καν την ενοποίηση των κρατών, αλλά απλώς την ενοποίηση των ελεύθερων αγορών. «Ελεύθερες αγορές», όμως, σημαίνουν όχι μόνο το άνοιγμα των αγορών (δηλαδή την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, του κεφαλαίου και της εργασίας), αλλά και ανεξέλεγκτες αγορές –δηλαδή την εξάλειψη όλων των εμποδίων στην ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών και των μισθών, καθώς και του περιορισμού του ρόλου του Κράτους σχετικά με τον κοινωνικό έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας. Με άλλα λόγια, η ενιαία αγορά σημαίνει την εξάλειψη κάθε κοινωνικού ελέγχου πάνω στις αγορές για την προστασία της εργασίας ή του περιβάλλοντος, δηλαδή την προστασία της ίδιας της κοινωνίας από τις αγορές, πράγμα που σημαίνει τον δραστικό περιορισμό της οικονομικής και εθνικής κυριαρχίας. Αυτή ήταν η ουσία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που χαρακτηρίζει το νέο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ· δηλαδή ότι ο κρατικός έλεγχος της εγχώριας αγοράς του κάθε κράτους-μέλους (ο οποίος περιορίζεται δραστικά εντός της Ενιαίας Αγοράς όπως ορίστηκε το 1992) δεν αντικαταστάθηκε από ένα αντίστοιχο σύστημα διακρατικού κοινωνικού ελέγχου της Ευρωπαϊκής αγοράς, για την προστασία της κοινωνίας από τις αγορές, όπως ακόμη ονειρεύονται οι Κεϋνσιανοί, οι οποίοι ακόμη δεν έχουν αντιληφθεί –ή προσποιούνται ότι δεν αντιλαμβάνονται– ότι για να γίνει αυτό δυνατό σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία θα έπρεπε η Ευρώπη να κλείσει τα σύνορα της, ακόμη και για τις δικές της πολυεθνικές!. Συνοπτικά, οι νέοι θεσμοί μετά το Μάαστριχτ κλπ. αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση της ελευθερίας του οργανωμένου κεφαλαίου, του οποίου η συγκέντρωση διευκολύνεται με κάθε δυνατό τρόπο, και στην ελαχιστοποίηση της ελευθερίας της οργανωμένης εργασίας, ο συντονισμός της δράσης της οποίας περιορίζεται με κάθε δυνατό τρόπο, και κυρίως μέσα από την απειλή της ανεργίας.
Γιατι είναι αδύνατη η έξοδος από την καταστροφή μέσα στην ΕΕ
Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι είναι αδύνατο οποιαδήποτε Ελληνική κυβέρνηση (Δεξιά η «Αριστερή») να ξεκινήσει όλες εκείνες τις ριζικές οικονομικές και γεωστρατηγικές αλλαγές που απαιτούνται για την έξοδο από την τρέχουσα οικονομική (και όχι μόνο!) καταστροφή, χωρίς μονομερή έξοδο από την ΕΕ, μαζί με ακύρωση του συνόλου του Χρέους (για το οποίο ο λαός δε ρωτήθηκε ποτέ άλλωστε), καθώς και την απόρριψη του συνόλου της νομοθεσίας που επιβλήθηκε από την Τρόικα (ή σημερα τους «θεσμούς», κατ’ ευφημισμόν). Και φυσικά παρόμοια κυβέρνηση μέσα στην ΕΕ δεν μπορεί να υιοθετήσει τις αναγκαίες ριζικές γεωστρατηγικές αλλαγές (μέχρι τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ στην τελευταία σύνοδο των Υπ. Εξωτερικών!). Μόνο δηλαδή με την έξοδο από την ΕΕ η Ελλάδα θα μπορούσε να ανακτήσει την ελάχιστη απαιτούμενη οικονομική και εθνική κυριαρχία για μια στρατηγική Οικονομικής Αυτοδυναμίας, η οποία είναι αναγκαία προϋπόθεση για την οριστική έξοδο από την κρίση, μέσω της δημιουργίας μιας νέας παραγωγικής δομής που θα καλύπτει τις δικές της ανάγκες και όχι τις ανάγκες της διεθνούς αγοράς, όπως σήμερα! Η εναλλακτική «λύση» που προτάθηκε από την Ευρω-Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ,[8] σύμφωνα με την οποία τα εκατομμύρια των ανέργων και των φτωχών θα πρέπει να περιμένουν για μια αλλαγή στον συσχετισμό δυνάμεων μέσα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, έτσι ώστε μια νέα πανευρωπαϊκή κυβέρνηση της αριστεράς να προχωρήσει τις «προοδευτικές» μεταρρυθμίσεις που προτείνονται από τους υποστηρικτές της, δεν είναι μόνο θεωρητικά αβάσιμη (εκτός εάν οι Ευρωπαϊκές Πολυεθνικές Εταιρείες αναγκάζονταν να δουλεύουν μόνο στην Ευρώπη!), αλλά και εντελώς αποπροσανατολιστική, καθώς οι υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες που απαιτούνται για μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι πιθανές στο οποιοδήποτε προβλεπτό μέλλον. Το γεγονός ότι όλα τα όργανα της ΕΕ ελέγχονται από μια συμπαγή πλειοψηφία συντηρητικών (συμπεριλαμβανομένων των τ. χωρών της Αν. Ευρώπης) και σοσιαλφιλελεύθερων (τύπου ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι κ.λπ.), και ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αντί για την προσέλκυση «συμμάχων» στο εσωτερικό της ΕΕ στον αγώνα της ενάντια στις πολιτικές λιτότητας οπως περίμενε, απλά απομονώθηκε, ιδιαίτερα από τους «φυσικούς» της συμμάχους μεταξύ των περιφερειακών χωρών της ΕΕ, είναι άκρως ενδεικτικό! Ακόμη πιο ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι δεν έγινε ποτέ ούτε μια πανευρωπαϊκή απεργία μπροστά στη συστηματική και ολομέτωπη επίθεση των ελίτ ενάντια στην εργασία και στα συνδικαλιστικά δικαιώματα όλα αυτά τα χρονια…
Είναι, επομένως, σαφές, ότι ακριβώς τη στιγμή αυτή που η Ελλάδα ουσιαστικά στραγγαλίζεται από τις ευρω-ελίτ, οι οποίες στερούν από τη χώρα την απαραίτητη ρευστότητα, μόνο η υιοθέτηση ριζοσπαστικών αλλαγών από την κυβέρνηση θα μπορούσε πραγματικά να βοηθήσει τον ελληνικό λαό. Αυτές οι ριζικές οικονομικές και γεωστρατηγικές αλλαγές πρέπει να στοχεύουν στην κυριαρχία και την οικονομική αυτοδυναμία, που ειναι ο μόνος τρόπος να σταματήσουμε τη σημερινή κοινωνική και οικονομική καταστροφή. Έτσι, οι ριζικες οικονομικές αλλαγές προϋποθέτουν την άμεση έξοδο από την ΕΕ και την Ευρωζώνη, καθώς και από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και παρόμοιες οργανώσεις που έχουν στόχο την επιβολή νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Επίσης, προϋποθέτουν τη μονομερή παύση κάθε περαιτέρω πληρωμής για το εξωτερικό χρέος, με βαση τη λογικη ότι ο Ελληνικός λαός ποτέ δεν ρωτήθηκε γι’αυτό. Επίσης, οι γεωστρατηγικές αλλαγές προϋποθέτουν την άμεση έξοδο από το ΝΑΤΟ και την παράλληλη αίτηση για ένταξη στην Ευρασιατική Ένωση, εφ ‘όσον η τελευταία αναπτυχθεί όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί, προς μια πολιτική και οικονομική ένωση κυρίαρχων εθνών στο ίδιο περίπου επίπεδο ανάπτυξης. Σε μια τέτοια ένωση, τα κράτη θα είναι ελεύθερα να επιβάλλουν κοινωνικούς έλεγχους πάνω στις αγορές τους για το κεφάλαιο, την εργασία και τα βασικά προϊόντα, προκειμένου να προστατεύσουν τις ίδιες τις κοινωνίες (κυρίως την εργασία και το περιβάλλον) από τις αγορές, όπως είχε προτείνει ο Polanyi στο έργο του, πανω απο 70 χρονια πριν.[9] Φυσικά ο Polanyi θεωρητικοποιούσε τότε την ανάγκη μιας πραγματικής σοσιαλδημοκρατίας ––η οποία ακόμη και τότε τελικά δεν ήταν εφικτή. Η ανάγκη αυτή, μαζί με τον Κεϋνσιανισμό, οδήγησαν τελικά σε ένα είδος σοσιαλδημοκρατίας (που δεν έχει βέβαια καμία σχέση με τον σημερινό σοσιαλφιλελευθερισμό των τέως Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων) που αναγκαστικά όμως κατέρρευσε με την παγκοσμιοποίηση. Σήμερα επομένως μόνο η πολιτική και οικονομική ένωση κυρίαρχων κρατών μπορεί να οδηγήσει στο τέλος της ουσιαστικής Κατοχής από τη Νέα Διεθνή Τάξη, κάτω από την οποία ζούνε τα λαϊκά στρώματα, θύματα της παγκοσμιοποίησης, παντού. Το τι είδους κοινωνικο συστημα θα υιοθετήσουν οι λαοί τελικά δεν μπορεί να αποτελεί καν θέμα συζήτησης σήμερα, όπως δεν ήταν όταν ζούσαμε κάτω από τη στρατιωτική Κατοχή, και γι’αυτό συνενώθηκαν τότε όλα τα λαϊκά στρώματα σε ενα παλλαϊκό Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης, το ΕΑΜ. Γι’ αυτό και σήμερα είναι πια ολοφάνερο ότι είναι πιο επιτακτική από ποτέ η ανάγκη για δημιουργία ενός κινήματος «από τα κάτω», που οδηγεί στην ανάπτυξη ενός Λαϊκού Μετώπου για την Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση,[10] με τους στόχους που περιγράφονται παραπάνω.
Ακόμη και η λαϊκή βάση του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη καταλάβει ότι οι απαιτήσεις των «εταίρων» του για «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», στην πραγματικότητα, αναιρούν ακόμη και το ελάχιστο πρόγραμμα κοινωνικής αλλαγής που υποσχέθηκε το κόμμα τους πριν από τις εκλογές, καθότι περιλαμβάνουν:
- ιδιωτικοποιήσεις για να αποπληρωθούν οι δανειστές·
- την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, έτσι ώστε να καθολικευτεί η Αμερικάνικη κουλτούρα (που τώρα είναι κουλτούρα της ΝΔΤ) του «σε προσλαμβάνω και σε απολύω κατά βούληση» (hire and fire culture)·
- την αποτελεσματική αποδόμηση αυτού που είχε απομείνει από το κράτος πρόνοιας και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (συντάξεις, κ.λπ.), καθώς και του δημόσιου τομέα γενικά, μέσω της μαζικής συμπίεσης των κρατικών δαπανών, με στόχο να εξασφαλιστούν υγιή πλεονάσματα στο προϋπολογισμό (παλι για την αποπληρωμή των δανειστών) και ούτω καθεξής.
Γι’ αυτό και σήμερα λιγοστεύουν αυτοί που χάρη στη μαζική πλύση εγκεφάλου από όλα τα ΜΜΕ ακόμη πιστεύουν ότι η Ελλάδα έχει οποιαδήποτε άλλη επιλογή, αν δεν θέλει να δει τη συνέχιση των κατατροφικων πολιτικών τα τελευταία πέντε χρόνια (με κάποιες μικρές, συνήθως διακοσμητικές, βελτιώσεις), «στο διηνεκές» ––όπως το έθεσε ο ανεκδιήγητος υπουργός Οικονομικών, ο οποίος ήδη από την αρχή της κρίσης τρομοκρατούσε τον ελληνικό λαό για την …Βιβλική καταστροφή που θα σήμαινε ένα Grexit με παιδαριώδη «επιχειρήματα», που δεν θα χρησιμοποιούσε ούτε ένας πρωτοετής φοιτητής Οικονομικών, αν δεν ήθελε ν’ απορριφθεί μετ’ επαίνων!
«Ανήκομεν εις την Δύσιν»: το νέο δόγμα της «Αριστεράς»
Τα παραπάνω εξηγούν το γιατί, δυνητικά, η επίσκεψη του Τσίπρα στη Μόσχα, (ο οποίος συνοδευόταν από την ηγεσία της αριστερής πτέρυγας του κόμματός του που υποτίθεται ότι είναι πιο ριζοσπαστική στο θέμα της ΕΕ), ήταν μια χρυσή ευκαιρία για την Ελλάδα να λάβει τα δραστικά μέτρα που απαιτεί αυτή η δραματική στιγμή στην ελληνική ιστορία. Αυτό το ήξεραν βέβαια οι εταίροι μας και παρόλο το γεγονός ότι εμπιστεύονταν την «αριστερή» ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν θα διανοείτο καν να αποκλίνει ποτέ από το αστικό δόγμα που καθιέρωσε η μετεμφυλιακή εποχή του «Ανήκουμε στη Δύση», εντούτοις ανησυχούσαν για κάποιο πιθανό «ατύχημα» λόγω της λαϊκής πίεσης––κάτι που θα μπορούσε βεβαια να λειτουργήσει ως φάρος ελπίδας για το εκατομμύρια των θυμάτων της παγκοσμιοποίησης στην Ευρώπη και πέρα από αυτή. Έτσι, όχι μονο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της Υ/Ε, αλλά και τα μαντρόσκυλα της ΕΕ (ή γκάουλαϊτερ) όπως ο Μάρτιν Σουλτς, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έστελναν απανωτά προειδοποιητικά μηνύματα στον Τσίπρα, σε περίπτωση που επιχειρούσε οποιαδήποτε απόκλιση (ακόμη και την πιο ήπια) από την επίσημη γραμμή, βάζοντάς του το δίλημμα, που πονάει αυτόν και όλη την ηγεσία, αν θέλουν να είναι κυβερνητικό κόμμα ή απλά ένα περιθωριακό κόμμα όπως ήταν μέχρι πριν δυο χρόνια. Φυσικά στο τέλος όλα έγιναν σύμφωνα με το προσχεδιασμένο επικοινωνιακό παιχνίδι, δεδομένου ότι ο Τσίπρας δεν ζήτησε καν ρωσική οικονομική βοήθεια, όπως δήλωσε ο ίδιος ο Πούτιν προς αποφυγή παρεξηγήσεων![11] Ακόμη και η συμπαθούσα τον ΣΥΡΙΖΑ εφημερίδα της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς», ο Γκάρντιαν, βγήκε την επόμενη και έλεγε την αλήθεια, που κρύφτηκε επιμελώς από τους Έλληνες, ότι «παρόλα τα θερμά λόγια δεν φαίνεται ότι έγιναν οποιεσδήποτε σημαντικές νέες συμφωνίες μεταξύ των δύο χωρών[12]. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ακόμη και ο ίδιος ο γνωστός γκαουλάιτερ Σουλτς εξέφρασε την ικανοποίηση του για τα αποτελέσματα της επίσκεψης Τσίπρα στη Μόσχα, αφού αυτό που ζητούσε επίμονα, να μην πάρει χρήματα από τη Ρωσία η Ελλάδα, το εφάρμοσε ασυζητητί ο Τσίπρας! Και φυσικά τα λογύδρια του ίδιου ότι είναι κατά των κυρώσεων κ.λπ. θα ήταν εντελώς αφελείς οι Ρώσοι να τα πιστέψουν, όταν τα ίδια έλεγε ο Τσίπρας όσο και ο επίσης ανεκδιήγητος Υπουργός του των Εξωτερικών, που κατόπιν, «σαν καλό παιδί» (δικός του χαρακτηρισμός) πήγε και ψήφισε τις κυρώσεις. Και μετά είχαν το θράσος να ζητήσουν οι ίδιοι απο τους Ρώσους να μας απαλλάξουν από το καταστροφικό, ιδιαίτερα για τα Ελληνικά αγροτικά προϊόντα, εμπάργκο που επέβαλλε η Ρωσία, σε μια προσπάθεια αυτοπροστασίας της από τον εξοντωτικό οικονομικό πόλεμο που έχει εξαπολύσει εναντίον της σήμερα η Υ/Ε.[13]
Όμως, αυτό που είναι χειρότερο είναι το γεγονός ότι το ελληνικό κατεστημένο χρησιμοποίησε την προπαγανδιστικη του μηχανή που ελέγχει όλα τα ΜΜΕ, για να κατηγορήσει άμεσα η έμμεσα τη Μόσχα ότι δεν προσέφερε αρκετή βοήθεια! Και αυτό που ξεπερνά τα όρια της αθλιότητας είναι ότι σε αυτή την άθλια προπαγάνδα μετέχει και η «Αριστερά» μας, από τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την «πιο αριστερή» ΑΝΤΑΡΣΥΑ! Ο στόχος όλων αυτών είναι προφανής: ο λαός θα πρέπει να μάθει ότι η ένταξη της χώρας μας στην ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και επομένως και στην ΕΕ, το ΝΑΤΟ κ.λπ. είναι μονόδρομος. Έτσι, η «Αριστερά» αυτή μπορεί να εξαπατά τον λαό ότι θα μπορούσε δήθεν να υπάρξει κάποια άλλη λύση μέσα στην ΕΕ (ΣΥΡΙΖΑ) ή ότι θέλει μεν και αυτή την έξοδο από την ΕΕ (ΑΝΤΑΡΣΥΑ), αλλά στα λόγια μόνο βέβαια, εφόσον χωρίς την αλλαγή στους γεωπολιτικούς προσανατολισμούς της χώρας που περιέγραψα, η έξοδος από την ΕΕ είναι αδύνατη. Επομένως το να κατηγορείται σήμερα η Ρωσία για την απόλυτα δικαιολογημένη στάση της (γιατί άραγε θα πλήρωνε για τη σωτηρία μιας χώρας, η οποία δεν εννοεί να το κουνήσει από την ΕΕ που έχει κηρύξει αμείλικτο πόλεμο εναντίον της;) για το αποτέλεσμα των δήθεν διαπραγματεύσεων είναι ή απλά κρετινισμός η εσκεμμένο μποϋκοτάρισμα κάθε εναλλακτικής ριζικής λύσης. Και φυσικά όλα τα παραπάνω δεν γράφονται γιατί έχουμε και εμείς την ψευδαίσθηση ότι η σημερινή Ρωσία είναι η Σοβιετική Ένωση. Γράφονται γιατί σήμερα η Ρωσία, επικεφαλής της Ευρασιατικής Ένωσης, και με τη βοήθεια όλων των λαών που μάχονται κατά της εγκληματικής ΝΔΤ, θα μπορούσε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία ενός αντίπαλου πόλου σε αυτή, αντίθετα με τους ψευδο-πόλους της Κίνας-Ινδίας-Βραζιλίας κ.λπ..
Κάποτε ηταν η εθνικόφρων Δεξιά που διακήρυττε πανηγυρικά στην Ουάσινγκτον «ανήκουμε στη Δύση». Σήμερα ήλθε η σειρά της «Αριστεράς» να επαναλάβει ουσιαστικά την ίδια αρχή, αυτή βέβαια στη Μόσχα… Γι’ αυτό και εάν καταλήξει τελικά σήμερα η «Αριστερά» μας στον «έντιμο συμβιβασμό» (δηλαδή ένα εξωραϊσμένο Μνημόνιο για να συνεχιστεί η εξόντωση του Ελληνικού λαού), αυτό θα είναι το οριστικό τέλος της, που έχει ήδη άλλωστε συντελεστεί στην υπόλοιπη Ευρώπη!
http://www.periektikidimokratia.org/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου