Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Ευρωπαϊκή ενοποίηση και δημοκρατία

Μπορεί η ελληνική κρίση να αποκρυπτογραφήσει και να αναδείξει σημαντικές παραμέτρους των μεταμορφώσεων που υφίστανται τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και το κράτος-έθνος; Το ερώτημα αυτό είναι νομίζουμε κεντρικό στην επιστημονική μελέτη του Ευάγγελου Βενιζέλου, που είναι αφιερωμένη στους «μετασχηματισμούς του κράτους και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Η ελληνική περίπτωση, μία ακραία εκδοχή κρίσης, οικονομική καταρχήν, αλλά και πολιτική, πολιτισμική και νοοτροπιακή σε τελευταία ανάλυση, μπορεί να απεικονίσει το εύρος και το βάθος των συντελούμενων αλλαγών σε πολλά επίπεδα, πάνω από όλα, στο επίπεδο της πρόσληψης, της κατανόησης, ακόμα και της εξήγησης ενός ορισμένου «τέλους» ενός παραδοσιακού ευρωπαϊσμού, μιας ευρωπαϊστικής ιδεολογίας, μιας «αφήγησης» στηριγμένης στην «γραμμική»,
όπως την ονομάζει ο συγγραφέας, αντίληψη για έναν τελεσίδικο φεντεραλιστικό θρίαμβο της ενοποίησης της γηραιάς ηπείρου. Η ελληνική περίπτωση βοηθά, στο πλαίσιο αυτό, να επαναθεωρήσουμε το ρόλο και τις λειτουργίες του κράτους-έθνους μέσα στα ευρωπαϊκά συμφραζόμενα, να τα δούμε δηλαδή υπό την οπτική μιας ευρωπαϊκής πραγματικότητας που σε τελευταία ανάλυση οργανώνεται σε διακρατικές/διακυβερνητικές συνεργασίες και όχι σε υπερεθνικές ευρωπαϊκές δομές. Πυρήνας αυτών των τελευταίων δεν είναι τελικά ένας αφηρημένος δικαιωματοκρατικός χαρακτήρας τους, που βρίσκεται σε διαδικασία υποχώρησης, που υλοποιεί κοινές «αξίες», και επομένως ένα κοινό «ευρωπαϊκό συμφέρον», αλλά το κράτος, τα κράτη και η κυριαρχία τους.
Οι μικροί εθνικοί εγωϊσμοί υποσκάπτουν μία αγγελική αντίληψη περί ύπαρξης «ευρωπαϊκού λαού».
Όχι πώς η αφηρημένη, η αξιακή διάσταση απουσιάζει, αλλά τουλάχιστον στις περιπτώσεις της κρίσης, ο παράγοντας που αποφασίζει είναι το κράτος ως αναντικατάστατη για την ώρα βαθμίδα πολιτικής κυριαρχίας στην διαρκή της σύγκρουση/διαπραγμάτευση με άλλα κράτη και άλλες κυριαρχίες. Αυτούς ακριβώς τους μετασχηματισμούς της έννοιας της κυριαρχίας ανατέμνει σε πολιτικό και κυρίως σε δικαιικό επίπεδο, ακριβέστερα: μέσω του δικαιικού στοιχείου, η μελέτη του Ευάγγελου Βενιζέλου, επιχειρώντας να δει την διαλεκτική σχέση της ευρωπαϊκής κατασκευής σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, όπως αναμφισβήτητα είναι αυτή της παρούσας ελληνικής κρίσης, αλλά και μιας ευρύτερης αμφισβήτησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης από ποικίλους φονταμενταλισμούς.
Και είναι αλήθεια, πώς η ελληνική κρίση δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση, δεν είναι, με άλλα λόγια, μόνον η ελληνική κρίση που κάνει ώστε να αναδεικνύεται το πρόβλημα και η επικαιρότητα του ρόλου του κράτους και της κυριαρχίας του ως καθοριστικοί παράγοντες των ευρωπαϊκών εξελίξεων: οι πρόσφατες μεταναστευτικές ροές, το Brexit είναι δύο άλλα μείζονα προβλήματα με τα οποία ασχολείται ο συγγραφέας τονίζοντας, ακριβώς, την οξύτητα με την οποία και αυτά θέτουν και ανάγουν το πρόβλημα της «κυριαρχίας» ως το κρισιμότερο «φρένο» στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Ακριβέστερα, στην διάχυτη πρόσληψη περί ευρωπαϊκής ενοποίησης ως μιας προοδευτικής πορείας εκπλήρωσης του ευρωπαϊκού ονείρου.
Το βιβλίο του, ο Ευ. Βενιζέλος το γράφει ανιχνεύοντας μια ιστορική καμπή, αυτήν μιας «πτώσης» της παραδεδομένης φιλο-ευρωπαϊκής αφήγησης, η οποία απειλείται από έναν ευρωσκεπτικισμό που, όπως ο ίδιος λέει, δεν είναι μόνο δεξιός ή αριστερός, αλλά είναι, θα λέγαμε, μέϊνστριμ, κερδίζει τις ψυχές και τα μυαλά πολλών Ευρωπαίων, είναι ένα οριζόντιο φαινόμενο, που υπερβαίνει παρελθούσες ιδεολογικο-πολιτικές εντάξεις, τις τροποποιεί και τις αναθεμελιώνει, αν δεν τις καταργεί.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο συγγραφέας ασκεί ουσιαστική νομίζουμε κριτική στα λεγόμενα «σχεδιαστικά προβλήματα» της ευρωπαϊκής κατασκευής, τα οποία, κατ’ αυτόν, και νομίζουμε ορθά, δεν είναι «τεχνικά», είναι στην πραγματικότητα «ιδεολογικά και πολιτικά». Η τρέχουσα κρίση αναλύεται από τις ανώτατες βαθμίδες της ΕΕ και του ΔΝΤ αποκλειστικά με όρους δημοσιονομικούς και όχι πολιτικούς, με αποτέλεσμα να τροφοδοτείται το φαινόμενο του ευρωσκεπτικισμού, ο οποίος ουσιαστικά δεν είναι τίποτα άλλο από μία παράδοξη, διαστροφική «επιστροφή» του πολιτικού, προσλαμβάνοντας την μορφή ακόμα και στοιχειωδών ερωτημάτων που υποτίθεται ότι είχαν απαντηθεί ή έστω βρίσκονται σε διαδικασία θετικής ανταπόκρισης. Η διακυβερνητική μέθοδος συνεργασίας, που είναι η κυρίαρχη, αντιστοιχεί εν πολλοίς σε μία «νέα τυπολογία κρατών» εντός της ΕΕ, με την έννοια του ετεροβαρούς συσχετισμού δυνάμεων που καθορίζει τις μεταξύ τους σχέσεις, συσχετισμοί που αντανακλούν τον διαχωρισμό ανάμεσα σε «ενάρετες» και «άσωτες» δημοσιονομικά χώρες. Η επίκληση του «λαού», σε τέτοια συμφραζόμενα, του δικού μου λαού, από κάποιον ηγέτη χώρας-μέλους, προκειμένου αυτός να υποστηρίξει τα δικά του αιτήματα-εθνικά συμφέροντα, προσκρούει στην ισοδύναμη επίκληση μιας άλλης «λαϊκής βούλησης» από ένα άλλον ηγέτη χώρας-μέλους που αντιτίθεται στις διεκδικήσεις της πρώτης. Οι μικροί εθνικοί εγωϊσμοί, ένας εγωϊσμός των «μικρών διαφορών», για να χρησιμοποιήσουμε μια κοινωνιολογική γλώσσα, υποσκάπτουν μία αγγελική αντίληψη περί ύπαρξης «ευρωπαϊκού λαού» και ενίοτε πληρώνεται ακριβά, αφού ο συσχετισμός δυνάμεων, και η συνακόλουθη «διαρκής διαπραγμάτευση» μεταξύ των κρατών, είναι αυτή που τελικά αποφασίζει.
Η επίκληση του «δημοψηφίσματος» είναι ένα από τα καινούργια στοιχεία της περιόδου.
Ο συγγραφέας θέτει στο πλαίσιο αυτό σειρά κρίσιμων ερωτημάτων, που επιχειρούν να φωτίσουν την σημερινή ευρωπαϊκή κρίση, στην συνάρθρωση των περιοχικών βαθμίδων του κρατικο-εθνικού και του ευρωπαϊκού πεδίου. Ελέγχει όχι μόνον απαντήσεις που δίνονται σε αυτά, αλλά υποδεικνύει και την διαφοροποιημένη τους χρονικότητα σε σχέση με την παρούσα κρίση, όπου, ακριβώς, ο παράγοντας χρόνος συνιστά εκ των πραγμάτων την κρισιμότερη ίσως παράμετρο για την δημοκρατική νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού σχεδίου. Ποια είναι αυτά τα ερωτήματα; Αν τα εθνικά κράτη διεθνοποιούνται, ιδιωτικοποιούνται και αποπολιτικοποιούνται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της συνάφειάς τους με τις αγορές και των πολιτικών τους επιλογών, οι οποίες αντανακλούν έναν «κυλιόμενο συνασπισμό» μεταξύ αντίπαλων έως χθες πολιτικών δυνάμεων, τότε ποιος είναι ο ρόλος της ΕΕ; Υποκύπτει στον προστατευτισμό ή παγκοσμιοποιείται; Αποκτά «δημόσια» χαρακτηριστικά ή ιδιωτικοποιείται; Και, στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ αποφασίζει να πολιτικοποιηθεί ή συνεχίζει να αναπαράγει το έλλειμμα πολιτικής, την απουσία ευρύτερης δημοκρατικής νομιμοποίησης των επιλογών της; (σ. 152-153).
Η απάντηση του συγγραφέα δεν είναι «απλώς» διαπιστωτική. Υποδεικνύοντας με σαφήνεια μία ρεαλιστικά αναντίστρεπτη πορεία διεθνοποίησης, παγκοσμιοποίησης του κόσμου, επισημαίνει ταυτοχρόνως μία πολλαπλή ανετοιμότητα της ΕΕ να απαντήσει σε αυτά τα βασικά προβλήματα. Παρατηρώντας ότι οι ιδεολογικο-πολιτικές διαιρέσεις που συναντάμε μέσα στο κράτος-έθνος μεταφέρονται κατά έναν ορισμένο τρόπο και στο εσωτερικό της ΕΕ, ορίζει με διαύγεια ένα πολλαπλά δύσκολο και εν πολλοίς υπονομευμένο πεδίο εξόδου από την κρίση. Αν η κατεύθυνση υπέρβασης της κρίσης είναι, θα λέγαμε, μία ορισμένη «επαναπολιτικοποίηση» της πολιτικής, μέσα σε συνθήκες ήττας της τελευταίας, δημοκρατικού ελλείμματος, πτώσης του παραδοσιακού σοσιαλδημοκρατικού συμβιβασμού, κλπ. (η Ευρώπη αμφισβητείται πλέον ως «σοσιαλδημοκρατική ήπειρος», σύμφωνα με τα λόγια του Ευ. Βενιζέλου σε πρόσφατη ραδιοφωνική/διακτυακή του συνέντευξη, Amagi radio, 1/6/2016), αλλά και ενός ορισμένου «τέλους» της «καντιανής αφήγησης», μιας γραμμικής, προοδευτικής, εξειρηνευμένης, αναπότρεπτης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τότε, ποια είναι τα εμπόδια που φρενάρουν αυτήν την τόσο αναγκαία δημοκρατική της επανανομιμοποίηση;
Τα εμπόδια είναι αρκετά, ο συγγραφέας, όπως ήδη είδαμε, εντοπίζει τα βασικότερα, στην αποκλειστικά «δημοσιονομική» διαχείριση της κρίσης, η οποία, όπως ο ίδιος λέει, συμπυκνώνει το κλείδωμα κατεστημένων οικονομικών ανισοτήτων ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αλλά και την ενίσχυσή τους με όσες στο μεταξύ προέκυψαν. Προσθέτει, επίσης, το φαινόμενο του ευρωσκεπτικισμού, ως εκείνου του μέσου με το οποίο εκδηλώνεται η αντίδραση σημαντικού μέρους των πολιτών απέναντι σε μία μανατζερική διαχείριση της κρίσης. Υπάρχει επιπλέον και ένα άλλο εμπόδιο, ως πρακτική συνέπεια του προηγούμενου, κάτι που, δυνητικά, μπορεί να λειτουργεί και σε πολλές περιπτώσεις εξ αντικειμένου λειτουργεί, ή έχει λειτουργήσει ως φρένο, που και αυτό επισημαίνεται από τον συγγραφέα. Πρόκειται για την πρακτική της προσφυγής στον λαό, δια του «δημοψηφίσματος», προκειμένου ο ίδιος να αποφασίσει με αυθεντικό υποτίθεται τρόπο για την τύχη του.
Δεν πρόκειται για δημοψηφίσματα, πρόκειται για plébiscite, για την «δημοψηφισματική» νομιμοποίηση των δικών τους πρωτοβουλιών.
Η επίκληση του «δημοψηφίσματος» είναι ένα από τα καινούργια στοιχεία της περιόδου. Συνιστά όχημα, σύμφωνα με τους πολύχρωμους υποστηρικτές του (πολύχρωμοι, διότι αποτελεί σημείο σύγκλισης της άκρας δεξιάς με την ριζοσπαστική/άκρα αριστερά)[1], αν όχι και οδό «λύτρωσης», για τους λαούς, ενώ κάποιοι άλλοι, ίσως πιο «μετριοπαθείς» στις προσδοκίες τους, θα δουν σε αυτό μία ευκαιρία για τον ποθούμενο εκδημοκρατισμό, την επανανομιμοποίηση της πολιτικής. Επ’ αυτού του θέματος, ο Ευ. Βενιζέλος, επισημαίνοντας ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μπορεί να γίνει το εξιλαστήριο θύμα όχι μόνον των δικών της αλλά και άλλων προβλημάτων, τοπικών, εθνικών, κλπ., θα παρατηρήσει: «Η εξαγγελία δημοψηφίσματος για την σχέση με την ΕΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο συντηρεί και οξύνει τη συζήτηση για τις προϋποθέσεις και τις επιπτώσεις της άμεσης προσφυγής στον λαό σε σχέση με την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ιστορία των σχετικών δημοψηφισμάτων δείχνει πάντως ότι αυτά ανέκοψαν ή καθυστέρησαν όλα σχεδόν τα βήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από το Μάαστριχτ, στο Άμστερνταμ, στη Νίκαια, στο ευρωπαϊκό σύνταγμα, στη Λισσαβόνα» (σ. 118). Και, επίσης, στην ελληνική περίπτωση, γνωρίζουμε πλέον όλοι το κοινωνικο-πολιτικό κόστος τού δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015.
Τι είναι όμως ακριβώς τέτοιου τύπου δημοψηφίσματα, ως μορφή «άμεσης δημοκρατίας», οι οπαδοί των οποίων διατείνονται ότι με αυτά θέλουν να αποκαταστήσουν την χαμένη εμπιστοσύνη μεταξύ λαού και κυβερνώντων, σε αντιπροσωπευτικά πολιτικά συστήματα τα οποία βρίσκονται σε πολιτική κρίση; Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για δημοψηφίσματα (référendum), με την έννοια μιας πολιτικά «άδολης» προσφυγής στους ψηφοφόρους, λήψης μιας απόφασης για ένα πολύ συγκεκριμένο θέμα ώστε με συμμετοχικό τρόπο να ταυτοποιηθεί η γνώμη-απόφαση του λαού, αλλά για χειραγώγηση της λαϊκής γνώμης από ιδεολογικο-πολιτικούς επιχειρηματίες. Πρόκειται για plébiscite, για την «δημοψηφισματική» νομιμοποίηση των δικών τους πρωτοβουλιών ή και προ-ειλημμένων αποφάσεων. Πρόκειται για την ιδεολογική χρήση του δημοψηφίσματος, ώστε να νομιμοποιηθούν άλλοι, ανομολόγητοι πολιτικοί στόχοι, που συνήθως έχουν να κάνουν με αποσκοπούμενες αλλαγές στους πολιτικούς συσχετισμούς, με αναπαραγωγή της κυριαρχίας προσώπων, ομάδων ή και δομών στην κλίμακα της πολιτικής ιεραρχίας, με την αναπαραγωγή εξουσιαστικών μηχανισμών, τελικά με μία θεολογικού τύπου νομιμοποίηση του εξουσιαστικού φαινομένου, ενίοτε προωθούμενου από «αντιεξουσιαστές» λαϊκιστές. Αυτή η δημοψηφισματική εκτροπή της δημοκρατίας, αυτή η μορφή «δημοψηφισματικής δημοκρατίας» («démocratie plébiscitaire»), φαίνεται να αποτελεί έναν από τους πυρήνες του λαϊκισμού, σε τέτοιον μάλιστα βαθμό, που ένας από τους ερευνητές του φαινομένου να διατυπώσει την σχετική κριτική του θέση ως προς την «άμεση δημοκρατία» ως εξής: «Ένας ελκυστικός προσδιορισμός κυκλοφορεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 στα πολιτικά εργαστήρια δεξιάς και αριστεράς, από το ένα άκρο στο άλλο: «άμεση». Η σωτηρία της δημοκρατίας έγκειται στην διατύπωση «άμεση δημοκρατία»; Πολλοί το πιστεύουν. Δεν είναι όμως παρά μία πίστη. Μία πίστη που έχει ως περιεχόμενο μία υπόσχεση. Και πιθανότατα μία αυταπάτη. Η κριτική του λαϊκισμού ως πολιτική υπόσχεση δεν μπορεί παρά να είναι κριτική των υποσχέσεων της ‘άμεσης δημοκρατίας’».[2] «Αυταπάτη», όρος ιδιαίτερα γνωστός τελευταία στην χώρα.
Πρόκειται για την ιδεολογική χρήση του δημοψηφίσματος, ώστε να νομιμοποιηθούν άλλοι, ανομολόγητοι πολιτικοί στόχοι.
Πρόσφατα απασχόλησε τον δημόσιο διάλογο, στο πλαίσιο μιας προσεχούς συνταγματικής αναθεώρησης, ενδεχόμενη διενέργεια δημοψηφίσματος. Για τους εμπνευστές ενός τέτοιου σεναρίου «συντακτικού δημοψηφίσματος», η εν λόγω επικίνδυνη και μοιραία για την ίδια την δημοκρατία και τις πολιτικές ελευθερίες «αυταπάτη» συνίσταται στο ότι παρακάμπτουν τις προβλεπόμενες συνταγματικές επιταγές για την αναθεωρητική διαδικασία εν γένει [3]. Ενώπιον μίας τέτοιας απόπειρας «συνταγματικού λαϊκισμού», ποια είναι η απάντηση; Γενικότερα, ενώπιον ενός διαρκούς λαϊκιστικού πειρασμού δημοψηφισματικής επιβολής όρων και ορίων στην άσκηση των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων, με το πρόσχημα διασφάλισης, για παράδειγμα, της κοινωνικής συνοχής ή μιας «αυθεντικής» υποτίθεται αποτύπωσης της λαϊκής έκφρασης (όπως θεωρείται, ας πούμε, η συνταγματική κατοχύρωση της «απλής αναλογικής»), ο «συνταγματικός πατριωτισμός» [4], η εφαρμογή δηλαδή του Συντάγματος είναι ένα από τα αποτελεσματικότερα μέσα, σε κάθε περίπτωση αναγκαίο, χωρίς να είναι και το μοναδικό, υπεράσπισης της δημοκρατίας. Στην σχετική βιβλιογραφία περί «λαϊκισμού», δεν είναι λίγοι οι ερευνητές που προτείνουν τον «συνταγματισμό» ως εμπόδιο στον λαϊκισμό, σε μία εκδοχή τυραννίας της πλειοψηφίας γενικότερα, ακύρωσης του πλουραλισμού. Ο συνταγματισμός περιορίζει τα προνόμια της κυβερνητικής δράσης, και προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα. Τα οποία, ακριβώς, κινδυνεύουν από την λαϊκιστική αντίληψη που ανάγει μία κυβέρνηση ως τον αποκλειστικό εκπρόσωπο του «λαού», καταδικάζοντας τις μειοψηφίες, και τους πολιτικούς αντιπάλους, που υποδεικνύονται ως ο «εσωτερικός εχθρός».[5]
Συνοψίζω. Η παρούσα επιστημονική μελέτη του Ευάγγελου Βενιζέλου είναι σημαντική συμβολή στον διάλογο για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτό διαγράφεται σήμερα εν μέσω κρίσης, στην απαρχή μιας δύσκολης περιόδου που, από όσο φαίνεται, και όπως ο συγγραφέας τονίζει, «πρέπει να ειπωθούν άλλα πράγματα», αφού οι παλιότερες αφηγήσεις έχουν συναντήσει πλέον τα όριά τους. Και κυρίως πρέπει να ειπωθούν άλλα πράγματα από όλους όσοι πιστεύουμε στην Ευρώπη. Η μελέτη αυτή μας υποδεικνύει δύο ουσιαστικά πράγματα. Πρώτον, εκείνους τους κόμβους γύρω από τους οποίους περιστρέφεται το πρόβλημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όπως π.χ. τα ζητήματα της «κρατικής κυριαρχίας» και των μετασχηματισμών της, την αναποτελεσματικότητα μιας αποκλειστικά οικονομικής διαχείρισης της κρίσης, την αναγκαιότητα της δημοκρατικής νομιμοποίησης της περαιτέρω πορείας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά και την κυνική και επικίνδυνη εργαλειοποίηση του δημοκρατικού της ελλείμματος. Και το δεύτερο πράγμα που μας υποδεικνύει είναι ότι ένας σχετικός διάλογος πρέπει να ανοίξει με συστηματικότητα και στην Ελλάδα, έχοντας βέβαια κατά νου πόσο δύσκολο είναι αυτό, αφού ο πολιτικός διάλογος, με μία ευρύτερη αλλά και ουσιαστική έννοια του όρου, είναι κάτι που εδώ σπανίζει. Σκεφτόμαστε με όρους «ηθικής» («καλοί» vs «κακών»), γιατί ξεμάθαμε, αν ποτέ είχαμε μάθει, να σκεφτόμαστε με όρους «πολιτικής». Τι πάει να πει αυτό για την περίπτωση που εδώ μας απασχολεί; Η μελέτη αυτή μας το λέει καθαρά. Πάει να πει, ότι τα σημερινά προβλήματα στην ευρωπαϊκή ενοποίηση έχουν τη ρίζα τους, έστω εν μέρει, στο πρόκριμα που αποδόθηκε στις συγκεκριμένες οικονομικές μορφές της οικονομικής ενοποίησης της Ευρώπης με την αντίστοιχη υποτίμηση των στόχων της πολιτικής ενοποίησης, με την συνακόλουθη δημοκρατική νομιμοποίηση που θα επέβαλε μία τέτοια επιλογή. Η υποτίμηση της πολιτικής,, που αποκρυσταλλώθηκε σε μία διαχειριστική, «τεχνική» της αφυδάτωση δημιούργησε το λεγόμενο «πολιτικό έλλειμμα», το οποίο είναι αυτό που σήμερα «επιστρέφει» με την μορφή ενός ηθικολογικά υπερτροφικού λόγου δημαγωγικής, επικριτικής, τυφλής εναντίωσης στο ευρωπαϊκό σχέδιο, το οποίο δυσκολεύεται να υπερασπισθεί με αξιοπιστία τον εαυτό του. Πάνω σε αυτήν την «απουσία του πολιτικού» φτιάχνεται ο λαϊκισμός, καλύτερα: αυτό το πολιτικό κενό δίνει την δυνατότητα ανάδυσης της λαϊκιστικής και εθνικιστικής επίκρισης, η οποία διαθέτει σημαντικά κοινωνικά ερείσματα. Ο διάλογος, η κουλτούρα του διαλόγου, η σύγκρουση των αντιτιθέμενων επιχειρημάτων μπορεί να εντοπίσει τα προβλήματα, να τα αποφορτίσει, να δείξει τι είναι πραγματικά εφικτό, να διαλύσει τις αυταπάτες.
Σκεφτόμαστε με όρους «ηθικής» («καλοί» vs «κακών»), γιατί ξεμάθαμε να σκεφτόμαστε με όρους «πολιτικής».
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, πεπεισμένος και μαχόμενος ευρωπαϊστής, μας δίνει ένα μάθημα δημοκρατικού ρεαλισμού. Η δημιουργική του επίκριση προς την ΕΕ είναι αποτέλεσμα της προοδευτικής του συνείδησης, της εμπειρίας του από κορυφαίες θέσεις της ελληνικής πολιτείας, και μάλιστα εν μέσω κρίσης, αλλά και μιας ακαδημαϊκής κουλτούρας που δεν εξαντλείται στο νομικό της βάθος. Η κριτική του προς το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αλλού ευθεία, αλλού έμμεση, όσο του επιτρέπει η αξιολογική ουδετερότητα της μελέτης του που έχει συγκεκριμένο αντικείμενο, πάντα ευθύβολη, διαυγής, πρωτότυπη, είναι μία απάντηση στην ένδεια, στον περιρρέοντα «επαρχιωτισμό» ενός άγονου, προσχηματικού διαλόγου. Η πατριωτική αγωνία του συμπυκνώνεται στην αναζήτηση του συλλογικού συμφέροντος, στην πρόταξη του κοινού καλού, ενάντια στις μυθολογικές μόδες. Αξίζει να διαβάσουμε αυτό το βιβλίο, γιατί, εκτός των άλλων, μας δείχνει έναν τρόπο του πώς να σκεφτόμαστε πολιτικά.
http://www.ekyklos.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Πολιτική θεολογία και Συνταγματική ηθική»

Η «πολιτική θεολογία» είναι μια διαδεδομένη αλλά αμφίσημη έννοια που χρησιμοποιείται με διαφορετικό περιεχόμενο αφενός σε θύραθεν συμφραζόμε...