Ομιλία Ευ. Βενιζέλου κατά την παρουσίαση* του βιβλίου του «Μετασχηματισμοί του κράτους και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Διδάγματα της οικονομικής κρίσης: Η ελληνική περίπτωση», εκδόσεις «ΠΟΛΙΣ»
στη Θεσσαλονίκη.
στη Θεσσαλονίκη.
Αγαπητές μου φίλες και αγαπητοί μου φίλοι, σας ευχαριστώ πάρα πολύ που ανταποκριθήκατε στην πρόσκληση και είστε εδώ στη φιλόξενη αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου. Ευχαριστώ θερμά το Δήμαρχο, τον Πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου τον Παναγιώτη τον Αβραμόπουλο και όλο το Δήμο για τη φιλοξενία. Ευχαριστώ θερμά την καθεμία και τον καθένα σας που είχατε την καλοσύνη να ανταποκριθείτε και να είστε σήμερα εδώ, παλιοί και νέοι φίλοι. Θεώρησα υποχρέωσή μου να οργανώσουμε την παρουσίαση του βιβλίου αυτού και στη
Θεσσαλονίκη μετά την παρουσίαση στην Αθήνα στην οποία είχαμε τη χαρά να ακούσουμε τις απόψεις του Βασίλη Σκουρή του πρώην Προέδρου του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Παναγιώτη Ιωακειμίδηπου είναι ο Πρύτανης των Ελλήνων καθηγητών της ευρωπαϊκής θεωρίας και του Γιώργου Προκοπάκηπου είναι πολύ γνωστός ακτιβιστής στην κοινωνία των πολιτών. Θέλω πραγματικά από καρδιάς να ευχαριστήσω τον Σάκη Μουμτζή με τον οποίο μας συνδέει πολύ παλιά φιλία από το πανεπιστήμιο που υπερβαίνει τα 40χρόνια, μπαίνει στα 45, και τον παρακολουθώ με πολλή χαρά και αγάπη στη νέα του δραστηριότητα ,ως συγγραφέα και ως διανοούμενο με πολύ εύστοχες παρεμβάσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Θέλω να ευχαριστήσω θερμά το φίλο μου τον Ανδρέα που είχε την καλοσύνη να ανταποκριθεί στην πρόσκληση, τον Ανδρέα Πανταζόπουλο, αναπληρωτή καθηγητή της πολιτικής επιστήμης στο τμήμα πολιτικής επιστήμης του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έναν άνθρωπο που γνωρίζει βαθιά τους προβληματισμούς της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Βεβαίως να ευχαριστήσω από καρδιάς τους δύο συναδέλφους μου στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μαθητές μου, τη Λίνα Παπαδοπούλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια του συνταγματικού δικαίου με ιδιαίτερη τριβή με το ευρωπαϊκό συνταγματικό δίκαιο και τον Παναγιώτη Γκλαβίνηαναπληρωτή καθηγητή του διεθνούς οικονομικού δικαίου που έγραψε ήδη από το 2010-2011 την πρώτη μονογραφία για το ελληνικό Μνημόνιο.
Η μελέτη μου αυτή που δημοσιεύεται στις εκδόσεις Πόλις-ευχαριστώ θερμά τον εκδότη- πρωτοκυκλοφόρησε στην αγγλική της εκδοχή από το Center for European Policy Studies, το CEPS, στις Βρυξέλλες και με εντυπωσίασε το γεγονός ότι προκάλεσε αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον, αν κρίνω από τον αριθμό αυτών που διάβασαν τη μελέτη, ένας αριθμός που μπορεί πλέον με τα σύγχρονα μέσα να ελεγχθεί. Στην ελληνική έκδοση περιλαμβάνεται και ένα επίμετρο που αναφέρεται ειδικότερα στο προσφυγικό και στο Brexit, άρα καλύπτουμε νομίζω όλο το φάσμα των ευρωπαϊκών προβλημάτων της τρέχουσας περιόδου.
***
Το βιβλίο αυτό δεν είναι κατάθεση, μαρτυρία. Κάποτε θα συντάξω κι εγώ τη δική μου μαρτυρία για όλα όσα έχω ζήσει τα τελευταία χρόνια γιατί η παρουσία μου είχε τη μεγαλύτερη διάρκεια και παραδόξως τη μεγαλύτερη αντοχή τα δύσκολα και βαριά χρόνια της κρίσης κατά τη διάρκεια των οποίων πυκνώθηκε ο ιστορικός χρόνος και ξαναγνωριστήκαμε μεταξύ μας, γιατί κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος να δεχθεί τέτοια πίεση και τέτοια ανατροπή. Κατέρρευσε ένα ολόκληρο οικοδόμημα βασισμένο στην πίστη πως θα πηγαίνουμε γραμμικά από το καλό στο καλύτερο. Άρα αυτό που είχαν οι προλαλήσαντες την καλοσύνη να αναφέρουν ως Καντιανή αντίληψη, όπως λέω, της αιώνιας ειρήνης, είχε επικρατήσει στην Ελλάδα ως μία αιώνια ειρήνη και ευτυχία της μεταπολίτευσης, το κεκτημένο της οποίας φάνταζε αδιατάρακτο και έτσι ανεπιγνώστως η ελληνική κοινωνία οδηγήθηκε στο αδιέξοδο όχι στάγδην, ολίγον κατ’ ολίγον, αλλά επειδή από ένα σημείο και μετά χάθηκε ο έλεγχος. Η κατάσταση της χώρας ήταν διαφορετική το 2004 και διαφορετική το 2009, όπως ήταν διαφορετική το Δεκέμβριο του 2014 και είναι διαφορετική τώρα, σήμερα. Είχε διαφορετική προοπτική πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, προοπτική άμεσης και οργανωμένης εξόδου από το Μνημόνιο, ενώ την έχασε την προοπτική αυτή, αγωνίζεται να την ξαναβρεί το 2019, αλλά οι εταίροι αμφιβάλλουν και γι’ αυτό μας έχουν ήδη υποτάξει σε ένα αδιόρατο τέταρτο Μνημόνιο χωρίς τέλος, ένα διαρκές Μνημόνιο μετά το Μνημόνιο.
Δε θα αναφερθώ στο βιβλίο γιατί είχαν την καλοσύνη με πολύ εύστοχο τρόπο να αναφερθούν και οι τέσσερις που έλαβαν το λόγο, αλλά έχω την υποχρέωση να σας πω σήμερα πλέον, πώς έχουν τα πράγματα και με δεδομένο το βιβλίο, πού βρισκόμαστε.
***
Κατά τη γνώμη μου από την Ευρώπη των κρίσεων, όπως έχω ξαναπεί, έχουμε περάσει στην κρίση της Ευρώπης, κάτι το οποίο είναι τελείως διαφορετικό. Υπάρχει μία νευρική κρίση στην Ευρώπη γιατί βρίσκεται πλέον σε αμηχανία λόγω της υπερβολικής πίεσης, το ίδιο το νευρικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το σύστημα των ευρωπαϊκών θεσμών και το σύστημα των διακρατικών, δηλαδή των διακυβερνητικών διακανονισμών των 28 κρατών μελών.
Η Ευρώπη φτιάχτηκε όπως είπε ο Παναγιώτης Γκλαβίνης από καλά υλικά. Ποια είναι τα υλικά αυτά; Η ιστορική συνείδηση, το βίωμα του πολέμου, η ανάγκη της συνύπαρξης. Φτιάχτηκε όμως στην αρχή δειλά-δειλά, πολύ προσεκτικά, αργά, αργά και βαριά βαριά , όπως λέει ένα λαϊκό τραγούδι. Υπήρξε μετά μία επιτάχυνση η οποία ξεκίνησε από το 1992 και μετά και κάποια στιγμή το σύστημα αυτό συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν φτιαγμένο να λειτουργεί υπό φυσιολογικές συνθήκες θερμοκρασίας και πιέσεως. Δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει άμεσα και αποτελεσματικά κάποια κρίση, κρίση οικονομική, κρίση ασφάλειας πρωτίστως, κρίση ταυτότητας που είναι πάρα πολύ σημαντική.
Βεβαίως και καταφέρνει να διαχειρίζεται τα ζητήματα με κάποιον τρόπο αλλά όλα αυτά συμβαίνουν πολύ αργά και πολύ λίγο, αργότερα από ό,τι πρέπει και λιγότερο από όσο πρέπει. Ως εκ τούτου χάνει έδαφος η Ευρώπη ως περιφερειακή οντότητα στον παγκόσμιο καταμερισμό.
Η Ευρώπη, όπως έχει πει πολύ χαρακτηριστικά ο Jean-Claude Juncker, είναι μία ήπειρος που πληθυσμιακά γηράσκει και μικραίνει. Και οικονομικά βλέπει το μοντέλο παραγωγής και ανταγωνιστικότητας, επάνω στο οποίο έχει οικοδομηθεί, να υφίσταται δραματικές πιέσεις. Διότι το μοντέλο της αυτό είναι απολύτως συνυφασμένο με το μοντέλο του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, με μία ποιότητα ζωής, με μία κοινωνική συναίνεση και μία δημοκρατική συναίνεση, με μία αντίληψη για την αισθητική, για τον πολιτισμό, για την ιστορία, για τις αξίες. Άλλες μεγάλες οικονομίες, εθνικές ή περιφερειακές, ανταγωνίζονται με άνισους όρους, χωρίς δεσμεύσεις σε σχέση με το κοινωνικό κράτος, χωρίς δεσμεύσεις σε σχέση με την ποιότητα της δημοκρατίας, χωρίς δεσμεύσεις σε σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος και την οικολογική συνείδηση, χωρίς δεσμεύσεις σε σχέση με την κοινωνία των πολιτών, χωρίς δεσμεύσεις σε σχέση με αυτό που λέγεται ευρωπαϊκό επίπεδο ζωής. Για φανταστείτε πόσο άνισος είναι ο ανταγωνισμός αυτός και πόσο ανυπέρβλητη και προφανής πρέπει να είναι η ποιότητα των αγαθών που προσφέρει η ευρωπαϊκή οικονομία, η ποιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών, ώστε να μπορεί να καλυφθεί η ακριβότερη τιμή, επειδή προσφέρεται πολύ υψηλότερη ποιότητα. Αυτά όμως δεν είναι καθόλου απλά και καθόλου αυτονόητα.
Γι’ αυτό και όταν ξέσπασε η κρίση, που ξέσπασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και ήρθε στην Ελλάδα, και ήρθε και στην Ευρώπη συνολικά, ως μία κρίση διαδοχικά και εναλλακτικά χρηματοοικονομική και δημοσιονομική, δημοσιονομική και χρηματοοικονομική, λόγω της αιμομικτικής σχέσης των κρατών και του τραπεζικού συστήματος, η Ευρώπη δεν είχε ώριμους μηχανισμούς για να την αντιμετωπίσει. Τελικά η κρίση αυτή αντιμετωπίστηκε με κάποιον τρόπο ως κρίση χρηματοοικονομική και δημοσιονομική, αλλά υφέρπει ως κρίση του μοντέλου ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας. Αυτό δεν μπορεί να το ξεπεράσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως η Ευρωζώνη. Γι’ αυτό και στις προγνώσεις, τις προβολές για την παγκόσμια οικονομία, ακόμη και στο πιο απλό μέγεθος, που είναι οι προοπτικές για το ρυθμό ανάπτυξης, η Ευρωζώνη κινείται στο μισό του παγκόσμιου μέσου όρου για τις ανεπτυγμένες χώρες.
Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία και για εμάς, γιατί πρέπει να κινείται με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης η Ευρωζώνη, να υπάρχει ένα πλεόνασμα μέσα από το οποίο θα βοηθηθεί και η Ελλάδα να αποκτήσει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Βλέπετε, οι επενδυτές, οι περιβόητοι, δεν είναι Ευρωπαίοι, βλέπετε ότι ασχολούμαστε με τον Κινέζο επενδυτή, τον Καναδό επενδυτή, τον Άραβα επενδυτή. Είναι δύσκολο να ασχοληθεί κανείς με τον Ευρωπαίο επενδυτή που είναι φορέας μίας ξένης άμεσης επένδυσης στην Ελλάδα που διψά για επενδύσεις, προκειμένου να ξαναβρεί το ρυθμό της και την προοπτική της.
Υπάρχει μία αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου ως ευρωπαϊκού ονείρου για τη μεσαία τάξη. Από την άποψη αυτή οι ευρωσκεπτικισμοί που αναδύονται στην Ευρώπη, στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, είναι απολύτως ομόλογοι με τον «αμερικανοσκεπτικισμό» που συναντούμε στην υποψηφιότητα του κυρίου Trump, ή από μία προοδευτική οπτική γωνία στην υποψηφιότητα του κυρίου Sanders στο Δημοκρατικό κόμμα, γιατί υπάρχει αμφισβήτηση του κεκτημένου, αμφισβήτηση του ονείρου, αμφισβήτηση της προοπτικής της μεσαίας τάξης. Γι’ αυτό το τσάκισμα της ραχοκοκαλιάς της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα που έως το 2014 γινόταν, παρότι δεν το θέλαμε, εξ αντικειμένου και προσπαθούσαμε να το αποτρέψουμε, αλλά τώρα είναι κεντρική, ιδεολογική και όχι απλώς πολιτική επιλογή, είναι επιλογή τραγική για τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Ποια απάντηση έδωσε στην οικονομική κρίση η Ευρώπη, η Ευρωζώνη; Νέοι μηχανισμοί οικονομικής διακυβέρνησης, για παράδειγμα το EFSF και μετά ο ESM, οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κυρίως, δηλαδή η εκ των υστέρων υιοθέτηση της πολιτικής της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, της FED, στην Ευρώπη για απεριόριστη ρευστότητα –το περιβόητο δόγμα της Unlimited liquidity, όπως τη λένε με ίδιους όρους πλέον οι κεντρικές τράπεζες. Άλλαξε όμως κάτι; Διατηρήθηκαν και οξύνθηκαν οι ανισότητες. Ποιες ανισότητες; Οι ανισότητες μεταξύ δημοσιονομικά επιμελών και δημοσιονομικά άσωτων, μεταξύ καθαρών δοτών και καθαρών ληπτών που ήταν οι παλιές διακρίσεις; Οι διακρίσεις μεταξύ δανειστών και δανειοληπτών, γιατί έχουμε χώρες δανείστριες και χώρες δανειολήπτριες; Οι ανισότητες των οικονομιών οι οποίες υπό διαφορετικό δημοσιονομικό καθεστώς και υπό διαφορετικούς όρους ανταγωνιστικότητας καλούνται να εφαρμόσουν την ίδια νομισματική πολιτική και να υπαχθούν στους ίδιους όρους οικονομικής διακυβέρνησης.
Αυτό είναι που δημιουργεί το πρόβλημα και σε αυτό δεν υπάρχει μία απάντηση. Θα μπορούςε να υπάρχει μια απάντηση, αλλά αυτή φαίνεται υπερβολικά πολύπλοκη και φιλόδοξη, να αυξήσουμε, για παράδειγμα, το ύψος του κοινοτικού προϋπολογισμού, ο οποίος είναι μόλις το 0,90% του ενωσιακού ΑΕΠ , δηλαδή λιγότερο από 1 μονάδα, όταν δεν υπάρχει σοβαρή ομοσπονδιακή χώρα η οποία να έχει ομοσπονδιακό προϋπολογισμό μικρότερο του 25% του ΑΕΠ. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε το 1% του ΑΕΠ δεν είναι «ομοσπονδιακό», ενωσιακό. Με αυτό το σκάρτο 1% χρηματοδοτείται πρωτίστως η κοινή αγροτική πολιτική, δευτερευόντως τα διαθρωτικά ταμεία για προγράμματα όπως τα μεσογειακά ολοκληρωμένα και, εν τέλει, το ΕΣΠΑ, που είναι μία διαδοχή διαθρωτικών παρεμβάσεων μέσω των διαθρωτικών ταμείων και του κοινωνικού ταμείου. Μιλά κανείς σοβαρά για αμοιβαιοποίηση του χρέους; Μιλά κανείς σοβαρά για ευρωομόλογα; Όχι. .
Έχω πει πολλές φορές –και θα το πω και σε εσάς τους συμπολίτες μου– οι Ηνωμένες Πολιτείες που παρακολουθούν από πολύ κοντά και πολύ στενά αυτά που συμβαίνουν στην Ευρώπη και θέλουν την Ευρωζώνη και το Ευρώ για πολλούς και διάφορους λόγους –καταρχάς, γιατί διευκολύνεται η παρουσία τους στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και στη νομισματική ζώνη του Ευρώ και γιατί, δεύτερον, ο ανταγωνισμός μεταξύ Δολαρίου και Ευρώ τελικώς διευκολύνει το Δολάριο ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα– αδυνατούν να αντιληφθούν τι κάνουμε και τι λέμε εδώ, γιατί αυτοί έχουν λύσει τα αντίστοιχα προβλήματα το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα. Τότε μιλούσαν για fiscal federalism, τότε μιλούσαν για αμοιβαιοποίηση του χρέους, τότε το έκαναν, τότε έφτιαξαν μία πανίσχυρη Κεντρική Τράπεζα, τότε υπήρχαν μεγάλες διαμάχες. Θα μου πείτε, ήταν οικοδομημένες στον πόλεμο της ανεξαρτησίας και στον εμφύλιο πόλεμο τον αμερικάνικο. Κι εμείς όμως δεν έχουμε περάσει από τον Α’ και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που ήταν ευρωπαϊκοί πόλεμοι στους οποίους αναγκάστηκε να παρέμβει η Αμερική για να σωθεί η Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου και του μακρού ψυχρού πολέμου; Άρα, ειλικρινά δεν καταλαβαίνουν τι κάνουμε.
Η αλήθεια είναι ότι αν τα πράγματα ήταν μόνον οικονομικά, θα μπορούσε να υπάρξει μία προοπτική, αλλά δυστυχώς έρχονται και επικάθηνται επάνω σε αυτήν την εμπειρία της οικονομικής κρίσης και την ανασφάλεια την οικονομική τα προβλήματα αυτά τα οποία τα ξέρετε, η προσφυγική κρίση από κοινού με την τρομοκρατική απειλή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως πολιτική οντότητα είναι ανύπαρκτη, δυστυχώς. Τα κράτη μέλη που έχουν ιστορική σχέση με τις κρίσιμες περιοχές ασχολούνται –το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ιταλία ασχολείται με τη Λιβύη, η Βρετανία και η Γαλλία είναι μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας– έχουν πολύ μεγαλύτερη αρμοδιότητα και πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα να παρέμβουν από ό,τι η Ευρωπαϊκή Ένωση ως τέτοια. Η Γερμανία που είναι οικονομικός κολοσσός δεν έχει τέτοιες δυνατότητες, ούτε της αναγνωρίζεται παρόμοιος διεθνής ρόλος για ιστορικούς λόγους, οι οποίοι είναι προφανείς.
Τελικά η διεθνοπολιτική αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρέμβει στις πηγές του προβλήματος, όπου παρακολουθεί εξελίξεις και πρωτοβουλίες αμερικανικές, ρωσικές, ιρανικές, αλλά δεν μπορεί η ίδια να πάρει σοβαρές πρωτοβουλίες, αυτή λοιπόν η διεθνοπολιτική αδυναμία μετατρέπεται σε πρόβλημα εσωτερικής ασφάλειας μέσω του προσφυγικού, δυστυχώς. Έχουμε συνεχώς τέτοια φαινόμενα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού –Παρίσι, Βρυξέλλες, Ορλάντο, ξανά Παρίσι– συνεχείς απειλές. Η Ελλάδα ήταν στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης, λόγω γεωγραφικής θέσης και ανισότητας βρίσκεται στο επίκεντρο και την ομηρία της προσφυγικής κρίσης και ημικατηγορείται γιατί έχουμε διέλευση στελεχών του λεγόμενου ISIS μέσω Ελλάδας προς Ευρώπη. Οξύνονται οι φοβίες στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ανεξαρτήτως τώρα οικονομικών συνθηκών και μεσαίας τάξης, ανεξαρτήτως μοντέλου ανάπτυξης και, βεβαίως, έρχονται στην επιφάνεια ξενοφοβικές και ρατσιστικές αντιδράσεις.
Ταυτόχρονα, βρισκόμαστε προ του ζητήματος του Brexit, το οποίο έχει πανευρωπαϊκή διάσταση, όχι βρετανική, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο φθάσαμε εκεί. Οι λόγοι είναι πάντα εσωτερικοί, αλλά βλέπετε οι εσωτερικοί λόγοι ενός κράτους, όχι μόνο μεγάλου, ακόμη και μικρού, γίνονται πανευρωπαϊκό πρόβλημα με τεράστια ευκολία. Το ζήτημα λοιπόν του Brexit έχει τελείως διαφορετική διάσταση από ό,τι φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού. Καταρχάς, θεωρώ ότι- δυστυχώς επάνω σε ένα φόρο αίματος σήμερα αυξάνονται οι πιθανότητες να ψηφίσουν οι Βρετανοί υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί δυστυχώς πέθανε τελικά, δεν άντεξε η βουλευτής Jo Cox του Εργατικού Κόμματος που είναι το επώνυμο θύμα του βρετανικού εθνικισμού ο οποίος φάνηκε ότι μπορεί να πάρει παροξυστικές μορφές.
Το Brexit δεν έχει στην πραγματικότητα τόσο μεγάλη σημασία από πλευράς ουσίας. Η διαφορά μεταξύ in και out είναι πολύ μικρή πρακτικά, γιατί ήδη έχει πετύχει μία τέτοια βρετανική εξαίρεση η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου που σε περίπτωςη in θα είναι σε ειδική σχέση με τα πλήρη δικαιώματα ενός πλήρους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε περίπτωση out η αντίδραση θα είναι βεβαίως πολύ μεγάλη και οι επιπτώσεις τεράστιες, για λόγους πρωτίστως όμως συμβολικούς, ιδεολογικούς, επικοινωνιακούς, γιατί στην πραγματικότητα αυτό που θέλει να πετύχει το ΗΒ που είναι η αλλαγή της φιλοσοφίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το πέτυχε. Έβαλε τα άλλα 27 κράτη μέλη, τους άλλους 27 αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, ο κ. Cameron να συμφωνήσουν με νομική ισχύ στις 19 Φεβρουαρίου του 2016 ότι δεν γίνεται αποδεκτή πλέον η αντίληψη της ever closer Union, της ολοένα στενότερης Ένωσης. Είναι σαν να λέει ότι το σημείο στο οποίο φθάσαμε είναι το optimum και όχι το minimum, από το οποίο εκκινεί η επόμενη φάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Γιατί λοιπόν αυτό να μην το υιοθετήσουν οι Φινλανδοί που είναι στα πρόθυρα να επανεξετάσουν τη συμμετοχή τους στην Ευρωζώνη ή οι Δανοί οι οποίοι ήταν στο ίδιο καθεστώς εξαίρεσης ως προς την Ευρωζώνη και το Schengen; Ξέρετε ότι οι χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν υποχρέωση να ενταχθούν στην Ευρωζώνη εάν πληρούν τα κριτήρια. Δύο χώρες εξαιρούνται, παρότι πληρούν τα κριτήρια, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Δανία, που είναι και καθαροί πληρωτές και θεωρούν ότι αδικούνται στις οικονομικές δοσοληψίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης γιατί δίνουν περισσότερα από όσα τελικά παίρνουν. Μία αντίληψη που δεν την έχουμε εμείς οι οποίοι μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση νομίζοντας ότι πάντα θα παίρνουμε και ότι δεν έχουμε να δώσουμε ποτέ τίποτα, ενώ φυσικά πάντα δίνεις, δεν μπορείς να παίρνεις μόνο, πάντα δίνεις κιόλας.
Άρα, υπάρχει ένας κίνδυνος του spillover ανεξαρτήτως του εάν θα έχουμε ναι ή όχι, που ελπίζω κι εύχομαι να έχουμε μία θετική για την Ευρωπαϊκή Ένωση έκβαση του δημοψηφίσματος. Αλλά μετάφανταστείτε τί θα γίνει εάν χρειαστεί να ανοίξει για πρώτη φορά η διαπραγμάτευση αποχώρησης, η οποία θα κρατά επί χρόνια, υπονομεύοντας κάθε διαδικασία στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί η διαδικασία των άρθρων 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και 218 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ και είναι μία περιπέτεια χωρίς γνωστό περιεχόμενο και χωρίς γνωστή έκβαση.
Για να θυμηθώ και αυτά που είπε κι ο Ανδρέας Πανταζόπουλος προηγουμένως, θα γίνει την άλλη Πέμπτη, 23 του μηνός, το δημοψήφισμα. Πόσο πιθανό θεωρείτε, εάν ψηφίσουν out οι Βρετανοί, να φύγουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Παρασκευή 24 Ιουνίου το πρωί η Αυτής Μεγαλειότης, η Βασίλισσα Ελισάβετ, να συγκαλέσει τους αρχηγούς των κομμάτων και αυτοί να πουν οτι ερμηνεύουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ως μία προσπάθεια για in; Το θεωρείτε πιθανό;
[γέλια]
Δεν το θεωρείτε πιθανό γιατί οι Βρετανοί έχουν μία στοιχειώδη αίσθηση σοβαρότητος και έχουν και μία στοιχειώδη αίσθηση αυτοσαρκασμού η οποία τους αποτρέπει από το να το κάνουν αυτό. Εάν ψηφίσουν «in» θα είναι in κι εάν ψηφίσουν «out» θα είναι out. Εμείς όμως έχουμε καταφέρει το απίθανο να ψηφίσουμε «όχι», ενθουσιασμένοι γι’ αυτό, και στη συνέχεια να είναι ενθουσιασμένοι αυτοί που ψήφισαν «όχι» επειδή η κυβέρνηση εφαρμόζει την πολιτική του απόλυτου «ναι».
Αυτός είναι ο ευρωσκεπτικισμός. Προσέξτε, βεβαίως δεν πρέπει να εισχωρήσει ίχνος ευρωσκεπτικισμού, παρότι υπάρχει διάχυτος, αλλά για να το αποτρέψουμε αυτό πρέπει, όπως έχω πει, να είμαστε ευρωπαϊστές σκεπτικιστές, δεν μπορεί να είμαστε ευρωπαϊστές οι οποίοι νομίζουμε ότι όλα πηγαίνουν καλά και ότι δε συμβαίνει τίποτα και με ένα μαγικό τρόπο όλα θα λυθούν. Δε θα λυθούν ή αν λυθούν θα συγκαλυφθούν και θα συγκαλυφθούν στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο με συνέπειες και για την οικονομία και για τη δημοκρατία. Το λέω αυτό γιατί ο ευρωσκεπτικισμός απορρέει από το γεγονός ότι στη συνείδηση των πολιτών σε όλα τα κράτη μέλη, με βάση την τελευταία δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα, όλα τα κακά της μοίρας των κοινωνιών, των οικονομιών, των κρατών αποδίδονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωπαϊκή πολιτική. Αυτό συμβαίνει δυστυχώς και στην Ελλάδα κι έχουμε ευρωσκεπτικισμούς πολλών μορφών. Όπως είπαν προηγουμένως και η Λίνα Παπαδοπουλου και ο Ανδρέας Πανταζόπουλος, έχουμε και ακροδεξιούς και ριζοσπαστικούς και παλαιάς κοπής και νέας κοπής. Αλλά εδώ υπάρχει ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, έχουμε πια μία αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης επειδή το κράτος μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικότερα ως εγγυητής ασφάλειας, αλλά και γιατί το κράτος είναι πιο προσιτό πεδίο άσκησης πολιτικής. Θεωρούν πολλοί ότι δεν μπορούν να επηρεάσουν την πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι αποξενωμένοι. Επίσης, γιατί το κράτος αυτό που ήταν πάντα παραγωγός της εθνικής ταυτότητας προσφέρει σε ανασφαλείς κοινωνίες μία αίσθηση κοινοτισμού - ότι έχουμε ταυτότητα, ότι δεν είμαστε μόνοι- χωρίς σαφές περιεχόμενο. Φτάνει ο ευρωσκεπτικισμός να γίνει θεσμικός πια, δηλαδή να μετατραπεί σε κρατική ευρωσκεπτικιστική θεώρηση που αμφισβητεί τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως συμβαίνει με χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία που κατηγορούνται για προσβολή της δημοκρατίας, για παραβίαση των αξιών της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, για αμφισβήτηση των συνταγματικών δικαστηρίων, για αμφισβήτηση της ελευθερίας του τύπου.
Απέναντι σε αυτά τοποθετείται η ελληνική κοινωνία; Τοποθετείται και θα μου επιτρέψετε να πω μία φράση, η οποία ελπίζω να μην παρεξηγηθεί. Ο ευρωσκεπτικισμός, ακόμη και η ανοικτή αμφισβήτηση της Ευρώπης σε άλλες χώρες, έχει μία ευθύτητα, δηλαδή οι Βρετανοί που είναι out, είναι out. Ο ελληνικός ευρωσκεπτικισμός που απορρέει από τον επιπόλαιο ελληνικό λαϊκισμό, είναι θρασύδειλος ευρωσκεπτικισμός. Θέλουμε να παραμείνουμε στην Ευρώπη και κυρίως στο Ευρώ, γιατί θεωρούμε ότι αυτό συνιστά έναν θώρακα, διότι η έξοδος από το Ευρώ θα οδηγήσει σε θυσίες και σε πολιτικές λιτότητας πολύ αυστηρότερες, αλλά ταυτόχρονα θέλουμε να αμφισβητούμε το σύνολο των ευρωπαϊκών διαδικασιών, των ευρωπαϊκών θεσμών και των ευρωπαϊκών συσχετισμών.
Αυτό δεν μπορεί να το διαχειριστεί καμία κοινωνία και κανένα έθνος, διότι αυτό το καθοδηγεί η κυβέρνηση πλέον. Η κυβέρνηση εμφανίζεται ως ο πιστότερος εφαρμοστής των συμφωνιών με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ο βραχίονας των εταίρων και χαίρεται για τα λόγια θαυμασμού και αναγνώρισης και ταυτόχρονα υπενθυμίζει ότι εκφράζει το 60% του ελληνικού λαού που ψήφισε «όχι» στο δημοψήφισμα. Δηλαδή και το ένα και το άλλο. Αυτό δεν μπορείς να το διαχειριστείς, αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης. Αυτό καθηλώνει τη χώρα. Άρα, τί πρωτοβουλίες να πάρεις; Λέω εγώ ότι χρειάζονται μεγάλες πρωτοβουλίες, πρωτοβουλίες επιθετικές. Η άλλη λύση είναι οι μικρές πρωτοβουλίες, αυτό που γίνεται καθημερινά. Οι αμυντικές πρωτοβουλίες.
Προσέξτε δύο φράσεις. Λέει ο κ. Juncker, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, άμα γίνει τώρα διακυβερνητική διάσκεψη ενδεχομένως οδηγούμεθα στην καταστροφή. Λέει ο κ. Tusk, του οποίου η χώρα προέλευσης κατηγορείται για παραβίαση των ευρωπαϊκών αξιών τώρα, ότι αν ψηφίσουν οι Βρετανοί έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση φθάνουμε όχι στο τέλος της Ευρώπης, αλλά στο τέλος του δυτικού πολιτισμού, και το λέει αυτό ως ιστορικός, όχι ως Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, και ως άνθρωπος που βίωσε την πορεία της Πολωνίας από τον υπαρκτό σοσιαλισμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Φαντασθείτε τώρα ότι το πιο απλό, το να πεις ότι θα κάνω μία διακυβερνητική διάσκεψη να συζητήσω τα θέματα, μπορεί να οδηγήσει σε μία έκρηξη προβλημάτων σαν αυτών που βλέπουμε τώρα σε σχέση με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, με τη λεγόμενη Πανορθόδοξο. Βεβαίως έχουμε υπόψη ότι πολύ μικρότερες πρωτοβουλίες κατέρρευσαν για λόγους εθνικούς και συγκυριακούς. Πού κατέρρευσε το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα; Σε ένα δημοψήφισμα στη Γαλλία και σε ένα δημοψήφισμα στην Ολλανδία. Για ποιους ευρωπαϊκούς λόγους ακριβώς; Για αμιγώς εθνικούς λόγους, εσωτερικούς, και ίσως όχι πολύ υψηλούς, ιδίως στη Γαλλία. Στην Ιρλανδία τα δημοψηφίσματα με τί συνδέονται; Συνδέονται με την καθολική ηθικολογία της κοινωνίας, με τις εκτρώσεις. Αν και το καταπληκτικότερο παράδειγμα σε επίπεδο Συμβουλίου της Ευρώπης είναι η μικρή Ανδόρα, η οποία επειδή έχει επικυρίαρχο τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας και τον Επίσκοπο της Βαρκελώνης, δεν ψηφίζει την αναγνώριση του δικαιώματος στις εκτρώσεις, αλλά το ασφαλιστικό της σύστημα πληρώνει τα έξοδα, αυτή να διενεργηθεί σε άλλο κράτος. Αυτά είναι τα προβλήματα που έχουμε.
Τα δημοψηφίσματα είναι λοιπόν μία απειλή, διότι ό,τι και να κάνεις τώρα, ό,τι και να αλλάξεις, ακόμη και δευτερεύουσες ρυθμίσεις, πρέπει να κυρωθεί και να επικυρωθεί κατά τις συνταγματικές διαδικασίες των κρατών μελών. Συνταγματική διαδικασία των κρατών μελών είναι σε πολλές περιπτώσεις δημοψήφισμα και σε πάρα πολλές έλεγχος από τα συνταγματικά δικαστήρια.
Υπάρχει μία normativité, μία normativity, μία κανονιστική, ας το πούμε έτσι, εμμονή, είναι όλα αυτά ένα ευρωπαικό κράτος δικαίου το οποίο λειτουργεί άψογα και η προτεσταντική ηθική έχει επιβληθεί πλήρως κι εμείς είμαστε αποκλίνουσα περίπτωση λόγω ορθόδοξου πολιτιστικού υποβάθρου και δεν μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί κάποιοι πιστεύουν ότι υπάρχουν κανόνες σιδηροί και απαραβίαστοι; Δεν υπάρχουν αυτά. Καταρχάς, όπως ξέρετε, δεν υπάρχει σκάνδαλο στην Ελλάδα, σκάνδαλο στον κόσμο, στο οποίο να μην εμπλέκεται μία γερμανική παράμετρος, δεν είναι τυχαίο αυτό. Επίσης, δεν υπάρχει καμία αντίθεση με αυτά που συμβαίνουν στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το έφερε στην Ευρώπη η Γερμανία, δεν το έφερε η Ελλάδα, και το έφερε για να δείξει τη δυσαρέσκειά της και την έλλειψη εμπιστοσύνης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επειδή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ούτε προέβλεψε ούτε ανέκοψε με χειρισμούς την κρίση, ούτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τώρα, έχει ενσωματωθεί θεσμικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην Ευρωζώνη, διότι αυτό προβλέπεται πλέον ρητά στους κανονισμούς λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, του ESM.
Πράγματι μπορεί να υπάρξουν κύκλοι διευρυμένης συνεργασίας και να ληφθούν μεγάλες πρωτοβουλίες, αλλά οι μεγάλες πρωτοβουλίες τώρα δεν μπορούν να παραγνωρίζουν ότι έχουμε 19 κράτη με κοινό νόμισμα. Άρα, οι χώρες αυτές θα πάνε μαζί, γιατί αλλιώς θα έχουμε πολύ σοβαρό πρόβλημα αποχώρησης από νομισματική ζώνη που είναι άλλη περίπτωση. Όχι ότι δεν έχουν διαλυθεί ιστορικά νομισματικές ενώσεις, έχουν διαλυθεί, αλλά εάν πρόκειται να επαναλάβουμε τα πειράματα διάλυσης νομισματικών ζωνών, όπως έγινε για παράδειγμα με τη Λατινική Ένωση στην οποία μετείχε και η Ελλάδα στο παρελθόν, θα είναι σαν να μην έχουμε διδαχθεί τίποτα από την ευρωπαϊκή ιστορία.
Σκεφθείτε τώρα σε ποια φάση βρισκόμαστε –και κλείνω σιγά-σιγά: επικείμενες αμερικανικές εκλογές.Ανοίγει η πιθανότητα ενός νέου αμερικανικού απομονωτισμού. Πολύ κακό νέο για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, διότι, όπως υποστηρίζω εδώ και πολλά χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι αφανές μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επηρεάζουν όλες τις διεργασίες. Η ευρωπαϊκή ήπειρος δεν επηρεάζει την εσωτερική σκηνή την αμερικανική, αυτό είναι μία θεμελιώδης ανισότητα που επηρεάζει και τη διαπραγμάτευση για την εμπορική συμφωνία και τη συμφωνία επενδύσεων, για το TTIP δηλαδή.
Δείτε τώρα το μεγάλο θέμα, για να έρθω και στην αρχική παρατήρηση του Σάκη Μουμτζή, στο δράμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, και στο ερώτημα αν μπορεί να έχει λύση. Κατά τη γνώμη μου πολύ δύσκολο. Γιατί είναι πολύ δύσκολο; Γιατί στην Ευρώπη θεσμικά πλέον είναι αδύνατο να παραχθεί σοβαρή πολιτική, εναλλακτική πολιτική, γιατί διακλαδώνονται έτσι και συμπλέκονται οι 28 εκλογικοί κύκλοι στις χώρες μέλη, που δεν μπορείς να έχεις καθαρή γραμμή ποτέ. Δεν μπορείς να έχεις καθαρή γραμμή προοδευτική ή συντηρητική, δεν μπορείς να έχεις καθαρή γραμμή της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, είσαι καταδικασμένος σε έναν διαρκή κυλιόμενο συνασπισμό, σε έναν διαρκή συμβιβασμό και ο διαρκής συμβιβασμός πάντα εξελίσσεται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Άρα, πού θα κερδίσει η σοσιαλδημοκρατία και πού θα χάσει; Δεν μπορείς να ξέρεις. Στη Γερμανία οδεύουν με ριζική αμφισβήτηση της κυρίας Merkel από ευρωσκεπτικιστική και εθνικιστική σκοπιά και άλλαξε η γραμμή για το προσφυγικό, ριζικά. Στο Ηνωμένο Βασίλειο θα δούμε αν θα κερδίσει ή θα χάσει το στοίχημα ο D.Cameron, πάντως θα πυροδοτηθούν εξελίξεις οι οποίες δε θα αφορούν μόνον τη σχέση Εργατικού και Συντηρητικού κόμματος, αλλά τη συνοχή του Ηνωμένου Βασιλείου, το τί θα κάνει η Σκωτία. Στην Ιταλία θα δούμε πώς θα εξελιχθεί η υπόθεση με το δημοψήφισμα που έχει σηκώσει ως σημαία ο κ. Renzi μετά τις δημοτικές εκλογές, θα δούμε τί θα γίνει και στο Δήμο της Ρώμης. Στην Ισπανία πηγαίνουν σε νέες εκλογές. Ποια κυβέρνηση θα προκύψει; Είδαμε και την κυβέρνηση που προέκυψε στην Πορτογαλία πώς έχει αλλάξει τους συσχετισμούς στην Ευρώπη μαζί με τον κ. Τσίπρα. Δεν θεωρώ οτι ο κ. Costa και ο κ. Τσίπρας θα αλλάξουν τους πανευρωπαϊκούς συσχετισμούς. Στη Γαλλία έχουμε βαθιά κρίση νομιμοποίησης του Προέδρου Hollande και το ζήτημα είναι πώς θα αποτραπεί η εκλογή της κ. Le Pen.
Άρα, ναι, τα κράτη θα πάρουν την πρωτοβουλία, πρωτίστως τα μεγάλα κράτη, αλλά ποια πρωτοβουλία και με ποιο πανευρωπαϊκό συσχετισμό. Αυτά δεν μπορούμε να τα συζητήσουμε έτσι . Μπορούμε να τα συζητήσουμε μόνο σε μία νέα μεγάλη, διακρατική, δηλαδή διακυβερνητική διαπραγμάτευση. Μέσα σε όλα αυτά , τί λέτε, μικραίνει ή μεγαλώνει η σημασία του ελληνικού προβλήματος; Νομίζω θα σοκαριστούμε πάρα πολύ όταν συνειδητοποιήσουμε ότι έχει μικρύνει η σημασία του ελληνικού προβλήματος, γιατί το μεγάλο πρόβλημα είναι και θώρακας.
Το 2010 υπήρξε σύγκρουση σχολών σκέψης, υπήρχαν κάποιοι που ήθελαν να μας διώξουν; Δεν υπήρχαν. Αν υπήρχε τέτοια σύγκρουση ανοικτή θα είχε καταστραφεί η Ευρωζώνη και εμείς θα είχαμε οδηγηθεί στην πτώχευση. Ήθελαν να μας θέσουν προ του διλήμματος, «εάν μείνετε θα υπάρχουν τεράστιες δυσκολίες με πολιτικό κόστος, με εσωτερική υποτίμηση, με κοινωνική δυσαρέσκεια, εάν φύγετε μπορείτε να πάρετε πρωτοβουλίες ονομαστικής ψευδαίσθησης, μπορείτε να λέτε στον κόσμο σας ότι ζει την αυταπάτη των ακέραιων μισθών και συντάξεων χωρίς περικοπές, ονομαστικά, χωρίς όμως αγοραστική δύναμη σε πραγματική αξία. Μπορείτε να ζήσετε την περιπέτεια της πληθωριστικής δραχμής, μπορείτε να ζήσετε την περιπέτεια των πληθωριστικών τιμών, μπορείτε να νομίζετε ότι δεν έχετε χάσει τίποτα και να έχετε χάσει τετραπλάσια απ’ ό,τι θα χάσετε με την εσωτερική υποτίμηση, θα καταστραφείτε ως κοινωνία και ως πολίτες αλλά μακροοικονομικά, μετά, θα έχετε μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης, τριτοκοσμικούς». Αλλά την επιλογή ήθελαν να την κάνουμε εμείς ως μία εθελοντική επιλογή, δεν είχαν δίλημμα μεταξύ τους, ήθελαν να θέσουν σε εμάς με καθαρούς όρους το δίλημμα ως δικό μας δίλημμα, και υπό την έννοια αυτή, βεβαίως, είχαμε την κυριαρχία του διλήμματος και την κυριαρχία της απάντησης.
Υπήρχε άλλη λύση; Βεβαίως, θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε να κάνουμε την προσαρμογή όχι σε δύο χρόνια όπως ήταν στην αρχή, όχι σε έξι χρόνια όπως έγινε μετά, να κάνουμε την προσαρμογή σε 20 χρόνια και να παράγουμε στο μεταξύ πρωτογενές έλλειμμα και να διογκώνουμε το χρέος και να κάνουμε τις μεταρρυθμίσεις για να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητά μας και να πρέπει να μας δώσουν πολλαπλάσιο δάνειο, γιατί θα έπρεπε να χρηματοδοτούν και το ετήσιο έλλειμμα και την ετήσια διόγκωση του χρέους. Εμείς θα θέλαμε να εφαρμόζουμε στην Ελλάδα πολιτικές ηπιότερες κοινωνικά απ’ ό,τι εφαρμόζουν οι δανειστές μας στους λαούς τους. Γιατί σας θυμίζω ότι και στο πρώτο πρόγραμμα και στο δεύτερο εν μέρει, δανειστές μας είναι η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Κύπρος. Η Μάλτα είναι ο μεγαλύτερος δανειστής μας ως ποσοστό του ΑΕΠ, μικρό απόλυτο νούμερο, αλλά μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ για τη Μάλτα. Το ποσοστό του ΑΕΠ της Γερμανίας στη βοήθεια προς την Ελλάδα είναι το μικρότερο λόγω του όγκου του ΑΕΠ,. Αρα θα μπορούσαμε να είχαμε μία εναλλακτική λύση, αλλά δείτε πόσο δύσκολη ήταν αυτή η εναλλακτική λύση.
Χθες είχαμε την ενδιάμεση έκθεση του Διοικητή της Τράπεζα της Ελλάδος, ο οποίος τί μας λέει, για να έχουμε συνείδηση του πού είμαστε; Μας λέει, το 2015 γυρίσαμε ξανά στην ύφεση, ενώ είχαμε θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Το 2016 θα παραμείνουμε σε ύφεση. Δεν έχει γίνει ως τώρα καμία σοβαρή νέα παρέμβαση στο χρέος, δηλαδή δεν εφαρμόσθηκαν οι υποσχέσεις του 2012 για πρόσθετη παρέμβαση, διότι χάθηκε το πρωτογενές πλεόνασμα. Και, βεβαίως, λέει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δε χρειάζεται να είναι 3,5%, μπορεί να είναι 2%. Μα αυτά τα έχουμε πει εμείς, ξέρετε από πότε; Από το 2013 όταν αποκτήσαμε πρωτογενές πλεόνασμα, διότι εμείς συμφωνήσαμε σε ένα υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα για να πάρουμε το κούρεμα του χρέους το 2012 ξέροντας ότι το κούρεμα αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι όλοι νομίζουν, γι’ αυτό τώρα όλοι λένε ότι, ξέρετε, σε πραγματικούς όρους, σε πραγματική αξία, σε παρούσα αξία, το ελληνικό χρέος είναι πολύ μικρότερο και μέχρι το 2022, από το 2012, δέκα χρόνια, τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά, το κόστος εξυπηρέτησης εντυπωσιακά χαμηλό. Είχαμε μπροστά μας δέκα χρόνια για να κάνουμε την προσθήκη και τώρα που θα την ολοκληρώναμε, το 2015, η ελληνική κοινωνία θέλησε να δοκιμάσει μία άλλη εμπειρία.
Όπως λέει ο Αρκάς στο σκίτσο του με την κυρία «Είμαι πάρα πολύ θυμωμένη, αγανακτισμένη. Θα τους ψηφίσω μια-δύο φορές ακόμη και μετά όχι άλλο». Διότι, πράγματι, καλλιεργείται τώρα η πεποίθηση ότι, «εντάξει, και τί θέλετε; Είχαμε αυταπάτες, είπαμε ψέματα, δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν αυτά, ήταν άκρως επικίνδυνα, θα καταστρέφαμε τη χώρα. Θέλατε να την καταστρέψουμε; Θα χαιρόσασταν να έχουμε καταστρέψει τη χώρα επειδή οι υποσχέσεις μας οδηγούσαν σε καταστροφή; Δε θέλετε να μας ευχαριστήσετε που δεν εφαρμόσαμε αυτά που λέγαμε και αποφύγαμε την εθνική καταστροφή; Εν πάση περιπτώσει, τώρα είμαστε ευρωπαϊστές αποτελεσματικοί, περνάμε ό,τι θέλουμε από τη Βουλή, από την κοινωνία, δεν υπάρχουν αντιδράσεις. Βεβαίως οδηγήσαμε τη χώρα πίσω, στο τρίτο Μνημόνιο, στο τέταρτο Μνημόνιο, αλλά το εφαρμόζουμε τώρα πιστά, χωρίς αμφιθυμίες, χωρίς αμφιταλαντεύσεις. Τί έχετε να μας πείτε και ποια είναι η εναλλακτική πρόταση;»
Η εναλλακτική πρόταση, λοιπόν, λέει πάρα πολύ απλά ότι το πρόβλημα της χώρας είναι δευτερογενώς οικονομικό και πρωτευόντως κοινωνικό και πολιτικό. Εάν δεν αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα πράγματα και σκέπτεται και αντιδρά η ελληνική κοινωνία, δε θα αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί. Αν δεν αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί κατά τρόπο ριζικό, ώστε να οδηγηθούμε σε ένα διαφορετικό τρόπο άσκησης εξουσίας, κι αν παραμείνουμε στην παρούσα Βουλή, στην παρούσα κυβέρνηση, στην παρούσα κατάσταση, όπως έχω πει και βλέπω ότι έχει υιοθετηθεί κι αυτό ευρύτερα, η μοίρα μας είναι η στασιμοχρεοκοπία εντός Ευρώ.
Δεν είναι αυτή η μοίρα του τόπου γιατί ο τόπος έχει δυνατότητες, γιατί υπάρχει ένα αναπτυξιακό δυναμικό, γιατί υπάρχουν δημιουργικές δυνάμεις οι οποίες πρέπει να συσπειρωθούν, να οργανωθούν, να εκδηλωθούν. Αυτό χρειάζεται όμως αποφασιστικότητα, δεν μπορείς με αμφιθυμίες, δεν μπορείς με την ψευδαίσθηση των ίσων αποστάσεων απέναντι σε δύο μοντέλα εθνικής στρατηγικής να κινηθείς. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα για τις προοδευτικές δυνάμεις, για την προοδευτική σκέψη, όχι μόνο στην Ελλάδα, σε όλη την Ευρώπη, σε όλον τον κόσμο, και σε αυτά χρειάζονται απαντήσεις οι οποίες να έχουν νόημα και περιεχόμενο. Δεν τα αντιμετωπίζεις αυτά με ψιλοδιευθετήσεις, με μικρή κλίμακα, γιατί εδώ θέλουν να μας οδηγήσουν πάρα πολλοί παράγοντες, στις χαμηλές προσδοκίες, σε μία κοινωνία χαμηλών προσδοκιών. Εάν ηττηθεί η κοινωνία, εάν συμβιβασθεί με τις χαμηλές προσδοκίες, δεν έχει καμία πιθανότητα να αναταχθεί. Αυτό, λοιπόν, είναι ένα στοίχημα εθνικό και είναι και ένα στοίχημα του προοδευτικού μεσαίου χώρου που πρέπει να νιώσει ότι έχει μία ευθύνη ξανά για την πορεία του τόπου. Σας ευχαριστώ πολύ.
http://www.evenizelos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου