Του Κώστα Δουζίνα*
«Ο διανοούμενος ως ειδικός πρέπει να μοιάζει ουδέτερος προμηθευτής αντικειμενικής γνώσης… Σε στιγμές κρίσης η μάσκα της ουδετερότητας πέφτει και η ηθική και πολιτική ευθύνη βγαίνει στην επιφάνεια»
Δεν περνάει μέρα χωρίς κάποιος σχολιαστής να κατηγορεί τους διανοούμενους για σιωπή. H κατηγορία είναι λαθεμένη. Αυτοί που τα καθεστωτικά ΜΜΕ ονομάζουν «διανοούμενους» είναι λαλίστατοι. Και ανακυκλούμενοι ως 32, 58, 1.000 και διάφοροι άλλοι ενδιάμεσοι συνδυασμοί. Η σιωπή των υπόλοιπων στη μέση της κοινωνικής και ανθρωπιστικής καταστροφής είναι
εκκωφαντική. Θυμίζει τη σιωπή των αμνών.
Το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν η σιωπή αλλά οι διανοούμενοι. Ποιοι είναι οι διανοούμενοι σήμερα, ποιος ο ρόλος και η ευθύνη τους; Ποια είναι η σημασία της φιλοσοφίας ή της θεωρίας, των όπλων της διανόησης;
Τον 19ο αιώνα
Θα αρχίσουμε με μια σύντομη ιστορία σήμερα και θα γυρίσουμε στην Ελλάδα στο επόμενο. Η λέξη «διανοούμενος» χρησιμοποιήθηκε τον 19ο αιώνα στη Γαλλία, στο πλαίσιο της υπόθεσης Ντρέιφους. Ο Αλφρέντ Ντρέιφους, ένας Γαλλοεβραίος αξιωματικός του στρατού, είχε κατηγορηθεί για κατασκοπία υπέρ των Γερμανών από αντισημιτικούς εθνικιστικούς κύκλους. Οι πολέμιοι του Ντρέιφους δημιούργησαν τον όρο «CLASSE intellectuel» για να στιγματίσουν τους υποστηρικτές του ως παρακμιακούς, αντιεθνικιστές και Εβραίους. Ο Εμίλ Ζολά (που έγραψε το περίφημο «Κατηγορώ») και ο Ζιλιέν Μπεντά (μετέπειτα συγγραφέας τού «Trahison des Clercs» – «Η Προδοσία των Γραφιάδων»), υπερασπιστές του Ντρέιφους, με μια επιδέξια αντιστροφή υιοθέτησαν τον όρο «διανοούμενος» για τη δική τους υπόθεση, δημιουργώντας έτσι μια νέα μαχητική ταυτότητα. Στα αγγλικά ο όρος εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1914, σε εισαγωγικά, έχοντας εισαχθεί από τον κύκλο του Ρομέν Ρολάν, τους ειρηνιστές και τους Γάλλους αντίπαλους του πολέμου. Η αντιπολεμική στάση του Μπέρτραντ Ράσελ χαρακτηρίστηκε «intellectual» και προσδιόρισε το νόημα της λέξης. Μετά τον πόλεμο και τη Ρωσική Επανάσταση, ο όρος γενικεύθηκε και αντικατέστησε το παλιότερο «άνθρωπος των γραμμάτων» (man of letters).
Η Αγγλία προσπάθησε όμως να κρατήσει μακριά από τις ακτές της τις ιδέες και τις μόδες του Παρισιού, με τον ίδιο τρόπο που έβαζε σε καραντίνα τα ζώα για να εμποδίσει την εισαγωγή της λύσσας στο νησί. «Η λέξη “διανοούμενος” δεν έρχεται εύκολα στα χείλη», γράφει ο Στιβ Κόνορ, καθηγητής Πολιτισμικής Θεωρίας στο Κέιμπριτζ. Η «ιδέα του δημόσιου διανοούμενου είναι θλιβερή, κακή, ανόητη». Οταν ιδρύσαμε το 2004 το Ινστιτούτο για Ανθρωπιστικές Μελέτες στο Κολέγιο Μπέρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, δηλώνοντας ότι στόχος του είναι να αναβαθμίσει τον ρόλο του δημόσιου διανοούμενου, άρθρο της εφημερίδας Observer έγραψε: «Μα τι έχουν κάνει ποτέ για τον κόσμο οι διανοούμενοι;». Αντιστρέφοντας το αρχικό νόημα του όρου, το άρθρο κατηγορούσε τους ομιλητές σειράς διαλέξεων αφιερωμένων στον Ντεριντά (Μπαντιού, Μπαλιμπάρ, Κορνέλ, Δουζίνας, Χίλις-Μίλερ, Νανσί, Ρανσιέρ, Σπίβακ, Ζίζεκ) για μια σύγχρονη «προδοσία των γραφιάδων». Είναι μια κακόφωνη κατηγορία που συνηθίσαμε στην Ελλάδα.
Στο ίδιο κλίμα ο Ρίτσαρντ Πόσνερ, ένας Αμερικανός νεοφιλελεύθερος νομικός, υποστηρίζει στο βιβλίο του «“Δημόσιοι διανοούμενοι”: Σπουδή στην παρακμή» ότι οι σύγχρονοι διανοούμενοι εξειδικεύονται όλο και περισσότερο σε συγκεκριμένα πεδία, ενώ την ίδια στιγμή τα αδηφάγα ΜΜΕ έχουν ακόρεστη επιθυμία για «ομιλούσες κεφαλές». Καλούνται λοιπόν οι διανοούμενοι να σχολιάζουν πράγματα κάθε λογής, για τα οποία γνωρίζουν ελάχιστα. Οταν μιλούν για ζητήματα έξω από την ειδικότητά τους, γίνονται «ψευδοπροφήτες». Εδώ ο Πόσνερ συναντά τους διάφορους σχολιαστές και κήνσορες της Ελλάδας, αυτούς που κατηγορούν οποιονδήποτε βρεθεί απέναντι στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία για «εξτρεμισμό».
Οι τεχνοκράτες
Τι κρύβεται πίσω από τη μεταμόρφωση των διανοούμενων σε «ψευδοπροφήτες» ή καθ’ ημάς σε ύποπτους τρομοκρατίας; Ο θάνατος του δημόσιου διανοούμενου συμπίπτει με την ανέλιξη του τεχνοκράτη. Οι πιο γνωστοί διανοούμενοι, ο Ράσελ, ο Σαρτρ, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Σαΐντ ή ο Ντεριντά, αγωνίζονταν για την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισότητα, αντιστάθηκαν στον ρατσισμό και την αποικιοκρατία, εναντιώθηκαν στον πόλεμο. Το ίδιο ισχύει και για τους Ελληνες διανοούμενους, ανθρώπους όπως ο Βάρναλης, ο Σεφέρης, ο Μάνεσης, ο Καστοριάδης, ο Πουλαντζάς, ο Θεοδωράκης ή ο Σβορώνος. Οι διανοούμενοι ήταν συνήθως φιλόσοφοι, λογοτέχνες ή καλλιτέχνες με μεγάλη δημόσια αναγνώριση. Εκπροσωπούσαν τον «ριζικό διαφωτισμό», μιλώντας εν μέρει ως ειδικοί αλλά κυρίως ως αντιπρόσωποι της δικαιοσύνης και της αλήθειας. Η γνώση και η αλήθεια, υποστηρίζουν, δεν είναι «αντικειμενικές» αλλά πεδία μάχης στα οποία μπαίνουμε οπλισμένοι με ηθικές αρχές, ιστορική συνείδηση και πολιτικές αξίες. Ο δημόσιος διανοούμενος δεν πουλάει την ειδίκευσή του και δεν δίνει ουδέτερες συμβουλές. Οι ηθικές και πολιτικές του αρχές τον βοηθούν να κρίνει, να καταδικάζει και να αντιστέκεται στις υποδείξεις της εξουσίας και τις κοινοτοπίες της «κοινής γνώμης». Η αλήθεια και η οικουμενικότητα δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, είναι στρατηγικές για τη ριζική της αλλαγή.
Η ηθική και η πολιτική ευθύνη των μεγάλων διανοούμενων βασίζονται στην παρρησία τους. Πρόγονός τους είναι ο Σωκράτης με την ανδρεία του και την επίμονη κριτική στη δόξα, την ορθοδοξία. «Το θάρρος δεν απαιτεί τη γνώση κάποιων πραγμάτων», λέει ο στρατηγός Νικίας στον διάλογο «Λάχης ή περί ανδρείας», «αλλά είναι ένα είδος γνώσης αυτού που πρέπει να φοβάσαι ή να τολμάς, στον πόλεμο ή οπουδήποτε αλλού»1. Αυτό το θάρρος επεδείκνυε ο Σωκράτης σ’ όλη του τη ζωή.
Ηθική γνώση
Η ανδρεία δεν χρειάζεται εμπειρική γνώση, αλλά την ηθική γνώση του εαυτού, του αγαθού και του ωραίου. Η παρρησία την αποκαλύπτει και την καλλιεργεί. Ακόμα και σήμερα, η γνώση που εγκρίνεται από την εξουσία ονομάζεται θεολογία ή νομική, όχι φιλοσοφία, δογματική, όχι αλήθεια. Ο παρρησιαστής δεν γεννιέται ούτε γίνεται μέσω της διανοητικής του ικανότητας, αλλά μέσα από την αρμονία λόγου και βίου. Η ανδρεία και η παρρησία ήταν αρχικά τα συστατικά στοιχεία του φιλοσόφου, σήμερα του δημόσιου διανοούμενου.
Ο Νόαμ Τσόμσκι είναι ο πιο γνωστός σύγχρονος παρρησιαστής. Το 1967, στο γνωστότερο ίσως δοκίμιό του, «Η ευθύνη των διανοούμενων», ο Τσόμσκι έγραφε: «ΕΙΝΑΙ ΕΥΘΥΝΗ των διανοούμενων να λένε την αλήθεια και να αποκαλύπτουν το ψέμα. Αυτό μπορεί τουλάχιστον να φαίνεται αρκετά κοινότοπο ώστε να προσπεραστεί χωρίς σχόλια. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Για τον σύγχρονο διανοούμενο, αυτό δεν είναι καθόλου προφανές». Ο Τσόμσκι έγραφε την εποχή που κορυφώνονταν τα κινήματα κατά των φυλετικών διακρίσεων και ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Η εξουσία λέει ψέματα, τονίζει. Ο ρόλος του διανοούμενου επομένως είναι να τα αποκαλύψει και να τα απομυθοποιήσει. Η δουλειά των διανοούμενων είναι «να λένε την αλήθεια στην εξουσία».
Ομως, ο ηρωικός αυτός διανοούμενος διασπάστηκε σε δεκάδες κλάδους και ειδικότητες και πιθανότατα πέθανε τη δεκαετία του 1990. Οι άνθρωποι που αποκαλούνται σήμερα διανοούμενοι είναι σχεδόν αποκλειστικά πανεπιστημιακοί. Αλλά το πανεπιστήμιο δεν οδηγεί πια στη σκέψη και την κριτική. Τα μεγάλα γνωσιακά πεδία της φιλοσοφίας, της ιστορίας, της φιλολογίας, του δικαίου έχουν διαχυθεί σε χιλιάδες κλάδους και υπο-κλάδους. Η πανεπιστημιακή ζωή έγινε μοναχική, διανοητικά απομονωμένη, υπό αυστηρό έλεγχο και αξιολόγηση για να συμμορφώνεται με χρηματοδοτικές προτεραιότητες και ιδεολογικές απαιτήσεις. Η ιδέα του «αναγεννησιακού» ανθρώπου, με εγκυκλοπαιδική γνώση, πολιτικό όραμα, ηθική ακεραιότητα και αισθητική οξυδέρκεια σταδιακά χάνεται.
Η εξειδίκευση και ο επαγγελματισμός συνέπεσαν με την ανάδυση της «μεταπολιτικής συνθήκης», την ολομέτωπη επίθεση ενάντια στη δημοκρατία ως πολιτειακό σύστημα και τρόπο ζωής. Η περίφημη «Τριμερής Επιτροπή» δημοσιοποίησε πρώτη το μίσος κατά της δημοκρατίας στη δεκαετία του ’60. Σύμφωνα με τον ηγέτη της Σάμιουελ Χάντινγκτον, οι «διανοούμενοι των αξιών» αποτελούν το μεγάλο πρόβλημα της δημοκρατίας. Αμφισβητούν την ηγεσία και την εξουσία, καλλιεργούν μια «αγωνιστική κουλτούρα», πιέζουν για συνεχή επέκταση και βάθεμα της δημοκρατίας και αντιτίθενται στον πραγματισμό των εξπέρ και των «κοινωνικών πολιτικών». Ετσι οι διανοούμενοι χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες. Από τη μια, οι λίγοι διανοούμενοι παλιάς κοπής στρατευμένοι στην ηθική κρίση και πολιτική δράση. Από την άλλη, όσοι έχουν συγκεκριμένη ειδίκευση και προσφέρουν τεχνικές συμβουλές στην εξουσία. Οι πρώτοι είναι οι «ψευδοπροφήτες», οι «διανοούμενοι των αξιών», που δεν είναι επαρκώς εξειδικευμένοι και διακατέχονται από ριζοσπαστικές αυταπάτες. Οι επιθέσεις στην ακεραιότητα και τα κίνητρά τους, η χλεύη και οι προσβολές είναι ανελέητες και φτάνουν στα όρια του παροξυσμού όταν απειλείται η κυρίαρχη ιδεολογία. Πριν από τις εκλογές του Ιουνίου 2012, όλοι οι μεγάλοι διανοούμενοι του κόσμου υπέγραψαν δήλωση υποστήριξης της ελληνικής Αριστεράς. Ποια είναι η απάντηση των καθεστωτικών; Ο Ζίζεκ είναι «σταλινικός», ο Νέγκρι «τρομοκράτης». Η γελοιότητα των επιθέσεων αποκαλύπτει τον φόβο της εξουσίας για τη δύναμη της σκέψης. Εκατομμύρια νέων σ’ όλο τον κόσμο διαβάζουν και χρησιμοποιούν το έργο τους. Αυτό πράγματι τρομοκρατεί την εξουσία.
Οι διανοούμενοι λοιπόν πρέπει να προσφέρουν συμβουλές στην κυβέρνηση μόνο και περιστασιακά να σχολιάζουν στα ΜΜΕ. Εξασκούν αυτό που ο Λακάν ονόμασε «λόγο του πανεπιστημίου»: είναι φερέφωνα της πραγματικότητας, φύλακες της «αντικειμενικής» αλήθειας. Αν αυτή εκφέρεται από τους ειδικούς δεν μπορεί να υπάρχει αντίλογος. Τα πολύπλοκα κοινωνικά προβλήματα μπορούν να λυθούν, αρκεί να ακολουθηθεί η «αντικειμενική» επιστημονική γνώμη. Αν οι ειδικοί ξέρουν τη «σωστή» απάντηση δεν υπάρχει λόγος να γίνεται δημόσιος διάλογος ή να υπάρχουν δημοκρατικές διαδικασίες. Ετσι ακριβώς υποστηρίζουν οι κατεστημένοι οικονομολόγοι τις κοινότοπες και λαθεμένες απόψεις τους. «Ποιον θα πιστέψεις, τα μάτια σου ή εμένα;», επαναλαμβάνουν ο Στουρνάρας, ο Ολι Ρεν και το ΔΝΤ, μιμούμενοι τον Γκράουτσο Μαρξ.
Εποχή του λογιστή
Ζούμε στην εποχή του λογιστή, όχι του παρρησιαστή. Ετσι, η ευθύνη του διανοούμενου/πανεπιστημιακού έχει αντιστραφεί. Αντί να αγωνίζεται για τη δικαιοσύνη και να λέει την αλήθεια στην εξουσία, έχει γίνει «εργαλείο» της κυβέρνησης. Οπως έλεγε ο Τσόμσκι, οι διανοούμενοι έχουν «επισήμως την ευθύνη να υπηρετούν την κατεστημένη δομή εξουσίας». Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για εκείνους «που έχουν ήδη αποκτήσει εξουσία και πλούτο, ή που διαισθάνονται ότι μπορούν να τα αποκτήσουν αρκεί να “αποδεχτούν την κοινωνία” όπως είναι και να προάγουν τις αξίες που “τιμά” αυτή η κοινωνία».
Ο διανοούμενος λοιπόν με λίγες εξαιρέσεις δεν ανταποκρίνεται πια στην ηρωική μορφή ενός Ράσελ, ενός Σαρτρ ή Τσόμσκι. Ως ειδικός, είτε πληρώνεται από το κράτος είτε όχι, πρέπει να απέχει από ηθικές αρχές και πολιτικές δεσμεύσεις και να παρουσιάζεται ως ουδέτερος προμηθευτής αντικειμενικής γνώσης. Η σιωπή τους είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Ταυτόχρονα, η ονομασία «διανοούμενος» εξακολουθεί να έχει συμβολικό κεφάλαιο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί, πίσω από το λούστρο της ειδικευμένης γνώσης, για να μεταφέρει άμεσα ή έμμεσα αξιώσεις κανονιστικότητας. Σε στιγμές κρίσης όμως η μάσκα της ουδετερότητας πέφτει και η ηθική και πολιτική ευθύνη βγαίνει στην επιφάνεια. Αλλά σ’ αυτό θα επανέλθουμε σε επόμενο.
http://eleutheriellada.wordpress.com/