Βιώνουμε μια προεπαναστατική περίοδο: η δομική συστημική κρίση βαθαίνει μέσα από τη σύμπτωση της αποχαλίνωσης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και της αποεμπορευματοποίησης προϊόντων και υπηρεσιών με την ιστορικά επαναλαμβανόμενη κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, συντελούμενη και συντονιζόμενη όμως σε διεθνές επίπεδο.
Την ίδια στιγμή ωριμάζουν οι τεχνολογικές και κοινωνικοοικονομικές (αντικειμενικές) συνθήκες για τη σοσιαλιστική μετεξέλιξη, σε τοπικό και διεθνές πλαίσιο. Όπως όμως γνωρίζουμε, η ωρίμανση των καπιταλιστικών αδιεξόδων δεν
οδηγεί από μόνη της στην προοδευτική κοινωνική αλλαγή.
Για του λόγου το αληθές, γνήσιο τέκνο της ιστορικής συγκυρίας και του καπιταλιστικού κυνισμού είναι η νεοφιλελεύθερη αυτοκαταστροφική μανία. Μάλιστα η «οικονομική βιαιότητα» των νεοφιλελεύθερων συναντιέται και συνεργάζεται με την κοινωνική βιαιότητα της άκρας δεξιάς και των νεοφασιστών – η αλλαγή ηγεσίας στη Νέα Δημοκρατία συγχρονίζεται με την εμπειρία των νέων «φιλελεύθερων» πολιτικών φορέων στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Ενδεικτική είναι η μετάλλαξη του κου Ανδριανόπουλου από πρωθιέρεια του νεοφιλελευθερισμού σε μέγιστο κήρυκα προσφυγομαχο (βλέπε http://sosialistiki-prooptiki.gr/390-politiki-ekfrash-kapitalistikis-varvarotitas).
Ο Νεοφιλελεύθερος δεν είναι ούτε άσκοπος, ούτε ανόητος. Το πλέον προωθημένο σχέδιο νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης εφαρμόζεται αυτήν τη στιγμή πιλοτικά στην ελληνική κοινωνία και συνίσταται σε μια ακολουθία τριών φάσεων: 1) εσωτερική υποτίμηση, 2) «αυτοκαταστροφή» της προηγούμενης, χρεωκοπημένης παραγωγικής διάρθρωσης, 3) συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και (επαν-) επένδυση του υπερσυσσωρευμένου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στο πλαίσιο μιας συνολικής κοινωνικής, θεσμικής και κανονιστικής απορρύθμισης (το 3ο μνημόνιο εξυπηρετεί την ολοκλήρωση της 2ης και την εκκίνηση της 3ης φάσης).
Η ολοκλήρωση του εν λόγω σχεδίου θα επιφέρει οικονομική μεγέθυνση στη χώρα, για αυτό και είναι βραχύβια η κριτική ως προς την «οικονομική», απλώς, αποτελεσματικότητα της ασκούμενης πολιτικής. Γι αυτό δεν αρκούν οι γενικόλογες, επιφανειακές διαπιστώσεις και οι αδιέξοδες κορώνες. Η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να εμπλουτίσει λοιπόν αφενός την κριτική της και να δει ότι το ζήτημα δεν είναι η «ανάπτυξη» εν γένει, αλλά, καταρχήν, η αποφυγή της συγκεκριμένης, αντικοινωνικής, απάνθρωπης, αντιδημοκρατικής, αντιπεριβαλλοντικής, νεοκαπιταλιστικής μεγέθυνσης.
Με την ίδια λογική δεν αρκούν οι υποτιθέμενες συμφωνίες, οι ανέξοδοι βερμπαλισμοί, στους οποίους προβαίνουν πρωτίστως οι συστημικές δυνάμεις και οι κάθε λογής υποστηρικτές της νεοφιλελεύθερης πρότασης. Το ζήτημα δεν είναι, ποτέ δεν ήταν – ποτέ δεν θα είναι, η «κοινή» λογική, το «όλοι μαζί», οι «πατριώτες» ή οι ευπατρίδες ηγέτες. Ανάλογες «προτάσεις» που περιορίζονται στο επίπεδο της εύκολης πολιτικής διαφοροποίησης διαπιστώνονται, δυστυχώς, και στο πλαίσιο της αντισυστημικής προσέγγισης.
Σε αυτήν την προεπαναστατική περίοδο λείπει (ακόμη) το επαναστατικό υποκείμενο, στη χώρα και διεθνώς, που θα δώσει προοπτική στη λαϊκή αγανάκτηση και θα συντονίσει, θα πολιτικοποιήσει τα κοινωνικά κινήματα στην κατεύθυνση της κοινωνικοοικονομικής μετεξέλιξης.
Το πολιτικό κενό έχει ονοματεπώνυμο. Δεν καλύπτεται ούτε από τις κεντριστικές πρωτοβουλίες του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ, του «Ποταμιού» και των λοιπών προθύμων, ούτε βεβαίως από την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να στριμωχτεί στα δεξία, εκφράζοντας, στην καλύτερη περίπτωση, μια σοσιαλφιλελεύθερη πολιτική.
Το πολιτικό κενό εντείνεται από τη συνεχη αποστασιοποίηση της επίσημης, κοινοβουλευτικής πολιτικής έκφρασης από την κοινωνία.
Το πολιτικό κενό βρίσκεται στον χώρο της ριζοσπαστικής σοσιαλιστικής αριστεράς. Αυτής της αριστεράς που οφείλει να δώσει ρεαλιστική προοπτική για μια κοινωνικά δίκαιη, περιβαλλοντικά ισόρροπη κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, για τη δημοκρατική, θεσμική μεταρρύθμιση και τον εκδημοκρατισμό όλων των τομέων του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι. Αυτής της αριστεράς που θα δώσει ρεαλιστική προοπτική και θα οδηγήσει στη σοσιαλιστική μετεξέλιξη.
Αυτό είναι το χρέος μας – η συγκρότηση του πολιτικού υποκειμένου, του επισπεύδοντα της αναπόφευκτης κοινωνικής σύγκρουσης, του εγγυητή της προοδευτικής αλλαγής.
Από αυτό το χρέος προκύπτει το περιεχόμενο της πολιτικής μας πρότασης, το ζητούμενο του κοινού παρονομαστή της πολιτικής μας συγκρότησης: η χώρα, από πεδίο εφαρμογής των πιο επιθετικών, βίαιων, καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, μπορεί να καταστεί «φάρος» για τη ανάδειξη και την ανάπτυξη του επαναστατικού υποκειμένου και του επαναστατικού διακυβεύματος διεθνώς.
Υπάρχουν προτάσεις, αναλύσεις και επεξεργασίες σε αυτήν την καετύθυνση, ώριμες σε κάποιο βαθμό, προτάσεις που θέλουν συναλήθευση και εξειδίκευση στο πλαίσιο των ακόλουθων έξι κατευθύνσεων:
1. Για το πολιτειακό ζήτημα, την επαναθεμελίωση της δημοκρατίας σε όλες τις βαθμίδες από τη δημοτική αυτοδιοίκηση και τα συμβούλια γειτονιάς έως τη συγκρότηση και λειτουργία των τριών εξουσιών σε κεντρικό επίπεδο. Απαιτείται μια ιστορική διεργασία Εθνοσυνέλευσης που θα επεναφέρει τη δημοκρατία στη θέση της νεοφιλελεύθερης τεχνοκρατίας, που θα δώσει εκ νέου περιεχόμενο στο αδιαχώριστο τρίπτυχο λαϊκής κυριαρχίας, εθνικής ανεξαρτησίας και διεθνή, προοδευτικού συνεργατισμού.
2. Για την εκ βάρθρων επαναθεμελίωση του συνδικαλιστικού, εργατικού κινήματος, ως έναν ουσιαστικό (συν-) τελεστή της δημοκρατικής πολιτικής εξουσίας και της λαϊκής κυριαρχίας.
3. Για την ανάκτηση του δημοκρατικά, κοινωνικά νομιμοποιημένου πολιτικού ελέγχου επί της Κεντρικής Τράπεζας και του χρηματοπιστωτικού τομέα συνολικά.
4. Για τη συνολική προοδετυτική μεταρρύθμιση του κράτους, αντιστρέφοντας την πορεία του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας και εμπορευματοποίησης των κοινωνικών αγαθών, ακριβώς στο αντίθετό της: μια πορεία ανάκτησης του δημοσίου ελέγχου στους βσσικούς κλάδους της υγείας, της ασφάλισης και της παιδείας, των μεταφορών, αλλά και επέκτασης του δημοσίου τομέα (που δεν συμπίπτει με τον κρατικό) εκεί όπου τα συστημικά αδιέξοδα και η διαδικασία αποεμπορευματοποίησης ανοίγουν νέους χώρους κοινωνικής, συνεργατικής, συνεταιριστικής δράσης.
5. Για την παραγωγική ανασυγκρότηση, εξωστρεφώς προσανατολισμένη, διασφαλίζοντας την κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Για την παραγωγική αναγέννηση της χώρας μέσα από οικονομίες ποιότητας (όχι κλίμακας), μέσα από την επέκταση συνεταιριστικών / συνεργατικών δικτύων ελεύθερων παραγωγών τοπικής ή κλαδικής εμβέλειας, μέσα από έναν κοινωνικό, τοπικό και εθνικό, προγραμματισμό δημοσίων επενδύσεων και παραγωγικής δραστηριοποίησης σε τομείς κεντρικής σημασίας, σε τομείς κλειδιά της παραγωγής – αμυντική βιομηχανία, ενέργεια και βαριά βιομηχανία, φάρμακα, ΜΜΕ κλπ.
6. Τέλος, για τον επαναπροσανατολισμό της Ελλάδας στο σύγχρονο διεθνές πλαίσιο, για την ανάκτηση του ιστορικού μας κεκτημένου και την ανάδειξη της χώρας εκ νέου σε παράγοντα ειρήνης, συνεργασίας, προόδου, κοινωνικής δικαιοσύνης και περιβαλλοντικής ισορροπίας στο ζωτικό μας χώρο, στο τόξο των Βαλκανίων, της Παρευεξείνιας Ζώνης και της Μέσης Ανατολής.
Βεβαίως, η συζήτηση αυτή μας φέρνει αναγκαστικά μπροστά σε ένα από τα, πράγματι, πιο καταληκτικά πολιτικά ερωτήματα των καιρών: το ζήτημα του νομίσματος και της εξόδου από την Ευρωζωνη. Είναι αυταπόδεικτο ότι, τουλάχιστον με την κατασταλλαγμένη πολιτική συγκυρία σε ευρωπαϊκό / κοινοτικό επίπεδο, τα ως άνω δεν έχουν χώρο στην Ευρωζώνη.
Όμως όσο συνιστά αυτοπαγίδευση η αποδοχή του ευρωμονόδρομου, άλλο τόσο αποπροανατολιστικό είναι να ανάγουμε το νόμισμα σε μείζον, κεντρικό, στρατηγικής σημασίας ζήτημα, παρασυρόμενοι ουσιαστικά τόσο από τη συστημική προπαγάνδα που θέλει να αποφύγει τη συζήτηση για τις εναλλακτικές πολιτικές και μορφές ανάπτυξης, όσο και από την ευκολία μιας γρήγορης αλλά επιφανειακής διαφοροποίησης και ρηχής πολιτικής ταυτότητας.
Όσο είναι προφανές ότι η εφαρμογή του «δικού μας» πολιτικού σχεδίου προϋποθέτει την απόλυτη ετοιμότητα, πολιτική και τεχνική, επιστροφής σε εθνικό νόμισμα, όσο πρέπει να εξειδικεύσουμε την αναζήτηση διεθνών συναλλαγματικών μέσων, τουλάχιστον για την πρώτη κρίσιμη περίοδο στήριξης της εγχώριας παραγωγής, όσο τέλος πρέπει να προετοιμάσουμε τον λαό και να νομιοποιήσουμε την πολύ πιθανή προοπτικής της νομισματικής αλλαγής, άλλο τόσο δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε ότι πρωτεύον είναι το σχέδιό μας. Γύρω από αυτό θα στήσουμε τις κοινωνικές συμμαχίες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Γύρω από αυτό θα συγκροτήσουμε τη συλλογικότητα και τη συντροφικότητά μας. Γύρω από αυτό ακόμη θα νομιμοποιήσουμε ιστορικά τη σύγκρουση με την κοινοτική νομενκλατούρα και τη νεοφιλελεύθερη Ευρωζώνη. (Το πολιτικό αδιέξοδο της ανάποδης προσέγγισης το βιώσαμε πρόσφατα.)
Κακά τα ψέματα, όλοι το γνωρίζουμε και το διαισθανόμαστε, η πολιτική και εν τέλει η κοινωνική αλλαγή δεν θα είναι περίπατος. Ποτέ δεν ήταν.
Το λέμε ανοικτά: μιλάμε για την αναπόφευκτη, απαραίτητη σύγκρουση με το σάπιο κατεστημένο του εγχώριου παρασιτικού καπιταλισμού και των συνεργατών του, μιλάμε για επαναστατικές διεργασίες ανατροπής της νεοφιλελεύθερης βιαιότητας και επίτευξης της κοινωνικής προόδου.
Όμως ακριβώς επειδή δεν είναι περίπατος, θέλει προετοιμασία και δουλειά, θέλει να εξειδιεκεύσουμε και να συνολοκληρώσουμε τα οράματά μας, τις πολιτικές μας, σε ένα συνεκτικό σχέδιο εκδημοκρατισμού, κοινωνικά δίκαιης και περιβαλλοντικά ισόρροπης ανάπτυξης, σε ένα σχέδιο εν τέλει σοσιαλιστικής μετεξέλιξης, στο πλαίσιο του οποίου το νομισματικό καθεστώς είναι μια από τις σημαντικές πτυχές του.
Αυτή είναι η πρότασή μας: η συγκρότηση του μετωπικού σχήματος, πρόπλασμα του επαναστατικού υποκείμενου στη χώρα, μέσα από τη συνεργασία στο κίνημα, αλλά ταυτόχρονα και στη δημιουργική ενασχόληση για τη συγκρότηση του σχεδίου μας. Η συμφωνία σε μια σειρά περιφερειακά διεσπαρμένων, θεματικών διαδικασιών, ανοικτών στους πολίτες και την κοινωνία, για την επεξεργασία, την εξειδίκευση, την συναλήθευση των πτυχών της πολιτικής μας πρότασης, οι οποίες θα λειτουργήσουν εκτός αυτού ως διεργασία όσμωσης, μεταξύ μας και με την κοινωνία.
Οι ιστορικές εξελίξεις απαιτούν ιστορικές πρωτοβουλίες. Ειδαλλιώς θα μας ξεπεράσουν, είτε τα βαθύτατα προβλήματα που προκύπτουν, είτε οι αναπόφευκτες λύσεις τους.
http://sosialistiki-prooptiki.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου