Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Ο καλός κύριος Φορτσάκης κι εμείς (με έμφαση στο δεύτερο)


Ανάστατο το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά το «κλείδωμα» της Πρυτανείας, τα ΜΑΤ, τις συλλήψεις, την ανοίκεια επίθεση σε βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου κι εκείνο το αλλιώτικο ύφος που παραπέμπει σε άλλους καιρούς και άλλα ήθη, ο καλός κύριος Φορτσάκης θέλει τώρα να καταργήσει τους φοιτητικούς συλλόγους και να «κυβερνά» μέσω ηλεκτρονικών δημοψηφισμάτων. Σημεία των μνημονιακών καιρών, όπου οι συλλογικές διαδικασίες εξοβελίζονται, τα συλλογικά όργανα υποκαθίστανται από εικονίδια και ψηφία κι όποιος δεν συμμορφώνεται προσάγεται για τα περαιτέρω. Θα μπορούσε κανείς να κουνήσει με απογοήτευση το κεφάλι κατατάσσοντας όλα αυτά τα περιστατικά αυτά στον φάκελο «έργα και ημέρες ακραίως ακραίων». Δεν δραπετεύουμε όμως τόσο εύκολα με ένα «αι χάσου». Πώς και γιατί εξελέγη αυτός ο άνθρωπος Πρύτανης σε ένα ιστορικό Πανεπιστήμιο και μάλιστα με άνετη πλειοψηφία; Ανεξάρτητα από τα ευτράπελα με τις προ-επιλογές υποψηφίων και τα Συμβούλια που διοικούν για λογαριασμό της κυβέρνησης το Πανεπιστήμιο, κάποιοι –και μάλιστα πολλοί- τον επέλεξαν. Για να το δούμε λοιπόν αυτό με όσο γίνεται πιο καθαρό μάτι.

Το φαινόμενο του «φθίνοντος λόγου»
Τα τελευταία χρόνια, μεγαλο μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας (τόσο καθηγητές όσο και φοιτητές) φαίνεται να προσαρμόζεται πλαστικά στην εκάστοτε κυβερνητική πολιτική. Τα αριθμητικά δεδομένα των πρόσφατων εκλογών για την εκλογή μελών των Συμβουλίων Ιδρύματος και πρυτανικών αρχών δείχνουν ανάγλυφα το εξής: ενώ το 1/3 περίπου των μελών του διδακτικού-ερευνητικού προσωπικού αντιστέκονται στις μεθοδεύσεις του Υπουργείου (π.χ., ηλεκτρονική ψηφοφορία, προ-επιλογή υποψηφίων από τα Συμβούλια Ιδρύματος), τα υπόλοιπα 2/3 προσαρμόζονται ανάλογα με τις συνθήκες και τελικά συμμορφώνονται σε όσα προβλέπει ο νόμος Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου. Ποσοστό κατά πολύ μικρότερο των 2/3 συμμετέχει στις εκλογές των συλλόγων του διδακτικού-ερευνητικού προσωπικού, ενώ ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό, περίπου το 1/10, δίνει το παρόν στις γενικές συνελεύσεις των συλλόγων και τις απεργιακές κινητοποιήσεις. Αυτό το «φαινόμενο του φθίνοντος λόγου», είναι αποκαλυπτικό.
Φυσιολογικά, θα περίμενε κανείς τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας να είναι συσπειρωμένα γύρω από τους συλλόγους τους και να κινητοποιούνται αγωνιστικά για θέματα που τους αφορούν άμεσα όπως η φοιτητική μέριμνα, οι μισθολογικές περικοπές, οι εξελίξεις, οι διορισμοί και οι συνθήκες εργασίας που επικρατούν στους εκπαιδευτικούς και τους ερευνητικούς χώρους. Βέβαια, το πάτημα ενός πλήκτρου στην ηλεκτρονική ψηφοφορία είναι μια στάση λιγότερο απαιτητική από την ενεργό συμμετοχή στις συλλογικές διαδικασίες. Αν το σκεφτούμε όμως καλύτερα, θα διαπιστώσουμε ότι όσο εύκολη είναι η «υπακοή» πατώντας ένα πλήκτρο στην ηλεκτρονική ψηφοφορία, άλλο τόσο θα ήταν και η «ανυπακοή» αν αποφάσιζε κανείς να μην το πατήσει. Για αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε μια εναλλακτική ερμηνεία που ίσως εξηγεί καλύτερα τη φαινομενικά παθητική στάση μεγάλης μερίδας πανεπιστημιακών.
Μια βάσιμη ερμηνεία είναι ότι οι συνδικαλιστικές ενώσεις στο Πανεπιστήμιο (με εξαίρεση ίσως τα σωματεία των διοικητικών υπαλλήλων που κινήθηκαν με διαφορετικό τρόπο την τελευταία περίοδο) ασχολούνται ελάχιστα με θέματα εργασιακής φύσεως και προβλήματα που έχουν σχέση με την καθημερινότητα του Πανεπιστημίου. Το ίδιο ισχύει και για τους (αποδεκατισμένους) φοιτητικούς συλλόγους. Και αυτό συμβαίνει διότι την υπεράσπιση των «συνδικαλιστικού» και των «κλαδικού» τύπου αιτημάτων την έχουν αναλάβει εργολαβικά τα θεσμικά όργανα, όπως οι Πρόεδροι των Τμημάτων και οι πρυτανικές αρχές οι οποίες, αντί να επικεντρώνονται σε θέματα θεσμικού χαρακτήρα, πολλές φορές συμπεριφέρονται ως «πάτρονες» που προστατεύουν επιλεκτικά μερίδες της κοινότητας οι οποίες αποτελούν την «πελατεία» (clientele) της διοίκησης.
Επομένως, η συμπεριφορά μεγάλης μερίδας πανεπιστημιακών που εκλέγουν «τον λάθος άνθρωπο» δεν είναι καθόλου «παράδοξη» ή «ανεξήγητη». Εξηγείται από το γεγονός ότι εκτεταμένα πελατειακά δίκτυα λυμαίνονται το Πανεπιστήμιο και διαχειρίζονται όχι μόνο συμβολικό κεφάλαιο, αλλά και συγκεκριμένα υλικά προνόμια, δηλαδή θέσεις εργασίας, πρόσθετες αμοιβές, επιλεκτική πρόσβαση σε κοινοτικά κονδύλια, κλπ.
Για να το διατυπώσω διαφορετικά: στο σημερινό Πανεπιστήμιο εξελίσσεται ένα περίεργο φαινόμενο «αντιποίησης αρμοδιοτήτων»: με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα θεσμικά όργανα (πρυτανικές αρχές, πρόεδροι, κλπ) συμπεριφέρονται ως διαμεσολαβητές που προωθούν κατά βάση συντεχνιακά αιτήματα και εξασφαλίζουν «προστασία» στο lobby τους, ενώ οι συνδικαλιστικές ενώσεις, οι σύλλογοι, συμπεριφέρονται λίγο-πολύ ως πολιτικές παρατάξεις που με έναν μαξιμαλιστικό ή καταγγελτικό τρόπο προσφέρουν ένα κάποιο άλλοθι -σε όσους βέβαια το χρειάζονται.
Το μόνο forum στο οποίο γίνεται μια στοιχειώδης συζήτηση για θέματα θεσμικής φύσεως και γενικότερης ακαδημαϊκής σημασίας είναι το υπερ-όργανο της συνόδου των πρυτάνεων, που δεν αποτελεί βέβαια «σύνθεση» των Συγκλήτων, αλλά μια λίγο-πολύ αυτόνομη ομάδα «παραγόντων» που κινείται με τον δικό της τρόπο ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και το Υπουργείο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κυριαρχεί η στρεβλή αντιπροσώπευση και ο απροκάλυπτος παραγοντισμός.
Το υπόβαθρο των πελατειακών σχέσεων
Οι πελατειακές σχέσεις στο Πανεπιστήμιο –όπως και σε άλλα τμήματα του δημόσιου τομέα- δεν είναι μια «ατέλεια» ή μια «υποστροφή» προς ένα καθεστώς φεουδαρχικού τύπου με πάτρονες και προστατευόμενους που οφείλεται σε «πολιτισμική υστέρηση», αλλά ένας συγκεκριμένος τρόπος συνάρθρωσης τυπικών κονόνων και άτυπων «παραδόσεων» που συνεργιστικά αναπαράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία. Αυτός ο τρόπος συνάρθρωσης δεν είναι βέβαια ο μόνος δυνατός. Γιατί όπως βλέπουμε αυτές τις ημέρες από τα γεγονότα στο ΕΚΠΑ, υπάρχει και ο εναλλακτικός τρόπος χειρισμού και «διαπαιδαγώγισης» της «πελατείας» μέσω του αυταρχισμού και της προσφυγής στην κρατική καταστολή.
Από πού προκύπτουν και πού στηρίζονται οι πελατειακές σχέσεις στο Πανεπιστήμιο; Με δεδομένη τη σημασία που έχει η απουσία ακαδημαικής παράδοσης στα ελληνικά πανεπιστημιακά πράγματα, τρεις άλλες συνθήκες δημιουργούν τις προυποθέσεις για την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων. Πρώτον, η καταστρατήγηση του αυτοδιοίκητου και οι αλληλεξαρτήσεις της κεντρικής γραφειοκρατίας (Υπουργείο) με τις πρυτανικές αρχές και άλλους «παράγοντες». Δεύτερον, η εργασιακή επισφάλεια (ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις χαμηλές καθηγητικές βαθμίδες και το επί συμβάσει προσωπικό). Και τρίτον, η συστηματική υποχρηματοδότηση στην έρευνα και την εκπαίδευση που έχει εφαρμοστεί τις δυο τελευταίες δεκαετίες.
Στη μνημονιακή περίοδο, η δημόσια επένδυση για την Παιδεία έφτασε σε οριακό σημείο (είμαστε 27οι στους 28 σε ευρωπαικό επίπεδο), με συνέπεια τη μη αντιστρεπτή απώλεια πολλών υποδομών και την ηθική/ψυχολογική φθορά του ανθρώπινου δυναμικού, που πλέον αναζητεί λύσεις στην πρακτική της «διευκολυνόμενης» ανέλιξης, της ετεροαπασχόλησης, της αποχής από την εργασία (absenteeism) ή τη μετανάστευση. Η υποχρηματοδότηση δεν καθιστά (μόνο) ατελέσφορη την προσπάθεια που καταβάλλεται στο εκπαιδευτικό και το ερευνητικό επίπεδο, αλλά και ανατροφοδοτεί άλλα φαινόμενα όπως την συστηματική διαστρέβλωση των όποιων κανόνων και των ελεγκτικών μηχανισμών σε ό,τι αφορά την αποτίμηση του παραγόμενου εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου. Όταν όλοι γνωρίζουν ότι «με αυτά τα μέσα δουλειά δε γίνεται», είναι φυσικό να ελαστικοποιούνται ή να παραμορφώνονται όλοι οι κανόνες –συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν στην εργασιακή συνέπεια και το ακαδημαϊκό ήθος. Προφανέστατα, η ανεπάρκεια μέσων και πόρων που προκύπτουν από την υποχρηματοδότηση «εκλογικεύει» και νομιμοποιεί επίσης την εισαγωγή κερδοσκοπικών κριτηρίων στις εκπαιδευτικές λειτουργίες καθιστώντας «αυτονόητη» την ιδιωτικοποίηση. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η διολίσθηση στην υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων θέσεων είναι πολύ εύκολη.
Ακόμη και αν μεταβληθεί το πολιτικό σκηνικό στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές, αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει από τη μία μέρα στην άλλη. Το αντίθετο θα συμβεί: εάν μια άλλη κυβέρνηση επιχειρήσει να εισαγάγει ένα πιο δημοκρατικό, αλλά και πιο ορθολογικό, κανονιστικό πλαίσιο, είναι ενδεχόμενο η «απάθεια» μιας μεγάλης μερίδας μελών του διδακτικού-ερευνητικού προσωπικού να μετατραπεί σε «μαχητική διεκδίκηση» των απολεσθέντων εικονικών ή υλικών προνομίων τους. Εάν λοιπόν το ζητούμενο είναι η παραγωγική κινητοποίηση της κοινότητας και η συγκεκριμενοποίηση ενός νέου Οράματος, οι δυνάμεις που εκπροσωπούν την ακαδημαϊκότητα και την ανανέωση του Πανεπιστημίου θα πρέπει να εφεύρουν νέους τρόπους επικοινωνίας με το σύνολο της κοινότητας και να εισηγηθούν ένα νέο πλέγμα μέτρων. Αυτό δεν μπορεί να γίνει εύκολα παρά μόνο μέσω «πυρήνων ποιότητας» (δηλαδή μειοψηφιών), που μπορούν να ερεθίσουν ξανά τα ακαδημαϊκά αντανακλαστικά παράγοντας πρωτότυπες επεξεργασίες και προγραμματικό λόγο. Αυτή η εκτίμηση μπορεί να ξενίζει και να ακούγεται «αριστοκρατική», αλλά, πώς να το κάνουμε, αντικατοπτρίζει μια πραγματικότητα και αντιστοιχεί σε μια πραγματική ανάγκη.
Προς αναζήτηση Νέων Δομών
Ένα υπόδειγμα «αντι-δομής», ή καλύτερα «ενδιάμεσης δομής», που ενεργοποιήθηκε στο ελληνικό Πανεπιστήμιο από το 1976 ως τις αρχές του ’80, δηλαδή σε μια κρίσιμη περίοδο της μεταπολίτευσης, ήταν ο «Πανεπιστημιακός Όμιλος». Ο Όμιλος -όπως μπορεί να θυμούνται οι γηραιότεροι - ήταν μια ένωση προσώπων με 80 περίπου μέλη από όλη την επικράτεια, στην πλειοψηφία τους καθηγητές των ΑΕΙ με σημαντικό επιστημονικό έργο και αντιστασιακές περγαμηνές στην περίοδο της δικτατορίας. Είχε «κεντροαριστερό» πολιτικό στίγμα που εκτείνονταν από το «ηρωικό» ΠΑΣΟΚ μέχρι το ΚΚΕεσ και τις παρυφές του (μεταπολιτευτικού) ΚΚΕ.
Η ιδρυτική διακήρυξη του Πανεπιστημιακού Ομίλου περιελάμβανε τέσσερις στόχους:
1. Να περιγραφούν τα εκπαιδευτικά προβλήματα στην πραγματική τους διάσταση (ιστορική, κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική).
2. Να διατυπωθούν επιστημονικά κατοχυρωμένες προτάσεις για την αντιμετώπισή τους.
3. Να ξεπεραστεί η τεχνοκρατική αντίληψη για τον ρόλο της Επιστήμης στη σύγχρονη ζωή, ώστε οι έλληνες επιστήμονες να στοιχίσουν τη γνώση τους προς τα ευρύτερα προβλήματα του ελληνικού χώρου και
4. Να καθοριστούν οι στόχοι της εκπαίδευσης έτσι ώστε η αλλαγή να θέσει την Παιδεία πραγματικά στην υπηρεσία του λαού.
Παρά την προοδευτική στοχοθεσία του, ο Πανεπιστημιακός Όμιλος είχε συγκεκριμένα όρια και έναν κάποιο «ακαδημαικό συντηρητισμό» που δεν κατόρθωσε να υπερβεί όταν το πανεπιτημιακό κίνημα έθεσε επί τάπητος το πρόβλημα του ενιαίου φορέα διδασκόντων και της συνδιοίκησης στο τέλος της δεκαετίας του ‘70. Παρόλα αυτά, οι παρεμβάσεις του, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια μετά τη δημιουργία του, υπήρξαν καίριες και υποβοήθησαν τη συγκρότηση ενός εκπαιδευτικού μετώπου, που τελικά κατόρθωσε να επιβάλει τις θέσεις του και να επιτύχει την αλλαγή του νόμου-πλαισίου το 1982.
Ένα ανάλογο Όργανο, μια «ενδιάμεση δομή» αυτού του τύπου, προσιδιάζει ίσως στις σημερινές συνθήκες. Βέβαια, το Πανεπιστήμιο δεν χρειάζεται αυτή τη φορά «μεγαλοσχήμονες», ιδίως τώρα που οι άνθρωποι «με προσωπικές και επώδυνες εμπειρίες από την ηρωική εποχή» -όπως λέει ο Δ. Μαρωνίτης- σιγά-σιγά αφυπηρετούν και αποστρατεύονται. Εκείνο που χρειαζεται είναι ένα μέτωπο πανεπιστημιακών που διαθέτουν αδιαμφισβήτητο ακαδημαϊκό κύρος και αναγνωρισιμότητα, αλλά δεν ανήκουν στη χωρεία των «μεγαλοπαραγόντων» και των «παρατρεχάμενων» του εκάστοτε Υπουργείου –ακόμα και αν αυτό το Υπουργείο είναι μέρος μιας «προοδευτικής» κυβέρνησης. Επιπλέον, χρειάζεται ένα «χώρος» με αίσθηση κοινωνικής ευθύνης, πολιτική εγρήγορση και επίγνωση των συσχετισμών, αλλά εντελώς απαλλαγμένος από μικρο-παραταξιακές δεσμεύσεις και ιδεολογικό πουριτανισμό. Το κυριότερο: χρειάζεται ένα Όργανο που έχει διαρρήξει τα δεσμά μιας «μικρομεσαίας» παράδοσης και έχει χωρίς περιστροφές υιοθετήσει ως κύριο «αλγόριθμο» της ανάλυσής του την ακαδημαϊκότητα, δηλαδή την πίστη στην αυταξία της Παιδείας, τη στράτευση στην «Ιδέα του Πανεπιστημίου» και τη χωρίς υποσημειώσεις αποδοχή της Κριτικής μέσα σε μια διαδικασία παραγωγικής αμφισβήτησης.
Με τί θα μπορούσε να καταπιαστεί ένας νέος Πανεπιστημιακός Όμιλος στην παρούσα συγκυρία; Πρώτα απ’ όλα με τα λεγόμενα μεγάλα θέματα όπως η χρηματοδότηση, η αξιολόγηση και το θεσμικό πλαίσιο της ανώτατης εκαπαίδευσης. Μέσα σε κάθε ένα από αυτά τα θέματα υπάρχουν «γκρίζες ζώνες» που δεν είναι καθόλου αυτονόητο πώς πρέπει κανείς να τις διαβεί. Τί ακριβώς σημαίνει «αυτοδιοίκητο» στην περίπτωση της «δημόσιας, δωρεάν Παιδείας»; Τί διακρίνει την πλήρη «απελευθέρωση» (deregulation) της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την πλήρη εγκατάλειψη του Πανεπιστημίου από τον διακριτικό δημόσιο έλεγχο με σεβασμό της αυτονομίας των ΑΕΙ; Ποια ακριβώς είναι τα θεσμικά μέτρα που θωρακίζουν τα ΑΕΙ απέναντι στους κερδοσκόπους και την ιδιωτικοποιήση; Πώς θα μπορούσε να αξιοποιηθεί μια πιθανή αύξηση της δημόσιας επένδυσης για την Παιδεία και πώς θα αντιμετωπιστεί σε αυτή την περίπτωση το διαχρονικό αίτημα του ... «δώσε και σε μένα μπάρμπα»; Χρειαζόμαστε κάποιας μορφής απολογισμό και αξιολόγηση προσώπων και δομών; Σε τί θα διέφερε μια «χρηστή» και «χρήσιμη» ΑΔΙΠ από την ΑΔΙΠ που υπάρχει σήμερα; Για τις συνέργειες και την οριζόντια δικτύωση τί λέμε; Έχει νόημα η έννοια των «πόλων», δηλαδή των clusters που απαρτίζονται από περισσότερα του ενός Πανεπιστήμια και μοιράζονται χώρους και (ενδεχομένως) προσωπικό; Εξοικονομούνται πόροι με αυτόν τον τρόπο και εξασφαλίζονται κρίσιμες μάζες; Πώς διοικούνται τέτοιες οντότητες; Κοντολογίς, τί πάει να πει «ανατροπή» στο πεδίο της ανώτατης εκπαίδευσης και της έρευνας;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα διαφέρουν πάρα πολύ αν απαιτήσουμε, όπως αναφέρει στην ιδρυτική του διακήρυξη ο Πανεπιστημιακός Όμιλος, επιστημονική τεκμηρίωση, ή εάν, αντίθετα, αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα του ακαδημαικού χώρου όπως μέχρι τώρα, με την ελαφρότητα του επιχειρήματος «αυτά είναι ψευδο-διλήμματα και επινοήσεις των νεοφιλελευθέρων». Ο προγραμματικός λόγος των ακαδημαικά και δημοκρατικά σκεπτόμενων δεν μπορεί παρά να είναι ένας λόγος αξιολογικά μεταρρυθμιστικός -και σε αυτό τον βαθμό και το μέτρο ριζοσπαστικός. Αυτό, ας μη γελιόμαστε, σημαίνει αξιολογικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα, τη χρηματοδότηση, το θεσμικό πλαίσιο, τις υποδομές.

Όσα γράφονται παραπάνω θα ήταν ίσως το καλύτερο «φάρμακο» και η επί της ουσίας απάντηση στον κύριο Φορτσάκη. Γιατί, όπως λέει και ο καλός συνάδελφός μου Γιάννης Παντής, η λέξη-κλειδί στην εποχή μας είναι «Αξιοπρέπεια». Θα προσέθετα ακόμη μια, με το ίδιο πρώτο συνθετικό: «Αξιοκρατία».
 http://tvxs.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Πολιτική θεολογία και Συνταγματική ηθική»

Η «πολιτική θεολογία» είναι μια διαδεδομένη αλλά αμφίσημη έννοια που χρησιμοποιείται με διαφορετικό περιεχόμενο αφενός σε θύραθεν συμφραζόμε...