Το φαινόμενο Αντρέας Παπανδρέου παραμένει ένα αίνιγμα της ελληνικής πολιτικής ζωής που περιμένει την αποκρυπτογράφησή του. Έντεκα χρόνια μετά το θάνατό του δεν έχει γίνει καμιά σοβαρή προσπάθεια να χυθεί φως στο βίο και την πολιτεία ενός ανθρώπου που κέρδισε την αφοσίωση ενός ορισμένου κοινού και τη χλεύη ενός άλλου. Τώρα, μονάχα καμιά διαφημιστική πινακίδα με την εικόνα του αναρτημένη από τους όλο και λιγότερους οπαδούς του μπορεί να θυμίσει πότε-πότε στον περαστικό τη θριαμβευτική του καριέρα.
{…}
Σε αντίθεση με τον Καραμανλή, που έκανε εφικτή την ειρηνική μετάβαση στη δημοκρατία ισορροπώντας ανάμεσα στη Δεξιά και στο φιλελεύθερο Κέντρο, ο Παπανδρέου συνεπήρε το κοινό του λανσάροντας ένα τελείως νέο πολιτικό προϊόν, που αποτελούνταν από μια σειρά ριζοσπαστικά μηνύματα τα οποία μεταδίδονταν από ένα καινοφανές μέσο – τον ίδιο τον ηγέτη· πρόσφερε στο λαό μια νέα αφήγηση, «βασισμένη σε μια σφαιρική κοσμοθεώρηση και στην επαγγελία μιας ριζικής Αλλαγής. Η κοινωνικοπολιτική αυτή κατασκευή απλωνόταν πάνω σε δύο άξονες. Ο πρώτος διαιρούσε τον κόσμο σε “μητρόπολη” και “περιφέρεια”, με τη δεύτερη να εξαρτάται από την πρώτη. Ο δεύτερος άξονας αντιπροσώπευε τη δήθεν εγγενή πάλη ανάμεσα σ’ ένα εκμεταλλευτικό “κατεστημένο”, ξένο και ντόπιο, και στο “λαό” –δηλαδή σε όλους τους “μη προνομιούχους Έλληνες” που αντιτίθονταν στο κατεστημένο».
Ο πολιτικός λόγος του Αντρέα όξυνε την πόλωση της ελληνικής πολιτικής σκηνής και δημιούργησε έναν διακριτό τύπο στρατηγικής με σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις. Παρόλο που μέρος της εκλογικής του πελατείας αντιλαμβανόταν το ΠΑΣΟΚ σαν ένα κόμμα προσκείμενο στο κέντρο, η ηγεσία του επέμενε στην πολωτική της στρατηγική.
Ο Καλύβας δίνει την ακόλουθη εξήγηση: «Η Ένωση Κέντρου, κόμμα κεντροαριστερό, έγινε αξιωματική αντιπολίτευση στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Σφυρηλάτησε μια συλλογική ταυτότητα βασισμένη εν πολλοίς στη διχοτομία δημοκρατίας–μοναρχίας, μια παραδοσιακή διχοτομία... που ανάγεται στον “εθνικό διχασμό” του 1915».
Η νέα διαχωριστική γραμμή που χάραξε ο Αντρέας μεταξύ «Δεξιάς» και «Δημοκρατικών Δυνάμεων» βασιζόταν άραγε σε μια ταξική ανάλυση; Ένας από τους λιγοστούς διανοουμένους του κόμματος, ο Κώστας Σημίτης, θεωρούσε άνευ αντικειμένου την ταξική ανάλυση σε μια χώρα που αποτελούνταν κυρίως από αυτοαπασχολούμενους και μικροϊδιοκτήτες.
Περαιτέρω οι ισχνές διαφορές πολιτικής μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ δεν δικαιολογούσαν τον πολωτικό λόγο που είχε εγκαινιάσει ο Αντρέας. Παρόλο που το ΠΑΣΟΚ πράγματι εφάρμοσε ορισμένες αναδιανεμητικές πολιτικές τα πρώτα του χρόνια στην εξουσία, αυξάνοντας τους κατώτατους μισθούς και τις συντάξεις,σε γενικές γραμμές απέφυγε τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις.
Η διχοτομία Αριστεράς-Δεξιάς αναφερόταν περισσότερο στους νικητές και τους ηττημένους του Εμφυλίου του 1946-1949 παρά σε κάποια μαρξιστικού τύπου ταξική πάλη. Το κύριο αντικείμενο της σύγκρουσης ήταν εντέλει ο έλεγχος του κρατικού μηχανισμού και των λαφύρων που τον συνόδευαν. Το βασικό θύμα της πολωτικής τακτικής του Αντρέα ήταν η μακροπρόθεσμη θεμιτότητα των δημοκρατικών θεσμών. Σε αντίθεση με το Κομμουνιστικό Κόμμα που ήταν στ’ αλήθεια μια οργάνωση αντίθετη στο ελληνικό κατεστημένο, το ΠΑΣΟΚ τήρησε λίγο-πολύ τους κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Στην πράξη όμως ο Αντρέας συχνά αμφισβητούσε ορισμένες αρχές της συνταγματικής τάξης, δίνοντας προτεραιότητα στις «ανάγκες» του λαού έναντι του κύρους των θεσμών.
{…}
Τα χρόνια που διαμόρφωσαν τον Παπανδρέου είναι τα λιγότερο γνωστά στους σχολιαστές που προσπάθησαν να εξηγήσουν την ταχύτατη άνοδό του στο στερέωμα βασιζόμενοι εξολοκλήρου στα δεδομένα της ελληνικής του περιόδου. Ο λόγος που κατάφερε να επιφέρει μια σοσιαλιστική μετάλλαξη εκεί όπου ο κεντρώος συνασπισμός του πατέρα του είχε αποτύχει τη δεκαετία του 1960 πρέπει να αναζητηθεί στη δική του φρέσκια ματιά όσον αφορά την ελληνική κοινωνία. Σε αντίθεση και με τη Δεξιά και με την Αριστερά, ιδεολογίες οι οποίες στρατολογούσαν τους οπαδούς τους επικαλούμενες αποκλειστικές αρχές εθνικισμού και διεθνισμού, ή την επιτυχία χάρη στην προσωπική προσπάθεια έναντι της συλλογικής αλληλεγγύης, ο Παπανδρέου επέδειξε χαλαρότητα αντί για πειθαρχία. Πάνω απ’ όλα επικαλέστηκε το αλάθητο ένστικτο του κοινού ανθρώπου ως μοναδική κυρωτική αρχή της πολιτικής του.
Έγινε επομένως ο εκπρόσωπος μιας λαϊκιστικής αντίληψης που δεν είχε προηγούμενό της στην ελληνική πολιτική. Η ιδέα του Παπανδρέου για τον απλό λαό συνδέεται με το αρχέτυπο του Thomas Jefferson περί του μέσου πολίτη ή ακόμα και με την προτίμηση του Andrew Jackson για τους «καράβλαχους». Ο λαϊκισμός ως λατρεία του μέσου ανθρώπου έχει βαθύτερες ρίζες στην αμερικάνικη παράδοση απ’ ό,τι στην ευρωπαϊκή. Με μικρή αντίσταση από ένα ancien régime βασιλοφρόνων, οι Locke-ιανοί επαναστάτες του 1776 ξεκίνησαν από μια φυσική κατάσταση όπου το άτομο μπορούσε να ευημερήσει χωρίς τα εμπόδια της κοινωνικής θέσης και των προνομίων. Ο νεαρός Αντρέας θα πρέπει να εντυπωσιάστηκε από μια κοινωνία που επαινούσε την ταπεινή καταγωγή και την καθιστούσε προτέρημα για την πολιτική. Πουθενά στην Ευρώπη δεν είχαν την άποψη του μέσου πολίτη σε μεγαλύτερη υπόληψη απ’ όσο στις Ηνωμένες Πολιτείες της δεκαετίας του 1940.
Ο λαϊκισμός του Παπανδρέου μοιάζει αμερικανικής καταγωγής, με τις απαραίτητες μετατροπές ώστε να ταιριάζει στα ελληνικά πράγματα. Ο «ευγενής άγριος» των Αμερικανών είναι ένας αυτοδημιούργητος άνθρωπος που δεν εξαρτάται από την αλληλεγγύη της κοινωνίας. Το κοινό του Αντρέα το αποτελούσαν οι «μη προνομιούχοι» που πάλευαν ενάντια στο προνομιούχο «κατεστημένο». Τελικός τους σκοπός ήταν να συμμορφωθεί το κράτος στις ανάγκες τους. Ο Αντρέας διατεινόταν ότι λειτουργούσε ως απλή αντανάκλαση της λαϊκής βούλησης, παρέχοντας ταυτόχρονα έναν ρητορικό καθρέφτη που ευχαριστούσε το ναρκισσισμό του κοινού του. Παρόλο που όντως ανέπτυξε μια σχέση αμεσότητας με τους οπαδούς του σύμφωνα με τη δοκιμασμένη στο χρόνο λαϊκιστική τακτική, στην πραγματικότητα χειραγώγησε τα λαϊκά αισθήματα που είχε ο ίδιος επανειλημμένα υποδαυλίσει.
Ο διάλογός του με το λαό, όπως τον αποκαλούσε, δεν ήταν τίποτε άλλο από μια καλοσκηνοθετημένη μονολογία. «Οι μάζες ήθελαν ν’ ακούσουν τη δική τους φωνή. Και πράγματι, η δική τους φωνή ήταν αυτή που έβγαινε από τα χείλη του Παπανδρέου απαράλλαχτη –αντιφατική, ασυνάρτητη, αόριστη, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο επεξεργασμένη αλλά φοβερά ηχηρότερη, σαν τον αντίλαλο μιας φωνής σ’ ένα φαράγγι... Γιατί ο μύθος του Σωτήρα πηγαίνει πάντοτε παρέα με το μύθο του Λαού. Ο Λαός έχει πάντα δίκιο. Απλώς χρειάζεται κάποιον που να του πει πως έχει δίκιο. Κι έτσι τα ξέφρενα χειροκροτήματα και οι ζητωκραυγές του πλήθους έπνιξαν τις αντιφάσεις και τις παραφωνίες κι έκαναν τα κουσούρια της εσωτερικής οργάνωσης του ΠΑΣΟΚ να φαίνονται τελείως ασήμαντα».
{…}
Ο Παπανδρέου μπορεί να θεωρηθεί ότι απέτυχε στη μακρόχρονηπροσπάθειά του να πολώσει την πολιτική, να αφήσει πάνω της τη δική του λαϊκιστική σφραγίδα και να διατηρήσει τη λατρεία του ηγέτη στην ελληνική πολιτική ζωή. Η κληρονομιά του επιζεί σε νοσούντες θεσμούς όπως η τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου οι μεταρρυθμίσεις του 1982 εμφύτευσαν την πόλωση, εισάγοντας τον κομματισμό στα πανεπιστήμια αλλά και το λαϊκισμό και επιτρέποντας στους χαμηλών προσόντων Βοηθούς να κάνουν ακαδημαϊκή καριέρα χωρίς περαιτέρω ανταγωνισμό. Όπως και να ’ναι, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας επέστρεψε στις τμηματικές, πελατειακές και οικογενειακά προσανατολισμένες πρακτικές, τις οποίες γνωρίζει καλύτερα από κάθε τι άλλο.
Έχει υποστηριχθεί ότι η μεγαλύτερη συμβολή του Αντρέα στην ελληνική πολιτική ήταν ότι ενδυνάμωσε την Αριστερά, που είχε αποκλειστεί από την πολιτική ζωή μετά τον Εμφύλιο. Στην πραγματικότητα, από τα ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ κανένα, είτε λόγω νεαρής ηλικίας είτε λόγω προαίρεσης, δεν είχε διαλάμψει στη σοσιαλιστική ιστορία προτού συμμετάσχει στο κίνημα. Το φιλελεύθερο κέντρο, τον καιρό των εκπληκτικών του επιδόσεων στα μέσα της δεκαετίας του 1960, είχε βγάλει την Αριστερά από την απομόνωση και είχε ταχθεί υπέρ της ανεκτικότητας απέναντι στους κομμουνιστές στην Ελλάδα.
Ο Αντρέας υποστήριξε οπωσδήποτε ενεργά το σοσιαλισμό στην Ελλάδα και κατάφερε να καταστήσει την ιδέα δημοφιλή σε σημαντικό κομμάτι του ελληνικού εκλογικού σώματος. Παρ’ όλα αυτά, η κοινωνία των πολιτών πισωγύρισε στη διάρκεια της μακρόχρονης αρχής του, ενώ δόξες γνώρισε η «τμηματική» κοινότητα. Γιατί άραγε ένας από τους πιο προικισμένους Έλληνες πολιτικούς γύρισε την πλάτη στο ρόλο του εκσυγχρονιστή, που θα του πήγαινε γάντι, και διάλεξε να γίνει ένας ριζοσπάστης χωρίς αντικείμενο; Το ερώτημα παραμένει.
http://tvxs.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου