Σημαντική υποχώρηση της τάξης της 1,1 ποσοστιαίας μονάδας σημείωσε η ανεργία στην Ελλάδα κατά το τρίτο τρίμηνο του 2014 σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο του έτους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) το ποσοστό της ανεργίας στο τρίτο τρίμηνο διαμορφώθηκε στο 25,5%, έναντι 26,6% του προηγούμενου τριμήνου και 27,2% που ήταν κατά το αντίστοιχο τρίμηνο 2013.
Ο συνολικός αριθμός των ανέργων διαμορφώθηκε σε 1.229.370 άτομα, σημειώνοντας μείωση κατά 4,0% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 6,9% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2013. Την ίδια ώρα, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,4% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 1,5% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2013, με τον αριθμό των απασχολούμενων να ανέρχεται σε 3.586.885 άτομα.
Κατά το τρίτο τρίμηνο του 2014, βρήκαν απασχόληση 171.989 άτομα, τα οποία ήταν άνεργα πριν από ένα έτος. Παράλληλα, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, 54.670 άτομα μετακινήθηκαν από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό σε θέσεις απασχόλησης. Αντίθετα, 125.507 άτομα, τα οποία ένα χρόνο πριν ήταν απασχολούμενα, σήμερα είναι άνεργα και άλλα 71.070 άτομα που ήταν απασχολούμενα, είναι πλέον οικονομικά μη ενεργά. Επιπλέον, 110.926 άτομα, που πριν ένα έτος ανήκαν στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, αλλά είναι άνεργα.
Μεγαλύτερη η ανεργία στις γυναίκες
Από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει πως το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (29,2%) είναι σημαντικά υψηλότερο από εκείνο των ανδρών (22,6%). Το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους ηλικίας 15-24 ετών (49,5%), το οποίο στις νέες γυναίκες φθάνει στο 56,6%. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το επίπεδο εκπαίδευσης, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται σε όσους έχουν πάει μερικές τάξεις δημοτικού (34,8%) ενώ ακολουθούν τα άτομα που δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (33,0%). Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (12,7%) και στους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (20,6%).
Η ΕΛΣΤΑΤ αναφέρει ότι από το σύνολο των ανέργων που αναζητούν μισθωτή απασχόληση, το 18,7% αναζητά αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 75,1% αναζητά πλήρη αλλά στην ανάγκη είναι διατεθειμένο να εργαστεί και με μερική απασχόληση. Τέλος, το 6,1% είτε αναζητά μερική απασχόληση είτε δεν ενδιαφέρεται αν θα βρει μερική ή πλήρη απασχόληση.
Ένα ποσοστό 5,1% των ανέργων απέρριψε, κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου του 2014, κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή α) δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (23,6%), β) δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (20,8%), γ) δεν εξυπηρετούσε το ωράριο (22,8%).
Μακροχρόνια άνεργοι το 75,4%
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από τα στοιχεία είναι η μεγάλη δυσκολία που αντιμετωπίζουν να ξαναβρούν δουλειά όσοι χάσουν την εργασία τους. Συγκεκριμένα, οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν από 12 μήνες και άνω εργασία, ανεξάρτητα αν είναι «νέοι» ή «παλαιοί» άνεργοι), αποτελούν το 75,4% του συνόλου. Το ποσοστό των «νέων ανέργων», δηλαδή των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν, ανέρχεται στο 24,0%.
Το ποσοστό ανεργίας των ατόμων με ξένη υπηκοότητα, είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων υπηκόων (30,3% έναντι 25,1%). Επίσης, το 73,6% των ξένων υπηκόων είναι οικονομικά ενεργό, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων το οποίο είναι 50,5%.
Σε επίπεδο Περιφέρειας, τέλος, το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στην Κεντρική Μακεδονία με 27,8% και στη Δυτική Ελλάδα με 27,5%. Στον αντίποδα, το μικρότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στο Νότιο Αιγαίο με 15,2% και στα Νησιά του Ιονίου με 16,1%.
Στον πρωτογενή τομέα παρατηρείται μείωση 1,1% στον αριθμό των απασχολούμενων σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο. Στον δευτερογενή παρατηρείται μείωση 1,7% στον αριθμό των απασχολούμενων και στον τριτογενή αύξηση 2,7%.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το ποσοστό της μερικής απασχόλησης ανέρχεται στο 9,5% του συνόλου των απασχολουμένων. Από το υποσύνολο αυτό των εργαζομένων το 68,4% έκανε αυτή την επιλογή διότι δεν μπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση, το 6,4% για άλλους προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους, το 4,3% γιατί εκπαιδεύεται, το 2,2% διότι φροντίζει μικρά παιδιά ή εξαρτώμενους ενήλικες και το 18,7% για διάφορους άλλους λόγους.
Τέλος, το ποσοστό των μισθωτών, το οποίο εκτιμάται σε 64,4%, εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 83,4% του συνόλου των απασχολουμένων.
http://www.eklogika.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου