Η Αναίς Νιν σε μια από τις «πυκνότερες» φράσεις που γράφτηκαν ποτέ, υποστήριξε κάποτε ότι «δεν βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι αλλά όπως είμαστε». Ίσως καμία φράση να μην περιγράφει τον τρόπο πρόσληψης και αντιμετώπισης της κρίσης (και όχι μόνο της κρίσης) στην Ελλάδα όσο αυτή.
Α. Τα γεγονότα κι εμείς (1ο μέρος)
Συχνά (ευτυχώς όχι πάντα) τόσο η κυρίαρχη όσο και κάποιες από τις αντίθετες πολιτικές προσεγγίσεις της κρίσης φέρνουν στην επιφάνεια την διττή προσέγγιση στην οποία στηρίχθηκε η δόμηση του συλλογικού εαυτού μας: Από την μια μεριά ήταν η Δύση, που μετά την «εθνεγερσία» προσέγγιζε μέσα από τον Διαφωτισμό, αλλά αυτό ήταν διαφορετικό από «μια απλή Δυτική επιβολή ιδεών” (Γουργούρης, Στ. 1996, σελ. 75). Καθώς ήταν συχνά ένα όχημα χειραγώγησης, για να κατανοηθεί ο νεοελληνικός διαφωτισμός αποκλειστικά ως το όχημα για έναν δήθεν «εκδυτικισμό» ή «εκμοντερνισμό» της Ελλάδας (ό.π.) και όχι ένα (ενίοτε λαμπρό μα όχι πάντα) ερέθισμα για έναν δημιουργικό -άρα σε διαρκή τριβή- εξευρωπαϊσμό. Η επιφανειακή αυτή και γλύφτικη προσεγγιση της τότε Δύσης έδρασε προς όφελος μιας αστικής τάξης όχι δημιουργικής ή “εθνικής” μα κατά βάση μεταπρατικής κομπραδόρικης και “εθελόδουλης”. Ως απόνερα αυτής της μεταπρατικής τάξης δημιουργήθηκε και μια μερίδα της αριστεράς που είχε απέχθεια ακόμη και για τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές της λαϊκότητας, συνδέοντας μονοσήμαντα και μικρόνοα την (όλο και στραγγισμένη από τις κριτικές και δημιουργικές της πλευρές) “ελληνικότητα” (παρά την αξιόλογη αν κι άνιση στο εσωτερικό της προσπάθεια της γενιάς του 30) με κάθε τι αντιδραστικό.
Από την άλλη μεριά ήταν η «Ανατολή» που «περιέργως» (αφού η με αξιόλογες και μη πλευρές Ανατολή δεν είναι κατά βάση Χριστιανική) μας προσέγγιζε μέσα από μία «Ελληνορθοδοξία», η οποία δεν δρούσε ως ένα όχημα ενοποίησης με την υπόλοιπη χριστιανική Ευρώπη, αλλά περισσότερο ως μια “ξεχωριστή πίστη”. Πίστη που έκανε τους Έλληνες να βλέπουν τον εαυτό τους ως «μια αγνή, ενωμένη φυλή, που είχε ως αποστολή της να υπερασπίζεται μια ρομαντική ιδέα κοινότητας» (Bien, 1995). Ως (παλαβό) αποτέλεσμα η Ελλάδα έπρεπε να συνδεθεί με την «αρχαία παιδεία και δόξα» μέσα από τον Διαφωτισμό, κι έπρεπε να είναι ελληνορθόδοξη κι αντίθετη με τον Διαφωτισμό για να διατηρήσει την συνοχή της! Η εθνοκεντρική, φοβική αντίληψη του κόσμου (ακόμη και της παγκόσμιας κρίσης...) ένας επαρχιώτικος εθνικιστικός (κι εξ αντικατοπτρισμού ενίοτε κι αριστερίστικος) τσαμπουκάς (ξέρεις ποιοι είμαστε εμείς ΡΕ;) εξεφρασμένος ως η κυρίαρχη εκφορά της ελληνικότητας (ή της δήθεν επαναστατικότητας) βρίσκουν, προφανώς ανάμεσα σε πολλά και περίπλοκα, το αρχικό νήμα τους σ' αυτές τις αντιλήψεις. Οι δυο (βασικά, πέρα από τις υποδιαιρέσεις τους) πολιτισμικές απολυτότητες που αποκρυσταλώθηκαν στο θεωρητικό, εισχώρησαν στο πρακτικό επίπεδο, (μεταμφιεσμένες και πολύσημες) τόσο δεξιά όσο και στο κέντρο και αριστερά, επηρεάζοντας όχι την ύπαρξη και το εύρος (εδώ δεν μπορούμε να μπερδευόμαστε αφού οι ιδεολογίες παραμένουν διακριτές), αλλά την εκφορά και άρα την πρακτική των ιδεολογικών διαφορών. Και αναδεικνυόμενες σε παράμετρο χειραγώγησης της σκέψης και της κρίσης των ανθρώπων, έπαιξαν -σε ποικίλες φάσεις της ταραγμένης ιστορίας μας- ρόλο κατευνασμού ή «βολικής εχθρότητας» σε εσωτερικές αντιθέσεις κι ευρύτερες ανησυχίες.
Ώστε από τη μια οι άνθρωποι, για να χρησιμοποιήσουμε την περίφημη έκφραση του Kiberd για τους Ιρλανδούς (Kiberd, D., σελ. 247), «μεθούσαν από μνήμη» για ν’ αναστήσουν το (μονοπολιτισμικό και μονοθρησκευτικό βεβαίως βεβαίως!) παρελθόν ως φετίχ και να αντέξουν την μετριοκρατία του (εκάστοτε) κοινωνικοπολιτικού παρόντος. Δεν έχει σημασία αν ζούσες στην Ελλάδα της μετριοκρατίας, της διαπλοκής και της παραβίασης της ζωής και του μέλλοντος σου, είχες «πρόγονο Περικλή»… (Ή μπάρμπα στην Κορώνη”... ) Κι από την άλλη οι άνθρωποι έπρεπε εναλλακτικά «να μεθούν από μέλλον» (μονοϊδεολογικό βεβαίως βεβαίως!) για να μην βλέπουν τις αντιφάσεις και το αδιέξοδο των απόλυτων λύσεων. Δεν είχε σημασία αν οι ηγεσίες σου απομακρύνονταν από τα άμεσα προτάγματα που έθετε η πραγματικότητα σκάβοντας το αίμα και τους αγώνες, μιας και προσδοκούσαν να δικαιώσουν τις ιδεοληψίες τους και όχι τον κόσμο, εσύ έπρεπε να υπομείνεις σιωπηλά, άρα συνένοχα, για να δημιουργήσεις ένα «καλύτερο αύριο» για όλους…
Όλες οι ιδεολογίες που δεν έχουν (από επιλεγμένη ή επιβεβλημένη άγνοια) δημιουργικά και κριτικά αποτελέσει κτήμα του γνωστικού οπλοστασίου συνειδησιακά και υλικά αυτόνομων ανθρώπων (κάτι δύσκολο από μόνο του) καταλήγουν στον πολιτικό φορμαλισμό που τις ακυρώνει. Δίνοντας την μορφή του έτοιμου “ακίνητου” καταναλωτικού προϊόντος. Κι ο πολιτικός φορμαλισμός παίρνει διάφορες μορφές. Από έναν υφέρποντα πατριωτικό αντιευρωπαϊσμό (δεξιό κι αριστερό, και δεν το συνδέω με τις επικριτικές φωνές για την ΕΕ που αυθαίρετα -πια...- συνδέεται με την Ευρώπη) έως έναν υφέρποντα μισελληνισμό (δεξιό κι αριστερό). Η Λακανική σχολή με τα τέσσερα κυρίως είδη λόγου (βλ. Λίποβατς, 1999) έχει με αρκετή σαφήνεια δείξει πόσο η άρνηση του άλλου αλλά και του εαυτού που ενδημούν στις υπεραπλουστεύσεις «υπερπατριωτών» και «υπερεπαναστατών» συνδέουν (αν και κατ’ ουσίαν την ακυρώνουν) την πολιτική με διαφορετικές μα υπαρκτές πλευρές της ψυχοπαθολογίας. Και αυτές οι πλευρές γνωρίζουν καλά το παιχνίδι και της μετουσίωσης και της μεταμφίεσης.
Β. Η παθολογία του πολιτικού ελληνιστί
Ίσως σε κανέναν τομέα δεν φαίνεται όλη αυτή η ελλειματική πολιτική “αλληλεπίδραση” όσο στην παιδεία. Και ενώ από την συγκροτημένη ελληνική δεξιά δεν έχεις παρά ελάχιστες απαιτήσεις,(αν κι απαιτήσεις υπαρκτές αφού άξια λόγου άτομα όπως και χαζοί υπάρχουν παντού) από την αριστερά απαιτείς, αφού αριστερά που δεν απαιτεί η ίδια (ο καθένας κι η καθεμιά από μας) μια άλλη παιδεία δεν είναι και τόσο ειλικρινής στις προθέσεις της για έναν άλλον κόσμο.
Στην πραγματικότητα και παρά τα προβλήματα που υπάρχουν σε όλες τις βαθμίδες, όλη η ελληνική παθογένεια αναδεικνύεται στην ανώτατη εκπαίδευση όπως και οι κάθε χρώματος μικροαστικές της διαθλάσεις. Συμβαίνει αυτόλόγω της αμεσότερης διαπλοκής με την εξουσία και των υλικών και ψυχικών κερδών που την συνοδεύουν που διαφθείρουν εν δυνάμει περισσότερο όλους κι όλες μας. Αυτό που κρύβουν οι αριστεροδεξιοί προύχοντες και οι παρατρεχάμενοι τους είναι μια από τις ευφυέστερες παρατηρήσεις που γράφτηκαν ποτέ, γραμμένη από τον Κάρολο Μαρξ, πως υπάρχουν "αγαθά λέσχης". Αγαθά στα οποία η πρόσβαση δεν είναι γενικευμένη αλλά απαιτεί ένα οικονομικό ή γνωστικό κεφάλαιο (μαζί πάνε συνήθως) για την εισαγωγή. Η ανώτατη παιδεία, με τις (καλώς ή κακώς υπάρχουσες είναι άλλο θέμα) εισαγωγικές της εξετάσεις, είναι αυτό ακριβώς, ποτέ δεν αφορούσε μαζικά τους απόκληρους κι ας αποκαλείται υποκριτικά δημόσια παιδεία... Κρατική είναι και κρατικό και ιδιωτικό άρα “οξυγόνο” μοιράζει δημιουργώντας τους κάθε χρώματος λειτουργικούς διανοούμενους που χρειάζεται. Η διαφορά μεταξύ της συναίνεσης που πρέπει να επιδιώκεται καθώς δρα υπερ του συνόλου και της συναίρεσης των υποστηρικτικών του στάτους κβο ομάδων είναι αυτή: Η αναπαραγωγή (πέρα από τα αναμενόμενα συνθήματα διαφοροποίησης) του μοντέλου εξουσίας και των επιμέρους συμφερόντων. Ακόμη κι η αναπαραγωγή των θώκων στο εσωτερικό των ΑΕΙ (όπως και σε όλους τους θεσμούς στους οποίους το σύστημα μοιράζει υλικά και ψυχολογικά κέρδη δομώντας την εσωτερική συνοχή στ' ανώτερα αλλά και ίσως στ' αντιπροσωπευτικότερα κλιμάκια του) θυμίζει βυζαντινισμό και φεουδαρχία (και γλύψιμο όσων θέλουν να πλασαριστούν). Όχι τυχαία η ταξική πάλη γίνεται πρώτα και κύρια στον δρόμο (στον χώρο εργασίας, στο σπίτι, στη γειτονιά, όπου η ανάσα σου σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου, δηλαδή με την καθημερινή σου πρακτική απέναντι στο άλλο πλάσμα και στον άλλον άνθρωπο) όπου ανατρέπεις το εντός σου στημένο δόκανο (“έχουν όλους τους τρόπους αυτοί” που έγραφε απλοϊκά έστω κι η Γώγου), γιατί χρειάζεται αυτό που είναι καταλύτης για να νιώσεις βαθιά την σημαντικότητά της: Το βίωμα. Και την επεξεργασμένη μνήμη. Την “μεταγνώση” του βιώματος. Αλλιώς τρέπεται σε δόκανο κι αυτό.
Η δε περίφημη διαμάχη για το άρθρο 16 αφορούσε την διαπάλη των μεσοαστικών και μικροαστικών στρωμάτων των δεκαετιών 1990 2000 για το πλάσάρισμα στην τότε ανερχόμενη αγορά εργασίας, αφού όσοι μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους στα μεγάλα ιδρύματα στο εξωτερικό και γύριζαν με αναγνωρισμένα πτυχία το έκαναν έτσι κι αλλιώς! Άλλα ήταν τα στρώματα που αποκλείονταν στο εσωτερικό (πχ η πλειοψηφία των παιδιών στο Πέραμα κλπ που έφταναν μέχρι την μέση εκπαίδευση πλυν εξαιρέσεων) κι άλλοι που έτρωγαν πόρτα από το εξωτερικό, (αφού την ίδια ώρα η αγορά εργασίας που απευθύνονταν σε μεσοαστούς κρατούσε λιγότερους ανταγωνιστές λόγω των μικροαστικών στρωμάτων που δεν περνούσαν στο εσωτερικό και δεν μπορούσαν να σπουδάσουν στο εξωτερικό)! Τότε αντί της διαλεκτικής ανάλυσης, αντί της πραγματικότητας που θα μας έδειχνε πώς την πραγματικότητα θ' αλλάξουμε (Μπρεχτ), αντί της ρωμαλεότητας στην σκέψη κι άρα στη στάση ζωής, επιλέχθηκαν συναισθηματισμοί που έκρυβαν κυνικότητες, θούριοι που έκρυβαν το κενό, (καταναλώστε κουτάκια ελεύθερα! νομίζουμε πως είναι δωρεάν μα είναι πανάκριβα δοσμένα) “ήρωες” που ήταν μίσθαρνα όργανα των φιλοδοξιών τους, που παραμένουν η πιο ύπουλη κι η πιο βαθιά προσωπική φυλακή για τον καθένα μας... Η αυτοπαγίδευση άλλωστε εκείνης της αριστεράς που δεν έχει βίωμα φαίνεται απ 'τον βαθμό αυταρέσκειας (είμαι πιο ανθρώπινος ή είμαι αριστερός γιατί έτσι δηλώνω κι ας έχουν να κάνουν και τα δυο με τρόπο ζωής), γι αυτό και συχνά τα χειρότερα αφεντικά είναι δήθεν αριστεροί με δεξιές τσέπες, ενώ (απλοί άνθρωποι που δηλώνουν) δεξιοί (δίχως το αντίστοιχο μεγαλοαστικό βίωμα της υποκρισίας κι αυτοί) “που έχουν την μύγα και προσπαθούν να την διώξουν” μπορεί να είναι πιο ανθρώπινοι. Αυτό βέβαια αφορά το πεδίο της καθημερινής συμπεριφοράς και τα όρια της ανθρώπινης φύσης, δεν αφορά τις ιδεολογίες και την υπεράσπιση επιμέρους ή συνολικότερων συμφερόντων που εντελώς διακριτά η καθεμιά (στο απαραίτητο θεωρητικό και δυνητικά στο πολύτιμο πρακτικό) εκφράζει.
Κι όμως στα ΑΕΙ τις δεκαετίες 1990 2000 τους εργολάβους με τις χειμαζώμενες καθαρίστριες των 600 (και κάτω) ευρώ, την πρώτη εν σιωπή ιδιωτικοποίηση δηλαδή, τους έβαλαν ή τους ανέχθηκαν (δήθεν) “αριστεροί” (που απαιτούσαν και πετύχαιναν αλληλεγγύη στις δικές τους πληρωνόμενες απεργίες εκείνης της εποχής) όσο και (αναμενόμενα και πιο συγχωρητέα λόγω άλλης αντίληψης για την οικονομία) δεξιοί. Η μητέρα μου δούλεψε κάποια χρόνια καθαρίστρια σε εργολάβο σ' άλλον έστω εργασιακό τομέα. Μιλώ για την τάξη μου τώρα. Δίχως μεσάζοντες. Στις τότε ισχνές απεργίες των καθαριστριών στα ΑΕΙ (με εξαίρεση τα χρόνια της κρίσης που ριζοσπαστικοποιείται η ελληνική κοινωνία) δεν υπήρχε μιντιακή κάλυψη φυσικά ή συμπαράσταση ούτε καν από το φοιτηταριάτο (...) σε αντίθεση με τις απεργίες των καθηγητών... Διότι πέρα απ' το υλικό υπάρχει και το ψυχολογικό κέρδος κι ο σύντροφος καθηγητής με τα κομματικά φώτα πάνω του το παρείχε, η καθαρίστρια όχι...
Σημαίνει αυτό πως δεν υπάρχουν αξιόλογοι άνθρωποι στο πανεπιστήμιο από τους οποίους και τις οποίες μαθαίνουμε; κάθε άλλο. Θα ήταν ηλιθιότητα και πολιτική επιλογή να ισοπεδώσει κανείς. Σημαίνει αυτό πως οι φοιτητές κι οι φοιτήτριες των αριστερών παρατάξεων δεν έχουν οξυμένη ευαισθησία σε σύγκριση με την (πατρίς θρησκεία κι οικογένεια) ΔΑΠάρα που βγάζει για τους πρωτοετείς τις περίφημες χυδαία σεξιστικές αφίσες με τα ξόβυζα Ανατολικά μοντέλα συνοδευμένες με συνθήματα όπως “πάρτυ και φύγε”; (έλα που δεν καταλαβαίνεις την λάθος ορθογραφία του πάρτυ!) Θα ταν κρετινισμός (ή πρετεντερισμός) κι αδικία να το υποστηρίξει κανείς. Σημαίνει όμως πως θα πρέπει, αν θέλουν κι αν αντέχουν λόγο και πράξη αντάξιο των ονείρων τους, κάποτε να μιλήσουν.
Η αριστερά, αν αφήσει μάλιστα την αυταρέσκεια κι εμπλουτίσει την οπτική της δίχως να αλλάζει το ιδεολογικό της στίγμα, παραμένει η μεγάλη ελπίδα. Όμως ο Αντόρνο έχει εξηγήσει πολύ καλά πως όσο στο εσωτερικό των αριστερών κομμάτων αναπαράγονται οι αστικές ιεραρχίες και διαχωρίζονται τα πόδια απ' το κεφάλι, όσο δεν βλέπουμε κατάματα ότι δεν μπορούμε ν αναπαράγουμε τον κόσμο που καταγγέλουμε, δεν υπάρχει αληθινή επαναστατικότητα. Και πως να υπάρξει;; Για να αφήσεις το ασφαλές λιμάνι και ν' ανοιχτείς στο πέλαγος πραγματικά πρέπει να χεις ακυρώσει κάθε δυνατότητα επιστροφής. Πρέπει να χεις μπουρλουτιάσει το μικροαστικό σπιτάκι σου ή το μαντρί σου πρώτα για να βρεις αληθινές γέφυρες με τους άλλους. Για να δράσεις πολιτικά και να στρέψεις αριστερά να πρέπει να ξεβολέψεις.
Η τέχνη καλύπτει την αλήθεια που δεν μποροούμε ν' αντέξουμε, έγραψε ο μισητός Νίτσε. Η γραφή ας αρχίσει να την αποκαλύπτει.
http://tvxs.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου