Το παρακάτω κείμενο είναι μετάφραση αποσπάσματος από την
εισαγωγή του καθηγητή Tim Anderson στο σημαντικό και επίκαιρο βιβλίο του
“The Dirty War on Syria, Washington, Regime change and Resistance”,
‘όπως παρατίθεται στον ιστότοπο http://www.globalresearch.ca. Σε μετάφραση Β. Π. για το avantgarde.
«Παρά το γεγονός ότι κάθε πόλεμος κάνει ευρεία χρήση των ψεμάτων και της εξαπάτησης, o βρώμικος πόλεμος κατά της Συρίας έχει βασιστεί σε ένα επίπεδο μαζικής παραπληροφόρησης που δεν έχουμε ξαναδεί, όσο τουλάχιστον μπορούμε να θυμηθούμε». Ο Βρετανο-Αυστραλός δημοσιογράφος Philip Knightley επισημαίνει ότι ο πόλεμος της προπαγάνδας τυπικά περιλαμβάνει «ένα καταθλιπτικά προβλέψιμο μοτίβο», αυτό της δαιμονοποίησης του ηγέτη του εχθρού, στη συνέχεια της δαιμονοποίησης των «ανθρώπων του εχθρού» μέσα από ιστορίες θηριωδίας, πραγματικές ή φανταστικές (Knightley 2001). Έτσι λοιπόν, ένας ήπιου χαρακτήρα οφθαλμίατρος που ονομάζεται Bashar al Assad, έγινε το νέο «κακό» στον κόσμο και, σύμφωνα με συνεχείς αναφορές στα δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο Συριακός στρατός δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να σκοτώνει αμάχους για περισσότερα από τέσσερα χρόνια. Μέχρι σήμερα, πολλοί φαντάζονται ότι η σύγκρουση
στη Συρία είναι «εμφύλιος πόλεμος», μια «λαϊκή εξέγερση» ή κάποιου είδους εσωτερική θρησκευτική σύγκρουση. Αυτοί οι μύθοι, είναι από πολλές απόψεις, ένα σημαντικό επίτευγμα για τις μεγάλες δυνάμεις, που έχουν επιτύχει μια σειρά από επιχειρήσεις «αλλαγής καθεστώτος» στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, όλες με ψευδή προσχήματα, κατά τα τελευταία 15 χρόνια.
Αυτό το βιβλίο είναι μια προσεκτική ακαδημαϊκή εργασία, αλλά και μια ισχυρή άμυνα του δικαιώματος του συριακού λαού να καθορίσει τη δική του κοινωνία και το δικό του πολιτικό σύστημα. Η θέση αυτή είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά μπορεί να ερεθίσει τις δυτικές ευαισθησίες, συνηθισμένοι όπως είμαστε στο υποθετικό «προνόμιο της παρέμβασης». Μερικές φορές πρέπει να γίνομαι ωμός, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί κάποιος να διαπεράσει τη διγλωσσία. Στη Συρία οι μεγάλες δυνάμεις προσπάθησαν να κρύψουν την επέμβασή τους πολεμώντας «δια αντιπροσώπων», ενώ δαιμονοποιούν τη συριακή κυβέρνηση και το συριακό στρατό, κατηγορώντας τους σταθερά για συνεχείς φρικαλεότητες. Αργότερα, δε, προσποιήθηκαν ότι σώζουν το λαό της Συρίας από τη δική του κυβέρνηση. Πολύ λιγότεροι δυτικοί αντιτίθενται στον πόλεμο στη Συρία από αυτούς που αντιτάχθηκαν στην εισβολή στο Ιράκ, επειδή εξαπατήθηκαν σχετικά με την πραγματική φύση του.
Οι «βρώμικοι πόλεμοι» δεν είναι κάτι νέο. Ο εθνικός ήρωας της Κούβας Χοσέ Μαρτί το πρόβλεψε λέγοντας σε ένα φίλο του ότι η Ουάσιγκτον θα προσπαθήσει να παρέμβει στον αγώνα της ανεξαρτησίας της Κούβας ενάντια στην Ισπανία. «Θέλουν να προκαλέσουν έναν πόλεμο», έγραψε το 1889 «για να έχουν ένα πρόσχημα για να παρέμβουν και, από τη θέση του μεσολαβητή και του εγγυητή, να αδράξουν την χώρα… Δεν υπάρχει πιο άνανδρο πράγμα στα χρονικά των ελεύθερων ανθρώπων, ούτε τέτοιου είδους ανηλεές κακό (Martí 1975: 53). Εννέα χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια του Τρίτου Πολέμου της Ανεξαρτησίας, μια έκρηξη στο λιμάνι της Αβάνα κατέστρεψε το USS Maine, σκοτώνοντας 258 ναύτες των ΗΠΑ, και χρησιμεύοντας ως πρόσχημα για την εισβολή των ΗΠΑ.
Οι ΗΠΑ «εξαπέλυσαν» δεκάδες επεμβάσεις στη Λατινική Αμερική κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα. Ένας από τους άξιους αναφοράς «βρώμικους πολέμους» εξαπολύθηκε από τους υποστηριζόμενους από τη CIA «μαχητές της ελευθερίας», μισθοφόρους που εδράζονταν στην Ονδούρα, οι οποίοι επιτέθηκαν στην κυβέρνηση των Σαντινίστας και στο λαό της Νικαράγουα στη δεκαετία του 1980. Η σύγκρουση, σε ό,τι αφορά τη μέθοδο που ακολουθήθηκε, δεν είχε μεγάλες διαφορές από τον πόλεμο στη Συρία. Στη Νικαράγουα σκοτώθηκαν πάνω από 30.000 άνθρωποι. Το Διεθνές Δικαστήριο έκρινε τις ΗΠΑ ένοχες για μια σειρά από επιθέσεις τρομοκρατικού χαρακτήρα στη μικρή χώρα της Κεντρικής Αμερικής και αποφάσισε ότι οι ΗΠΑ οφείλουν στη Νικαράγουα αποζημίωση (ICJ 1986). Η Ουάσιγκτον αγνόησε αυτές τις αποφάσεις.
Με την «Αραβική Άνοιξη» του 2011 οι μεγάλες δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν την «πολιτική της υπόθαλψης», δράττοντας την ευκαιρία να επιβάλουν έναν «ισλαμικό χειμώνα», επιτιθέμενες στα λίγα εναπομείναντα ανεξάρτητα κράτη της περιοχής. Πολύ γρήγορα είδαμε την καταστροφή της Λιβύης, μια μικρής χώρας με το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στην Αφρική. Οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ και οι επιχειρήσεις των Ειδικών Δυνάμεων βοήθησαν τις ομάδες της Αλ Κάιντα στο έδαφος. Το υπόβαθρο για την επέμβαση του ΝΑΤΟ ήταν ψέματα που ειπώθηκαν για «πραγματικές» και επικείμενες σφαγές που υποτίθεται ότι διεξάγονταν ή σχεδιάζονταν από την κυβέρνηση του Προέδρου Μουαμάρ Καντάφι. Οι ισχυρισμοί αυτοί οδήγησαν άμεσα σε ένα ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που επέβαλε την προστασία των αμάχων μέσω μιας «ζώνης απαγόρευσης πτήσεων». Βέβαια, τώρα γνωρίζουμε ότι «η εμπιστοσύνη προδόθηκε» και ότι οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ καταχραστήκαν την εντολή που τους δόθηκε από την περιορισμένη εξουσιοδότηση του ΟΗΕ για να πετύχουν την ανατροπή της κυβέρνησης της Λιβύης (McKinney 2012).
Στη συνέχεια, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να αποδείκνυε ότι ο Καντάφι είχε σκοπό ή πραγματοποίησε ή απείλησε να πραγματοποιήσει μαζικές σφαγές, όπως είχε ευρέως διαδοθεί (Forte 2012). Η Genevieve Garrigos της Διεθνούς Αμνηστίας (Γαλλία) παραδέχθηκε ότι δεν υπήρχε «καμία απόδειξη» που να υποστηρίζει τις παλαιότερες αιτιάσεις της ομάδας της ότι ο Καντάφι είχε χρησιμοποιήσει «μαύρους μισθοφόρους» για να διαπράξει σφαγές(Forte 2012; Edwards 2013).
Δύο μέρες πριν το βομβαρδισμό της Λιβύης από το ΝΑΤΟ μια άλλη ένοπλη ισλαμιστική εξέγερση ξέσπασε στην Νταράα, τη νοτιότερη πόλη της Συρίας. Ωστόσο, επειδή αυτή η εξέγερση συνδέθηκε με τις διαδηλώσεις του κινήματος για τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις, η πραγματική της φύση μπόρεσε να αποκρυβεί. Πολλοί ήταν αυτοί που δεν είδαν ότι αυτοί που παρείχαν τον οπλισμό -το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία- διέδιδαν επίσης πλαστές ειδήσεις στα αντίστοιχα μέσα ενημέρωσης, το Al Jazeera και το Al Arabiya. Υπήρχαν όμως και άλλοι λόγοι για τους «ανθεκτικούς» μύθους αυτού του πολέμου. Σε πολλά δυτικά ακροατήρια, φιλελεύθερα και αριστερά, καθώς και σε πιο συντηρητικά, φάνηκε να αρέσει η ιδέα του δικού τους ρόλου ως σωτήρες ενός ξένου λαού. Έτσι, μιλούσαν με πάθος για μια χώρα την οποία γνώριζαν λίγα πράγματα, συμφωνούσαν όμως σε αυτό που φάνηκε να είναι ένας «δίκαιος αγώνας» ενάντια σε αυτόν το νέο «δικτάτορα». Έχοντας πλέον μια αποστολή και μια περήφανη εικόνα για τον εαυτό του, το δυτικό κοινό ξέχασε τα ψέματα των προηγούμενων πολέμων και τη δική του αποικιακή κληρονομιά.
Δε θα ήμουν υπερβολικός αν ισχυριζόμουν ότι στο «Βρώμικο Πόλεμο στη Συρία», ο δυτικός πολιτισμός σε γενικές γραμμές εγκατέλειψε τις καλύτερες τις παραδόσεις του -του Ορθού Λόγου, τη διατήρηση του ηθικού πλεονεκτήματος και την αναζήτηση αποδείξεων από ανεξάρτητες πηγές σε περιόδους συγκρούσεων- υπέρ των χειρότερων παραδόσεων του: το «αυτοκρατορικό προνόμιο» για επέμβαση, που στηρίζεται σε βαθιά ρατσιστικές προκαταλήψεις και φτωχή γνώση της ίδια τους της κουλτούρας. Αυτή η αδυναμία ενισχύθηκε από μια άγρια εκστρατεία πολεμικής προπαγάνδας. Αφότου ξεκίνησε η δαιμονοποίηση του ηγέτη της Συρίας, Μπασάρ αλ Άσαντ, κατασκευάστηκε ένας αποκλεισμός στα ηλεκτρονικά μέσα εναντίον οτιδήποτε θα μπορούσε να υπονομεύσει την εκδοχή που παρουσίαζαν για τον πόλεμο. Ήταν πολύ λίγες οι λογικές απόψεις που προέκυψαν για τη Συρία από τη Δύση μετά το 2011 και μάλιστα, στο βαθμό που ασκούσαν κριτική, πέρασαν στη «μαύρη λίστα».
Ήταν σε αυτό το πλαίσιο που ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο. Είναι μια υπεράσπιση της Συρίας, που δεν απευθύνεται βασικά σε αυτούς που ασπάζονται τους δυτικούς μύθους, αλλά στους άλλους, σε αυτούς που τους αντιμάχονται. Πρόκειται λοιπόν για ένα βιβλίο βασισμένο σε πηγές και για αυτό το λόγο αποτελεί συμβολή στην ιστορία της συριακής σύγκρουσης Οι ιστορίες της Δύσης έχουν γίνει αυτοαναφορικές και πιστεύω ότι δεν είναι συνετό να τις παίρνει κανείς και πολύ στα σοβαρά. Είναι καλύτερα, νομίζω, να μιλάμε για τα τρέχοντα γεγονότα ως έχουν, και να αντιμετωπίσουμε τα «παραπετάσματα καπνού» στη συνέχεια. Δεν αγνοώ τους δυτικούς μύθους, στην πραγματικότητα αυτό το βιβλίο καταγράφει πολλούς από αυτούς. Πλην όμως αυτό που πρώτιστα με ενδιαφέρει είναι η πραγματικότητα του πολέμου.
Η δυτική μυθολογία βασίζεται στην ιδέα του Αυτοκρατορικού Προνομίου, ρωτώντας τι πρέπει να κάνουμε «εμείς», για τα προβλήματα των άλλων ανθρώπων. Αυτή είναι μια προσέγγιση που δεν έχει καμία βάση στο διεθνές δίκαιο ή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα επόμενα βήματα περιλαμβάνουν μια σειρά από κατασκευές για τα προσχήματα, το χαρακτήρα και τα γεγονότα του πολέμου. Το πρώτο πρόσχημα για το ζήτημα της Συρίας ήταν ότι οι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ και οι μοναρχίες του Κόλπου υποστήριζαν μια κοσμική και δημοκρατική επανάσταση. Όταν αυτό φάνηκε να μην συμβαίνει, η δεύτερη ιστορία ήταν ότι έσωζαν την καταπιεζόμενη πλειοψηφία του πληθυσμού, τους «Σουνίτες Μουσουλμάνους» από ένα σεκταριστικό «Αλαουίτικο καθεστώς». Στη συνέχεια, όταν οι σεκταριστικές φρικαλεότητες από τις αντι-κυβερνητικές δυνάμεις προκάλεσαν μεγάλη δημόσια συζήτηση, το πρόσχημα έγινε ο ισχυρισμός ότι υπήρχε ένας «πόλεμος σκιών»: άρχισε να λέγεται ότι στην πραγματικότητα κάποιοι «μετριοπαθείς αντάρτες» πολεμούν τις «ακραίες» ομάδες. Ως εκ τούτου, η δυτική επέμβαση ήταν αναγκαία για να ενισχύσει αυτούς τους «μετριοπαθείς αντάρτες» κατά των «νέων» εξτρεμιστικών ομάδων που είχαν μυστηριωδώς προκύψει και αποτελούσαν απειλή για τον κόσμο.
Αυτή ήταν η ιστορία «Β». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Χόλυγουντ θα κάνει ταινίες που θα βασίζονται σε αυτό το μετα-σενάριο τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, αυτό που πρώτιστα ενδιαφέρει αυτό το βιβλίο είναι η ιστορία «Α». «Εντεταλμένοι» στρατοί ισλαμιστών, εξοπλισμένοι από τους περιφερειακούς συμμάχους των ΗΠΑ (κυρίως τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και την Τουρκία), διεισδύουν εντός ενός κινήματος που έχει στόχο την πολιτική μεταρρύθμιση, πυροβολώντας αστυνομικούς και πολίτες. Το «φορτώνουν» στην κυβέρνηση, και προκαλούν την εξέγερση, επιδιώκοντας την ανατροπή της συριακής κυβέρνησης και του κοσμικού-πλουραλιστικού κράτους. Είναι συνέχεια της ανοιχτά διακηρυγμένης φιλοδοξίας των ΗΠΑ να δημιουργήσουν μια «Νέα Μέση Ανατολή», υποτάσσοντας (σ.σ. στο αυτοκρατορικό κέντρο) κάθε χώρα της περιοχής, είτε μέσω μιας πολιτικής μεταρρυθμίσεων, είτε μέσω του μονομερούς αφοπλισμού, είτε μέσω της απευθείας ανατροπής. Η Συρία ήταν η επόμενη στη σειρά, μετά το Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Λιβύη. Στη Συρία, οι «εντεταλμένοι στρατοί» θα προέρχονταν από τις συνδυασμένες δυνάμεις της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και των φανατικών Ουαχαμπιτών της Σαουδικής Αραβίας. Παρά τις κατά καιρούς διαμάχες για την εξουσία ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες και τους χορηγούς τους, στην ουσία μοιράζονται την ίδια σαλαφιστική ιδεολογία, αντιτιθέμενοι στα κοσμικά ή εθνικιστικά καθεστώτα, επιδιώκοντας τη δημιουργία ενός θρησκευτικού κράτους.
Ωστόσο στη Συρία, οι ισλαμιστές της Ουάσινγκτον ήρθαν αντιμέτωποι με έναν πειθαρχημένο εθνικό στρατό που δεν αποσυντέθηκε στη βάση των θρησκευτικών διαφορών, παρά τις πολλές προκλήσεις. Το συριακό κράτος είχε επίσης ισχυρούς συμμάχους, τη Ρωσία και το Ιράν. Η Συρία δεν επρόκειτο να γίνει μια Λιβύη «νούμερο δύο». Η βία αυτού του παρατεταμένου πόλεμου, ειπώθηκε από τη Δύση, ότι συνίσταται στην εξόντωση των αμάχων από τον συριακό στρατό. Από την συριακή πλευρά οι άνθρωποι είδαν καθημερινά τρομοκρατικές επιθέσεις στις πόλεις, τα σχολεία και τα νοσοκομεία και τις σφαγές των απλών ανθρώπων από τους «μαχητές της ελευθερίας» του ΝΑΤΟ, στη συνέχεια τις αντεπιθέσεις από το στρατό. Ξένοι τρομοκράτες από δεκάδες χώρες στρατολογήθηκαν από τους Σαουδάραβες και το Κατάρ, ενισχύοντας τους ντόπιους μισθοφόρους.
Αν και οι τρομοκρατικές ομάδες στο εξωτερικό πολύ συχνά αποκαλούνται «αντιπολίτευση, «μαχητές » και «σουνιτικές ομάδες», αυτό που συμβαίνει στο εσωτερικό είναι ότι η πραγματική πολιτική αντιπολίτευση έχει εγκαταλείψει τους ισλαμιστές από τις αρχές του 2011. Η βία έδιωξε την πολιτική διαμαρτυρία από τους δρόμους και το μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης (εκτός από τη Μουσουλμανική αδελφότητα και κάποιους «εξόριστους») πήρε το μέρος του κράτους και του στρατού, και δε θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι συντάχθηκε στο πλευρό του κόμματος που βρισκόταν στην εξουσία, του κόμματος Μπαθ. Ο συριακός στρατός αντιμετώπισε τους τρομοκράτες με κτηνώδη βία, αλλά αντίθετα με όσα ισχυρίζεται η δυτική προπαγάνδα, υπήρξε προστατευτικός απέναντι στους αμάχους. Οι ισλαμιστές επέδειξαν κτηνώδη συμπεριφορά απέναντι σε όλους και το έκαναν ανοικτά. Εκατομμύρια από τους ανέστιους και τους εσωτερικά εκτοπισμένους βρήκαν καταφύγιο στην πλευρά της κυβέρνησης και του στρατού, ενώ άλλοι εγκατέλειψαν τη χώρα.
Προσδοκώντας να «λήξουν το παιχνίδι», οι Μεγάλες Δυνάμεις επιχείρησαν την ανατροπή του συριακού κράτους ή, σε περίπτωση αποτυχίας αυτού του σχεδίου, τη δημιουργία ενός δυσλειτουργικού κράτους στη θέση του ή το διαμελισμό του σε σεκταριστικά κρατίδια ώστε σε κάθε περίπτωση να διαλύσουν τον «άξονα των ανεξάρτητων περιφερειακών κρατών». Ο «άξονας» αυτός περιλαμβάνει τη Χεζμπολάχ στο νότιο Λίβανο και την Παλαιστινιακή αντίσταση, παράλληλα με τη Συρία και το Ιράν, τα μόνα κράτη της περιοχής χωρίς στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ. Πιο πρόσφατα το Ιράκ – ακόμη τραυματισμένο από τη δυτική εισβολή, τις σφαγές και την κατοχή – έχει αρχίσει να ευθυγραμμίζεται με αυτόν τον άξονα. Η Ρωσία επίσης, έχει αρχίσει να διαδραματίζει σημαντικό αντισταθμιστικό ρόλο. Τόσο η πρόσφατη ιστορία τους όσο και η συμπεριφορά τους έχουν αποδείξει για τη Ρωσία και το Ιράν ότι δε διαθέτουν αυτοκρατορικές φιλοδοξίες που να μπορούν έστω και κατά διάνοια να συγκριθούν με αυτές της Ουάσινγκτον και των συμμάχων της, αρκετοί από τους οποίους (Βρετανία, Γαλλία και Τουρκία) ήταν αποικιοκράτες-πολέμαρχοι στην περιοχή κατά το παρελθόν. Από τη σκοπιά του «Άξονα της Αντίστασης», η ήττα (σ.σ. της αυτοκρατορίας) στο βρώμικο πόλεμο κατά της Συρίας μπορεί να σημάνει την αρχή της συσπείρωσης της περιοχής ενάντια στις Μεγάλες Δυνάμεις. Η επιτυχία της αντίστασης στη Συρία θα σήμαινε την αρχή του τέλους για τη «Νέα Μέση Ανατολή» της Ουάσινγκτον.
https://avantgarde2009.wordpress.com/
«Παρά το γεγονός ότι κάθε πόλεμος κάνει ευρεία χρήση των ψεμάτων και της εξαπάτησης, o βρώμικος πόλεμος κατά της Συρίας έχει βασιστεί σε ένα επίπεδο μαζικής παραπληροφόρησης που δεν έχουμε ξαναδεί, όσο τουλάχιστον μπορούμε να θυμηθούμε». Ο Βρετανο-Αυστραλός δημοσιογράφος Philip Knightley επισημαίνει ότι ο πόλεμος της προπαγάνδας τυπικά περιλαμβάνει «ένα καταθλιπτικά προβλέψιμο μοτίβο», αυτό της δαιμονοποίησης του ηγέτη του εχθρού, στη συνέχεια της δαιμονοποίησης των «ανθρώπων του εχθρού» μέσα από ιστορίες θηριωδίας, πραγματικές ή φανταστικές (Knightley 2001). Έτσι λοιπόν, ένας ήπιου χαρακτήρα οφθαλμίατρος που ονομάζεται Bashar al Assad, έγινε το νέο «κακό» στον κόσμο και, σύμφωνα με συνεχείς αναφορές στα δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο Συριακός στρατός δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να σκοτώνει αμάχους για περισσότερα από τέσσερα χρόνια. Μέχρι σήμερα, πολλοί φαντάζονται ότι η σύγκρουση
στη Συρία είναι «εμφύλιος πόλεμος», μια «λαϊκή εξέγερση» ή κάποιου είδους εσωτερική θρησκευτική σύγκρουση. Αυτοί οι μύθοι, είναι από πολλές απόψεις, ένα σημαντικό επίτευγμα για τις μεγάλες δυνάμεις, που έχουν επιτύχει μια σειρά από επιχειρήσεις «αλλαγής καθεστώτος» στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, όλες με ψευδή προσχήματα, κατά τα τελευταία 15 χρόνια.
Αυτό το βιβλίο είναι μια προσεκτική ακαδημαϊκή εργασία, αλλά και μια ισχυρή άμυνα του δικαιώματος του συριακού λαού να καθορίσει τη δική του κοινωνία και το δικό του πολιτικό σύστημα. Η θέση αυτή είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά μπορεί να ερεθίσει τις δυτικές ευαισθησίες, συνηθισμένοι όπως είμαστε στο υποθετικό «προνόμιο της παρέμβασης». Μερικές φορές πρέπει να γίνομαι ωμός, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί κάποιος να διαπεράσει τη διγλωσσία. Στη Συρία οι μεγάλες δυνάμεις προσπάθησαν να κρύψουν την επέμβασή τους πολεμώντας «δια αντιπροσώπων», ενώ δαιμονοποιούν τη συριακή κυβέρνηση και το συριακό στρατό, κατηγορώντας τους σταθερά για συνεχείς φρικαλεότητες. Αργότερα, δε, προσποιήθηκαν ότι σώζουν το λαό της Συρίας από τη δική του κυβέρνηση. Πολύ λιγότεροι δυτικοί αντιτίθενται στον πόλεμο στη Συρία από αυτούς που αντιτάχθηκαν στην εισβολή στο Ιράκ, επειδή εξαπατήθηκαν σχετικά με την πραγματική φύση του.
Οι «βρώμικοι πόλεμοι» δεν είναι κάτι νέο. Ο εθνικός ήρωας της Κούβας Χοσέ Μαρτί το πρόβλεψε λέγοντας σε ένα φίλο του ότι η Ουάσιγκτον θα προσπαθήσει να παρέμβει στον αγώνα της ανεξαρτησίας της Κούβας ενάντια στην Ισπανία. «Θέλουν να προκαλέσουν έναν πόλεμο», έγραψε το 1889 «για να έχουν ένα πρόσχημα για να παρέμβουν και, από τη θέση του μεσολαβητή και του εγγυητή, να αδράξουν την χώρα… Δεν υπάρχει πιο άνανδρο πράγμα στα χρονικά των ελεύθερων ανθρώπων, ούτε τέτοιου είδους ανηλεές κακό (Martí 1975: 53). Εννέα χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια του Τρίτου Πολέμου της Ανεξαρτησίας, μια έκρηξη στο λιμάνι της Αβάνα κατέστρεψε το USS Maine, σκοτώνοντας 258 ναύτες των ΗΠΑ, και χρησιμεύοντας ως πρόσχημα για την εισβολή των ΗΠΑ.
Οι ΗΠΑ «εξαπέλυσαν» δεκάδες επεμβάσεις στη Λατινική Αμερική κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα. Ένας από τους άξιους αναφοράς «βρώμικους πολέμους» εξαπολύθηκε από τους υποστηριζόμενους από τη CIA «μαχητές της ελευθερίας», μισθοφόρους που εδράζονταν στην Ονδούρα, οι οποίοι επιτέθηκαν στην κυβέρνηση των Σαντινίστας και στο λαό της Νικαράγουα στη δεκαετία του 1980. Η σύγκρουση, σε ό,τι αφορά τη μέθοδο που ακολουθήθηκε, δεν είχε μεγάλες διαφορές από τον πόλεμο στη Συρία. Στη Νικαράγουα σκοτώθηκαν πάνω από 30.000 άνθρωποι. Το Διεθνές Δικαστήριο έκρινε τις ΗΠΑ ένοχες για μια σειρά από επιθέσεις τρομοκρατικού χαρακτήρα στη μικρή χώρα της Κεντρικής Αμερικής και αποφάσισε ότι οι ΗΠΑ οφείλουν στη Νικαράγουα αποζημίωση (ICJ 1986). Η Ουάσιγκτον αγνόησε αυτές τις αποφάσεις.
Με την «Αραβική Άνοιξη» του 2011 οι μεγάλες δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν την «πολιτική της υπόθαλψης», δράττοντας την ευκαιρία να επιβάλουν έναν «ισλαμικό χειμώνα», επιτιθέμενες στα λίγα εναπομείναντα ανεξάρτητα κράτη της περιοχής. Πολύ γρήγορα είδαμε την καταστροφή της Λιβύης, μια μικρής χώρας με το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στην Αφρική. Οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ και οι επιχειρήσεις των Ειδικών Δυνάμεων βοήθησαν τις ομάδες της Αλ Κάιντα στο έδαφος. Το υπόβαθρο για την επέμβαση του ΝΑΤΟ ήταν ψέματα που ειπώθηκαν για «πραγματικές» και επικείμενες σφαγές που υποτίθεται ότι διεξάγονταν ή σχεδιάζονταν από την κυβέρνηση του Προέδρου Μουαμάρ Καντάφι. Οι ισχυρισμοί αυτοί οδήγησαν άμεσα σε ένα ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που επέβαλε την προστασία των αμάχων μέσω μιας «ζώνης απαγόρευσης πτήσεων». Βέβαια, τώρα γνωρίζουμε ότι «η εμπιστοσύνη προδόθηκε» και ότι οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ καταχραστήκαν την εντολή που τους δόθηκε από την περιορισμένη εξουσιοδότηση του ΟΗΕ για να πετύχουν την ανατροπή της κυβέρνησης της Λιβύης (McKinney 2012).
Στη συνέχεια, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να αποδείκνυε ότι ο Καντάφι είχε σκοπό ή πραγματοποίησε ή απείλησε να πραγματοποιήσει μαζικές σφαγές, όπως είχε ευρέως διαδοθεί (Forte 2012). Η Genevieve Garrigos της Διεθνούς Αμνηστίας (Γαλλία) παραδέχθηκε ότι δεν υπήρχε «καμία απόδειξη» που να υποστηρίζει τις παλαιότερες αιτιάσεις της ομάδας της ότι ο Καντάφι είχε χρησιμοποιήσει «μαύρους μισθοφόρους» για να διαπράξει σφαγές(Forte 2012; Edwards 2013).
Δύο μέρες πριν το βομβαρδισμό της Λιβύης από το ΝΑΤΟ μια άλλη ένοπλη ισλαμιστική εξέγερση ξέσπασε στην Νταράα, τη νοτιότερη πόλη της Συρίας. Ωστόσο, επειδή αυτή η εξέγερση συνδέθηκε με τις διαδηλώσεις του κινήματος για τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις, η πραγματική της φύση μπόρεσε να αποκρυβεί. Πολλοί ήταν αυτοί που δεν είδαν ότι αυτοί που παρείχαν τον οπλισμό -το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία- διέδιδαν επίσης πλαστές ειδήσεις στα αντίστοιχα μέσα ενημέρωσης, το Al Jazeera και το Al Arabiya. Υπήρχαν όμως και άλλοι λόγοι για τους «ανθεκτικούς» μύθους αυτού του πολέμου. Σε πολλά δυτικά ακροατήρια, φιλελεύθερα και αριστερά, καθώς και σε πιο συντηρητικά, φάνηκε να αρέσει η ιδέα του δικού τους ρόλου ως σωτήρες ενός ξένου λαού. Έτσι, μιλούσαν με πάθος για μια χώρα την οποία γνώριζαν λίγα πράγματα, συμφωνούσαν όμως σε αυτό που φάνηκε να είναι ένας «δίκαιος αγώνας» ενάντια σε αυτόν το νέο «δικτάτορα». Έχοντας πλέον μια αποστολή και μια περήφανη εικόνα για τον εαυτό του, το δυτικό κοινό ξέχασε τα ψέματα των προηγούμενων πολέμων και τη δική του αποικιακή κληρονομιά.
Δε θα ήμουν υπερβολικός αν ισχυριζόμουν ότι στο «Βρώμικο Πόλεμο στη Συρία», ο δυτικός πολιτισμός σε γενικές γραμμές εγκατέλειψε τις καλύτερες τις παραδόσεις του -του Ορθού Λόγου, τη διατήρηση του ηθικού πλεονεκτήματος και την αναζήτηση αποδείξεων από ανεξάρτητες πηγές σε περιόδους συγκρούσεων- υπέρ των χειρότερων παραδόσεων του: το «αυτοκρατορικό προνόμιο» για επέμβαση, που στηρίζεται σε βαθιά ρατσιστικές προκαταλήψεις και φτωχή γνώση της ίδια τους της κουλτούρας. Αυτή η αδυναμία ενισχύθηκε από μια άγρια εκστρατεία πολεμικής προπαγάνδας. Αφότου ξεκίνησε η δαιμονοποίηση του ηγέτη της Συρίας, Μπασάρ αλ Άσαντ, κατασκευάστηκε ένας αποκλεισμός στα ηλεκτρονικά μέσα εναντίον οτιδήποτε θα μπορούσε να υπονομεύσει την εκδοχή που παρουσίαζαν για τον πόλεμο. Ήταν πολύ λίγες οι λογικές απόψεις που προέκυψαν για τη Συρία από τη Δύση μετά το 2011 και μάλιστα, στο βαθμό που ασκούσαν κριτική, πέρασαν στη «μαύρη λίστα».
Ήταν σε αυτό το πλαίσιο που ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο. Είναι μια υπεράσπιση της Συρίας, που δεν απευθύνεται βασικά σε αυτούς που ασπάζονται τους δυτικούς μύθους, αλλά στους άλλους, σε αυτούς που τους αντιμάχονται. Πρόκειται λοιπόν για ένα βιβλίο βασισμένο σε πηγές και για αυτό το λόγο αποτελεί συμβολή στην ιστορία της συριακής σύγκρουσης Οι ιστορίες της Δύσης έχουν γίνει αυτοαναφορικές και πιστεύω ότι δεν είναι συνετό να τις παίρνει κανείς και πολύ στα σοβαρά. Είναι καλύτερα, νομίζω, να μιλάμε για τα τρέχοντα γεγονότα ως έχουν, και να αντιμετωπίσουμε τα «παραπετάσματα καπνού» στη συνέχεια. Δεν αγνοώ τους δυτικούς μύθους, στην πραγματικότητα αυτό το βιβλίο καταγράφει πολλούς από αυτούς. Πλην όμως αυτό που πρώτιστα με ενδιαφέρει είναι η πραγματικότητα του πολέμου.
Η δυτική μυθολογία βασίζεται στην ιδέα του Αυτοκρατορικού Προνομίου, ρωτώντας τι πρέπει να κάνουμε «εμείς», για τα προβλήματα των άλλων ανθρώπων. Αυτή είναι μια προσέγγιση που δεν έχει καμία βάση στο διεθνές δίκαιο ή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα επόμενα βήματα περιλαμβάνουν μια σειρά από κατασκευές για τα προσχήματα, το χαρακτήρα και τα γεγονότα του πολέμου. Το πρώτο πρόσχημα για το ζήτημα της Συρίας ήταν ότι οι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ και οι μοναρχίες του Κόλπου υποστήριζαν μια κοσμική και δημοκρατική επανάσταση. Όταν αυτό φάνηκε να μην συμβαίνει, η δεύτερη ιστορία ήταν ότι έσωζαν την καταπιεζόμενη πλειοψηφία του πληθυσμού, τους «Σουνίτες Μουσουλμάνους» από ένα σεκταριστικό «Αλαουίτικο καθεστώς». Στη συνέχεια, όταν οι σεκταριστικές φρικαλεότητες από τις αντι-κυβερνητικές δυνάμεις προκάλεσαν μεγάλη δημόσια συζήτηση, το πρόσχημα έγινε ο ισχυρισμός ότι υπήρχε ένας «πόλεμος σκιών»: άρχισε να λέγεται ότι στην πραγματικότητα κάποιοι «μετριοπαθείς αντάρτες» πολεμούν τις «ακραίες» ομάδες. Ως εκ τούτου, η δυτική επέμβαση ήταν αναγκαία για να ενισχύσει αυτούς τους «μετριοπαθείς αντάρτες» κατά των «νέων» εξτρεμιστικών ομάδων που είχαν μυστηριωδώς προκύψει και αποτελούσαν απειλή για τον κόσμο.
Αυτή ήταν η ιστορία «Β». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Χόλυγουντ θα κάνει ταινίες που θα βασίζονται σε αυτό το μετα-σενάριο τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, αυτό που πρώτιστα ενδιαφέρει αυτό το βιβλίο είναι η ιστορία «Α». «Εντεταλμένοι» στρατοί ισλαμιστών, εξοπλισμένοι από τους περιφερειακούς συμμάχους των ΗΠΑ (κυρίως τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και την Τουρκία), διεισδύουν εντός ενός κινήματος που έχει στόχο την πολιτική μεταρρύθμιση, πυροβολώντας αστυνομικούς και πολίτες. Το «φορτώνουν» στην κυβέρνηση, και προκαλούν την εξέγερση, επιδιώκοντας την ανατροπή της συριακής κυβέρνησης και του κοσμικού-πλουραλιστικού κράτους. Είναι συνέχεια της ανοιχτά διακηρυγμένης φιλοδοξίας των ΗΠΑ να δημιουργήσουν μια «Νέα Μέση Ανατολή», υποτάσσοντας (σ.σ. στο αυτοκρατορικό κέντρο) κάθε χώρα της περιοχής, είτε μέσω μιας πολιτικής μεταρρυθμίσεων, είτε μέσω του μονομερούς αφοπλισμού, είτε μέσω της απευθείας ανατροπής. Η Συρία ήταν η επόμενη στη σειρά, μετά το Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Λιβύη. Στη Συρία, οι «εντεταλμένοι στρατοί» θα προέρχονταν από τις συνδυασμένες δυνάμεις της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και των φανατικών Ουαχαμπιτών της Σαουδικής Αραβίας. Παρά τις κατά καιρούς διαμάχες για την εξουσία ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες και τους χορηγούς τους, στην ουσία μοιράζονται την ίδια σαλαφιστική ιδεολογία, αντιτιθέμενοι στα κοσμικά ή εθνικιστικά καθεστώτα, επιδιώκοντας τη δημιουργία ενός θρησκευτικού κράτους.
Ωστόσο στη Συρία, οι ισλαμιστές της Ουάσινγκτον ήρθαν αντιμέτωποι με έναν πειθαρχημένο εθνικό στρατό που δεν αποσυντέθηκε στη βάση των θρησκευτικών διαφορών, παρά τις πολλές προκλήσεις. Το συριακό κράτος είχε επίσης ισχυρούς συμμάχους, τη Ρωσία και το Ιράν. Η Συρία δεν επρόκειτο να γίνει μια Λιβύη «νούμερο δύο». Η βία αυτού του παρατεταμένου πόλεμου, ειπώθηκε από τη Δύση, ότι συνίσταται στην εξόντωση των αμάχων από τον συριακό στρατό. Από την συριακή πλευρά οι άνθρωποι είδαν καθημερινά τρομοκρατικές επιθέσεις στις πόλεις, τα σχολεία και τα νοσοκομεία και τις σφαγές των απλών ανθρώπων από τους «μαχητές της ελευθερίας» του ΝΑΤΟ, στη συνέχεια τις αντεπιθέσεις από το στρατό. Ξένοι τρομοκράτες από δεκάδες χώρες στρατολογήθηκαν από τους Σαουδάραβες και το Κατάρ, ενισχύοντας τους ντόπιους μισθοφόρους.
Αν και οι τρομοκρατικές ομάδες στο εξωτερικό πολύ συχνά αποκαλούνται «αντιπολίτευση, «μαχητές » και «σουνιτικές ομάδες», αυτό που συμβαίνει στο εσωτερικό είναι ότι η πραγματική πολιτική αντιπολίτευση έχει εγκαταλείψει τους ισλαμιστές από τις αρχές του 2011. Η βία έδιωξε την πολιτική διαμαρτυρία από τους δρόμους και το μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης (εκτός από τη Μουσουλμανική αδελφότητα και κάποιους «εξόριστους») πήρε το μέρος του κράτους και του στρατού, και δε θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι συντάχθηκε στο πλευρό του κόμματος που βρισκόταν στην εξουσία, του κόμματος Μπαθ. Ο συριακός στρατός αντιμετώπισε τους τρομοκράτες με κτηνώδη βία, αλλά αντίθετα με όσα ισχυρίζεται η δυτική προπαγάνδα, υπήρξε προστατευτικός απέναντι στους αμάχους. Οι ισλαμιστές επέδειξαν κτηνώδη συμπεριφορά απέναντι σε όλους και το έκαναν ανοικτά. Εκατομμύρια από τους ανέστιους και τους εσωτερικά εκτοπισμένους βρήκαν καταφύγιο στην πλευρά της κυβέρνησης και του στρατού, ενώ άλλοι εγκατέλειψαν τη χώρα.
Προσδοκώντας να «λήξουν το παιχνίδι», οι Μεγάλες Δυνάμεις επιχείρησαν την ανατροπή του συριακού κράτους ή, σε περίπτωση αποτυχίας αυτού του σχεδίου, τη δημιουργία ενός δυσλειτουργικού κράτους στη θέση του ή το διαμελισμό του σε σεκταριστικά κρατίδια ώστε σε κάθε περίπτωση να διαλύσουν τον «άξονα των ανεξάρτητων περιφερειακών κρατών». Ο «άξονας» αυτός περιλαμβάνει τη Χεζμπολάχ στο νότιο Λίβανο και την Παλαιστινιακή αντίσταση, παράλληλα με τη Συρία και το Ιράν, τα μόνα κράτη της περιοχής χωρίς στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ. Πιο πρόσφατα το Ιράκ – ακόμη τραυματισμένο από τη δυτική εισβολή, τις σφαγές και την κατοχή – έχει αρχίσει να ευθυγραμμίζεται με αυτόν τον άξονα. Η Ρωσία επίσης, έχει αρχίσει να διαδραματίζει σημαντικό αντισταθμιστικό ρόλο. Τόσο η πρόσφατη ιστορία τους όσο και η συμπεριφορά τους έχουν αποδείξει για τη Ρωσία και το Ιράν ότι δε διαθέτουν αυτοκρατορικές φιλοδοξίες που να μπορούν έστω και κατά διάνοια να συγκριθούν με αυτές της Ουάσινγκτον και των συμμάχων της, αρκετοί από τους οποίους (Βρετανία, Γαλλία και Τουρκία) ήταν αποικιοκράτες-πολέμαρχοι στην περιοχή κατά το παρελθόν. Από τη σκοπιά του «Άξονα της Αντίστασης», η ήττα (σ.σ. της αυτοκρατορίας) στο βρώμικο πόλεμο κατά της Συρίας μπορεί να σημάνει την αρχή της συσπείρωσης της περιοχής ενάντια στις Μεγάλες Δυνάμεις. Η επιτυχία της αντίστασης στη Συρία θα σήμαινε την αρχή του τέλους για τη «Νέα Μέση Ανατολή» της Ουάσινγκτον.
https://avantgarde2009.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου