«Αν προσπαθούσα να εξηγήσω την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 10ης
Μαρτίου σε ένα παιδί θα το έκανα κάπως έτσι: Φαντάσου ότι περιμένεις
ένα ταξίδι κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών που θα κάνεις το γύρο
της χώρας κι αντί γι’ αυτό χάνεις δύο εβδομάδες από το σχολείο, πετάς με
αεροπλάνο πρώτη θέση για τη Ντίσνεϋλαντ, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού
μπαίνεις στο πιλοτήριο, μετά μένεις σε ένα σοκολατένιο ξενοδοχείο, είσαι
σε θέση να δοκιμάζεις κάθε παιχνίδι κάθε μέρα χωρίς να περιμένεις στη
σειρά και στο τέλος πριν κοιμηθείς παίζεις μόνος σου με τον πραγματικό
Μίκυ Μάους». Με αυτά τα λόγια περιέγραψε τις ανακοινώσεις του Μάριο
Ντράγκι στους Financial
Times στέλεχος της Ντόιτσε Μπανκ. Ναι, της
γερμανικής τράπεζας που για το 2015 ανακοίνωσε ζημιές ύψους 6,7 δισ.
ευρώ (για πρώτη φορά μετά το 20108) και για το πρώτο τρίμηνο του 2016
επιπλέον ζημιές ύψους 2,1 δις. ευρώ, χωρίς ακόμη κανείς να γνωρίζει αν
θα καταφέρει να απασφαλίσει την ωρολογιακή βόμβα ύψους 75 τρις δολ. που
έχει ενεργοποιήσει στα θεμέλια του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού
συστήματος με τοποθετήσεις σε παράγωγα υψηλού κινδύνου.Κι όποιος ακόμη δεν έχει πειστεί για το ποιοί είναι οι ευνοημένοι και για ποιους σχεδιάστηκαν τα μέτρα Ντράγκι ας ρίξει μια ματιά στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, όπου μια μέρα μετά τις ανακοινώσεις, την Παρασκευή 11 Μαρτίου τόσο ο δείκτης Dow όσο κι ο δείκτης S&P500 κατέγραψαν το υψηλότερο επίπεδο από τις αρχές του 2016. Για όλους έχει ο «Σούπερ Μάριο»…
Οι ανακοινώσεις που έγιναν στην Φρανκφούρτη συνέπεσαν με την συμπλήρωση ενός έτους αφότου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ξεκίνησε να εφαρμόζει, αντιγράφοντας την αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα, το δικό της πακέτο νομισματικής χαλάρωσης, ρίχνοντας στην αγορά κάθε μήνα 60 δις. ευρώ σε μια προσπάθεια να δώσει ώθηση στην βαλτωμένη οικονομία και να αποτρέψει τον αποπληθωρισμό. Το Δεκέμβριο του 2015 με νεώτερή της απόφαση επέκτεινε το πρόγραμμα μέχρι το Μάρτιο του 2017. Με την ίδια απόφαση μείωσε το επιτόκιο καταθέσεων στο -0,3% από -0,2%.
Πλημμυρίδα ρευστού
Οι ανακοινώσεις της 10ης Μαρτίου ήταν στην ίδια κατεύθυνση, με μεγαλύτερη ένταση. Καταψηφίστηκαν δε, ως είθισται, από τον αντιπρόσωπο της Γερμανίας στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ και τον επικεφαλής της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας που αν και τα χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα ωφελούνται τα μέγιστα, στον καταμερισμό ρόλων έχουν αναλάβει να παίζουν τους «σκληρούς», ζητώντας σφιχτή νομισματική πολιτική. Συγκεκριμένα, το ποσό που θα πέφτει στην αγορά θα αυξηθεί φτάνοντας τα 80 δισ. ευρώ μηνιαίως, αρχής γενομένης από τον Απρίλιο. Με αυτό το ποσό πλέον δεν θα αγοράζονται μόνο κρατικά ομόλογα όπως συνέβαινε ως τώρα (εξαιρουμένων αυθαίρετα, εννοείται, εκείνων των χωρών που ήθελε να πιέσει πολιτικά, όπως η Ελλάδα, το πρώτο επτάμηνο του 2015) ή καλυμμένα τραπεζικά ομόλογα με υποθήκες ακίνητης περιουσίας. Στη λίστα με τα ψώνια πλέον συγκαταλέγονται και εταιρικά ομόλογα που εκδίδουν επιχειρήσεις. Σε παγκόσμιο επίπεδο, πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά ομολόγων μετά από αυτή των κρατικών (με το χαρακτηριστικό τους να είναι ότι κατά τεκμήριο αποτελούν προϊόντα υψηλότερου ρίσκου και αντίστοιχων αποδόσεων) αντιπροσωπεύοντας σύμφωνα με την τράπεζα Merrill Lynch, το 30% της αγοράς ομολόγων. Η προσθήκη τους στη λίστα εν δυνάμει αγορών της ΕΚΤ επανέφερε ήδη τις αποδόσεις τους σε λογικά επίπεδα μετά την άνοδο που προκάλεσαν οι ανησυχίες για την παγκόσμια οικονομία, την πτώση των τιμών των εμπορευμάτων και την οικονομία της Κίνας. Το επιτόκιο μειώνεται περαιτέρω στο -0,4% ενώ, κι αυτό είναι πραγματικά νέο, η ΕΚΤ θα εγκαινιάσει τέσσερις νέες πράξεις χρηματοδότησης των τραπεζών (επονομαζόμενες Στοχευμένες Μακροπρόθεσμες Λειτουργίες Αναχρηματοδότησης – Targeted Longer-Term Refinancing Operations) από τον Ιούνιο του 2016 μέχρι τον Μάρτιο του 2017. Με αυτές τις πράξεις, επί της ουσίας η ΕΚΤ, θα πληρώνει τις εμπορικές τράπεζες για να δανείζουν χρήματα και να αυξάνουν έτσι τη ρευστότητα της οικονομίας, όπως ελπίζει η Φρανκφούρτη ότι θα συμβεί. Με το νέο αυτό εργαλείο τέσσερις φορές το χρόνο οι εμπορικές τράπεζες θα διεκδικούν ρευστό ίσο με το 30% των δανείων τους, το οποίο υποχρεούνται να επιστρέψουν μέχρι το 2020, χωρίς καμία επιβάρυνση. Μιλάμε δηλαδή για 4ετή δωρεάν δανεισμό! Στην περίπτωση δε που οι τράπεζες δανειστούν περισσότερα χρήματα θα καταβάλουν επιτόκιο ύψους 0,4%. Μόνον…
Η συλλογιστική της ΕΚΤ έχει ως εξής: διευκολύνοντας τις τράπεζες, αυτές θα αυξήσουν τα δάνειά τους στις επιχειρήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις κι έτσι θα αυξηθεί το ΑΕΠ. Μέχρι στιγμής δεν έχει υλοποιηθεί τίποτε από τα παραπάνω. Μάρτυρας τα αναιμικά ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ, καθώς για φέτος η οικονομία της ευρωζώνης αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,4% και για το 2017 και το 2018 κατά 1,7% και 1,8% επίσης. Ο μόνος στόχος για τον οποίο η ΕΚΤ μπορεί να επαίρεται ότι υλοποιείται είναι του πληθωρισμού, καθώς παραμένει σταθερά κάτω από 2%. Για την ακρίβεια το 2016 θα είναι ο τρίτος χρόνος στη σειρά που ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη θα κινείται κάτω από το μισό του 2%, φλερτάροντας επικίνδυνα με τον αποπληθωρισμό. Δοθείσης της αδυναμίας αυτής της πολιτικής να τροφοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη (που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας) αποτυγχάνοντας δηλαδή, βεβαιωμένα πλέον, στον ονομαστικό της στόχο, συνάγεται ότι ο μοναδικός ωφελημένος των μέτρων που ανακοίνωσε η ΕΚΤ είναι οι τράπεζες. Ζητούμενο από τη μεριά της Φρανκφούρτης είναι η εξυγίανση των τραπεζικών χαρτοφυλακίων, κι ας μη το ομολογεί δημόσια!
Ζητούνται καταναλωτές
Η αναποτελεσματικότητα των μέτρων της ΕΚΤ δείχνει επίσης ότι το πρόβλημα των επιχειρήσεων που δεν προχωρούν σε επενδύσεις ή και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας δεν είναι η έλλειψη ρευστού κι εν γένει κεφαλαίων. Το πρόβλημα τους είναι, μεταξύ άλλων, η ελλιπής καταναλωτική ζήτηση λόγω παρατεταμένης λιτότητας που δεν επιτρέπει στους μισθωτούς και τα μεσαία στρώματα να προβούν σε αγορές ειδών πέραν των άμεσα αναγκαίων, τα χαμηλά περιθώρια κέρδους που αφήνει η μεταποίηση, αντίθετα με τις υπεραποδόσεις της χρηματοπιστωτικής αγοράς, κ.α.
Επομένως, η δραπέτευση από αυτή την παγίδα ρευστότητας που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στην ιαπωνοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας θα μπορούσε να γίνει μόνο αν στηριζόταν ξανά το λαϊκό εισόδημα με αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα ανεργίας, με μείωση των ωρών εργασίας που θα δημιουργούσε επιπλέον θέσεις εργασίας αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της ανεργίας, κ.α. Πρόκειται για πολιτικές όμως που είναι καταστατικά απαγορευμένες στο πλαίσιο της ευρωζώνης…
Επίκαιρα ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου