Του Θανάση Κρεκούκια
Γεια σας. Να γράψεις, λέει, για τον ρατσισμό, γιατί είναι η παγκόσμια μέρα κατά του ρατσισμού (21/3). Κάτι τέτοια είναι που με εκνευρίζουν, γιατί πολύ απλά δείχνουν πόσο υποκριτές είμαστε. Περιμένουμε μια συγκεκριμένη ημέρα που κάποιοι χαρτογιακάδες αποφάσισαν να την ονομάσουν με τον τάδε ή τον δείνα τρόπο, για να ευαισθητοποιηθούμε τάχα μου για κάποια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη ή πρόβλημα. Γράφουμε τις παπαριές μας, οι άλλοι τις διαβάζουν και όλοι μαζί την επομένη έχουμε γράψει κανονικά ότι γράφαμε ή διαβάζαμε την προηγούμενη.
Με αυτόν τον τρόπο βέβαια «ενεργοποιείται» αυτό το αχαρακτήριστο άλλοθι που μας χαρακτηρίζει συνολικά σαν κοινωνία. Αυτός, έτσι κι αλλιώς ήταν και είναι ο στόχος όσων
«στοιβάζουν» τις – και καλά – τύψεις της μάζας μέσα σε ένα 24ωρο για να «θυμίσουν» πότε πρέπει να σκεφτόμαστε συγκεκριμένους ανθρώπους και καταστάσεις, που αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, τις υπόλοιπες 364 μέρες του χρόνου, τους έχουμε γραμμένους στα παλιά μας τα παπούτσια, για να το πω όσο πιο εκλεπτυσμένα μπορώ.
Μα θα μου πείτε, κι εσύ γράφεις. Κι εσύ πέφτεις στην παγίδα που περιγράφεις. Και ποιος σας είπε ότι εγώ βγάζω την ουρά μου απέξω; Κανονικά, θα έπρεπε να είχα πει όχι και να χώσω και δυο τρία μπινελίκια, αλλά τέτοιος κόπανος είμαι κι εγώ. Κι αφού ξεκαθαρίσαμε ότι ούτε εγώ διαφέρω σε τίποτα, να σας πω τι σκέφτομαι για τον ρατσισμό, όχι μόνο σε ότι αφορά τον αθλητισμό, αλλά συνολικά σε ότι έχει να κάνει με τον Έλληνα γενικότερα. Δεν ξέρω τι μπορεί να γινόταν πριν 50, 100 ή 150 χρόνια, αλλά όσο θυμάμαι εγώ τον εαυτό μου, κοιτάζω γύρω μου και βλέπω έναν κωλολαό.

Η ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Αυτό προφανώς δεν θέλει να πει ότι μπαίνουν όλοι μέσα στο σακί, αλλά δυστυχώς είναι η μεγάλη πλειοψηφία που βρωμάει από μακριά. Ξέρετε, αυτά δεν είναι τυχαία, έχουν πίσω τους μια διαδρομή. Δεν γίνεσαι έτσι εύκολα ρατσιστής ή κοινωνικά αυτιστικός, όπως θέλετε πείτε το. Προσωπικά μεγάλωσα μέσα σε μια ακατανόητα φασιστική προπαγάνδα που βάση της είχε το σχολείο. Και επειδή τα πάντα είναι θέμα παιδείας, φανταστείτε πώς έβγαινε από το σχολείο ο μέσος Έλληνας μαθητής, όταν επί 12 χρόνια άκουγε σε καθημερινή βάση απίστευτες όσο και επικίνδυνες βλακείες.
Ρατσιστές απέναντι στον ίδιο τον λαό.
Βλακείες για το ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων, οι οποίοι όταν έφτιαχναν Παρθενώνες όλοι οι άλλοι τρώγανε βελανίδια πάνω στα δέντρα, μπούρδες του στιλ «πας μη Έλλην, βάρβαρος», ακόμα και με το περίφημο «φιλότιμο», λέξη που όπως μας έλεγαν, δεν υπάρχει στο λεξικό καμίας άλλης γλώσσας. Κανείς τους φυσικά δεν φρόντισε να συμπληρώσει ότι η συγκεκριμένη λέξη υπήρχε στο δικό μας λεξικό για να μας θυμίζει κάτι που χάνεται τόσο εύκολα όταν καλείσαι να διαλέξεις ανάμεσα στην πάρτη σου και το συνολικό καλό.
Η έλλειψη αλληλεγγύης είναι το πρώτο πάτημα για την ανάπτυξη του ρατσισμού. Όταν δε σε νοιάζει ο διπλανός σου και κατ’ επέκταση ο διπλανός του διπλανού σου και πάει λέγοντας, αυτό-εγκλωβίζεσαι σε αδιέξοδα, τα οποία οδηγούν στο εύκολο και ανέξοδο μίσος απέναντι σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε διαφέρει από σένα ή απειλεί τα δικά σου σχέδια, τις δικές σου επιδιώξεις. Ο ρατσισμός δεν έχει να κάνει μόνο με το χρώμα της επιδερμίδας, την ονομασία της φυλής ή τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μιας κοινωνικής ομάδας.
Η ανωτερότητα του Έλληνα
Είναι πολύ βαθύτερος από όσο πολλοί πιστεύουν. Στην Ελλάδα μάθαμε ότι οτιδήποτε μας βολεύει, είναι καλώς καμωμένο. Οι βρωμιές, οι απάτες, οι τρικλοποδιές, τα παραθυράκια, οι πουστιές, είναι όλα θεμιτά, αρκεί να μας εξυπηρετούν. Στην αντίθεση περίπτωση, είναι κατακριτέα και καταδικαστέα. Το ρουσφέτι, οι «υπόγειες» εξυπηρετήσεις, οι μίζες, οι λαμογιές, δεν μας ενοχλούν αν μας βολεύουν. Όμως οι κραυγές αγανάκτησης όταν όλα αυτά ευνοούν κάποιον άλλο, βγαίνουν εντελώς αβίαστα από το λαρύγγι μας σε μια σαλεμένη προσπάθεια όχι εφαρμογής της – όποιας – δικαιοσύνης, αλλά αφαίρεσης ενός δικαιώματος που θεωρούμε δικό μας κεκτημένο και μόνο.
Ο Έλληνας έχει μάθει να θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο. Όχι συγκεκριμένα απέναντι σε κάτι ή σε κάποιους, αλλά γενικά. Ανώτερος, τελεία. Έτσι τον έμαθαν οι δάσκαλοι, η οικογένεια, οι συγγενείς, οι παπάδες, πειθήνια όργανα όλοι αυτοί της χειραγώγησης που επέβαλαν οι φωστήρες της εξουσίας και η εκκλησία, διαστρεβλώνοντας όχι μόνο την ιστορία, αλλά και την ίδια την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων. Η προδιάθεση υπήρχε, μην γελιόμαστε. Και τα «διδάγματα», περισσότερο ανήθικα από ηθικά, φύτρωσαν για τα καλά στις προηγούμενες δεκαετίες για να θερίζουμε σήμερα όχι απλά ανέμους, αλλά βούρκο και βόθρους.
Το έγκλημα της Μανωλάδας.
Τα καθάρματα της Μανωλάδας, για να θυμηθώ μόνο ένα παράδειγμα, αντιπροσωπεύουν με τον χαρακτηριστικότερο τρόπο τον επιτυχημένο οικογενειάρχη και επιχειρηματία που τις Κυριακές θα αφήσει τον οβολό του στον δίσκο της εκκλησίας και ακολούθως δεν θα διστάσει ακόμα και να σκοτώσει τον κάθε «άπλυτο καργιόλη» που νομίζει ότι θα πληρωθεί για τη δουλειά που κάνει. Στην Ελλάδα υπάρχουν δεκάδες, για να μην πω εκατοντάδες Μανωλάδες με τα αντίστοιχα αποβράσματα που «υφαίνουν» τον κοινωνικό ιστό με τον τρόπο που βολεύει τα άρρωστα μυαλά τους και πάνω απ’ όλα με την απουσία οποιασδήποτε αντίδρασης από τις τοπικές κοινωνίες και τις αρχές.

ΚΡΑΤΟΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ & ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

Ο ρατσισμός σε όλες ανεξαιρέτως τις μορφές του, είναι βαθιά ριζωμένος στην Ελλάδα, σε όλο το οικοδόμημα της πυραμίδας. Αθεράπευτοι ρατσιστές είναι οι καρεκλοκένταυροι της εξουσίας, ρατσιστές απέναντι σε οποιονδήποτε, είτε Έλληνα είτε ξένο. Όταν το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να διατηρήσεις τη θεσούλα σου, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο, ξεπουλάς ότι βρεθεί μπροστά σου. Και αυτό το ξεπούλημα είναι ο χειρότερος σπόρος ρατσισμού. Καταστρέφοντας τις ζωές των πολλών, σπέρνεις – εν γνώσει σου – το μίσος, χρησιμοποιώντας το ως ασπίδα σε ένα μικρόψυχο – για να μην πω σκατόψυχο – διαίρει και βασίλευε.
Η εκκλησία έχει χιλιοπαίξει το οργανωμένο παραμυθάκι της ορθοδοξίας και των «άλλων», των αλλόθρησκων, ξεχνώντας τον «πλησίον» όταν έχει να επιλέξει ανάμεσα σε αυτόν και τον πλούτο. Η εξουσία της διαιωνίζεται με τον πιο άρρωστο τρόπο σε μια άρρωστη χώρα που αιμορραγεί φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις, ανίκανη να αντισταθεί σε έναν κατήφορο που δεν έχει τέλος. Τα «όργανα» όλων αυτών, ξεχειλίζουν επίσης από ρατσισμό. Η αστυνομία, οι δημόσιες υπηρεσίες, η τηλεόραση (κρατική και ιδιωτική), ο Τύπος, τα δήθεν «πρότυπα» που προβάλλονται από άθλιους υπανθρώπους, ορίζοντας με το έτσι θέλω την κουλτούρα, την αισθητική και τον πολιτισμό στις χειρότερες μορφές τους.
Οι δολοφόνοι της ΧΑ μπήκαν μέσα στη Βουλή.
Όταν είσαι αμόρφωτος, άξεστος, απαίδευτος και δέσμιος μιας υποκουλτούρας που σου πιλατεύει το κεφάλι από το πρωί μέχρι το βράδυ με σκουπίδια και ξερατά, όση θετική προδιάθεση και να έχεις απέναντι στη διαφορετικότητα, θα υποκύψεις στο τέλος και θα πεις «δεν πα να γαμηθεί ο έτσι ή ο αλλιώς». Και όταν εξαφανιστεί η αλληλεγγύη και η ανεκτικότητα, τότε ο ρατσισμός ανοίγει τις αγκάλες του να υποδεχτεί τον «αποπροσανατολισμένο». Να του δείξει ότι εδώ είμαστε «εμείς» και απέναντι οι «άλλοι». Και όποιον πάρει ο χάρος. Γιατί οι «άλλοι» δεν είναι απλώς οι διαφορετικοί, αλλά είναι ο «κίνδυνος» που ελλοχεύει με τον άλφα, ή τον βήτα ή οποιονδήποτε τρόπο.

ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΕ ΟΛΑ

Και κάπως έτσι βλέπουμε σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες να σέρνονται στο άρμα των πιθηκάνθρωπων της Χρυσής Αυγής. Μην γελιέστε. Δεν έγιναν τώρα ρατσιστές ή φασίστες όλοι αυτοί. Όχι. Το είχαν μέσα τους το σαράκι. Μην υποτιμάτε τις εκάστοτε κυβερνήσεις, ούτε τις αντιπολιτεύσεις, ούτε τους διαπλεκόμενους. Βρήκαν, δημιούργησαν τρόπους όλοι αυτοί να εκμεταλλευτούν την προδιάθεση και να την οδηγήσουν εκεί που ήθελαν. Ο Αλβανός, ο Βούλγαρος, ο Ρουμάνος, ο Πολωνός, ο Ουκρανός, ο Ρώσος, είναι όλοι τους κλέφτες ή έστω εν δυνάμει λωποδύτες. Έτσι δεν μας έμαθαν;
Και δεν έμειναν εκεί. Προχώρησαν και πάρα πέρα. Μας έκαναν ρατσιστές απέναντι στους εργάτες, στους απολυμένους, σε όλους αυτούς που διεκδικούν όχι πια ένα καλύτερο αύριο αλλά στον ήλιο μοίρα, στους νέους, στους γέρους, στους συνταξιούχους, στους ανάπηρους. Μας έκαναν ρατσιστές απέναντι στην τέχνη, στη μουσική, στην επανάσταση, στη μαγεία της εφηβείας, στον έρωτα, στην ελεύθερη επιλογή του συντρόφου μας, στην ευτυχία τη δική μας αλλά και των άλλων. Στο χρώμα της επιδερμίδας, στο κοινωνικό και οικονομικό στάτους, στην καταγωγή, σε όλα.
Ο Οδυσσέας Τσενάι, ένα ακόμα θύμα του ρατσισμού στην Ελλάδα.
Το χειρότερο όμως είναι ότι γίναμε ρατσιστές απέναντι στην ίδια τη ζωή. Κοιτάμε στραβά το χαμόγελο του άλλου, τη χαρά του, την επιτυχία του. Εξετάζουμε διεξοδικά πλέον τις «παραμέτρους» και κρίνουμε πικρόχολα. Είμαστε «απολιτίκ», αλλά έχουμε άποψη για όλα. Και η άποψή μας είναι γεμάτη μίσος και αρνητισμό. Η καθημερινότητά μας είναι η μεγαλύτερη απόδειξη του ρατσισμού μας. Παρκάρουμε στις μπάρες των ανάπηρων, γεμίζουμε καρέκλες τα περάσματα των τυφλών, στοιβάζουμε σκουπίδια όπου λάχει, καταπατούμε κάθε έννοια σεβασμού απέναντι σε κοινωνικές ομάδες που χρειάζονται τη βοήθεια και τη συμπαράστασή μας, στάζουμε δηλητήριο για το κωλόπαιδο που κρατάει τη σημαία, όχι τόσο επειδή είναι Αλβανός, αλλά γιατί δεν είναι ο δικός μας ο «λεβέντης».

Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΒΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ Χ.Α.

Τα σιχάματα της εξουσίας κατάφεραν να μετατρέψουν σε σιχάματα και τους «υπηκόους» τους. Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια, απλά σωστά οργανωμένη. Τα χρυσαύγουλα έγιναν οι Πραιτοριανοί του καθεστώτος και η εγκληματική τους δράση βαφτίστηκε πολιτική άποψη. Οι φονιάδες μπήκαν στη Βουλή, ανέβηκαν στο βήμα της και ασελγούν καθημερινά απέναντι στη «δημοκρατία». Αλλά ποιος μπορεί να είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει πως το πολίτευμα είναι δημοκρατικό; Αν ήταν έτσι, η ίδια η δημοκρατία θα είχε μηχανισμούς για να προστατευθεί από κοινούς εγκληματίες του ποινικού δικαίου.
Αντ’ αυτού, οι κυριλέ φονιάδες, οι άλλοι, οι του κυβερνητικού συνασπισμού, εκμεταλλεύονται μια χαρά την παρουσία των αποβρασμάτων της ΧΑ και κινούν τα νήματα όπως τους βολεύει, χτίζοντας γερά θεμέλια στην αποδόμηση κάθε έννοιας κοινωνικής δικαιοσύνης. Και όταν εκλείπει η έννοια της ισότητας, τότε αναπτύσσεται μοιραία και ραγδαία ο κοινωνικός αυτισμός. Χάνονται αξίες πάνω στις οποίες βασίζεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και εξαφανίζονται τα «όπλα» εναντίον του ρατσισμού. Η αλληλεγγύη, η κατανόηση, η συμπάθεια, η ανεκτικότητα και πάνω απ’ όλα η διάθεση αντίστασης σε ένα σύστημα που είναι σάπιο από επιλογή.
Τα τάγματα εφόδου των πιθηκανθρώπων της ΧΑ.
Κι εμείς καθόμαστε τώρα και συζητάμε για την 21η Μαρτίου που είναι η Παγκόσμια ημέρα κατά του ρατσισμού. Ο εγωπαθής Έλληνας, αυτός που μεγάλωσε μέσα στη βρωμιά της μεταπολίτευσης και γαλουχήθηκε με την ανηθικότητα και την αθλιότητα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, δεν μου φαίνεται να έχει καμία ιδιαίτερη διάθεση να αλλάξει. Το χειρότερο είναι ότι στην συνειδητοποιημένη του επιλογή να ακολουθήσει τον δρόμο που χάραξαν οι «ταγοί» του «έθνους», προκαλεί την κοινωνική ασφυξία και σε όσους διαφωνούν με αυτές τις πρακτικές και νιώθουν πεταμένοι στη γωνία. Πρόκειται για την μειοψηφία που αλλιώς ονειρεύτηκε τη ζωή της. Που δεν θέλησε να βρεθεί απέναντι, αλλά δίπλα, μαζί με τους υπόλοιπους και να διεκδικήσει ένα ανθρώπινο σήμερα και ένα καλύτερο αύριο.
Για όλους αυτούς που δεν ξεγελάστηκαν ούτε παρασύρθηκαν από τον βόθρο της άρχουσας τάξης και τα εκάστοτε υποχείριά της, που δεν κρίνουν τον συνάνθρωπό τους ούτε από την καταγωγή του, ούτε από το χρώμα του, ούτε από την οποιαδήποτε διαφορετικότητά του, που πιστεύουν ακόμα στον σεβασμό, στην αποδοχή, στην αλληλεγγύη, στη συντροφικότητα, στην αγάπη, στη ζωή, τα λόγια του μεγάλου Ισπανού φιλόσοφου, Μιγκέλ ντε Ουναμούνο είναι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη: «Ο φασισμός γιατρεύεται διαβάζοντας, ο ρατσισμός γιατρεύεται ταξιδεύοντας».
http://eleutheriellada.wordpress.com/