του Παναγιώτη Σωτήρη
Xρειάζεται μια «πατριωτική» αναβάπτιση της Αριστεράς; Όχι. Και δεν υπάρχει μόνο αυτός ο δρόμος. Αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι να εντοπίσει η Αριστερά τους κρίσιμους κόμβους γύρω από τους οποίους αρθρώνεται, πανευρωπαϊκά, μια ογκούμενη δυσαρέσκεια απέναντι στο ευρωπαϊκό όνειρο που μετατρέπεται σε εφιάλτη. Αυτή η δυσαρέσκεια κανονικά θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία για την Αριστερά. Για να δείξει ότι η έξοδος από τους μηχανισμούς της «υπαρκτής παγκοσμιοποίησης», όπως είναι το ευρώ και
οι συνθήκες της ΕΕ, δεν είναι «εθνικός απομονωτισμός», αλλά αναγκαία συνθήκη κοινωνικής προστασίας απέναντι στη συστημική βία των παγκοσμιοποιημένων αγορών…
Ο πολιτικός σεισμός που προκάλεσαν τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών στη Γαλλία, όπως ήταν αναμενόμενο, συνοδεύτηκε από πολλές και διαφορετικές αναλύσεις. Προφανώς είναι πολλά τα αίτια πίσω από την εντυπωσιακή άνοδο του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου (Front National), και πολλά από αυτά συζητούνταν και πριν από τις εκλογές: Η τραγική πολιτική της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Φρανσουά Ολάντ που πολύ σύντομα εξάντλησε όλο το κεφάλαιο από την καθολική απόρριψη της πολιτικής Σαρκοζί. Η αδυναμία της Αριστεράς να έχει μια συνεκτική τακτική αντιπολίτευσης, κυρίως εξαιτίας της προσκόλλησης του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCF) σε πρακτικές συνεργασίας με τους σοσιαλιστές. Η συνεπακόλουθη μεγάλη αύξηση της αποχής κύρια από ψηφοφόρους των σοσιαλιστών και της Αριστεράς. Η μακροχρόνια επένδυση του Εθνικού Μετώπου σε συντηρητικά αντανακλαστικά πάνω σε ζητήματα όπως η μετανάστευση ή το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών, αλλά και ο τρόπος που μπορεί η Λεπέν να παρουσιάζεται ως δεξιά εκδοχή αμφισβήτησης του «κατεστημένου» σε μια χώρα με μια ιστορία -ας μην το ξεχνάμε- δεξιού λαϊκισμού.
Αν όμως μείνουμε μόνο σε αυτές τις αιτίες, θα έχουμε δει τη μισή αλήθεια. Γιατί υπάρχουν και κάποιες άλλες πλευρές εξίσου κρίσιμες στη δεδομένη συγκυρία. Σε μια χώρα, όπως η Γαλλία, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κρίσης της ευρωζώνης και ετοιμάζεται να προχωρήσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε μεγάλης κλίμακας μέτρα λιτότητας, που αντιμετωπίζει ζητήματα με το δημόσιο χρέος αλλά και ελλείμματα στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και εξαιτίας του ευρώ, δεν υπάρχει επί της ουσίας καμιά πολιτική τοποθέτηση κατά του ευρώ και κατά των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Αριστερά. Την ίδια στιγμή που στα γκάλοπ η αμφισβήτηση του ευρώ αγγίζει πλέον το 40% μεταξύ των Γάλλων πολιτών, με τη δειλή εξαίρεση της θέσης για απειθαρχία στις συνθήκες της ΕΕ που υποστηρίζει το «Κόμμα της Αριστεράς» (Parti de Gauche, ο σχηματισμός στον οποίο ανήκει ο Μελανσόν μέσα στο ευρύτερο «Μέτωπο της Αριστεράς» [Front de Gauche] όπου συμμετέχουν και το Κομμουνιστικό Κόμμα και άλλοι) και της κριτικής στο ευρώ από ορισμένους διανοουμένους όπως ο Cédric Durand ή ο Frédéric Lordon, τα ρεύματα της Αριστεράς, από το Κομμουνιστικό Κόμμα μέχρι την Άκρα Αριστερά, δυσκολεύονται να προβάλλουν οποιαδήποτε θέση ρήξης με το ευρώ ή έστω αμφισβήτησης του «ευρωπαϊκού ονείρου».
Αντιθέτως, την στιγμή που μέσα στην όλη αυταρχική μετάλλαξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τίθεται ανοιχτά πια ζήτημα μειωμένης λαϊκής κυριαρχίας για τα επιμέρους κράτη-μέλη, τάση που συνδυάζεται με την ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στις κυβερνώσες πολιτικές ελίτ και την πλειονότητα των πολιτών, η Αριστερά επενδύει στη φαντασίωση μιας άλλης «δημοκρατικής ΕΕ». Και σε αυτό το πεδίο, μένει να παίζει μπάλα η γαλλική ακροδεξιά που κατεξοχήν επενδύει πολιτικά στην υπεράσπιση μιας εκδοχής εθνικής κυριαρχίας, στρέφοντάς την προς συντηρητικά, ξενοφοβικά και εθνικιστικά χαρακτηριστικά.
Τελικά ο αριστερός ευρωπαϊσμός γίνεται, άθελά του, ο καλύτερος σύμμαχος της ακροδεξιάς. Ο (κληρονομημένος από άλλες συνθήκες) καταναγκαστικός ευρωπαϊσμός της Αριστεράς, η μη διάκριση ανάμεσα στο διεθνισμό ως προοδευτικό αίτημα και στην πραγματικότητα ενός πολιτικού σχεδίου που εξαρχής σφραγίζεται από τις απαιτήσεις των εθνικών και υπερεθνικών οικονομικών ελίτ (γιατί αυτό είναι η ΕΕ) και όχι από τις ανάγκες των λαών, η τάση της Αριστεράς να βλέπει τα κοινωνικά στρώματα στα οποία απευθύνεται ως άθροισμα ιδιαίτερων ευαισθησιών και όχι ως ένα συλλογικό υποκείμενο, έναν δυνάμει «λαό της χειραφέτησης», όλα αυτά αντικειμενικά αφήνουν το περιθώριο στην ακροδεξιά να μπορεί να παρουσιάζεται ως η μόνη δύναμη που υπερασπίζεται μια εκδοχή εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας και ως η μόνη ευρωσκεπτικιστική δύναμη.
Άρα τι; Αυτό που χρειάζεται είναι μια «πατριωτική» αναβάπτιση της Αριστεράς; Όχι. Και δεν υπάρχει μόνο αυτός ο δρόμος. Αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι να εντοπίσει η Αριστερά τους κρίσιμους κόμβους γύρω από τους οποίους αρθρώνεται, πανευρωπαϊκά, μια ογκούμενη δυσαρέσκεια απέναντι στο ευρωπαϊκό όνειρο που μετατρέπεται σε εφιάλτη. Αυτή η δυσαρέσκεια κανονικά θα ’πρεπε να αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία για την Αριστερά. Για να δείξει ότι η έξοδος από τους μηχανισμούς της «υπαρκτής παγκοσμιοποίησης», όπως είναι το ευρώ και οι συνθήκες της ΕΕ, δεν είναι «εθνικός απομονωτισμός», αλλά αναγκαία συνθήκη κοινωνικής προστασίας απέναντι στη συστημική βία των παγκοσμιοποιημένων αγορών. Για να αναζητήσει ένα παραγωγικό μοντέλο που να στηρίζεται στη συλλογική συμμετοχή, την αυτοδιαχείριση, τον κοινωνικό έλεγχο στα δημόσια αγαθά, την ασφάλεια που προσφέρει η αλληλεγγύη και όχι το δόγμα «νόμος και τάξη». Για να επαναθεμελιώσει τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία ως καθημερινή πρακτική άσκηση εξουσίας από τα κάτω, από το συλλογικό πολιτικό σώμα όλων των ανθρώπων που εξαρτώνται από την πώληση της εργατικής τους δύναμης για να ζήσουν. Για να διεκδικήσει απέναντι στην «φαντασιακή κοινότητα» του έθνους και στο κυνικό –και ενίοτε υπεράκτιο– «έθνος των επενδυτών», την πραγματική κοινότητα, την κοινή ταυτότητα όλων εκείνων που ζουν, εργάζονται, παλεύουν σε έναν τόπο, την ανοιχτόκαρδη «πατρίδα των εργαζομένων».
Και τότε τα περιθώρια της ακροδεξιάς να καπηλεύεται ή να οικειοποιείται την αγωνία των πολιτών θα είναι πολύ μικρότερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου