Οδοφράγματα έχουν στηθεί στην καρδιά του Κιέβου. Τα φυλάνε ομάδες εθελοντών οι οποίοι ζεσταίνονται με αυτοσχέδια μαγκάλια. Το ανάκατο ντεκόρ περιλαμβάνει ουκρανικές και ευρωπαϊκές σημαίες, πορτραίτα του ποιητή Τάρας Σεφτσένκο (1814-1861), o oποίος θεωρείται ένας από τους
πνευματικούς πατέρες της ουκρανικής ταυτότητας ή του Στεπάν Μπαντέρα (1909-1959), μεγάλου πατριώτη ή συνεργάτη των ναζί, ανάλογα με τη σκοπιά από την οποία το βλέπει κανείς.
Αυτά συμβαίνουν στις αρχές Φλεβάρη, δύο εβδομάδες προτού το Μαϊντάν, η Πλατεία της Ανεξαρτησίας και επίκεντρο της εξέγερσης που συγκλόνισε τη χώρα, βαφτεί με αίμα. Η πλατεία είναι γεμάτη σκηνές, τις οποίες έχουν στήσει συμπαθούντες που έχουν συρρεύσει από όλα τα σημεία της Ουκρανίας : το Λιλβ, το Τερνόπιλ, το Ιβάνο-Φράνκιφσκ, προπύργια του ουκρανικού εθνικισμού, αλλά και από το Λουγκάνσκ και το Ντονέτσκ, αυτές τις μεγάλες πόλεις της βιομηχανικής Ανατολής που η καρδιά τους χτυπούσε ανέκαθεν για τη Ρωσία. Κοζάκοι επιδεικνύουν με υπερηφάνεια τις παραδοσιακές στολές τους. Γυναίκες όλων των ηλικιών φέρνουν δίσκους με μαύρο ψωμί και λαρδί για τους άντρες που φυλούν σκοπιά. Τα ρουθούνια διαπερνά μια έντονη μυρωδιά από τσάι, σούπα και καμένο ξύλο. Μέσα στην εβδομάδα, αρκετές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έρχονται για να ακούσουν τις ομιλίες των ηγετών της αντιπολίτευσης, ενώ προσεύχονται αδιάκοπα και τραγουδούν τον εθνικό ύμνο.
To κίνημα προέκυψε στα τέλη του περασμένη Νοέμβρη ως αντίδραση στην απόφαση του πρώην προέδρου, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, να διακόψει τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου με τις Βρυξέλλες [1]. Και το Μαϊντάν μεταμορφώθηκε. Συγκεντρώνοντας στην αρχή μερικές χιλιάδες φιλοευρωπαίων διαδηλωτών, η πλατεία έγινε, εξαιτίας της καταστολής που ακολούθησε, το σύμβολο της επανάστασης των Ουκρανών όλου του πολιτικού φάσματος ενάντια σε ένα πελατειακό και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Επανάσταση απέναντι στο σύστημα Γιανουκόβιτς κατ΄αρχήν, αλλά και απόρριψη, παράλληλα, των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία στάθηκαν κατώτερα αυτής της κρίσης.
Η δευτερεύουσα, αν και έντονα ορατή παρουσία διαφόρων εθνικιστικών ομάδων και, εν συνεχεία, η εμφάνιση ακραίων κινημάτων, τα οποία δεν διακρίνονται για τις δημοκρατικές τους αρχές ούτε εκφράζουν συμπάθεια απέναντι στην Ευρώπη, εγείρουν αντικρουόμενες αντιδράσεις. Αφενός, το Κρεμλίνο κατά κύριο λόγο και το πρώην ουκρανικό καθεστώς κατά δεύτερο, χρησιμοποιούσαν την παρουσία τους για να απαξιώσουν το κίνημα. Αφετέρου, εκφράζονται ανησυχίες μήπως η άκρα δεξιά οικειοποιηθεί το Μαϊντάν -όσο κι αν στην πραγματικότητα πρόκειται κυρίως για ένα λαϊκό κίνημα το οποίο θα αδικούσε η όποια απόπειρα κατηγοριοποίησης.
Η ακροδεξιά, έντονα παρούσα, αντλεί μεγάλο κομμάτι των αναφορών της από το εθνικιστικό κίνημα, το οποίο εξαπλώνεται από τη δεκαετία του 1920 και μετά, σε μια εποχή όπου η Πολωνία και η Σοβιετική Ρωσία μοιράζονται τις περισσότερες επαρχίες της σημερινής Ουκρανίας. Στις απαρχές του συναντάμε ένα συνονθύλευμα επιρροών : τον ιταλικό φασισμό, τη μερική συνεργασία -ρεαλιστική, σύμφωνα με ορισμένους, ιδεολογική, σύμφωνα με άλλους- μιας μερίδας εκπροσώπων του (όπως ο Μπαντέρα) με τη ναζιστική Γερμανία, τη συμμετοχή πολλών ουκρανικών μεραρχιών στη σφαγή Εβραίων και Πολωνών πολιτών κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κ.λπ.
Όπως διαπιστώνει ο πολιτειολόγος Αντρέας Ούμλαντ, καθηγητής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Κίεβο-Μοχίλα, « εδώ δεν έγινε ποτέ ένας αντικειμενικός απολογισμός της ιστορίας του Μπαντέρα. Ένας άνθρωπος που είχε καταχωρηθεί ως φασίστας σύμμαχος των ναζί από τη σοβιετική ιστοριογραφία, σήμερα ανασύρεται χωρίς καμία επιφύλαξη από τους Ουκρανούς ιστορικούς. Οι θιασώτες του στο Μαϊντάν έχουν μια αφελή και μονομερή προσέγγιση, γεγονός που προβληματίζει. Αντιστρόφως, το να τον χαρακτηρίζει κανείς φασίστα, όπως κάνει η Ρωσία, μοιάζει εξίσου μονόπλευρο και ανέντιμο ».
Το εθνικιστικό κίνημα, το οποίο βρισκόταν σε νάρκη κατά τη σοβιετική περίοδο, επανεμφανίζεται μετά την ανεξαρτησία, το 1991, έτος δημιουργίας του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Ουκρανίας (PSNU). Ως τις αρχές του 2000, το PSNU παραμένει μια περιθωριακή, ξενοφοβική και ακραία εθνικιστική οργάνωση, η ελάχιστη επιρροή της οποίας περιορίζεται στις δυτικές επαρχίες. Ο σημερινός ηγέτης της, ο Όλεγκ Τιαχνίμποκ, εκλέγεται βουλευτής για πρώτη φορά το 1998.
Tη δεκαετία του 2000, το κόμμα γνωρίζει σημαντικές μεταλλαγές. Κατά το έκτο του συνέδριο, το 2004, απαλλάσσεται από τα φασιστικά του παραφερνάλια : επαναβαπτίζεται Svoboda (« Σβόμποντα » : « Ελευθερία ») και εγκαταλείπει το ναζιστικό του έμβλημα, το Wolfsangel (αγκίστρι του λύκου/λυκοπαγίδα), για να προτιμήσει ένα πιο ουδέτερο σύμβολο. Σχολιάζοντας αυτές τις διακοσμητικού τύπου εξελίξεις, ο ερευνητής Ολέξιι Λεσένκο από το ινστιτούτο ανάλυσης Gorshenin, υποδεικνύει ότι « οι εξελίξεις είχαν ως κύριο στόχο να καθησυχάσουν το εκλογικό σώμα, παράλληλα όμως να δώσουν και μια βελτιωμένη εικόνα του Σβόμποντα εκτός συνόρων ».
Αναζητώντας αξιοπιστία, το Σβόμποντα πολλαπλασιάζει τις επαφές με άλλα κόμματα της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς, όπως μαρτυρά η παρoυσία του Ζαν Μαρί Λεπέν, προέδρου του γαλλικού Εθνικού Μετώπου στο συνέδριο του 2004, στο οποίο ήταν επίτιμος προσκεκλημένος. Εξάλλου, το κόμμα αμβλύνει σταδιακά τις εθνικιστικές του θέσεις και τις αναφορές του στον Μπαντέρα -χωρίς αυτό να τυγχάνει καθολικής αποδοχής στην Ουκρανία- για να υιοθετήσει έναν πιο γενικό δημόσιο λόγο, αρκετά κοινό στους κόλπους της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς, με έμφαση στη δριμεία και απαράφραστη καταδίκη του « συστήματος ».
« Μια εβραιομοσχοβίτικη μαφία »
Αυτή η ανανέωση βιτρίνας δεν εμποδίζει τον Τιαχνίμποκ να υπενθυμίζει με διάφορες θορυβώδεις δηλώσεις τις ξενοφοβικές και αντισημιτικές καταβολές του. Ετσι, το 2004 δηλώνει ότι το Κίεβο κυβερνάται από μια « εβραιομοσχοβίτικη μαφία », γεγονός που του στοιχίζει τον αποκλεισμό του από την κοινοβουλευτική ομάδα Nacha Ykraina (Η Ουκρανία μας). Το 2005, απευθύνει ανοιχτή επιστολή στον πρόεδρο, ζητώντας του « να βάλει τέλος στις εγκληματικές δραστηριότητες της ουκρανικής εβραϊκής διασποράς ».
Στις βουλευτικές εκλογές του 2012, το Σβόμποντα κάνει την έκπληξη συγκεντρώνοντας περίπου το 10,5% των ψήφων και στέλνοντας 37 βουλευτές στη Ράντα (το Κοινοβούλιο). Έτσι, με περισσότερους από δύο εκατομμύρια ψηφοφόρους, γίνεται κόμμα εθνικής εμβέλειας, πετυχαίνοντας αξιοσημείωτα αποτελέσματα και εκτός των δυτικών επαρχιών, που ήταν παραδοσιακά περισσότερο δεκτικές στον εθνικισμό.
O αντισυστημικός λόγος του Σβόμποντα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκλογική του επιτυχία. Όπως υπονοεί ο Ιβάν Στόικο, βουλευτής του κόμματος της (πρώην) αντιπολίτευσης Batkivshina [2] και « διοικητής » του Οίκου της Ουκρανίας, ενός από τα κτήρια του Μαϊντάν που τελούσαν υπό κατάληψη, « το εκλογικό σώμα, απογοητευμένο από την παραδοσιακή πολιτική τάξη, γοητεύθηκε από τη ρητορική του Σβόμποντα, από το πόσο κοντά στεκόταν στο λαό, καθώς κι από την ακτιβιστική του δράση ». Ο Γιούρι Γιακιμένκο, από την πλευρά του, υποδιευθυντής του think tank « Razumkov Centre », εκτιμά ότι από το 10% των ψήφων που κέρδισε το Σβόμποντα, « μόνο το 5% αντιπροσωπεύει τον σκληρό πυρήνα. Το υπόλοιπο 5% ψήφισε κυρίως για να τονίσει την αντίθεσή του προς τις άλλες πολιτικές δυνάμεις ».
Eξάλλου, το Σβόμποντα, « προφανώς ακολουθώντας τις συμβουλές του Εθνικού Μετώπου », σύμφωνα με τον Ούμλαντ, ανέπτυξε ένα οικονομικό πρόγραμμα με κοινωνική διάσταση. Αυτό προβλέπει κατά κύριο λόγο την επανεθνικοποίηση ορισμένων επιχειρήσεων, την εισαγωγή προοδευτικής φορολόγησης επί των κερδών ή ακόμα και τον αγώνα κατά της οικειοποίησης του πολιτικού και οικονομικού συστήματος από τους ολιγάρχες. Τα μέτρα αυτά, σε συνδυασμό με την υπόσχεση για σκληρό πόλεμο κατά της διαφθοράς, άσκησαν έντονη γοητεία σε ορισμένες κατηγορίες ψηφοφόρων, μικροεργοδότες και μέλη της μεσαίας τάξης, οι οποίες πλήττονται έντονα τόσο από την κρίση όσο και από το νεποτισμό, φαινόμενο που εντάθηκε μετά την εκλογή του Γιανουκόβιτς.
Έτσι, το Σβόμποντα συνέλεξε τους καρπούς των εθνικιστικών του θέσεων, οι οποίες, αν και ηπιότερες, εξακολουθούν να κατέχουν κεντρική θέση στην ταυτότητα του κόμματος. Κατάφερε επίσης να αποσπάσει ένα τμήμα του εκλογικού σώματος που στο παρελθόν είχε ψηφίσει τον Βίκτορ Γιούσενκο, πρόεδρο από το 2005 ώς το 2010. « Η περίοδος Γιούσενκο υπήρξε η πλέον γόνιμη σε ό,τι αφορά την άνθηση του εθνικισμού », σημειώνει η Σοφί Λαμπροσινί, Γαλλίδα αναλύτρια εγκατεστημένη στο Κίεβο. « Απελευθέρωσε το λόγο στη δημόσια και πολιτική σφαίρα. Τώρα πια, όμως, αυτό που αποκομίζει τα κέρδη είναι το Σβόμποντα, καθώς το εθνικιστικό εκλογικό σώμα απογοητεύτηκε οικτρά από τον Γιούσενκο ».
Πολλές κινήσεις, εξάλλου, της προεδρίας Γιανουκόβιτς συνέβαλαν στην πόλωση ενός μέρους του εκλογικού σώματος, το οποίο υποστηρίζει σθεναρά την προστασία της ουκρανικής γλώσσας και ταυτότητας. Τέτοιος ήταν ο νόμος για τις τοπικές γλώσσες, ο οποίος ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 2012 και είχε ως κύριο στόχο να κάνει τη ρωσική δεύτερη επίσημη γλώσσα στις επαρχίες που το επιθυμούν ή ακόμα και να μειώσει τις ώρες διδασκαλίας της ουκρανικής στην εκπαίδευση, από τη στιγμή που η διάδοσή της ήταν « άχρηστη », σύμφωνα με τον υπουργό Παιδείας, Ντμίτρο Ταμπάσνικ.
Παρά τη στροφή του, το Σβόμποντα παραμένει προσκολλημένο στην άκρα δεξιά. Βασικός άξονάς του εξακολουθεί να είναι η ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας, με κατάληξη τον τερματισμό της ρωσικής επιρροής στη χώρα. Σε ό,τι αφορά στην εξωτερική πολιτική, ο αγώνας αυτός μεταφράζεται κυρίως στην επιθυμία του Κιέβου να ενταχθεί στη Συνθήκη Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ), στον πυρηνικό επανεξοπλισμό ή ακόμα και στην έξοδο όλων των δομών συνεργασίας της μετασοβιετικής εποχής.
Στο εσωτερικό μέτωπο, το Σβόμποντα συμπεριλαμβάνει στις προτεραιότητές του την « αποσοβιετοποίηση » της χώρας : κάθαρση ή απομάκρυνση των πρώην στελεχών του ΚΚΣΕ και των πρακτόρων της KGB, αλλαγή ονομάτων σε δρόμους και πλατείες, απόσυρση των αγαλμάτων που δοξάζουν τους σοβιετικούς ήρωες. Προτείνει επίσης την κατάργηση του αυτόνομου καθεστώτος της Κριμαίας και, κυρίως, την πρόωθηση της ουκρανικής ταυτότητας μέσα από μια σειρά μέτρων, τα οποία ξεκινούν από το συστηματικό και αδιάκοπο εγκωμιασμό του εθνικιστικού κινήματος και καταλήγουν στην επαναφορά της αναγραφής της εθνικής προέλευσης ή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες.
Το Σβόμποντα, οπαδός μιας Ευρώπης των Εθνών, τάσσεται πλέον υπέρ της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πραγματιστική αυτή στροφή πηγάζει κυρίως από μια συγκεκριμένη θέση για σύναψη « ιερής συμμαχίας » με τις άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης και από εκλογικές βλέψεις, παρά από μια ειλικρινή μεταστροφή, όσο και αν η Ε.Ε. αντιμετωπίζεται και αυτή ως ένα μέσο απομάκρυνσης από τη Ρωσία.
Παρόλο που η μετανάστευση είναι σήμερα δευτερεύουσας σημασίας, το Σβόμποντα είναι το μοναδικό κόμμα που την καταγγέλλει και προτείνει μέτρα για τον περιορισμό της, όπως η δυσκολότερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια για τους ξένους φοιτητές ή η παροχή της υπηκοότητας μόνο στα άτομα που έχουν γεννηθεί στην Ουκρανία ή είναι « ουκρανικής εθνικής καταγωγής ». Το κόμμα δεν παραδέχεται ότι είναι ξενοφοβικό, αλλά την ίδια στιγμή απορρίπτει την όποια ιδέα πολυπολιτισμικότητας. « Υπερασπιζόμαστε τις αξίες της οικογένειας, της Ευρώπης των εθνών, ενάντια στην πολυπολιτισμικότητα, την οποία βλέπω ως μια πολιτική που σκοπεύει να αναμείξει διαφορετικές μεταξύ τους κουλτούρες, πράγμα αδύνατο », μας λέει ο Γιούρι Λεφτσένκο, ηγετικό στέλεχος του Σβόμποντα. « Κοιτάξτε τι γίνεται στην πατρίδα σας : αντί για μια νέα κουλτούρα η οποία να έχει προκύψει από τη μετανάστευση, έχετε μόνο γκέτο. Δεν έχει λογική να βάζεις διαφορετικές κουλτούρες να συγκατοικήσουν στην ίδια πόλη. Δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτό ».
Το Σβόμποντα απογοήτευσε με τις εκκλήσεις για ηρεμία
Το κόμμα, εξάλλου, φρόντισε να απαλλαγεί από τα αντισημιτικά του απομεινάρια σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Γιόζεφ Ζίσελς, πρόεδρος της ένωσης εβραϊκών κοινοτήτων της Ουκρανίας, να δηλώνει με βεβαιότητα ότι « το Σβόμποντα δεν αποτελεί επ’ ουδενί απειλή για τους Εβραίους. Οι πραγματικοί εχθροί τους είναι οι Ρώσοι. Αν και είναι αλήθεια ότι το Σβόμποντα είναι το μοναδικό μεγάλο κόμμα με αναφορές στον Μπαντέρα και τον Σούκιεβιτς [3], κάτι ενοχλητικό, το παραδέχομαι, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και αντισημιτικό ». Αυτό πάντως, δεν εμποδίζει ορισμένα ολισθήματα, όπως, για παράδειγμα, το Νοέμβριο του 2012, όταν ο βουλευτής Ιγκόρ Μιροσνιτσνένκο αρνιόταν την ουκρανική καταγωγή της Αμερικανίδας ηθοποιού Μίλα Κούνις, δηλώνοντας ότι στην πραγματικότητα ήταν « ζιντόφκα », ένας διφορούμενος όρος της ουκρανικής αργκό που χαρακτηρίζει ένα άτομο εβραϊκής πίστης ή προέλευσης.
Παρ’ όλο που το Σβόμποντα έλαμψε στο Μαϊντάν -είχε υπό τον έλεγχό του το επιβλητικό δημαρχείο του Κιέβου, το οποίο τελούσε υπό κατάληψη έως τις 16 Φεβρουαρίου- είχε επί της ουσίας ελάχιστη επιρροή στο πεδίο της μάχης, όπως άλλωστε και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Αυτό το πολιτικό κενό, σε συνδυασμό με τη βίαιη καταστολή που εξαπέλυσε η πρώην κυβέρνηση, αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για την ανάδυση νέων σχηματισμών, οι οποίοι με το ύφος τους και τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό εγείρουν πολλά ερωτηματικά.
Ο πιο σημαντικός ανάμεσά τους, ο Praviy Sektor (Δεξιός Τομέας), συσπειρώνει ήδη μερικές χιλιάδες άτομα σε ολόκληρη τη χώρα και απολαμβάνει, προς το παρόν τουλάχιστον, πραγματική συμπάθεια μεταξύ του πληθυσμού. Στους κόλπους του συναντά κανείς μέλη ακραίων εθνικιστικών οργανώσεων, χούλιγκανς, παραστρατημένους, απογοητευμένους από το Σβόμποντα. O Δεξιός Τομέας προσελκύει μια αρκετά ευρεία γκάμα ατόμων, με κοινό παρονομαστή πάνω από όλα την επιθυμία για ακραία δράση, κατόπιν την κλίση για μια ιδεολογία την οποία ο Αντρέι Ταρασένκο, ηγετική μορφή του κινήματος, μας ξεδιπλώνει από το άκρως φρουρούμενο στρατηγείο του στον πέμπτο όροφο του Οίκου των Συνδικάτων [4] : « Ούτε ξενοφοβικός, ούτε αντισημιτικός, όπως διατείνεται η προπαγάνδα του Κρεμλίνου », ο Δεξιός Τομέας χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με αυτόν, κατά κύριο λόγο ως « εθνικιστικός και υπερασπιστής των αξιών της λευκής και χριστιανικής Ευρώπης απέναντι στην απώλεια του έθνους και την "αθρησκεία" ». O Δεξιός Τομέας, ο οποίος απορρίπτει και αυτός την πολυπολιτισμικότητα, « υπεύθυνη για την εξαφάνιση του Εσταυρωμένου και την εμφάνιση κοριτσιών με μπούρκα στα σχολεία μας », δεν κηρύττει την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, « αυτό τον φιλελεύθερο ολοκληρωτισμό όπου ο Θεός έχει χαθεί και οι αξίες έχουν αντιστραφεί ».
Χωρίς να υποστηρίζει κανένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κυρίως το Σβόμποντα, το οποίο απογοήτευσε « με τις εκκλήσεις του για ηρεμία και με τις διαπραγματεύσεις του με την κυβέρνηση », ο Δεξιός Τομέας θα μπορούσε να σκεφτεί τη μεταμόρφωσή του σε κόμμα [5]. Μια τέτοια προοπτική θα ενοχλούσε τον Τιαχνίμποκ. Eκτός του ότι η αντισυστημική του εικόνα δέχτηκε σοβαρό πλήγμα από τις εκκλήσεις του για μετριοπάθεια κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, ίσως χρειαστεί πια να συμμαχήσει με ένα κόμμα που τοποθετείται στα δεξιά του, αποδεδειγμένα ετοιμοπόλεμο όσο και αποφασισμένο.
Η επιτυχία που σημείωσε το Σβόμποντα τα τελευταία χρόνια και η θέση που κατέλαβαν στο Μαϊντάν νεοναζιστικές ομάδες όπως ο Δεξιός Τομέας, μαρτυρούν τη βαθιά κοινωνική κρίση. Κρίση ταυτότητας κυρίως, σε μια χώρα η οποία, 22 χρόνια μετά την ανεξαρτητοποίησή της, δεν έχει καταφέρει να γράψει μια αντικειμενική ιστορία που να περικλείει θετικά το σύνολο των περιφερειών και των πολιτών της : ακόμα και σήμερα, τους Ουκρανούς τους οποίους αντιμετωπίζουν ως απελευθερωτές στη Γαλικία [6], στο Ντόνμπας [7] τους βλέπουν ως φασίστες και αντίστροφα.
Κατόπιν, κρίση πολιτική. Οι Ουκρανοί, απογοητευμένοι από την « πορτοκαλί επανάσταση » [8] και απηυδησμένοι, στράφηκαν εν μέρει προς μια ακραία ψήφο περισσότερο από αντίδραση παρά από ιδεολογική πεποίθηση. Ακόμα κι αν το Μαϊντάν μείνει, πιθανόν, στην ιστορία ως ένα θαυμάσιο κίνημα συλλογικής και πολιτικής δράσης, δεν έχει προσφέρει μέχρι στιγμής καμία εποικοδομητική πολιτική προοπτική.
Notes
[1] Βλ. Sebastien Gobert, « L’Ukraine se derobe a l’orbite europeenne », Le Monde Diplomatique, Δεκέμβριος 2013.
[2] (ΣτΜ) : Κεντροδεξιό κόμμα που συμμετέχει στη μεταβατική κυβέρνηση.
[3] Ρομάν Σούκιεβιτς (1907-1950), άλλη μια φιγούρα του ουκρανικού εθνικισμού, αρχηγός μιας ουκρανικής μεραρχίας της Βέρμαχτ με την ονομασία Nachtigall.
[4] Το μεγαλύτερο κτήριο του Μαϊντάν, το οποίο εκκενώθηκε κατόπιν πυρκαγιάς.
[5] (ΣτM) : Ο επικεφαλής του, Ντμίτρο Γιάρος, ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του στις προεδρικές εκλογές, τον Μάιο.
[6] (ΣτΜ) : Γεωγραφική περιοχή της κεντρικής/ανατολικής Ευρώπης, στα σύνορα Πολωνίας – Ουκρανίας.
[7] (ΣτΜ) : Βιομηχανική περιοχή της Ανατολικής Ουκρανίας με πρωτεύουσα το Ντόνετσκ.
[8] Βλ. Vicken Cheterian, « Revolutions trompe-l’oeil à l’Est », Le Monde Diplomatique, Οκτώβριος 2005.
http://tvxs.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου