Του Χρύσανθου Τάσση
Οι εκλογές στη Γερμανία λαμβάνουν ουσιαστικά τον χαρακτήρα Ευρωπαϊκών εκλογών, καθώς είναι εκλογές που σηματοδοτούν την πορεία της Ευρώπης. Η επικράτηση του κόμματος της Α. Μέρκελ με ένα συντριπτικό ποσοστό σημαίνει την αποδοχή της εφαρμοζόμενης πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι η συνέχιση για πολλά χρόνια της αυστηρής περιοριστικής πολιτικής
Τα βασικά προτάγματα που θα πρέπει αυτή η πολιτική να ικανοποιήσει είναι τα προτάγματα του ανταγωνισμού και οι μέτοχοι. Για να μπορέσουν οι «εθνικές» οικονομίες να είναι ανταγωνιστικές και οι μέτοχοι να διατηρήσουν υψηλή κερδοφορία, σημαίνει πως θα πρέπει να συνεχίσουν να αντλούν πόρους από την κοινωνία. Τα προτάγματα της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του χρηματοπιστωτικού τομέα θα προαχθούν διαμέσου της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, του δραστικού περιορισμού του κοινωνικού κράτους (υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση, πρόνοια) και της μείωσης του
μισθολογικού κόστους και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα, ιδίως για τις χώρες της περιφέρειας.
Ένα άλλο θέμα το οποίο ανέδειξαν οι εκλογές στη Γερμανία είναι η αδυναμία των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών του SPD -του πιο σημαντικού (μαζί με το Εργατικό κόμμα - Labour Party)-να προσφέρουν μια ουσιαστική εναλλακτική λύση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μια διαδικασία η οποία επηρεάζει αποφασιστικά την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία συνολικά. Η μετά το 1995/6 υιοθέτηση του «εκσυγχρονιστικού Τρίτου Δρόμου» από το σύνολο των εργατικών, σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη (SPD στη Γερμανία, New Labour στο Ην. Βασίλειο, ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα στην πρωτοπορία) σηματοδοτεί την μετεξέλιξη της πολιτικής φυσιογνωμίας των κομμάτων που συνιστούν τη σοσιαλιστική οικογένεια. Πιο συγκεκριμένα, στη θέση της «παλαιάς» και ξεπερασμένης σχέσης με τα εργατικά συνδικάτα προάγεται μια νέα κοινωνική συμμαχία με τα «δυναμικά» κοινωνικά στρώματα της μεσαίας τάξης τα οποία έχουν κυρίως αγοραίο προσανατολισμό. Η νέα «προσαρμογή» της σοσιαλδημοκρατίας θεωρήθηκε ως «αναγκαία» για την επίτευξη του στόχου της εκλογικής αποτελεσματικότητας. Πραγματικά, με την υιοθέτηση του Τρίτου Δρόμου και τη νέα κοινωνική συμμαχία τα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά, εργατικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κατάφεραν να έρθουν στην εξουσία σε όλη την Δυτική Ευρώπη με την εξαίρεση της Ισπανίας και να υλοποιήσουν ουσιαστικά την ενοποίηση της ΕΕ και την πορεία προς την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος του Ευρώ με βάση τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Ωστόσο, στην εποχή της κρίσης η οποία ξεκίνησε από την χρηματοπιστωτική κρίση στο Real Estate στις ΗΠΑ και εξαπλώθηκε στην Ευρώπη, τα σοσιαλιστικά κόμματα έδειξαν αμήχανα και αδυναμία διαχείρισης. Σε όσες μάλιστα περιπτώσεις κλήθηκαν να διαχειριστούν τις κρατικές υποθέσεις διαμέσου της κυβέρνησης όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Ελλάδας το αποτέλεσμα ήταν η πολιτική, ιδεολογική και εκλογική του κατάρρευση. Το βασικό «πρόβλημα» της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας είναι ότι φαίνεται να είναι πολιτικά εγκλωβισμένη καθώς έχει αποδεχθεί το βασικό ιδεολογικό πρόταγμα της Μ. Θάτσερ ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση». Στην ίδια κατεύθυνση φαίνεται να κινείται και η πολιτική του Προέδρου της Γαλλίας και εκπρόσωπο του σοσιαλιστικού κόμματος Φ. Ολάντ, ο οποίος είχε καλλιεργήσει προσδοκίες για μια διαφορετικού τύπου πολιτική για την Ευρώπη – αντίβαρο στην πολιτική της λιτότητας της Α. Μέρκελ – όπως επίσης και την αύξηση της φορολογίας για τα υψηλά οικονομικά στρώματα, πολιτικές όμως που δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες. Μάλιστα μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως η μη επιβεβαίωση των προσδοκιών από τον Γάλλο Πρόεδρο «βοήθησαν» στη διαμόρφωση αυτού του πολιτικού σκηνικού στη Γερμανία. Σε αυτό το σημείο δεν θα πρέπει να παραγνωρίσει κανείς τις επιλογές του SPD. Από τις προηγούμενες εκλογές έχει αποκλείσει κάθε πιθανότητα για κυβερνητική συνεργασία με το κόμμα της Αριστεράς, ούτε φυσικά έχει ένα πρόγραμμα εναλλακτικό ως προς τις βασικές επιλογές των Χριστιανοδημοκρατών. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι να επικεντρωθεί προεκλογικά κυρίως σε προσωπικές αντιπαραθέσεις εναντίον της Μέρκελ και να υποστεί εκλογική ήττα.
Ένα άλλο θέμα άμεσα συσχετιζόμενο είναι η αρχιτεκτονική της ΕΕ. Η ΕΕ δεν είναι μια πολιτική ένωση αλλά είναι μια οικονομική και κυρίως νομισματική ένωση μεταξύ διαφορετικών (ανταγωνιστικών εν πολλοίς) οικονομιών, μεταξύ διαφορετικών (ανταγωνιστικών εν πολλοίς) χωρών που την απαρτίζουν. Το συγκεκριμένο οικοδόμημα το οποίο βασίστηκε στα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ – οικονομικά κυρίως, χωρίς καμιά αναφορά σε κοινωνικούς δείκτες πχ κριτήριο ανεργίες, κριτήριο ετήσιου μισθού, φαίνεται να λειτουργεί όσο οι ευρωπαϊκές οικονομίες βρίσκονται σε περίοδο οικονομικής μεγέθυνσης. Αντίθετα, όταν η ευρωπαϊκή οικονομία εισέρχεται σε περιόδους μεγάλη ύφεσης, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει πολιτική ένωση, όπως στις ΗΠΑ για παράδειγμα, η κάθε χώρα προσπαθεί να ενσκύψει στα δικά της ζητήματα και βλέπει τις άλλες χώρες ως ανταγωνιστικές. Στην παρούσα συγκυρία, οι διαφορές μεταξύ χωρών στην ΕΕ φαίνεται να αναβιώνει την «παλαιά» αντίθεση μεταξύ Βορρά – Νότου με βάση τη Θεωρία της Εξάρτησης «περί άνισης ανάπτυξης», χωρίς να αποκλείεται η εμφάνιση σημαντικών πιέσεων στις χώρες του Βορρά σε σύντομο χρονικό διάστημα και εφόσον η κρίση σε συνδυασμό με την πολιτική δημοσιονομικής προσαρμογής συνεχιστούν ως έχουν.
Το βασικό πρόβλημα λοιπόν το οποίο τίθεται είναι το ποιος θα καταφέρει να θέσει φραγμούς στην κυρίαρχη χρηματοπιστωτική μερίδα των «αόρατων επενδυτών» της οποίας τα κέρδη δεν προέρχονται από την παραγωγική διαδικασία, αλλά από αόρατες δευτερογενείς και τριτογενείς αγορές και έχει τη δυνατότητα να μετακινείται χωρίς κανέναν (χωρικό και χρονικό) περιορισμό, να συσσωρεύει τεράστια κέρδη, από τα οποία οι κοινωνίες δεν λαμβάνουν μερίδιο και φαίνεται να δρα και εις βάρος του παραγωγικού κεφαλαίου. Σε αυτό εξάλλου επικεντρώνεται και η δήλωση της Α. Μέρκελ ότι η βασική προτεραιότητα της πολιτικής της είναι το «κέρδος των μετόχων», που μεθερμηνεύεται ως συνέχιση της ίδιας πολιτικής για πολλά χρόνια ακόμα. Τα πολιτικά προτάγματα που αναδεικνύονται είναι δύο α) Πώς και αν θα προχωρήσει η πολιτική ένωση και β) πως θα μπουν περιορισμοί στην ανεξέλεγκτη τάση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου για κίνηση και κερδοφορία.
Στην πολιτική τους οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες και συνολικά οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες φαίνονται αμήχανοι μπροστά σε αυτή την εξέλιξη. Η διαφαινόμενη συμμετοχή του SPD σε κυβερνητική συνεργασία με το CDU θα αποτελέσει κομβικό σημείο στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Αν το SPD καταφέρει να επιβάλει μια διαφορετική πολιτική σε σχέση με το CDU, τότε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία θα έχει λόγο να υπάρχει. Αν αντίθετα συνεχίσει να βαδίζει στις ίδιες πολιτικές που εφαρμόζονται από το 2009 και μετά τότε θα αφήσει χώρο για νέες πολιτικές δυνάμεις που θα ζητήσουν να καλύψουν το κενό εκπροσώπησης που θα αφήσει η σοσιαλδημοκρατία και όσον αφορά στα εργατικά στρώματα, από τα οποία ήδη από το 1996 έχει πάρει αποστάσεις, αλλά και από τα δυναμικά μεσαία στρώματα, τη νέα κοινωνική συμμαχία, τα οποία πλήττονται λόγω της κρίσης.
http://www.koinonikossyndesmos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου