Σάββατο 29 Απριλίου 2023

Μόνιμη, τοξική πολιτική πόλωση

Η πρώτη προεκλογική περίοδος του 2023 έχει αρχίσει και είναι ακριβώς όπως την περιμέναμε: ατάκες, ειρωνείες, μπηχτές, ad hominem επιθέσεις, ”ή εμείς ή αυτοί”, “ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν”. Διαχρονικά αντιμετωπίζουμε την πολιτική όπως τα αθλητικά, ως παιχνίδι στο οποίο κάποιος κερδίζει κι όλοι οι άλλοι χάνουν. Εμείς διαλέγουμε ομάδα και αρχίζουμε να τσακωνόμαστε. Λέμε ότι οι εκλογές είναι η “γιορτή της δημοκρατίας” όπως λέμε ότι ο τελικός του Κυπέλλου είναι η “γιορτή του ποδοσφαίρου”. Κανένας δεν γιορτάζει -όλοι προσπαθούν να εξοντώσουν τον αντίπαλο.

Αυτό είναι ίσως το βασικό πρόβλημα στη χώρα μας, εκείνο από το οποίο εκπορεύονται όλα τα υπόλοιπα: η μόνιμη, τοξική πολιτική πόλωση. Δεν έχουμε την εντονότερη πόλωση στο δυτικό κόσμο -υπάρχουν και χειρότερα αλλού- αλλά έχουμε πρόβλημα, το οποίο εκφράζεται πιο γλαφυρά στις εκκωφαντικές προεκλογικές μας περιόδους.

Πολλοί δεν το αντιλαμβάνονται ως πρόβλημα. Ίσα ίσα, βλέπουν τους τηλεοπτικούς τσακωμούς με τις ατάκες και τις μπηχτές, όλο αυτό το gamification της πολιτικής, σαν διασκέδαση, ως χόμπι, κάτι σαν το Πάμε Στοίχημα. Αλλά (όπως και ο τζόγος) δεν είναι αθώο παιχνίδι. Είναι πρόβλημα. Είναι σύμπτωμα μιας βαθιάς παθογένειας.

Σχεδόν όλες και όλοι συμφωνούν ότι αυτό που χρειάζεται σήμερα η χώρα είναι εκείνες οι δύσκολες, μεγάλες μεταρρυθμίσεις, αυτές που εκκρεμούν εδώ και δεκαετίες. O εκσυγχρονισμός και η επιτάχυνση της Δικαιοσύνης, η αναβάθμιση των υπηρεσιών δημόσιας υγείας, η βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης και κατάρτισης του πληθυσμού, η εξυγίανση του συνταξιοδοτικού, η ενίσχυση της πρόσβασης των γυναικών στην αγορά εργασίας, τέτοιες λεπτομέρειες, πράγματα που άλλες χώρες παρόμοιες με εμάς έχουν λύσει εδώ και χρόνια ή, σε κάποιες περιπτώσεις, εδώ και δεκαετίες. Πρέπει να τα λύσουμε και εμείς. Και σύντομα.


Σήμερα το ελληνικό κράτος πληρώνει πάνω-κάτω 5 δισ. το χρόνο σε τόκους για το γιγάντιο χρέος του. Για τόσο μεγάλο χρέος, είναι λίγα. Πολύ λίγα. Γιατί είναι τόσο λίγα; Επειδή έχουμε μια περίοδο χάριτος από τους δανειστές, για να περάσουμε τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει και να κάνουμε την οικονομία μας βιώσιμη, εξωστρεφή και μεγαλύτερη και, ως εκ τούτου, να κάνουμε το χρέος μας βιώσιμο (και να μπορούμε να τους το αποπληρώνουμε). Μέχρι τώρα έχουμε κάνει κάποια πράγματα (ειδικά στην περίοδο των μνημονίων, αλλά και μετά) μα έχουμε αφήσει τα πραγματικά δύσκολα για μετά. Και το “μετά” στενεύει. Όταν τελειώσει η περίοδος χάριτος, τα 5 δισ. το χρόνο που δίνουμε θα γίνουν 15 δισ. Κι εν τω μεταξύ θα έχουμε περισσότερους καύσωνες, περισσότερους συνταξιούχους και λιγότερους εργαζόμενους, ενώ κανείς δεν ξέρει τι άλλες εξωγενείς πανούκλες, λιμούς, καταποντισμούς, υφέσεις και πολέμους μας επιφυλάσσει η τρέχουσα δεκαετία. Πού θα τα βρούμε τα 10 δισ. το χρόνο επιπλέον; Πρέπει να αρχίσουμε μεγαλώσουμε και να διευρύνουμε την οικονομία (η οποία ακόμα έχει το μέγεθος που είχε περίπου το 2003) τώρα, άμεσα. Χτες. Η περίοδος χάριτος λήγει το 2032. Όλες οι δύσκολες μεταρρυθμίσεις που έχουμε αφήσει “για μετά” δεν θα πρέπει απλά να έχουν ψηφιστεί μέχρι τότε. Θα πρέπει και να έχουν υλοποιηθεί και θα πρέπει και να έχουν αποδώσει.

Σε πενήντα χρόνια δικομματισμού, παρά τις αρκετές προσπάθειες που έγιναν, το πολιτικό μας σύστημα δεν μπόρεσε να τις περάσει αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Ούτε καν με δέκα χρόνια μνημονίων και εξωτερικής επιβολής δεν τα κατάφερε. Είναι δύσκολα θέματα, η επίλυσή τους πατάει κάλους, θίγει συμφέροντα, ανατρέπει κεκτημένα πολιτικά ισχυρών υποομάδων του πληθυσμού. Πρέπει να τα βάλεις με συνδικάλιστές γιατρούς, δικηγόρους, δικαστές, εκπαιδευτικούς, όσους από αυτούς έχουν συμφέρον και αγωνίζονται για να μην αλλάξει ποτέ τίποτε. Πώς θα τα περάσουμε όλα μέχρι το 2032; Πώς τα πέρασαν άλλες χώρες, δεκαετίες πριν;

Η εξήγηση είναι μια λέξη που δεν αρέσει στο πολιτικό μας προσωπικό, και δεν ταιριάζει καθόλου στο επίπεδο στο οποίο έχει επιλέξει να διεξάγει το λειτούργημά του. Η λέξη είναι: “συναίνεση”. Μόνο με ευρείες, ευρύτατες συναινέσεις περνάνε τέτοια πράγματα. Πολλοί ισχυρίζονται ότι μια σταθερή, αυτοδύναμη κυβέρνηση, παρόμοιας μορφής με αυτές που είχαμε τα περισσότερα από τα τελευταία 50 χρόνια, είναι η βέλτιστη λύση για τη χώρα μας σήμερα, επειδή θα προσφέρει “σταθερότητα”. Ίσως να μην είναι έτσι τα πράγματα, όμως. Σταθερές και αυτοδύναμες κυβερνήσεις με 152 βουλευτές (και μια αντιπολίτευση στα κάγκελα, να ροκανίζει νουμεράκια στα γκάλοπ) δεν μπορούν σχεδόν ποτέ να περάσουν τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις. Αυτές χρειάζονται συναινέσεις, συνεννόηση του μεγαλύτερου μέρους του πολιτικού συστήματος, χαμηλούς τόνους στο δημόσιο διάλογο. Ίσως κυβερνήσεις συνεργασίας με στιβαρές προγραμματικές δηλώσεις και ευρεία κοινοβουλευτική στήριξη. Εμείς δεν έχουμε αυτή την κουλτούρα καθόλου. Εδώ, ακόμα και μεταρρυθμίσεις που περνάνε με 255 ψήφους από τη Βουλή καταργούνται “με ένα νόμο κι ένα άρθρο” από τους επόμενους. Εμείς έχουμε ακριβώς το αντίθετο: πολιτική ως zero sum game, πολιτικοί που μιλάνε και συμπεριφέρονται ως εχθροί, επικοινωνία μόνο με φωνές, στα κανάλια, ως performance, μηδενική πρόθεση για συνεννόηση, σκέτη τσατίλα, στεγνός, στείρος πόλεμος, ”ή εμείς ή αυτοί”.

Και είναι κρίμα. Να σας πω γιατί είναι κρίμα; Επειδή στην πραγματικότητα, πίσω από τα βρισίδια και τις κλωτσοπατινάδες, περιθώριο συνεννόησης στο δικό μας πολιτικό σύστημα υπάρχει. Έχει τύχει να βρεθώ σε τηλεοπτικά πάνελ με καλεσμένους πολιτικούς και, στις συζητήσεις που γίνονται όταν οι κάμερες δεν γράφουν, αν έκλεινα τα μάτια δεν θα αναγνώριζα ποιος λέει τι. Οι “σοβαροί” πολιτικοί όλων των συστημικών κομμάτων μπορεί να διαφωνούν σε διάφορα επιμέρους -και καλά κάνουν- αλλά σε βασικά, θεμελιώδη θέματα την ίδια γλώσσα μιλάνε. Παρόμοια πράγματα αποδέχονται. Θεωρητικά, αν κάθονταν για μια εβδομάδα στο ίδιο δωμάτιο για να κουβεντιάσουν τι μπορεί να αποδεχτούν από κοινού να κάνουν για τη δικαιοσύνη, την υγεία ή (σε μικρότερο βαθμό ίσως) την εκπαίδευση, θα κατέληγαν κάπου. Δεν είναι ανόητοι, ούτε αφιονισμένοι ιδεοληπτικοί. Απλά όταν ανάβουνε ξανά οι κάμερες, συχνά συμπεριφέρονται ως τέτοιοι.

Δεν ξέρω ποιος το άρχισε. Αν είμαστε οι πολίτες που επιλέξαμε οτι προτιμάμε να παρακολουθούμε την πολιτική όπως παρακολουθούμε το ποδόσφαιρο, ή αν είναι οι πολιτικοί που αποφάσισαν να διεξάγουν την πολιτική κλωτσώντας. Πιθανότατα φταίνε και τα δυο μέρη εξίσου, με τον τρόπο που φταίνε και οι θεατές για τα θεάματα που παράγει το Χόλιγουντ. Κάποιος, κάπως κάποτε, όμως, πρέπει να κάνει μιαν αρχή. Δεν μπορεί να συνεχιστεί η κατάσταση αυτή έτσι. Και σε αυτή την κρίσιμη προεκλογική περίοδο, αντί να ρίξουν τους τόνους με το βλέμμα στους απαραίτητους μετεκλογικούς συμβιβασμούς, πολιτικοί αρχηγοί και υποψήφιοι βουλευτές πυροδοτούν την πόλωση, νόμιζοντας ότι έτσι, βραχυπρόθεσμα, θα κερδίσουν. Μπορεί όντως έτσι να γίνει, όπως γίνεται πάντα, επειδή και οι ψηφοφόροι από κάτω αυτά ακούνε και φουντώνουν, χειροκροτούν κι αλαλάζουν. Ο χρόνος, όμως, περνάει. Η περίοδος χάριτος τελειώνει. Μακροπρόθεσμα χάνουμε, πάλι, όλες και όλοι.
https://www.kathimerini.gr/opinion/562392451/monimi-toxiki-politiki-polosi/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Πολιτική θεολογία και Συνταγματική ηθική»

Η «πολιτική θεολογία» είναι μια διαδεδομένη αλλά αμφίσημη έννοια που χρησιμοποιείται με διαφορετικό περιεχόμενο αφενός σε θύραθεν συμφραζόμε...