Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 υπήρχε στην ελληνική κοινωνία πολύς πόνος, μεγάλη φτώχεια, πολύπλευρες αγωνίες. Η Ελλάδα, μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, προσπαθούσε να γιατρέψει τις πληγές της και αυτό δεν ήταν εύκολο. Ολο το βάρος το έφερε μια γενιά, που
στερήθηκε αυτή για να ζήσουν καλύτερα οι επόμενες. Αυτές οι καταστάσεις ενέπνευσαν όλους τους κορυφαίους δημιουργούς αυτών των δεκαετιών, κάτι που αποτυπώθηκε στο τεράστιο έργο τους. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες συνθέτουν, συγγράφουν, σκηνοθετούν είτε επειδή οι ίδιοι βιώνουν οριακές καταστάσεις είτε γιατί οι ευαίσθητες κεραίες τους αφουγκράζονται τα μηνύματα της κοινωνίας. Στη δεκαετία του 1960 ο Μίκης έγραψε για τα χαμόσπιτα της Δραπετσώνας και ο Καζαντζίδης τραγούδησε για την ξενιτιά της φάμπρικας. Η κοινωνία αλλάζει και μαζί της αλλάζουν συμπεριφορές και ερεθίσματα. Αλλάζουν οι απαιτήσεις των πολιτών, που εθίζονται σε άλλες εικόνες, σε άλλα ακούσματα, σε άλλες παραστάσεις.Ο κάθε ράπερ και ο κάθε βωμολόχος «καλλιτέχνης» επιβιώνει και διακρίνεται γιατί έχει το κοινό του. Σε κάποιους απευθύνεται που έχουν την ανάγκη να ακούσουν τον δικό του λόγο, με τον συγκεκριμένο επιθετικό τρόπο που τον εκφέρει. Στις πλουραλιστικές κοινωνίες, στις κοινωνίες της ευμάρειας, συνυπάρχουν πολλοί τρόποι ζωής για έναν απλό λόγο: γιατί υπάρχουν πολλές επιλογές. Κάτι που δεν υπήρχε στο «κάποτε». Ο αγώνας για την επιβίωση ήταν ένας μονόδρομος. Και στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 αυτός ο αγώνας κυριαρχούσε στην ελληνική κοινωνία. Αυτοί που βρίσκονταν στην καλή πλευρά της ζωής ήταν οι λιγότεροι.
Η νοσταλγία και η αναπόληση, που μοιραία οδηγούν σε συγκρίσεις με το παρόν, επειδή λειτουργούν με τα πολλαπλά φίλτρα της μνήμης, μάλλον παραπλανούν. Γιατί, πόσοι σήμερα θα ήθελαν να ζουν σε εκείνες τις συνθήκες του «κάποτε»;
https://www.kathimerini.gr/opinion/562356037/to-kapote-kai-to-simera/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου