Στην παρατεταμένη προεκλογική περίοδο που διανύουμε, κυριαρχεί πλέον η σύγκρουση ανάμεσα σε δυο πολιτικά αφηγήματα, αυτό της αυτοδύναμης / μονοκομματικής κυβέρνησης που δεν αρκείται στην ανάδειξη των πλεονεκτημάτων της αλλά θεωρεί επικίνδυνη για την πορεία της χώρας μια κυβέρνηση συνεργασίας και το αντίστροφο αφήγημα της ανάγκης για κυβερνητικές συνεργασίες που αποτρέπουν τα εκφυλιστικά φαινόμενα της μονοκομματικής αυτάρκειας και αυταρέσκειας. Η ταύτιση των μονοκομματικών κυβερνήσεων με το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής που κυριαρχεί τα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης, δεν είναι ακριβής. Τα κρίσιμα παραδείγματα κυβερνήσεων συνεργασίας, οι
κυβερνήσεις Παπαδήμου ( ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ο τότε ΛΑΟΣ ) και Σαμαρά - Βενιζέλου (αρχικά με τη συμμετοχή της τότε ΔΗΜΑΡ), προέκυψαν με εκλογικό σύστημα «ενισχυμένης» και όχι «απλής» αναλογικής και κλήθηκαν να διαχειριστούν καταστάσεις οξείας κρίσης και να λάβουν δύσκολες και αντιδημοφιλείς αποφάσεις.Η εισφορά των κυβερνήσεων συνεργασίας στη χώρα
Η χώρα υφίσταται σήμερα ως κράτος μέλος της ΕΕ και της ευρωζώνης και ως δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική οντότητα χάρη στις κυβερνήσεις συνεργασίας της περιόδου της οικονομικής κρίσης και της αρχικής κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ που παραιτήθηκε από την αυτοδυναμία της για λόγους εθνικού συμφέροντος.
Η προκλητική επιμονή στην αποσιώπηση αυτής της απλής ιστορικής αλήθειας για το νωπό παρελθόν της χώρας και του γεγονότος ότι στην Ευρώπη σήμερα, στα κοινοβουλευτικά συστήματα διακυβέρνησης, κυριαρχούν οι κυβερνήσεις συνεργασίας, με κορυφαίο παράδειγμα τη Γερμανία και το γερμανικό μεταπολεμικό «θαύμα», δημιουργεί υπερβολική τεχνητή ένταση και τοξικό θόρυβο που παρεμποδίζει τη συζήτηση για την ατζέντα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει αναγκαστικά η χώρα μετά τις εκλογές, όσες και αν είναι αυτές και όποια κυβέρνηση και αν σχηματιστεί, μονοκομματική ή συνεργασίας.
Τρεις ατζέντες που συγκρούονται
Στην πραγματικότητα υπάρχουν τρεις ατζέντες που συγκρούονται. Μια προεκλογική υποταγμένη στις προδιαγραφές της όξυνσης και της πόλωσης που προφανώς τροφοδοτείται από την επιδίωξη της αυτοδυναμίας αλλά και από τις προσπάθειες αποτροπής της. Μια μετεκλογική, αναγκαστική και υπαγορευμένη από τις διεθνείς πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές εξελίξεις. Και μια εθνική που υπαγορεύεται από τους γεωγραφικούς και ιστορικούς καταναγκασμούς, οικουμενικού επιπέδου κλιματικές, τεχνολογικές και ανθρωπολογικές αλλαγές και από την υποχρέωσή μας απέναντι στους νέους να τους δώσουμε κάτι καλύτερο από μια Ελλάδα που βρίσκεται μεν εντός Ευρώπης και ευρωζώνης αλλά είναι καθηλωμένη στις τελευταίες θέσεις όλων των κρίσιμων κατατάξεων.
Το δημοκρατικά αναπόφευκτο ερώτημα, «ποια κυβέρνηση» θα απαντηθεί προφανώς από το εκλογικό σώμα που θα διαμορφώσει τους τελικούς εκλογικούς και κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς. Εναπόκειται στους πολίτες να διακρίνουν μέσα από τις θέσεις των κομμάτων για την προεκλογική ατζέντα, πώς θα χειριστούν την αναγκαστική μετεκλογική ατζέντα που τώρα είτε αποσιωπάται είτε τίθεται φευγαλέα και αποσπασματικά. Έως εδώ κινούμαστε στη σφαίρα των κομματικών συσχετισμών και της σύγκρουσης των πολιτικών αφηγημάτων περί αυτοδυναμίας ή συνεργασίας.
Η ικανότητα όμως της χώρας να χειριστεί την εθνική ατζέντα, τα βαθύτερα ερωτήματα κοινωνικής συνοχής, εθνικής ταυτότητας, εθνικής στρατηγικής και επικοινωνίας με το μέλλον χάριν της νέας γενιάς, υπερβαίνει τη σχέση κυβερνητικής πλειοψηφίας και αντιπολίτευσης που θα διαμορφωθεί στο τέλος των εκλογικών αναμετρήσεων. Τα ερωτήματα της εθνικής ατζέντας που αφορούν, μεταξύ άλλων, τις αναγκαίες πρωτοβουλίες στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας, στο πεδίο των δύσκολων και αμετάκλητων θεσμικών μεταρρυθμίσεων, στο πεδίο της κοινωνικής συνοχής και των βαθύτερων παραμέτρων της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, είναι ερωτήματα στα οποία χρειάζονται απαντήσεις μεταπλειοψηφικές. Απαντήσεις που προϋποθέτουν κάτι διαφορετικό από τη σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μονοκομματική ή συνεργατική. Προϋποθέτουν εθνική συναίνεση που δεν καταργεί μεν τις κομματικές διαφορές και τους θεσμικούς ρόλους της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, φέρνει όμως το πολιτικό σύστημα αντιμέτωπο με τα διλήμματα της Ιστορίας και όχι απλώς της συγκυρίας και των εκλογικών κύκλων.
Μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση προεκλογικά;
Η προεκλογική περίοδος και μάλιστα μια προεκλογική περίοδος ήδη μακρά και οξεία που βρίσκεται ακόμη στην πρώτη φάση της και είναι καταδικασμένη να διολισθαίνει σε ακόμη μεγαλύτερη όξυνση και να σπαταλά πολύ χρόνο σε επαναλήψεις στερεοτύπων, σε ανάδειξη δευτερευόντων θεμάτων και σε προσωπικές επιθέσεις, είναι προφανώς ακατάλληλη και απρόσφορη για μια ουσιαστική συζήτηση γύρω από την ανάγκη μεγάλων εθνικών συναινέσεων.
Χωρίς αυτές τις συναινέσεις όμως δεν είναι πρακτικά δυνατή ή έστω είναι εξαιρετικά δύσκολη η διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής που υπερβαίνει αγκυλώσεις και αδράνειες και κινητοποιεί τις καλύτερες όψεις της ελληνικής κοινωνίας και του εθνικού φρονήματος που δεν είναι ρητορικό αλλά ουσιαστικό.
Είναι λογικό να υποστηριχθεί ότι η διάθεση να συγκροτηθεί κυβέρνηση συνεργασίας με ευρύτερη νομιμοποίηση και συστράτευση αντί της εμμονής σε μια μονοκομματική «αυτοδύναμη» κυβέρνηση, είναι ενδεχομένως και το θετικό προοίμιο για την επιδίωξη στη συνέχεια των αναγκαίων μεταπλειοψηφικών συναινέσεων που αποτελούν προϋπόθεση για την προώθηση της εθνικής ατζέντας. Η σχέση όμως ανάμεσα στον χαρακτήρα της κυβέρνησης και την πιθανότητα να επιδιωχθούν και να επιτευχθούν στη συνέχεια ευρύτερες συναινέσεις που θα στηρίξουν πρωτοβουλίες ιστορικού και όχι συγκυριακού χαρακτήρα δεν διαμορφώνεται ούτε αυτόματα ούτε γραμμικά. Μπορεί μια κυβέρνηση συνεργασίας να εγκλωβιστεί σε εσωστρεφείς ασκήσεις ισορροπίας και συνύπαρξης που χρειάζονται σκληρά μέτωπα με την αντιπολίτευση προκειμένου να οριοθετείται ο χώρος στον οποίο κινείται η κυβερνητική συνεργασία. Το πιθανότερο βέβαια είναι μια τέτοια επιλογή μετωπικής ρήξης να την κάνει μια οριακή και εύθραυστη μονοκομματική πλειοψηφία που στηρίζει μια «αυτοδύναμη» κυβέρνηση.
Αυτό που πρέπει να γίνει έστω μέσα σε αυτές τις «στείρες» προεκλογικές συνθήκες είναι να ανοίξει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό η συζήτηση τουλάχιστο για την αναγκαστική μετεκλογική ατζέντα, για τη σημασία της δημοσιονομικής επίγνωσης, για την ανάγκη μιας γραμμής επεξεργασμένης στις λεπτομέρειες της για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, για τις σωστικές κινήσεις στο σύστημα υγείας, για την ανάδειξη του προβλήματος της δικαιοσύνης ως του μεγαλύτερου θεσμικού και αναπτυξιακού ζητήματος.
Το μεγάλο κενό
Πίσω όμως από αυτά διαφαίνεται το μεγάλο κενό που πρέπει να καλύψει η εθνική ατζέντα που ξεπερνά τους εκλογικούς κύκλους. Το μεγάλο αυτό κενό είναι εν πολλοίς ευρωπαϊκό και όχι μόνο εθνικό. Αφορά τη Δύση ως στρατηγική οντότητα που εκφράζει ένα μέρος του πλανήτη πολύ μικρότερο από όσο συνήθως νομίζουμε. Αφορά την προφανή εξάρτηση της Δύσης ως στρατηγικής οντότητας από τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ, για παράδειγμα από τη δίκη Ντ. Τραμπ σε ένα δικαστήριο του Μανχάταν.
Αν πρόκειται τους επόμενους τρεις μήνες να αναζητούμε την επόμενη κυβέρνηση, δεν έχουμε την πολυτέλεια να καθυστερήσουμε για τρεις μήνες της έναρξη μιας σοβαρής συζήτησης γύρω από τα θέματα αυτά. -
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου