Φωτεινή Μαστρογιάννη
Από τα φλέγοντα ζητήματα της συζήτησης για την οικονομία είναι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Στα πλαίσια αυτά δόθηκαν πρόσφατα διάφορες φορολογικές απαλλαγές για την ενίσχυση των επιχειρήσεων χωρίς όμως να είναι σαφές το στρατηγικό πλαίσιο για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, ειδικότερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, παρά τα κατά καιρούς διάφορα προγράμματα που αναγγέλλονται και πραγματοποιούνται για τη στήριξή της.
Η επιχειρηματικότητα αναπτύσσεται όταν ο επιχειρηματίας διακρίνει επιχειρηματικές ευκαιρίες σε οποιεσδήποτε οικονομικές συνθήκες. Ωστόσο, η οικονομική κατάσταση μίας χώρας επηρεάζει τον τύπο της επιχειρηματικής δραστηριότητας γιατί παράγοντες όπως είναι το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης, η σταθερότητα των μακροοικονομικών συνθηκών και το επίπεδο εισοδήματος και ανεργίας μπορούν να περιορίσουν τις επιχειρηματικές ευκαιρίες.
Όταν μία χώρα βιώνει παρατεταμένη οικονομική ανάπτυξη και σταθερές μακρο-οικονομικές συνθήκες (που δεν είναι δυστυχώς η περίπτωση της Ελλάδας) τότε είναι πιθανό ότι η μορφή της επιχειρηματικότητας που θα πραγματοποιείται να είναι μεγάλης προστιθέμενης αξίας για τη χώρα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο χαμηλός βαθμός καινοτομίας και η χαμηλής αξίας επιχειρηματικότητα θα μειωθούν προς όφελος μίας υψηλής αξίας και καινοτόμου επιχειρηματικότητας λόγω της οικονομικής σταθερότητας.
Σε εποχές δύσκολων οικονομικών συνθηκών, όπως είναι η τελευταία δεκαετία που βιώνουμε στην Ελλάδα, η ενασχόληση με το επιχειρείν βρίσκεται αρχικά σε έξαρση όσον αφορά τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Η έξαρση αυτή συχνά ακολουθείται από ένα μεγάλο αριθμό χρεοκοπιών και σε μείωση της χρηματοδότησης η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε μείωση του αριθμού των νέων επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τους Wilderman et al. (1998),ο βαθμός ανεργίας είναι αυτός που παρέχει κίνητρα στους ανθρώπους να ασχοληθούν με την επιχειρηματικότητα δηλαδή με απλά λόγια, όταν κάποιος δεν μπορεί να βρει εργασία ως μισθωτός τότε καταφεύγει στο επιχειρείν εάν έχει κάποιο διαθέσιμο κεφάλαιο ή μπορεί να βρει διαθέσιμο κεφάλαιο. Άλλες μελέτες υποστηρίζουν όμως ότι ο βαθμός ανεργίας δεν επηρεάζει την έναρξη καινούριων επιχειρήσεων (Gomez & Spencer, 2004).
Σίγουρα όμως ο δείκτης επιχειρηματικότητας επηρεάζεται από το εισόδημα το οποίο και αποτελεί δείκτη ευημερίας. Όταν το επίπεδο εισοδήματος σε μία χώρα είναι υψηλό, τότε αυτό μεταφράζεται σε διαθεσιμότητα πόρων που διευκολύνει τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Το κατά κεφαλήν εισόδημα ως οδηγός δημιουργίας νέων επιχειρήσεων υποστηρίζεται σε διαφορετικές μελέτες (Tan, Begley & Schock, 2005). Όσο πιο υψηλό είναι το διαχρονικό επίπεδο εισοδήματος τόσο υψηλότερος είναι ο βαθμός δημιουργίας νέων επιχειρήσεων. Συνεπώς, στη χώρα μας υπάρχει μία αντίφαση, από τη μία υποστηρίζουμε τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων και από την άλλη το επίπεδο εισοδήματος διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα.
Ως τρόπο αντίδρασης σε ένα δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, οι επιχειρήσεις έχουν δύο επιλογές, είτε να συμπεριφέρονται με προ-κυκλικό τρόπο (δηλ. να περικόψουν τα κόστη, να μειώσουν και να εξορθολογίσουν τις επενδύσεις τους συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για καινοτομία) ή να πάνε κόντρα στο ρεύμα και να διατηρήσουν ή ακόμα και να αυξήσουν την καινοτόμα δραστηριότητα δηλαδή με άλλα λόγια να συμπεριφερθούν αντι-κυκλικά (Filippetti & Archibugi,2011).
Η τελευταία αντίδραση εξηγείται από δύο αντίθετους μηχανισμούς δηλαδή τη δημιουργική συσσώρευση και τη δημιουργική καταστροφή (Archibugi et al., 2013a). Η δημιουργική συσσώρευση αφορά τη διαδικασία συνεχούς καινοτομίας των επιχειρήσεων σε κανονική βάση ακολουθώντας τις τεχνολογικές πορείες που έχουν επιλέξει (Pavitt, 1999). Ποιες όμως επιχειρήσεις μπορούν να καινοτομήσουν; Οι μεγάλες σε μέγεθος που μπορούν να επενδύσουν σημαντικά ποσά στην έρευνα και ανάπτυξη(Archibugi et al., 2013a) . Συνεπώς, οι διαρκείς προτάσεις και παραινέσεις από την ΕΕ για καινοτομία δεν αφορά, εκ των πραγμάτων, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Για να συνεχίσουμε όμως στην άλλη επιλογή που δεν είναι παρά η Σουμπετεριανή δημιουργική καταστροφή που αναφέρεται στην εμφάνιση νέων καινοτόμων («επιχειρηματιών») οι οποίοι μπορεί να μην ήταν δραστήριοι πριν την κρίση και οι οποίοι θέλουν να εκμεταλλευθούν την αναταραχή της κρίσης και να διεκδικήσουν τα μερίδια αγοράς των πρώην μονοπωλιακών επιχειρήσεων ή να εισάγουν νέες αγορές (Archibugi et al., 2013a). Ενδιαφέρον, θα ήταν να εξετασθεί ο αριθμός αυτός των νέων καινοτόμων επιχειρηματιών στην Ελλάδα.
Γενικότερα, η επένδυση στην Έρευνα και Ανάπτυξη (και άλλες μακροχρόνιες επενδύσεις) τείνει να είναι προ-κυκλική και μειώνεται κατά τη διάρκεια της ύφεσης, κάτι που παρατηρείται ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σημαντικούς πιστωτικούς περιορισμούς (Aghion et al., 2012). Ο λόγος για την προ-κυκλικότητα είναι ότι η επένδυση στην Έρευνα και Ανάπτυξη χρηματοδοτείται κυρίως από τις ταμειακές ροές και συστέλλεται κατά τη διάρκεια της ύφεσης λόγω της μειωμένης ζήτησης (Paunov, 2012a).
Επιπλέον, οι περιορισμοί στη δανειοδότηση που είναι συνηθισμένοι στις οικονομικές κρίσεις καθιστά δύσκολη την πρόσβαση στην εξωτερική χρηματοδότηση και, ως εκ τούτου, οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη μειώνονται (Paunov, 2012a). Η εξάρτηση της επένδυσης στην Έρευνα και Ανάπτυξη από τους οικονομικούς περιορισμούς θεωρείται ότι ισχύει επίσης και για τη χρηματοδότηση κεφαλαίου (π.χ. έκδοση νέων μετοχών) (Brown et al., 2012). Ωστόσο, τα στοιχεία από την κρίση του 2007 δείχνουν μία μείξη τόσο κυκλικών όσο και αντι-κυκλικών προτύπων.
Η οικονομική κρίση απειλεί την επιχειρηματικότητα λόγω της δυσκολίας εύρεσης χρηματοδότησης, τις καθυστερήσεις πληρωμών και τη γενικότερη μείωση ρευστότητας, στοιχεία που οδηγούν στη χρεοκοπία.
Φωτεινή Μαστρογιάννη
Συνεπώς, η επιχειρηματικότητα πρέπει να ενισχυθεί με εύκολο δανεισμό προκειμένου και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να γίνουν καινοτόμες και ανταγωνιστικές αλλά και να βελτιωθεί το μέσο εισόδημα έτσι ώστε να ενισχυθεί η ζήτηση. Είναι προφανές ότι η ανταγωνιστικότητα προϋποθέτει και περαιτέρω ανάλυση που πιθανόν να αποτελέσει θέμα ενός καινούριου άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου