Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Γιατί άραγε επιδιώκεται τόσο έντονα να κλείσει μια πολιτειακή ρωγμή;
Το ερώτημα του τίτλου απαντάται αντανακλαστικά, για όποιον έχει σχέση με την πολιτική επικαιρότητα των τελευταίων χρόνων: Βεβαίως και πέφτουν. Έγινε στα τέλη του 2014, όταν η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά δεν μπόρεσε σε διαδοχικές ψηφοφορίες να εκλέξει τον Σταύρο Δήμα και οδηγηθήκαμε στις εκλογές της 25ης Γενάρη του 2015, τις οποίες και έχασε. Μόνο που η απάντηση δεν είναι τόσο απλή. Γιατί στην πραγματικότητα η αδυναμία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας στην περίπτωση της κυβέρνησης Σαμαρά –
Βενιζέλου το 2014 ήταν η αφορμή και όχι η αιτία της πτώσης της. Ο,τι κι αν ισχυρίζεται σήμερα η Νέα Δημοκρατία που επιμένει να επιχειρηματολογεί για το πόσο απαράδεκτο και υπονομευτικό για την κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι να «εργαλειοποιείται» η εκλογή προέδρου για άλλους πολιτικούς σκοπούς. Φυσικά η Ν.Δ δεν έχει την ίδια γνώμη όταν σε χώρες της Λατινικής Αμερικής αξιοποιούνται από τις ΗΠΑ θεσμικά και συνταγματικά ζητήματα για να γίνουν μινι-πραξικοπήματα.
Τον Δεκέμβρη του 2014 στην κοινοβουλευτική γεωγραφία υπήρχαν οι προϋποθέσεις να εκλεγεί ο υποψήφιος της Ν.Δ. Ο Σταύρος Δήμας έλαβε 168 θετικές ψήφους από τη Νέα Δημοκρατία (127) και το ΠΑΣΟΚ (18) που στήριξαν την εκλογή του ενώ τον ψήφισαν και οι (όχι και τόσο όπως αποδείχθηκε) ανεξάρτητοι βουλευτές Βασίλης Οικονόμου, Γρηγόρης Ψαριανός, Σπύρος Λυκούδης, Κωνσταντίνος Γιοβαννόπουλος, Κατερίνα Μάρκου, Παναγιώτης Μελάς, Γιάννης Κουράκος, μαζί με τους χρυσαυγίτες Στάθη Μπούκουρα και Χρυσοβαλάντη Αλεξόπουλο.
Στην ίδια Βουλή όμως βρίσκονταν τότε 9 βουλευτές της ΔΗΜ.ΑΡ που είχαν πριν λίγο καιρό συγκυβερνήσει με τον Αντώνη Σαμαρά, οι 12 βουλευτές των Ανεξάρτητων Ελλήνων που προφανώς προέρχονταν από τον χώρο της Νέας Δημοκρατίας κι επίσης οι ανεξάρτητοι βουλευτές Βύρων Πολύδωρας, Παναγιώτης Μελάς, Πέτρος Τατσόπουλος, Βασίλης Καπερνάρος και Νίκη Φούντα, δηλαδή βουλευτές που είτε σχετίζονταν, είτε στο μέλλον σχετίστηκαν, άμεσα ή έμμεσα, με την Νέα Δημοκρατία.
Με απλά λόγια, υπήρχαν με όρους πολιτικής γεωγραφίας, οι προϋποθέσεις ώστε η κυβέρνηση Σαμαρά να μπορέσει να εκλέξει τον πρόεδρό της. Μάλιστα κατά την λαϊκή έκφραση «με τα τσαρούχια». Αυτό δεν συνέβη γιατί οι οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις και το αριβίστικο πνεύμα των κάποιων μεμονωμένων βουλευτών διάβασαν σωστά τα «πολιτικά σημάδια» της λαϊκής δυσαρέσκειας. Εν μέρει, ίσως, γιατί δεν ευοδώθηκαν και κάποιες υπόγειες συναλλαγές που φημολογούνταν. Η κυρίαρχη αιτία όμως ήταν πολιτική. Είχε να κάνει με το «καζάνι που έβραζε» μιας κοινωνίας αγανακτισμένης από την ένταση των πολιτικών των μνημονίων, την οξύτητα της οικονομικής κρίσης που στην Ελλάδα βρίσκονταν στο απόγειό της.
Το αποτέλεσμα των εκλογών του 2015 άλλωστε κατέστησε σαφές πως τότε η ελληνική κοινωνία δεν είχε καμία «θεσμική ευαισθησία». Ουδόλως ενοχλήθηκε επειδή ξεφορτώθηκε μια κυβέρνηση που θεωρούσε εχθρική για τα συμφέροντά εξαιτίας μιας πολιτειακής ρωγμής.Το απέδειξε και το καλοκαίρι του 2015 όταν με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου εξανάγκασε τον Αντώνη Σαμαρά σε παραίτηση από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας.
Σήμερα, πέντε χρόνια αργότερα, η συντριπτικά κυρίαρχη τάση στο πολιτικό σκηνικό είναι να …μπει τσιμέντο σε αυτή την ρωγμή, μέσω της αναθεώρησης του άρθρου 32 του Συντάγματος για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.
Μοιάζει κάπως ειρωνικό αλλά το ζητά η Νέα Δημοκρατία, παρότι αυτή η θεσμική «τρύπα» επέτρεψε στον Κυριάκο Μητσοτάκη να είναι σήμερα πρόεδρος του κόμματος. Το ζητά κι ο ΣΥΡΙΖΑ παρότι έτσι άνοιξε δρόμο προς την κυβέρνηση. Το ζητά το ΚΙΝ.ΑΛ με ανοιχτό το ενδεχόμενο να βρεθεί στο Προεδρικό Μέγαρο ο Ευάγγελος Βενιζέλος (η κατά άλλους ή ίδια η Φώφη Γεννηματά).
Μάλιστα τα πράγματα ήρθαν έτσι που ο πρόεδρος της Δημοκρατίας θα εκλέγεται ακόμη και με λιγότερους από 151 ψήφους. Έτσι κάθε κυβέρνηση θα μπορεί σχεδόν να τον διορίσει. Αυτή είναι η πρόταση της πλειοψηφούσας στο κοινοβούλιο Νέας Δημοκρατίας.
Το «γιατί» της όλης υπόθεσης προκύπτει από όλα τα προαναφερόμενα γεγονότα: Τα πολιτικά δεδομένα και τα πολιτικά υποκείμενα έχουν ολοκληρωτικά αλλάξει. Η λέξη «σταθερότητα», δηλαδή η περιοδική αλλαγή κυβερνήσεων χωρίς δομικές αλλαγές πολιτικής, είναι το κεντρικό ζητούμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου