του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Δυσμενέστερη κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες η νέα ανάλυση βιωσιμότητας χρέους ● Στο 145% του ΑΕΠ το χρέος το 2028 με το βασικό σενάριο, αλλά μπορεί να φτάσει και στο 190% με το δυσμενέστερο.
Αρκετά πιο δυσμενή σε σχέση με αυτήν του περασμένου Μαρτίου είναι η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (DSA) στην έκθεση του ΔΝΤ. Ιδιαίτερα όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, παρά τις προσδοκίες που εκφράζει για την απόδοση των «μεταρρυθμιστικών προσπαθειών της νέας κυβέρνησης», το Ταμείο πιστεύει ότι αυτή δεν διασφαλίζεται, γιατί δεν βασίζεται σε
«ρεαλιστικές μακροοικονομικές παραδοχές» (ρυθμός ανάπτυξης και πρωτογενή πλεονάσματα), ενώ ταυτόχρονα «υπερεκτιμάται η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία».
Το βασικό σενάριο για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους προβλέπει ότι αυτό θα εξελιχθεί, από το 184,9% του ΑΕΠ που ήταν πέρυσι, στο 145,1% του ΑΕΠ σε μια δεκαετία, το 2028. Πρακτικά, αυτό σημαίνει πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες, χειρότερη εκτίμηση από αυτήν του περασμένου Μαρτίου.
Οι ακαθάριστες δαπάνες αναχρηματοδότησης του χρέους, το ίδιο διάστημα, κατά το ΔΝΤ, βαίνουν μειούμενες, από 11,4% το τρέχον έτος στο 5,8% του ΑΕΠ το 2020 και στη συνέχεια μέχρι 7,7% του ΑΕΠ το 2027. Σ’ αυτή τη φθίνουσα πορεία των δανειακών αναγκών αποτυπώνεται η συμφωνία του Ιουνίου 2018 για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα μείωσης του χρέους, με βάση την οποία άλλωστε το ΔΝΤ έδωσε την «ευλογία» του, αν και με βαριά καρδιά, για την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια. Ωστόσο, η ευνοϊκή επίδραση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους «φρενάρει» από το 2028 και μετά, οπότε οι ετήσιες δαπάνες αναχρηματοδότησης του χρέους εκτοξεύονται και πάλι πάνω από το 10,1% του ΑΕΠ.
Αυτό το στοιχείο, σύμφωνα με την ανάλυση του ΔΝΤ, επιδεινώνεται από το γεγονός ότι από το 2023 και μετά ο ρυθμός πραγματικής αύξησης του ΑΕΠ δεν θα υπερβαίνει το 0,9%, ενώ το μέσο επιτόκιο θα βαίνει αυξανόμενο μέχρι το 2,5% και το πρωτογενές πλεόνασμα κάτω από το 2% που -θεωρητικώς- θα πρέπει να επιτυγχάνει η Ελλάδα μετά το 2022.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι, μέχρι το 2024, από το «μαξιλάρι» των 32 δισ. ευρώ θα αντληθούν τα 19 δισ., ενώ το ίδιο διάστημα η Ελλάδα θα δανειστεί από τις αγορές μέχρι 17 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, πέρα από το βασικό σενάριο, τα δυσμενέστερα σενάρια προβλέπουν ότι, αν δεν επιτευχθεί ο στόχος για ανάπτυξη πάνω από 2% το 2020 και μετά, αν το πρωτογενές πλεόνασμα επίσης κινηθεί κάτω του 2% μέχρι το 2022 και αν αυξηθεί το κόστος δανεισμού την περίοδο μέχρι το 2028, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μπορεί να μείνει κολλημένος στο 180%-190% όλη αυτή τη δεκαετία, το ετήσιο κόστος δανεισμού μπορεί να εκτοξευτεί στο 15% του ΑΕΠ από το 2025 και στο 20% από το 2028 και μετά.
Το ΔΝΤ μάς έχει συνηθίσει, βεβαίως, σε σενάρια τρόμου για το χρέος. Ωστόσο, όλες οι προηγούμενες εκθέσεις βιωσιμότητας είχαν ως βασικό στόχο τους Ευρωπαίους δανειστές και χρησιμοποιούνταν ως μοχλός πίεσης για κούρεμα και μέτρα ελάφρυνσης.
Καθώς η εταιρική σχέση ΔΝΤ – Ευρωζώνης έχει ατονήσει και η Κριστίν Λαγκάρντ έχει μετακομίσει στην ΕΚΤ, μια «μαύρη» εκτίμηση για το ελληνικό χρέος, σε πείσμα μάλιστα της ευφορίας των αγορών, μυρίζει κυρίως πίεση για εφαρμογή των γνωστών συνταγών του ΔΝΤ για μισθούς και συντάξεις. Ιδιαίτερα τώρα που εκτιμά πως έχει απέναντί του μια πολύ πιο «οικεία» κυβέρνηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου