Στο
19% ανέρχεται το ποσοστό φτώχειας στην Ήπειρο και στο 33,3% εκτοξεύεται
με όρους εισοδήματος του 2008!!! Τα δέκα χρόνια λιτότητας και
μνημονιακών...
μέτρων έχουν δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στην αναπτυξιακή προσπάθεια όσο και στα νοικοκυριά, τα οποία φαίνεται ότι έχουν δαπανήσει και ό,τι είχαν αποταμιεύσει. Οι περιφερειακές ανισότητες στην Ήπειρο ανέρχονται στο 27,7% ποσοστό που δεν απέχει ιδιαίτερα από αυτά που καταγράφονται σε άλλες περιοχές της χώρας. Τα στοιχεία περιέχονται στην ετήσια έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ.
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ εκτιμά ότι η πραγματική ανεργία κινείται στο 27,5% και ότι η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε καθεστώς μη διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής, δεδομένης της αβέβαιης δυναμικής της μεγέθυνσης και της πτώσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Παρόλο-όπως τονίζεται στην έκθεση- που το ποσοστό φτώχειας εμφανίζει τάσεις σταθεροποίησης στην ανοδική πορεία των προηγούμενων χρόνων, η οικονομική στενότητα των νοικοκυριών συνεχίζει να αυξάνεται το 2016 για όλες σχεδόν τις κατηγορίες καταναλωτικών αναγκών, ενώ η απόκλιση ως προς το επίπεδο διαβίωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) φτάνει στο υψηλότερο επίπεδο της περιόδου 2009-2016.
Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 29,8% το 2017 (από 18,9% το 2009), και έχει αυξηθεί λίγο το ποσοστό για αποδοχές 1.000-1.100 ευρώ (16,2% το 2017 από 13% το 2009).
Αντίθετα, έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων που δηλώνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές 1.100-1.599 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 34,3% το 2107 (από 46,5% το 2009), όπως και το ποσοστό των εργαζομένων με αποδοχές άνω των 1.600 ευρώ (4,7% το 2017 από 10,9% το 2009).
http://kapistri.blogspot.gr/2018/03/blog-post_156.html#more
μέτρων έχουν δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στην αναπτυξιακή προσπάθεια όσο και στα νοικοκυριά, τα οποία φαίνεται ότι έχουν δαπανήσει και ό,τι είχαν αποταμιεύσει. Οι περιφερειακές ανισότητες στην Ήπειρο ανέρχονται στο 27,7% ποσοστό που δεν απέχει ιδιαίτερα από αυτά που καταγράφονται σε άλλες περιοχές της χώρας. Τα στοιχεία περιέχονται στην ετήσια έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ.
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ εκτιμά ότι η πραγματική ανεργία κινείται στο 27,5% και ότι η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε καθεστώς μη διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής, δεδομένης της αβέβαιης δυναμικής της μεγέθυνσης και της πτώσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Μάλιστα
επισημαίνεται ότι οι επενδύσεις εξακολουθούν να παραμένουν καθηλωμένες
σε ένα ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο παρουσιάζοντας οριακές μεταβολές
Όπως
επισημαίνεται στη ίδια έκθεση η εξάπλωση της μερικής απασχόλησης και η
γενίκευση των ελαστικών σχέσεων εργασίας έχουν καταδικάσει μεγάλο τμήμα
του εργαζόμενου πληθυσμού να διαβιώνει σε συνθήκες φτώχειας. Αυτό, σε
συνδυασμό με το γεγονός ότι το ποσοστό φτώχειας σε εργαζομένους με
συμβάσεις ορισμένου χρόνου κυμαίνεται περίπου σε τριπλάσια επίπεδα σε
σχέση με τους εργαζομένους με συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθιστά
προφανές πως οι σταθερές και πλήρεις σχέσεις απασχόλησης εξασφαλίζουν
σαφώς καλύτερη προστασία από τη φτωχοποίηση.
Παρόλο-όπως τονίζεται στην έκθεση- που το ποσοστό φτώχειας εμφανίζει τάσεις σταθεροποίησης στην ανοδική πορεία των προηγούμενων χρόνων, η οικονομική στενότητα των νοικοκυριών συνεχίζει να αυξάνεται το 2016 για όλες σχεδόν τις κατηγορίες καταναλωτικών αναγκών, ενώ η απόκλιση ως προς το επίπεδο διαβίωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) φτάνει στο υψηλότερο επίπεδο της περιόδου 2009-2016.
Όσον
αφορά την ανεργία όπως τονίζεται στην έκθεση, χρησιμοποιώντας
εναλλακτικούς δείκτες για την ανεργία, οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη τους
την ύπαρξη της υποαπασχόλησης, των αποθαρρημένων ανέργων και του εν
δυνάμει πρόσθετου εργατικού δυναμικού, το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται
υψηλότερο κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες (27,5%) από το επίσημο ποσοστό
ανεργίας.
Σχετικά με τους μισθούς
στον ιδιωτικό τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των χαμηλόμισθων
εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 700 ευρώ, το οποίο
ανέρχεται σε 37,4% το 2017 (από 13,1% το 2009), ενώ μειώνεται κατά 4
περίπου ποσοστιαίες μονάδες το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ 700-899 ευρώ
(23,5% το 2017 από 27,3% το 2009).
Παράλληλα,
έχει μειωθεί δραστικά, κατά το ήμισυ περίπου, το ποσοστό των
εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 900-1.300 ευρώ, το οποίο
ανέρχεται σε 16,8% το 2017 (από 35,7% το 2009).
Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 29,8% το 2017 (από 18,9% το 2009), και έχει αυξηθεί λίγο το ποσοστό για αποδοχές 1.000-1.100 ευρώ (16,2% το 2017 από 13% το 2009).
Αντίθετα, έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων που δηλώνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές 1.100-1.599 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 34,3% το 2107 (από 46,5% το 2009), όπως και το ποσοστό των εργαζομένων με αποδοχές άνω των 1.600 ευρώ (4,7% το 2017 από 10,9% το 2009).
Τέλος
οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση υποχωρούν σταθερά, αφού μειώνεται η
ποσοστιαία αναλογία τους από 79% το 2009 σε 45% το 2017, ενώ η
ποσοστιαία αναλογία των νέων προσλήψεων με ευέλικτες μορφές απασχόλησης
υπερδιπλασιάζεται. Ενώ το 2009 οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές
εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2017
αντιστοιχούν στο 54,9%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου