Μεταφορικά μιλώντας, την προηγούμενη Κυριακή οι δύο πολιτικοί αρχηγοί, του ΠαΣοΚ και της ΝΔ, διέγραψαν τα κόμματά τους! Διέγραψαν ωστόσο ένα μεταπολιτευτικό παρελθόν που είναι πάντα παρόν, με την έννοια ότι η έντονη κοινωνική δυσφορία εξακολουθεί σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό να εκφράζεται όπως και πριν, όταν βέβαια δεν επιλέγει τα μέσα μιας μηδενιστικής βίας.
Το παρελθόν, επομένως, αντιστέκεται και κυρίως εμπλουτίζεται από ένα νέο κοινωνικό ρήγμα τις διαστάσεις του οποίου δεν μπορούμε ακόμη να μετρήσουμε. Για την ώρα, η σύγχυση και τα ερωτήματα είναι πολλά, όπως: ποιες σχέσεις αντιπροσώπευσης θα έχουν στο εξής τα δύο «μεγάλα» κόμματα με την κοινωνία; Είναι αλήθεια ότι οι παραδοσιακές διαιρέσεις κατέρρευσαν και ότι σήμανε, όπως λέγεται, το «τέλος των πολυσυλλεκτικών κομμάτων»; Οδεύουμε, πράγματι, προς πλήρη αναδιαμόρφωση της πολιτικής σκηνής;
Εύγλωττα ερωτήματα, «αφελή» και «σοβαρά», που δείχνουν την αναπόφευκτη σύγχυση που επικρατεί μέσα σε ένα ρευστό κοινωνικό και πολιτικό τοπίο. Προπάντων ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν, παρά μόνον αν επιχειρήσουμε να ξαναδιαβάσουμε τη σημερινή συγκυρία της εθνικής και κοινωνικής κρίσης. Το ΠαΣοΚ, ως κυβέρνηση, αγνόησε πλήρως τον παράγοντα της πολιτικής και συμβολικής της διαχείρισης. Η θηριώδης κοινωνική του αποξένωση, όπως αυτή καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, είναι προϊόν και αυτού του μείζονος ελλείμματος. Επειδή δεν μπόρεσε να επεξεργασθεί ένα οπωσδήποτε δύσκολο πρόγραμμα, μια «εθνική στρατηγική», μακρόχρονης έστω, εξόδου από την κρίση, παραγνώρισε και τη ζωτική ανάγκη μιας πειστικής αφήγησής της. Προσανατολισμένη αποκλειστικά η προηγούμενη κυβέρνηση σε ένα διαρκές επείγον και θεωρώντας ότι η «σωτηρία» θα έλθει απ’ έξω, κατανόησε την κρίση μόνον ως οικονομικό πρόβλημα, χωρίς να αναζητεί κοινωνικά ερείσματα στο εσωτερικό. Ο επείγων και οδυνηρός εκσυγχρονισμός,