Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

O «Αλβανός» του διπλανού τραπεζιού

Photo: mpj1952/Flickr

«Να μην ξαναπάς σ' αυτό το μαγαζί. Πήγα σήμερα και είχε μέσα 10 Αλβανούς. Ούτε να κάτσω δε μπορούσα, μου έπιαναν την κουβέντα επειδή ήμουν γυναίκα, καταλαβαίνεις… Θα της φύγουν οι πελάτες αν συνεχίσει να τους μαζεύει εκεί. Λέω να πιάσω τον πεθερό της και να του πετάξω καμιά σπόντα.. Έκλεισε το καφενείο της πλατείας και τώρα θα κοπροσκυλιάζουν εκεί».
Είχα μείνει εμβρόντητη από τις φράσεις που ξεστομίζονταν. Είχα ξεμείνει από φωνή και επιχειρήματα, στεκόμουν και κοίταζα ανακαλύπτοντας πως τους ανθρώπους τους μαθαίνεις πραγματικά μόνο όταν τους ακούς σωπαίνοντας. Μέσα σ' ένα τόσο μικρό χωριό, μεγαλώνει και ριζώνει τόση μεγάλη προκατάληψη και ρατσισμός. Μέσα σε ένα τόσο μικρό μέρος συνυπάρχουμε υποκριτικά, διαχωρισμένοι σε ράτσες. Δουλεύουν μεροκάματο στα χωράφια, τα παιδιά τους μαθαίνουν ελληνικά γράμματα στα σχολεία,
παίζουν μπάλα στους δρόμους, κάνουν ποδήλατο, αλλά δεν τους θέλουμε στα μαγαζιά , στα σπίτια, στην καθημερινότητά μας. Είμαστε εμείς και οι άλλοι. Ακόμη και τώρα. Λες και σε αυτό το μέρος ο χρόνος δεν προχώρησε, η αλήθεια δε τους άγγιξε. Κλείδωσαν τα μυαλά τους από χρόνια, πέταξαν και το κλειδί, σκούριασαν οι κλειδαριές, δεν έμεινε χαραμάδα ελπίδας πουθενά.
Την επόμενη ημέρα πήγα στο μαγαζί που μαζεύονται, όχι οι άνθρωποι που κατοικούν σε αυτό το χωριό, αλλά οι Αλβανοί. Πήρα τα βιβλία μου η ψωνάρα, έκατσα σε μια λαχανί πλαστική καρέκλα, κόντεψε να με πιάσει νευρικό γέλιο με τα πορτοκαλί πουά στον τοίχο και προσπάθησα να συγκεντρωθώ ανάμεσα σε φωνές, γέλια και καπνό. Ένιωθα ένα ζευγάρι μάτια πάνω μου. Σήκωσα το κεφάλι από το βιβλίο. Βρέθηκα αντιμέτωπη με ένα μαυρισμένο πρόσωπο από τον χειμωνιάτικο ήλιο με ξανθά μαλλιά και ανοιχτόχρωμα μάτια. «Σε ξέρω εσένα. Εσύ δεν είσαι που φωτογραφίζεις;» «Ναι» του απαντάω. «Αυτό που κουβαλάς μαζί σου και βάζεις πάνω την φωτογραφική, πως το λένε;» «Τρίποδο» του λέω, μασουλώντας ένα μπαγιάτικο κουλούρι. «Βγάζεις καλές φωτογραφίες;» «Μερικές φορές ναι» «Από τι εξαρτάται;» «Από το πώς νιώθω» «Όχι από το θέμα;» «Εγώ φτιάχνω το θέμα». Ναι, ήταν Αλβανός. Γεννημένος στο Ελμπασάν, μετανάστης από τα 16 του. Του άρεσε να συζητάει χωρίς να τον νοιάζει ποια είμαι και από πού. Ήθελε να ακούσει τις διαφορές της ασπρόμαυρης και της έγχρωμης φωτογραφίας, πού είναι το νόημα και πού η ουσία, μου περιέγραψε με παχιά σύμφωνα και αστεία φωνήεντα τον τόπο του, διηγήθηκε ιστορίες από την πατρίδα του, και των δυο μας τα νύχια είχαν ακόμα χώματα από τα χωράφια, με πείραζε λέγοντας μου ότι δεν κάνω για αγρότισσα και πως καλύτερα να κάτσω με τα βιβλία και τις φωτογραφίες. Κουτσομπολέψαμε τον άθλιο καφέ του μαγαζιού, του μίλησα για τον μυρωδάτο εσπρέσο μιας γαλλικής πατισερί στην Αθήνα και τα μιλφέιγ με κρέμα που φτιάχνει, γουστάραμε που ο Ολυμπιακός τσάκισε τη Μάντσεστερ, μέχρι που ένα τρακτέρ κορνάρισε και μια φωνή τον φώναξε. «Πρέπει να φύγω», αποκρίθηκε. «Γεια σου Αρθούρε» του είπα. «Γεια σου Σοφία». Για κάποιους είμαστε η Ελληνίδα και ο Αλβανός. Για μένα είμαστε ο Αρθούρος και η Σοφία με τα βρώμικα νύχια, που ήπιαμε καφέ με γεύση άχυρο ένα ζεστό πρωινό.
 http://www.protagon.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υπάρχει στα αλήθεια woke ατζέντα στην Ελλάδα;

Συνομιλώντας με τον Πασκάλ Μπρικνέρ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε ότι η αμερικανική εκδοχή της woke κουλτούρας δεν υπάρχει στην Ευρώπη και στη...