Ο ανταγωνισμός αποτελεί κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού. Είναι ένα βασικό συστατικό στοιχείο χωρίς το οποίο η ύπαρξη του καπιταλισμού δε νοείται καν και σαν τέτοιο διαποτίζει τις κοινωνίες. Υπό αυτό το πρίσμα, το πνεύμα του ανταγωνισμού φτάνει να έχει αναχθεί και σε δομικό στοιχείο της επικρατούσας ιδεολογίας και κοινωνικής πρακτικής, διαποτίζοντας τα μεμονωμένα άτομα. Παρακάτω, θα προσπαθήσουμε να ψηλαφίσουμε την φύση του ανταγωνισμού καθώς και το πώς πραγματοποιούνται τα παραπάνω.
Ξεκινώντας αυτή την ψηλάφηση, οφείλουμε να κάνουμε μια «ιστορική» αναδρομή. Η έννοια του ανταγωνισμού, λοιπόν, εισάγεται για πρώτη φορά από -ποιόν άλλο;- τον «πατέρα του καπιταλισμού» A.Smith. Ο Smith, πρώτος οριοθετεί το σύστημα της οικονομίας της αγοράς του οποίου βάση είναι
το ατομικό συμφέρον. Λέει, μάλιστα, χαρακτηριστικά: «το γεύμα μας δεν μας το προσφέρει η φιλανθρωπία του κρεοπώλη, του ζυθοποιού ή του αρτοποιού αλλά η επιδίωξη του προσωπικού τους συμφέροντος».
Το παραπάνω σχήμα, δηλ. η παραγωγή και η διανομή αγαθών, στηρίζεται στην οικονομία της αγοράς. Τίθεται όμως ως απαραίτητη προϋπόθεση για την σωστή λειτουργία της, πως αυτοί που συμμετέχουν στην οικονομική διαδικασία πρέπει να επιδιώκουν την μεγιστοποίηση του οικονομικού τους οφέλους. Με τον τρόπο αυτό, ο καθένας βρίσκεται αυτόματα αντιμέτωπος με τους άλλους που έχουν την ίδια επιδίωξη οπότε αναπτύσσεται ένας ελεύθερος ανταγωνισμός.
Αυτό είναι σε πολύ γενικές γραμμές το πνεύμα του οικονομικού ανταγωνισμού, όπως διαμορφώθηκε από την στιγμή της γέννησης του σύγχρονου καπιταλισμού και στα πρώτα του «νηπιακά» βήματα. Είναι σαφές πως το πνεύμα αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον καπιταλισμό και χωρίς το πρώτο δε νοείται η ύπαρξη του δεύτερου.
Η άνθηση, λοιπόν, του καπιταλισμού ξεκινά με την βιομηχανική επανάσταση. Τώρα οι καινούργιες μηχανές δίνουν άλλες δυνατότητες παραγωγής στις φάμπρικες. Το αποτέλεσμα είναι η ραγδαία αύξηση παραγωγής αγαθών και βέβαια η διάχυση τους στη αγορά. Εννοείται πως η αυξημένη παραγωγή έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση του ανταγωνισμού. Τώρα οι βιομηχανίες, οι επιχειρήσεις, πρέπει να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για να πουλήσουν την αυξημένη ποσότητα αγαθών που παράγουν.
Στο σημείο αυτό, εισέρχεται κι ένας ακόμα παράγοντας, το εμπόριο. Το εμπόριο, σαν δραστηριότητα, είναι η ακριβής και προσωποποιημένη εφαρμογή του ανταγωνισμού. Εμπόριο, βέβαια, υπήρχε από τα αρχαία χρόνια, όμως με την ύπαρξη των αποικιών και την ταυτόχρονη υπερπαραγωγή αγαθών απέκτησε μια άλλη διάσταση. Εννοείται πως η βελτίωση της τεχνολογίας που βοήθησε και στην κατασκευή καλύτερων μεταφορικών μέσων, έδωσε επίσης τεράστια ώθηση στο εμπόριο.
Επανερχόμαστε στο εμπόριο σαν δραστηριότητα, για να εξετάσουμε την εφαρμογή του ανταγωνισμού. Η αγορά, λοιπόν, είναι ο χώρος (είτε γεωγραφικός είτε εννοιολογικός) όπου ο μεμονωμένος έμπορος έρχεται κατ’ αρχήν σε αντιπαράθεση με εμπόρους που πουλάνε ίδιο ή παρόμοιο προϊόν. Έρχεται όμως σε αντιπαράθεση και με άλλους εμπόρους εφόσον ο αγοραστής «κατεβαίνει» στην αγορά με ένα συγκεκριμένο ποσό να ξοδέψει, ένα πόσο το οποίο ο κάθε έμπορος εποφθαλμιά για λογαριασμό του. Είναι παραπάνω από φανερό πως μιλάμε για την εφαρμογή τού ρητού «ο θάνατός σου, η ζωή μου».
Η άνθιση του εμπορίου έφερε και την άνθιση του πνεύματος του ανταγωνισμού. Μάλιστα ο αυξημένος αριθμός αγαθών έφερε και μια αλλαγή στην κοινωνική σύνθεση. Αυξήθηκε πολύ ο αριθμός των μικρεμπόρων και συνέχισε να αυξάνει για πολλά χρόνια. Εννοείται πως αυτοί οι άνθρωποι δρούσαν με βάση την παραπάνω νοοτροπία. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε πως το πνεύμα του ανταγωνισμού άρχισε πλέον να διαχέεται κοινωνικά κι από ένα απλό «πνεύμα», να γίνεται πρακτική καθημερινή.
Ακόμη περισσότερο, όσο η παραγωγή και η διάθεση των αγαθών γινόταν πιο επιστημονική, τόσο περισσότερο δημιουργούνταν δραστηριότητες που διάχεαν τον ανταγωνισμό. Η εφαρμογή της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, η δημιουργία «ανταγωνιστικού οικονομικού περιβάλλοντος» (sic) και το συνεχές κυνήγι οικονομικών ευκαιριών δημιούργησαν ένα κλίμα του οποίου ένας από τους στόχους ήταν και η δημιουργία αντίστοιχης νοοτροπίας και στους εργαζόμενους.
Εδώ βέβαια οφείλουμε να προσθέσουμε πως οι επιχειρήσεις, οι βιομηχανίες, το κεφάλαιο εν γένει, βρήκαν αρωγό στην προσπάθεια τους το κράτος και τη θεσμισμένη εξουσία. Όλοι οι θεσμοί του κράτους προώθησαν τον ανταγωνισμό είτε μέσω του σχολείου είτε μέσω νόμων που θεσμοθετούσαν τον ανταγωνισμό στην παραγωγική διαδικασία αλλά και σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής. Σε περιπτώσεις που το κράτος λειτούργησε αντίθετα το έκανε είτε εξυπηρετώντας συγκυριακά συμφέροντα δικά του ή του κεφαλαίου είτε γιατί οι κοινωνικοί αγώνες το υποχρέωναν.
Όλη αυτή η διαδικασία είχε σαν αποτέλεσμα την διάχυση του ανταγωνιστικού πνεύματος στην κοινωνία. Είναι μάλιστα μια τόσο βαθιά διαδικασία που μπορούμε να μιλήσουμε για διαποτισμό της κοινωνίας καθώς και για την δημιουργία του ιδεολογήματος του ανταγωνισμού. Κάθε μέρα ο άνθρωπος, από τις πρώτες στιγμές της ζωής του, ωθείται –είτε θεσμικά είτε με πρόσχημα την άμιλλα– να λειτουργεί αλλά και να σκέφτεται ανταγωνιστικά. Και βέβαια, όπως για κάθε ιδεολόγημα, έχουν εφευρεθεί και τα επιχειρήματα που εξηγούν το γιατί ο ανταγωνισμός εξελίσσει το ανθρώπινο πνεύμα, το πόσο φυσικό φαινόμενο είναι και το πόσο θετικά επιδρά στην κοινωνία.
Ισχύει, όμως, κάτι από τα παραπάνω; Θα μπορούσε ο ανταγωνισμός να βοηθήσει στην υπόθεση της ελευθερίας έστω και ενός ανθρώπου ή μήπως είναι τελικά αντίθετος με το ελεύθερο πνεύμα; Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε τα χαρακτηριστικά του ανταγωνισμού καθώς και το τί αναπαράγει.
Κατ’ αρχήν το βασικότερο χαρακτηριστικό του είναι το στοιχείο της πάλης των μερών που υπάρχουν. Πρόκειται, μάλιστα, για μια πάλη όπου δεν υπάρχει καμιά σύνθεση παρά μόνο η επικράτηση του ισχυροτέρου. Αυτό ακριβώς το τελευταίο, δηλαδή η επικράτηση του ισχυροτέρου, είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό. Αυτός που θα επικρατήσει σε μια κατάσταση ανταγωνισμού, θα επιβάλλει και τους όρους του στους υπόλοιπους.
Τα δύο παραπάνω στοιχεία μας οδηγούν σε ένα πρώτο συμπέρασμα. «Στον ανταγωνισμό η νίκη εξασφαλίζεται στους ισχυρότερους σχηματισμούς». Αυτό είναι μια παρατήρηση του Προυντόν και έχει αξία γιατί ο ίδιος ήταν υπέρ του οικονομικού ανταγωνισμού. Γίνεται όμως αρκετά φανερό πως «ο ανταγωνισμός παράγει μοιραία την ανισότητα και την εκμετάλλευση, ακόμη και με αφετηρία μια κατάσταση απόλυτης ισότητας» (D. Guerin) κατάσταση της οποίας την σημασία ο Προυντόν είχε μάλλον υποτιμήσει.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του ανταγωνισμού είναι πως έχει σαν κέντρο αναφοράς την μονάδα, το μεμονωμένο άτομο. Εδώ το άτομο δρα μόνο, αποφασίζει και κινείται με βάση το δικό του συμφέρον και η μόνη αλληλεπίδραση με τα υπόλοιπα άτομα είναι αποκλειστικά η πάλη μαζί και εναντίον τους. Ο ανταγωνισμός είναι ατομοκεντρικός και υπό αυτήν την έννοια διασπά το συλλογικό πνεύμα.
Όλα τα παραπάνω λειτουργούν, μέσα στην κοινωνία προς την ίδια κατεύθυνση. Κατά τρόπο πολύ ουσιαστικό και πρακτικό, δημιουργούν το πρόσφορο έδαφος για την δημιουργία ιεραρχίας και εξουσίας. Γιατί όταν ο ανταγωνισμός πραγματώνεται, τότε πραγματώνεται και η επιβολή του ισχυρότερου στον πιο αδύναμο και αυτή η διαδικασία δεν μπορεί παρά να είναι εξουσιαστική. Αυτό είναι αρκετό για να μας εξηγήσει το λόγο που κράτος και κεφάλαιο, σε αγαστή συνεργασία, προωθούν τον ανταγωνισμό.
Στο σημείο αυτό, όμως, θα κάνουμε μια παρένθεση για να αναφερθούμε σε κάποια ρεύματα σκέψης. Κάποια από τα παραπάνω χαρακτηριστικά όπως η επιβολή του ισχυροτέρου καθώς και το πρόταγμα πως ο άνθρωπος ζει και παλεύει μόνος του και σε αντιπαράθεση με τους υπόλοιπους ανθρώπους είναι το πνεύμα της φιλοσοφίας του Νίτσε.
Το νιτσεϊκό πρότυπο είναι ένα πρότυπο ανθρώπου απόλυτα σύμφωνο με το πνεύμα που προκρίνει κράτος και κεφάλαιο και βέβαια είναι μια στάση ζωής που διευκολύνει την επιβολή της κυριαρχίας. Ας μην ξεχνάμε πως η νιτσεϊκή φιλοσοφία του υπεράνθρωπου ενέπνευσε μέχρι και τον Χίτλερ στην σύλληψη της κοσμοθεωρίας του. (Αναγνωρίζουμε βέβαια πως αυτή είναι μόνο μια ερμηνεία του Νίτσε, σίγουρα όχι η μόνη. Άλλωστε, ειδικά αυτός περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο φιλόσοφο επιδέχεται τις πιο αμφίσημες ερμηνείες του έργου του).
Το νιτσεϊκό πρότυπο είναι, ωστόσο, αντίθετο με το διαλεκτικό σχήμα του Χέγκελ. Το διαλεκτικό σχήμα περιγράφεται ως: θέση – αντίθεση – σύνθεση. Σύμφωνα με αυτό από δύο αντίθετες θέσεις προκύπτει μια τρίτη, καινούργια, η οποία κρατά τα καλύτερα στοιχεία και από τις δυο και συνεχίζει την πορεία της προς τα εμπρός. Ακριβώς αυτή η θεώρηση της ζωής και της ιστορίας συνέβαλε και στη διαμόρφωση του κομμουνισμού του Μαρξ αλλά και του αναρχικού προτάγματος του Μπακούνιν.
Κλείνοντας αυτή την παρένθεση να αναφέρουμε μόνο ένα πράγμα. Τα παραπάνω δεν αναφέρονται για να «ντύσουν» με μεγαλόσχημα επιχειρήματα μιαν άποψη ούτε για να «αγιοποιήσουν» κάποια ατράνταχτη αλήθεια. Αποτελούν μόνο συμβολές προκειμένου να κατανοήσουμε κάπως ευκολότερα τις ρίζες κάποιων κοινωνικών προταγμάτων και θέσεων.
Σαν αναρχικοί δεν μπορούμε παρά να αντιτασσόμαστε στο ανταγωνιστικό πνεύμα και σε ό, τι το γεννά. Γι’ αυτό απέναντι στον ανταγωνισμό προτάσσουμε την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια, απέναντι στον ατομοκεντρισμό προτάσσουμε τη συλλογικότητα, απέναντι στην επιβολή του ενός μέρους πάνω στο άλλο προτάσσουμε τη σύνθεση των μερών και απέναντι στον αγώνα μεταξύ των ανθρώπων προτάσσουμε τον κοινό αγώνα όλων των ανθρώπων για την κοινή ελευθερία.
Τελειώνοντας, οφείλουμε μια διευκρίνιση. Ο μόνος ανταγωνισμός στον οποίο συμμετέχουμε είναι ο κοινωνικός ανταγωνισμός. Ένας ανταγωνισμός που μας εμπεριέχει ακόμα κι αν προσπαθούμε να τον αποφύγουμε. Είναι ένας αγώνας στον οποίο συμμετέχουμε με μεγάλη χαρά, προτάσσοντας πάντα τον αγώνα των καταπιεσμένων ανθρώπων απέναντι στην εξουσία και την κυριαρχία και προς την κατάκτηση της ανθρώπινης ελευθερίας.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 20, Δεκέμβριος 2003
https://eleutheriellada.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου