Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Το πνεύμα του ανταγωνισμού


«Στο κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα πα­ρα­γω­γής, ό­λα εί­ναι α­ντα­γω­νι­σμός, α­γώ­νας: α­κα­τά­παυ­στος α­γώ­νας που γί­νε­ται με­τα­ξύ κα­πι­τα­λι­στών, με­τα­ξύ ερ­γα­τών και με­τα­ξύ ερ­γα­τών και κα­πι­τα­λι­στών. Α­γώ­νας με­τα­ξύ αν­θρώ­πων, πε­ρι­φε­ρειών, ε­θνών. Εί­ναι έ­νας α­δυ­σώ­πη­τος πό­λε­μος, στον ο­ποί­ο ο θά­να­τος του ε­νός εί­ναι η ζω­ή του άλ­λου». Κ. Κα­φιέ­ρο
Ο α­ντα­γω­νι­σμός α­πο­τε­λεί κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη του κα­πι­τα­λι­σμού. Εί­ναι έ­να βα­σι­κό συ­στα­τι­κό στοι­χεί­ο χω­ρίς το ο­ποί­ο η ύ­παρ­ξη του κα­πι­τα­λι­σμού δε νο­εί­ται καν και σαν τέ­τοιο δια­πο­τί­ζει τις κοι­νω­νί­ες. Υ­πό αυ­τό το πρί­σμα, το πνεύ­μα του α­ντα­γω­νι­σμού φτά­νει να έ­χει α­να­χθεί και σε δο­μι­κό στοι­χεί­ο της ε­πι­κρα­τού­σας ι­δε­ο­λο­γί­ας και κοι­νω­νι­κής πρα­κτι­κής, δια­πο­τί­ζο­ντας τα με­μο­νω­μέ­να ά­το­μα. Πα­ρα­κά­τω, θα προ­σπα­θή­σου­με να ψη­λα­φί­σου­με την φύ­ση του α­ντα­γω­νι­σμού κα­θώς και το πώς πραγ­μα­το­ποιού­νται τα πα­ρα­πά­νω.
Ξε­κι­νώ­ντας αυ­τή την ψη­λά­φη­ση, ο­φεί­λου­με να κά­νου­με μια «ι­στο­ρι­κή» α­να­δρο­μή. Η έν­νοια του α­ντα­γω­νι­σμού, λοι­πόν, ει­σά­γε­ται για πρώ­τη φο­ρά α­πό -ποιόν άλ­λο;- τον «πα­τέ­ρα του κα­πι­τα­λι­σμού» A.Smith. Ο Smith, πρώ­τος ο­ριο­θε­τεί το σύ­στη­μα της οι­κο­νο­μί­ας της α­γο­ράς του ο­ποί­ου βά­ση εί­ναι
το α­το­μι­κό συμ­φέ­ρον. Λέ­ει, μά­λι­στα, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «το γεύ­μα μας δεν μας το προ­σφέ­ρει η φι­λαν­θρω­πί­α του κρε­ο­πώ­λη, του ζυ­θο­ποιού ή του αρ­το­ποιού αλ­λά η ε­πι­δί­ω­ξη του προ­σω­πι­κού τους συμ­φέ­ρο­ντος».
Το πα­ρα­πά­νω σχή­μα, δηλ. η πα­ρα­γω­γή και η δια­νο­μή α­γα­θών, στη­ρί­ζε­ται στην οι­κο­νο­μί­α της α­γο­ράς. Τί­θε­ται ό­μως ως α­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση για την σω­στή λει­τουρ­γί­α της, πως αυ­τοί που συμ­με­τέ­χουν στην οι­κο­νο­μι­κή δια­δι­κα­σί­α πρέ­πει να ε­πι­διώ­κουν την με­γι­στο­ποί­η­ση του οι­κο­νο­μι­κού τους ο­φέ­λους. Με τον τρό­πο αυ­τό, ο κα­θέ­νας βρί­σκε­ται αυ­τό­μα­τα α­ντι­μέ­τω­πος με τους άλ­λους που έ­χουν την ί­δια ε­πι­δί­ω­ξη ο­πό­τε α­να­πτύσ­σε­ται έ­νας ε­λεύ­θε­ρος α­ντα­γω­νι­σμός.
Αυ­τό εί­ναι σε πο­λύ γε­νι­κές γραμ­μές το πνεύ­μα του οι­κο­νο­μι­κού α­ντα­γω­νι­σμού, ό­πως δια­μορ­φώ­θη­κε α­πό την στιγ­μή της γέν­νη­σης του σύγχρονου κα­πι­τα­λι­σμού και στα πρώ­τα του «νη­πια­κά» βή­μα­τα. Εί­ναι σα­φές πως το πνεύ­μα αυ­τό εί­ναι άρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νο με τον κα­πι­τα­λι­σμό και χω­ρίς το πρώ­το δε νο­εί­ται η ύ­παρ­ξη του δεύ­τε­ρου.
Η άν­θη­ση, λοι­πόν, του κα­πι­τα­λι­σμού ξε­κι­νά με την βιο­μη­χα­νι­κή ε­πα­νά­στα­ση. Τώ­ρα οι και­νούρ­γιες μη­χα­νές δί­νουν άλ­λες δυ­να­τό­τη­τες πα­ρα­γω­γής στις φά­μπρι­κες. Το α­πο­τέ­λε­σμα εί­ναι η ρα­γδαί­α αύ­ξη­ση πα­ρα­γω­γής α­γα­θών και βέ­βαια η διά­χυ­ση τους στη α­γο­ρά. Εν­νο­εί­ται πως η αυ­ξη­μέ­νη πα­ρα­γω­γή έ­χει ως ά­με­σο α­πο­τέ­λε­σμα την αύ­ξη­ση του α­ντα­γω­νι­σμού. Τώ­ρα οι βιο­μη­χα­νί­ες, οι ε­πι­χει­ρή­σεις, πρέ­πει να α­ντα­γω­νι­στούν με­τα­ξύ τους για να που­λή­σουν την αυ­ξη­μέ­νη πο­σό­τη­τα α­γα­θών που πα­ρά­γουν.
Στο ση­μεί­ο αυ­τό, ει­σέρ­χε­ται κι έ­νας α­κό­μα πα­ρά­γο­ντας, το ε­μπό­ριο. Το ε­μπό­ριο, σαν δρα­στη­ριό­τη­τα, εί­ναι η α­κρι­βής και προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νη ε­φαρ­μο­γή του α­ντα­γω­νι­σμού. Ε­μπό­ριο, βέ­βαια, υ­πήρ­χε α­πό τα αρ­χαί­α χρό­νια, ό­μως με την ύ­παρ­ξη των α­ποι­κιών και την ταυ­τό­χρο­νη υ­περ­πα­ρα­γω­γή α­γα­θών α­πέ­κτη­σε μια άλ­λη διά­στα­ση. Εν­νο­εί­ται πως η βελ­τί­ω­ση της τε­χνο­λο­γί­ας που βο­ή­θη­σε και στην κα­τα­σκευ­ή κα­λύ­τε­ρων με­τα­φο­ρι­κών μέ­σων, έ­δω­σε ε­πί­σης τε­ρά­στια ώ­θη­ση στο ε­μπό­ριο.
Ε­πα­νερ­χό­μα­στε στο ε­μπό­ριο σαν δρα­στη­ριό­τη­τα, για να ε­ξε­τά­σου­με την ε­φαρ­μο­γή του α­ντα­γω­νι­σμού. Η α­γο­ρά, λοι­πόν, εί­ναι ο χώ­ρος (εί­τε γε­ω­γρα­φι­κός εί­τε εν­νοιο­λο­γι­κός) ό­που ο με­μο­νω­μέ­νος έ­μπο­ρος έρ­χε­ται κατ’ αρ­χήν σε α­ντι­πα­ρά­θε­ση με ε­μπό­ρους που που­λά­νε ί­διο ή πα­ρό­μοιο προ­ϊ­όν. Έρ­χε­ται ό­μως σε α­ντι­πα­ρά­θε­ση και με άλ­λους ε­μπό­ρους ε­φό­σον ο α­γο­ρα­στής «κα­τε­βαί­νει» στην α­γο­ρά με έ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο πο­σό να ξο­δέ­ψει, έ­να πό­σο το ο­ποί­ο ο κά­θε έ­μπο­ρος ε­πο­φθαλ­μιά για λο­γα­ρια­σμό του. Εί­ναι πα­ρα­πά­νω α­πό φα­νε­ρό πως μι­λά­με για την ε­φαρ­μο­γή τού ρητού «ο θά­να­τός σου, η ζω­ή μου».
Η άν­θι­ση του ε­μπο­ρί­ου έ­φε­ρε και την άν­θι­ση του πνεύ­μα­τος του α­ντα­γω­νι­σμού. Μά­λι­στα ο αυ­ξη­μέ­νος α­ριθ­μός α­γα­θών έ­φε­ρε και μια αλ­λα­γή στην κοι­νω­νι­κή σύν­θε­ση. Αυ­ξή­θη­κε πο­λύ ο α­ριθ­μός των μι­κρε­μπό­ρων και συ­νέ­χι­σε να αυ­ξά­νει για πολ­λά χρό­νια. Εν­νο­εί­ται πως αυ­τοί οι άν­θρω­ποι δρού­σαν με βά­ση την πα­ρα­πά­νω νο­ο­τρο­πί­α. Μπο­ρού­με, λοι­πόν, να πού­με πως το πνεύ­μα του α­ντα­γω­νι­σμού άρ­χι­σε πλέ­ον να δια­χέ­ε­ται κοι­νω­νι­κά κι α­πό έ­να α­πλό «πνεύ­μα», να γί­νε­ται πρα­κτι­κή κα­θη­με­ρι­νή.
Α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, ό­σο η πα­ρα­γω­γή και η διά­θε­ση των α­γα­θών γι­νό­ταν πιο ε­πι­στη­μο­νι­κή, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο δη­μιουρ­γού­νταν δρα­στη­ριό­τη­τες που διά­χε­αν τον α­ντα­γω­νι­σμό. Η ε­φαρ­μο­γή της δια­φή­μι­σης και του μάρ­κε­τιν­γκ, η δη­μιουρ­γί­α «α­ντα­γω­νι­στι­κού οι­κο­νο­μι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος» (sic) και το συ­νε­χές κυ­νή­γι οι­κο­νο­μι­κών ευ­και­ριών δη­μιούρ­γη­σαν έ­να κλί­μα του ο­ποί­ου έ­νας α­πό τους στό­χους ή­ταν και η δη­μιουρ­γί­α α­ντί­στοι­χης νο­ο­τρο­πί­ας και στους ερ­γα­ζό­με­νους.
Ε­δώ βέ­βαια ο­φεί­λου­με να προ­σθέ­σου­με πως οι ε­πι­χει­ρή­σεις, οι βιο­μη­χα­νί­ες, το κε­φά­λαιο εν γέ­νει, βρή­καν α­ρω­γό στην προ­σπά­θεια τους το κρά­τος και τη θε­σμι­σμέ­νη ε­ξου­σί­α. Ό­λοι οι θε­σμοί του κρά­τους προ­ώ­θη­σαν τον α­ντα­γω­νι­σμό εί­τε μέ­σω του σχο­λεί­ου εί­τε μέ­σω νό­μων που θε­σμο­θε­τού­σαν τον α­ντα­γω­νι­σμό στην πα­ρα­γω­γι­κή δια­δι­κα­σί­α αλ­λά και σε ό­λο το φά­σμα της κοι­νω­νι­κής ζω­ής. Σε πε­ρι­πτώ­σεις που το κρά­τος λει­τούρ­γη­σε α­ντί­θε­τα το έ­κα­νε εί­τε ε­ξυ­πη­ρε­τώ­ντας συ­γκυ­ρια­κά συμ­φέ­ρο­ντα δι­κά του ή του κε­φα­λαί­ου εί­τε για­τί οι κοι­νω­νι­κοί α­γώ­νες το υ­πο­χρέ­ω­ναν.
Ό­λη αυ­τή η δια­δι­κα­σί­α εί­χε σαν α­πο­τέ­λε­σμα την διά­χυ­ση του α­ντα­γω­νι­στι­κού πνεύ­μα­τος στην κοι­νω­νί­α. Εί­ναι μά­λι­στα μια τό­σο βα­θιά δια­δι­κα­σί­α που μπο­ρού­με να μι­λή­σου­με για δια­πο­τι­σμό της κοι­νω­νί­ας κα­θώς και για την δη­μιουρ­γί­α του ι­δε­ο­λο­γή­μα­τος του α­ντα­γω­νι­σμού. Κά­θε μέ­ρα ο άν­θρω­πος, α­πό τις πρώ­τες στιγ­μές της ζω­ής του, ω­θεί­ται –εί­τε θε­σμι­κά εί­τε με πρό­σχη­μα την ά­μιλ­λα– να λει­τουρ­γεί αλ­λά και να σκέ­φτε­ται α­ντα­γω­νι­στι­κά. Και βέ­βαια, ό­πως για κά­θε ι­δε­ο­λό­γη­μα, έ­χουν ε­φευ­ρε­θεί και τα ε­πι­χει­ρή­μα­τα που ε­ξη­γούν το για­τί ο α­ντα­γω­νι­σμός ε­ξε­λίσ­σει το αν­θρώ­πι­νο πνεύ­μα, το πό­σο φυ­σι­κό φαι­νό­με­νο εί­ναι και το πό­σο θε­τι­κά ε­πι­δρά στην κοι­νω­νί­α.
Ι­σχύ­ει, ό­μως, κά­τι α­πό τα πα­ρα­πά­νω; Θα μπο­ρού­σε ο α­ντα­γω­νι­σμός να βο­η­θή­σει στην υ­πό­θε­ση της ε­λευ­θε­ρί­ας έ­στω και ε­νός αν­θρώ­που ή μή­πως εί­ναι τε­λι­κά α­ντί­θε­τος με το ε­λεύ­θε­ρο πνεύ­μα; Για να α­πα­ντή­σου­με σε αυ­τά τα ε­ρω­τή­μα­τα θα προ­σπα­θή­σου­με να συ­νο­ψί­σου­με τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του α­ντα­γω­νι­σμού κα­θώς και το τί α­να­πα­ρά­γει.
Κατ’ αρ­χήν το βα­σι­κό­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του εί­ναι το στοι­χεί­ο της πά­λης των με­ρών που υ­πάρ­χουν. Πρό­κει­ται, μά­λι­στα, για μια πά­λη ό­που δεν υ­πάρ­χει κα­μιά σύν­θε­ση πα­ρά μό­νο η ε­πι­κρά­τη­ση του ι­σχυ­ρο­τέ­ρου. Αυ­τό α­κρι­βώς το τε­λευ­ταί­ο, δη­λα­δή η ε­πι­κρά­τη­ση του ι­σχυ­ρο­τέ­ρου, εί­ναι το δεύ­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό. Αυ­τός που θα ε­πι­κρα­τή­σει σε μια κα­τά­στα­ση α­ντα­γω­νι­σμού, θα ε­πι­βάλ­λει και τους ό­ρους του στους υ­πό­λοι­πους.
Τα δύ­ο πα­ρα­πά­νω στοι­χεί­α μας ο­δη­γούν σε έ­να πρώ­το συ­μπέ­ρα­σμα. «Στον α­ντα­γω­νι­σμό η νί­κη ε­ξα­σφα­λί­ζε­ται στους ι­σχυ­ρό­τε­ρους σχη­μα­τι­σμούς». Αυ­τό εί­ναι μια πα­ρα­τή­ρη­ση του Πρου­ντόν και έ­χει α­ξί­α για­τί ο ί­διος ή­ταν υ­πέρ του οι­κο­νο­μι­κού α­ντα­γω­νι­σμού. Γί­νε­ται ό­μως αρ­κε­τά φα­νε­ρό πως «ο α­ντα­γω­νι­σμός πα­ρά­γει μοι­ραί­α την α­νι­σό­τη­τα και την εκ­με­τάλ­λευ­ση, α­κό­μη και με α­φε­τη­ρί­α μια κα­τά­στα­ση α­πό­λυ­της ι­σό­τη­τας» (D. Guerin) κα­τά­στα­ση της ο­ποί­ας την ση­μα­σί­α ο Πρου­ντόν εί­χε μάλ­λον υ­πο­τι­μή­σει.
Έ­να α­κό­μη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του α­ντα­γω­νι­σμού εί­ναι πως έ­χει σαν κέ­ντρο α­να­φο­ράς την μο­νά­δα, το με­μο­νω­μέ­νο ά­το­μο. Ε­δώ το ά­το­μο δρα μό­νο, α­πο­φα­σί­ζει και κι­νεί­ται με βά­ση το δι­κό του συμ­φέ­ρον και η μό­νη αλ­λη­λε­πί­δρα­ση με τα υ­πό­λοι­πα ά­το­μα εί­ναι α­πο­κλει­στι­κά η πά­λη μα­ζί και εναντίον τους. Ο α­ντα­γω­νι­σμός εί­ναι α­το­μο­κε­ντρι­κός και υ­πό αυ­τήν την έν­νοια δια­σπά το συλ­λο­γι­κό πνεύ­μα.
Ό­λα τα πα­ρα­πά­νω λει­τουρ­γούν, μέ­σα στην κοι­νω­νί­α προς την ί­δια κα­τεύ­θυν­ση. Κα­τά τρό­πο πο­λύ ου­σια­στι­κό και πρα­κτι­κό, δη­μιουρ­γούν το πρό­σφο­ρο έ­δα­φος για την δη­μιουρ­γί­α ιε­ραρ­χί­ας και ε­ξου­σί­ας. Για­τί ό­ταν ο α­ντα­γω­νι­σμός πραγ­μα­τώ­νε­ται, τό­τε πραγ­μα­τώ­νε­ται και η ε­πι­βο­λή του ι­σχυ­ρό­τε­ρου στον πιο α­δύ­να­μο και αυ­τή η δια­δι­κα­σί­α δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι ε­ξου­σια­στι­κή. Αυ­τό εί­ναι αρ­κε­τό για να μας ε­ξη­γή­σει το λό­γο που κρά­τος και κε­φά­λαιο, σε α­γα­στή συ­νερ­γα­σί­α, προ­ω­θούν τον α­ντα­γω­νι­σμό.
Στο ση­μεί­ο αυ­τό, ό­μως, θα κά­νου­με μια πα­ρέν­θε­ση για να α­να­φερ­θού­με σε κά­ποια ρεύ­μα­τα σκέ­ψης. Κά­ποια α­πό τα πα­ρα­πά­νω χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ό­πως η ε­πι­βο­λή του ι­σχυ­ρο­τέ­ρου κα­θώς και το πρό­ταγ­μα πως ο άν­θρω­πος ζει και πα­λεύ­ει μό­νος του και σε α­ντι­πα­ρά­θε­ση με τους υ­πό­λοι­πους αν­θρώ­πους εί­ναι το πνεύ­μα της φι­λο­σο­φί­ας του Νί­τσε.
Το νι­τσε­ϊ­κό πρό­τυ­πο εί­ναι έ­να πρό­τυ­πο αν­θρώ­που α­πό­λυ­τα σύμ­φω­νο με το πνεύ­μα που προ­κρί­νει κρά­τος και κε­φά­λαιο και βέ­βαια εί­ναι μια στά­ση ζω­ής που διευ­κο­λύ­νει την ε­πι­βο­λή της κυ­ριαρ­χί­ας. Ας μην ξε­χνά­με πως η νι­τσε­ϊ­κή φι­λο­σο­φί­α του υ­πε­ράν­θρω­που ε­νέ­πνευ­σε μέ­χρι και τον Χί­τλερ στην σύλ­λη­ψη της κο­σμο­θε­ω­ρί­ας του. (Α­να­γνω­ρί­ζου­με βέ­βαια πως αυ­τή εί­ναι μό­νο μια ερ­μη­νεί­α του Νί­τσε, σί­γου­ρα ό­χι η μό­νη. Άλ­λω­στε, ει­δι­κά αυ­τός πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό ο­ποιον­δή­πο­τε άλ­λο φι­λό­σο­φο ε­πι­δέ­χε­ται τις πιο αμ­φί­ση­μες ερ­μη­νεί­ες του έρ­γου του).
Το νι­τσε­ϊ­κό πρό­τυ­πο εί­ναι, ω­στό­σο, α­ντί­θε­το με το δια­λε­κτι­κό σχή­μα του Χέ­γκελ. Το δια­λε­κτι­κό σχή­μα πε­ρι­γρά­φε­ται ως: θέ­ση – α­ντί­θε­ση – σύν­θε­ση. Σύμ­φω­να με αυ­τό α­πό δύ­ο α­ντί­θε­τες θέ­σεις προ­κύ­πτει μια τρί­τη, και­νούρ­για, η ο­ποί­α κρα­τά τα κα­λύ­τε­ρα στοι­χεί­α και α­πό τις δυο και συ­νε­χί­ζει την πο­ρεί­α της προς τα ε­μπρός. Α­κρι­βώς αυ­τή η θε­ώ­ρη­ση της ζω­ής και της ι­στο­ρί­ας συ­νέ­βα­λε και στη δια­μόρ­φω­ση του κομ­μου­νι­σμού του Μαρ­ξ αλ­λά και του α­ναρ­χι­κού προ­τάγ­μα­τος του Μπα­κού­νιν.
Κλεί­νο­ντας αυ­τή την πα­ρέν­θε­ση να α­να­φέ­ρου­με μό­νο έ­να πράγ­μα. Τα πα­ρα­πά­νω δεν α­να­φέ­ρο­νται για να «ντύ­σουν» με με­γα­λό­σχη­μα ε­πι­χει­ρή­μα­τα μιαν ά­πο­ψη ού­τε για να «α­γιο­ποι­ή­σουν» κά­ποια α­τρά­ντα­χτη α­λή­θεια. Α­πο­τε­λούν μό­νο συμ­βο­λές προ­κει­μέ­νου να κα­τα­νο­ή­σου­με κά­πως ευ­κο­λό­τε­ρα τις ρί­ζες κά­ποιων κοι­νω­νι­κών προ­ταγ­μά­των και θέ­σε­ων.
Σαν α­ναρ­χι­κοί δεν μπο­ρού­με πα­ρά να α­ντι­τασ­σό­μα­στε στο α­ντα­γω­νι­στι­κό πνεύ­μα και σε ό, τι το γεν­νά. Γι’ αυ­τό α­πέ­να­ντι στον α­ντα­γω­νι­σμό προ­τάσ­σου­με την αλ­λη­λεγ­γύ­η και την αλ­λη­λο­βο­ή­θεια, α­πέ­να­ντι στον α­το­μο­κε­ντρι­σμό προ­τάσ­σου­με τη συλ­λο­γι­κό­τη­τα, α­πέ­να­ντι στην ε­πι­βο­λή του ε­νός μέ­ρους πά­νω στο άλ­λο προ­τάσ­σου­με τη σύν­θε­ση των με­ρών και α­πέ­να­ντι στον α­γώ­να με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων προ­τάσ­σου­με τον κοι­νό α­γώ­να ό­λων των αν­θρώ­πων για την κοι­νή ε­λευ­θε­ρί­α.
Τε­λειώ­νο­ντας, ο­φεί­λου­με μια διευ­κρί­νι­ση. Ο μό­νος α­ντα­γω­νι­σμός στον ο­ποί­ο συμ­με­τέ­χου­με εί­ναι ο κοι­νω­νι­κός α­ντα­γω­νι­σμός. Έ­νας α­ντα­γω­νι­σμός που μας ε­μπε­ριέ­χει α­κό­μα κι αν προ­σπα­θού­με να τον α­πο­φύ­γου­με. Εί­ναι έ­νας α­γώ­νας στον ο­ποί­ο συμ­με­τέ­χου­με με με­γά­λη χα­ρά, προ­τάσ­σο­ντας πά­ντα τον α­γώ­να των κα­τα­πιε­σμέ­νων αν­θρώ­πων α­πέ­να­ντι στην ε­ξου­σί­α και την κυ­ριαρ­χί­α και προς την κα­τά­κτη­ση της αν­θρώ­πι­νης ε­λευ­θε­ρί­ας.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 20, Δεκέμβριος 2003
 https://eleutheriellada.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Πολιτική θεολογία και Συνταγματική ηθική»

Η «πολιτική θεολογία» είναι μια διαδεδομένη αλλά αμφίσημη έννοια που χρησιμοποιείται με διαφορετικό περιεχόμενο αφενός σε θύραθεν συμφραζόμε...