Σε αναδίπλωση απέναντι στο Ιράν προχώρησε ο Τραμπ, εγκαταλείποντας το επιθετικό και απειλητικό ύφος του. Όποιος έτυχε να ακούσει τον αμερικανό πρόεδρο στην κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε με τον Ιάπωνα πρωθυπουργό από το Τόκιο, στο πλαίσιο της επίσημης επίσκεψής του στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου δεν θα πίστευε στα αφτιά του. Ξεχάστε την επίδειξη δύναμης και την αλαζονεία που συνοδεύει κάθε αναφορά του Τραμπ απέναντι στις χώρες που αποτελούν κόκκινο πανί για την Ουάσιγκτον. Στη θέση τους γίναμε μάρτυρες φιλικών παραινέσεων για έναρξη
διαπραγματεύσεων και διαβεβαιώσεων ότι οι ΗΠΑ δεν αποσκοπούν σε αλλαγή καθεστώτος, ακόμη και αναγνώριση του ρόλου που διαδραματίζει το Ιράν ως «μια μεγάλη χώρα με την ίδια ηγεσία» υπό τον όρο να υπογράψουν μια νέα συμφωνία.
Και το Ιράν όμως από τη μεριά του, μέσω του υπουργού Εξωτερικών, Μοχάμεντ Ζαβάντ Ζαρίφ, προχώρησε σε ανάλογη κίνηση καλής θέλησης. Διαβεβαίωσε με ανάρτησή του στο twitter ότι η Ισλαμική Δημοκρατία δεν επιδιώκει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Δεν έχει βάση επομένως η σημαντικότερη κατηγορία που εξαπολύει απέναντι στο Ιράν πριν απ’ όλους το Ισραήλ κι επαναλαμβάνουν στη συνέχεια οι αμερικάνοι ιέρακες με πρώτο καλύτερο τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, Τζον Μπόλτον, που πασχίζει να προκαλέσει με κάθε τρόπο την έναρξη μιας επίθεσης στο Ιράν. Το ενδεχόμενο επανήλθε στο τραπέζι των συζητήσεων ξανά με αφορμή άρθρο σαουδαραβικής εφημερίδας που συνδέεται με τη βασιλική οικογένεια το οποίο καλούσε σε στοχευμένους, χειρουργικής ακρίβειας βομβαρδισμούς σε κρίσιμες υποδομές του Ιράν.
Το ενδεχόμενο παραμένει ως μια πιθανότητα λόγω της συγκέντρωσης μεγάλης δύναμης πυρός στην οποία έχουν προβεί οι ΗΠΑ τις τελευταίες λίγες εβδομάδες. Αρχικά ήταν η αποστολή ενός αεροπλανοφόρου και βομβαρδιστικών Β52. Στη συνέχεια, στις 24 Μαΐου, προστέθηκε και μια «μικρή» δύναμη 1.500 στρατιωτών, όπως τη χαρακτήρισε ο Τραμπ, με αποστολή την προστασία των αμερικανικών δυνάμεων που ήδη σταθμεύουν στην περιοχή.
Οι χειρονομίες καλής θέλησης του Τραμπ επομένως δεν ισοδυναμούν με παραίτηση από την απειλή της στρατιωτικής βίας, όπως σιγά – σιγά χτίζεται με ορατούς και καλυμμένους τρόπους. Στους τελευταίους εντάσσεται η προσθήκη από τον Λευκό Οίκο των Φρουρών της Επανάστασης στην περιβόητη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων. Πρόκειται για κίνηση που δεν είχε μόνο συμβολικό χαρακτήρα, ισοδυναμώντας με μια προσβολή απέναντι στο σώμα των επιλέκτων ενός κράτους με μακραίωνη παράδοση και μεγάλο ειδικό βάρος στη περιοχή. Πολύ περισσότερο έλυνε τα χέρια της αμερικανικής κυβέρνησης να πλήξει στους Φρουρούς της Επανάστασης ανά πάσα ώρα και στιγμή, χωρίς να απαιτείται κάποια άλλη έγκριση, όπως προβλέπεται στις περιπτώσεις κήρυξης πολέμου.
Η συμμετρική απάντηση της Τεχεράνης, να εντάξει κι αυτή την αμερικανική διοίκηση στην περιοχή του Περσικού Κόλπου στη δική της λίστα τρομοκρατικών οργανώσεων, δεν έλυνε κανένα διαδικαστικό ζήτημα. Έδειχνε όμως την αποφασιστικότητα του Ιράν να αναμετρηθεί με τις ΗΠΑ και την απειλή που εκπροσωπεί για τον αμερικανικό στρατό το Ιράν σε περίπτωση έναρξης μιας επιθετικής επιχείρησης. Το ετοιμοπόλεμο και πολυάριθμο του στρατού του, η έκταση της χώρας, η ικανότητα του να επηρεάζει σιίτικες μειοψηφίες και αντιστασιακές οργανώσεις στην υπόλοιπη Μέση Ανατολή και πάνω απ’ όλα η δυνατότητά του να κλείσει τα στενά του Χορμούζ διακόπτοντας για λίγες έστω ημέρες τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου καθιστούν το χαρτί του Ιράν ακόμη πιο επικίνδυνο για τις ΗΠΑ και από την Βόρεια Κορέα. Γι’ αυτό πιθανότατα ο Τραμπ επέλεξε το χαρτί των διαπραγματεύσεων, αφού πρώτα περικύκλωσε το Ιράν από στεριά, αέρα και θάλασσα και δρομολόγησε τον οικονομικό στραγγαλισμό του, τερματίζοντας και τις τελευταίες εξαιρέσεις χωρών που μπορούσαν να εισάγουν πετρέλαιο από την Ισλαμική Δημοκρατία.
Το Ιράν ωστόσο είναι σχεδόν αδύνατο να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ ένα χρόνο μετά την εμπρηστική απόφαση του Τραμπ να αποχωρήσει από τη συμφωνία που υπογράφηκε επί Ομπάμα κι ενώ οι διεθνείς επιθεωρητές επιβεβαίωναν ότι τηρεί τις δεσμεύσεις του. Η ιρανική ηγεσία θεωρείται σχεδόν αδύνατο να δεχθεί ακόμη κι ως πλαίσιο συζήτησης τα θέματα που θα θέσει προς διαπραγμάτευση η Ουάσιγκτον και σύμφωνα με ανάλυση του πάντα καλά ενημερωμένου περιοδικού Foreign Affairs περιλαμβάνουν: Την απαγόρευση κάθε επιπέδου εμπλουτισμού, την απαγόρευση όλων των βαλλιστικών πυραύλων και δοκιμών, εξονυχιστικές επιθεωρήσεις από διεθνείς ελεγκτές, επ’ άπειρον ισχύ της συμφωνίας και ανάληψη δεσμεύσεων για τη διακοπή της συνεργασίας της με άλλες οργανώσεις στη Μέση Ανατολή. Είναι ένα σύνολο όρων που αποσκοπούν στο ξεδόντιασμα του Ιράν και την υποβάθμισή του, προς όφελος των ανταγωνιστικών του δυνάμεων στην περιοχή όπως το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία που συνεχίζουν να εξοπλίζονται σαν αστακοί με αγορές υπερσύγχρονου πολεμικού υλικού από τις ΗΠΑ.
Στη γνώμη του Τραμπ βαραίνει επίσης έστω και οριακά η στάση των ίδιων των Αμερικάνων που, κατ’ ασυνήθιστο τρόπο, απορρίπτουν με συντριπτικά ποσοστά το ενδεχόμενο επίθεσης των ΗΠΑ κατά του Ιράν. Με βάση έρευνα των Reuters και Ipsos ενώ το 53% των ενήλικων Αμερικανών χαρακτηρίζουν το Ιράν σαν μια σοβαρή ή άμεση απειλή, ενώ μάλιστα το 51% πιστεύει ότι η χώρα τους δε θα αποφύγει τον πόλεμο με το Ιράν τα επόμενα λίγα χρόνια, ένα μεγαλύτερο ποσοστό της τάξης του 60% πιστεύει ότι οι ΗΠΑ δε θα πρέπει να επιτεθούν πρώτες εναντίον των ιρανικών ενόπλων δυνάμεων. Επίσης, στην ίδια έρευνα που διεξήχθη πριν το ταξίδι του πλανητάρχη στην Ιαπωνία όταν κυριαρχούσαν οι απειλές εναντίον του Ιράν, με χαρακτηριστικότερο ένα tweet που απειλούσε για το τέλος(!) του Ιράν, το 49% των Αμερικανών δήλωνε ότι δεν ενέκρινε τους χειρισμούς του Τραμπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου