Του Θανάση Σκαμνάκη
Κάθε φορά τέτοιες μέρες, όλοι μας (ή μήπως όχι όλοι;) ξαναβουλιάζουμε σε ερωτήματα σχετικά με την Αριστερά, τα οποία ξεχνάμε λίγο καιρό μετά, γιατί μάλλον θέλουμε να τα ξεχνάμε (είναι πιο βολικά χωρίς αυτά).
Τα εκλογικά ποσοστά υποχωρούν και οι εκπρόσωποι λένε πως αντέξανε. Η δουλειά της Αριστεράς, η βασική επιδίωξη είναι να αντέξει, ως φαίνεται. Οι εκπρόσωποι λένε πως η πίεση ήταν μεγάλη και αυτά που έκαναν λίγα δεν είναι. Η Αριστερά είναι φτιαγμένη για να δρα σε συνθήκες μη πίεσης και μαθημένη να περιορίζεται στα λίγα, ως φαίνεται. Οι εκπρόσωποι λένε πως η επόμενη μέρα είναι η αποφασιστική και πως οι εκλογές δεν αποτυπώνουν τον πραγματικό συσχετισμό. Αλλά όταν υπάρχει κάποιο ικανοποιητικό αποτέλεσμα πανηγυρίζουν, και πριν τις εκλογές επιστρατεύουν πολλά
“αστικά” κόλπα για την προσέλκυση μερικών ψήφων που θα ανεβάσουν το κύρος και την επιρροή. Κι όσο για την αποφασιστική επόμενη μέρα κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο αποφασιστική ήταν η προηγούμενη.
Οπότε μάλλον όσοι έχουν το πάθος – γιατί η Αριστερά είναι μια πολιτική και ταξική προσέγγιση, αλλά εξ αυτού εξελίσσεται και γίνεται πάθος του σχεδίου, του ονείρου και της προσδοκίας – χρειάζεται να ενεργοποιήσουν την πιο δημιουργική πλευρά του, όχι μόνο την πλευρά της αφοσίωσης, αλλά την πλευρά της αμφισβήτησης.
Όπως οι εραστές, που όσο περισσότερο αμφισβητούν εκείνο που έχουν κατακτήσει τόσο πιο πολύ αγαπιούνται και τόσο περισσότερο ανεβάζουν τον έρωτά τους σε ποιότητες· και επί πλέον τον κατανοούν βαθύτερα.
Όπως ο έρωτας, η σχέση δεν ανανεώνεται, γίνεται σύμβαση, συνήθεια, καθημερινό πήγαιν’ έλα, αν δεν αναθερμανθεί από τη νέα νίκη της αμφιβολίας, της αναζήτησης, της ανακάλυψης.
Κι όμως, κάναμε την Αριστερά από φλογερό έρωτα οικογενειακές σχέσεις, ρουτίνα, επίμονη επανάληψη του ίδιου. Υστερούμε ως εραστές, εκεί που μπορούσαμε να πυρπολούμε κορμιά και κόσμους.
(“Τα βογκητά των εραστών όταν κάνουν έρωτα είναι πιο αληθινά από την πιο σπουδαία λυρική ποίηση που έχει γραφτεί ποτέ”, λέει ο Τζον Μπέργκερ).
Το τι μας έφταιξε είναι μια μεγάλη ιστορία. Το ότι βολεύουμε το παρόν με τα υπόλοιπα ενός προηγούμενου θερμού αιώνα, ότι αναθερμαίνουμε τη σχέση με δανεισμένες αλήθειες και με ανανέωση όρκων πίστης οι οποίοι είναι ρομαντικοί αλλά παλιομοδίτικοι, μη πειστικοί και εν τέλει ξαναζεσταμένο φαγητό χωρίς έμπνευση, δημιουργικότητα, πτώση και ανόρθωση, χωρίς ζήλεια και εντρύφηση (ίσως είναι μόνο ζήλεια και ανταγωνισμός), χωρίς έρευνα στα σώματα μας, στους τόπους ευαισθησίας και διέγερσης, χωρίς ανακαλύψεις νέων όρων της ηδονής, χωρίς πεποίθηση μακροβιότητας και νίκης, οδηγεί σε κούραση και επανάληψη. Και έναν εντελώς συνηθισμένο εφησυχασμό. Πως ο άλλος θα είναι εκεί ως δεδομένος. Θα γυρίσουμε σπίτι για να ασχοληθούμε με τα ίδια, να πούμε τα ίδια, να κάνουμε τα ίδια και κάποια στιγμή να εκτονώσουμε την ένταση του κορμιού μας με τα ίδια. Και το γιατί βαριόμαστε εν τέλει, και δεν θέλουμε να γυρίσουμε σπίτι, ψάχνουμε να το βρούμε στους άλλους που μας κακολογούν, δεν μας καταλαβαίνουν, μας ζηλεύουν ή μας εναντιώνονται και μας εξαντλούν στην καθημερινότητα.
Με τα δάνεια ενός αιώνα που νίκησε και έχασε δεν έχουμε μέλλον. Με την ασάφεια των επαναλήψεων δεν έχουμε παρόν. Τα ερωτήματα σε αυτή τη σχέση δεν είναι εκλογικά, είναι θεμελιακά. Όχι πως θα πάψει να υπάρχει η Αριστερά και η ανάγκη της, όχι πως το απελευθερωτικό σχέδιο του κόσμου θα αποσυρθεί στο παρελθόν και θα χαθεί στις εκθέσεις ανθρώπινων αυταπατών. Αυτά δεν μπορούν να γίνουν όσο θα υπάρχουν “οι αιτίες οι παλιές” κι όσο θα γεννιούνται νέες, απείρως πιο σκληρές, ισχυρές και εξαναγκαστικές.
Το θέμα είναι στο εδώ. Το υπαρξιακό δεν αφορά την Αριστερά αλλά εμάς. Πως θα υπάρξουμε σε μια σχέση που φοβάται να υπάρξει; Που δεν τολμά το αναγκαίο, την υπέρβαση της φθοράς;
Αν η Αριστερά προσποιείται οργασμούς όταν την κακοποιούν, αν θεωρεί πως αντέχει, πως μπορεί και να νικάει όταν χάνει, πως κερδίζει επειδή ο δίπλα αριστερός ηττάται, αν τον δίπλα αριστερό τον αναδεικνύει ως τον πιο σκληρό αντίπαλο γιατί τρώει τη δική της μερίδα της φτώχειας, αντί να διεκδικούν μαζί την αύξηση της μερίδας, αν περιπίπτει στην κοινοτοπία όταν χρειάζεται να εμπνέεται και να εφευρίσκει, αν κραυγάζει εκεί που χρειάζεται να συνομιλεί, αν καταριέται τους άλλους όταν χρειάζεται να τους κατανοεί, αν κάνει σχέδια που παραβλέπουν ότι στο πεζοδρόμιο υπάρχουν ζωντανοί άνθρωποι τους οποίους δεν περιλαμβάνει σ’ αυτά, αν χάνει την αυτοπεποίθησή της και νομίζει πως θα θεραπευτεί με ψυχοφάρμακα ή, ακόμα χειρότερα, με μαγγανείες, αν φωνάζει για να μη φοβάται και τη σιωπή (και της καθημερινότητας και της Ιστορίας) την περνάει για ηττοπάθεια, ενώ την αμφισβήτηση για υποταγή, αν στους στίχους βρίσκει μόνο τα συνθήματα και αφαιρεί το λυρισμό, αν τον μπρούντζο τον παίρνει για ζωντανό σώμα και τα ζωντανά σώματα δεν της μιλάνε πια, αν…, αν…
Δεν τολμώ να εκστομίσω το συμπέρασμα. Οι υποθέσεις αρκούν.
Ο αιώνας, που δεν είναι πια και τόσο νέος – μεγάλωσε αρκετά ώστε να τον αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα – θέτει σε όλους μας τις ανησυχίες του και ζητά απάντηση. Αν ξεχειλώσουμε τις απαντήσεις του προηγούμενου για να τις προσαρμόσουμε στον τωρινό θα καταλήξουμε σε σκληρή μοναξιά.
Αν ξαναδώσουμε απαντήσεις, ξέροντας όλα εκείνα που διαπράχθηκαν και που ειπώθηκαν, αλλά και ανακαλύπτοντας εκείνα που οφείλουν να ειπωθούν και να διαπραχθούν, έχουμε την ελπίδα να αφήσουμε μια σφραγίδα σε αυτή τη νέα εποχή, που δεν ορίζεται από τον νέο αιώνα μόνο. Έχουμε ελπίδα να ξανακάνουμε την Αριστερά χρήσιμη για τους ανθρώπους (και όχι ως υπαρξιακή επιβεβαίωση εμών των μυστών της) και γι’ αυτό αναγκαία.
Η πρόκληση είναι εδώ. Εμείς (και εννοώ όλο το ευρύτερο εμείς) είμαστε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου