Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Απληστία, κρίση χρέους και… ολίγος Μαρξ

Ο φίλος δεν συμφωνούσε με όσα έγραψα προχτές και μου την είχε στημένη. «Ό,τι κι αν λέμε εμείς», μου δήλωσε κατηγορηματικά, «η ευθύνη για τα χάλια μας είναι δική μας, αν όχι αποκλειστικά, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της. Για να βρισκόμαστε βουλιαγμένοι στα χρέη, πάει να πει πως είχαμε δανειστεί πάνω από τις δυνάμεις μας. Κι αφού είμαστε πια υπερχρεωμένοι, πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι θα την περνάμε με ψωμί κι ελιά ώσπου να ξεχρεώσουμε».
Ενδεχομένως, ο φίλος δεν συνειδητοποιεί ότι αυτή ακριβώς είναι η άποψη του Σώυμπλε. Το κακό είναι ότι την ίδια άποψη έχουν ενστερνιστεί οι περισσότεροι έλληνες, μιας και αυτή ακριβώς η άποψη πιπιλίζεται καθημερινά από όλα τα μέσα μαζικής εξαπάτησης, ηλεκτρονικά και μη. Έμμεσα δε, την ίδια άποψη έχουν και όλοι όσοι -υποτίθεται πως-
παλεύουν είτε για κούρεμα είτε για επιμήκυνση εξόφλησης είτε για οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση του χρέους, εφ’ όσον κατ’ ουσία λένε στους δανειστές μας «εντάξει, κάναμε λάθη και βρεθήκαμε χρεωμένοι αλλά βοηθήστε μας να ξεχρεώσουμε».
Η απάντησή μου σε όλα αυτά θα μπορούσε να ξεκινήσει με αντιστροφή αίτιου και αιτιατού. Θα μπορούσα, δηλαδή, να υποστηρίξω ότι όλα αυτά τα χρόνια δανειζόμασταν επειδή υπήρχαν κάποιοι πρόθυμοι να μας δανείσουν. Υπήρχαν πάμπολλοι -«θεσμικοί» και μη επενδυτές- που, συνεπαρμένοι από την απληστία τους, σπρώχνονταν για το ποιος θα μας πρωτοδώσει δανεικά. Κι όμως, αυτό το φαινόμενο που διάρκεσε ολόκληρες δεκαετίες, δεν το πήραν έγκαιρα χαμπάρι ούτε η Κομμισσιόν ούτε η ΕΚΤ ούτε κανένα Γιούρογκρουπ. Όλοι ξύπνησαν ξαφνικά, πέφτοντας από τα σύννεφα.
Παρένθεση. Προφανώς, από τα σύννεφα έπεσε κι ο Σώυμπλε, όταν χρειάστηκε να διαθέσει 305 δισ. ευρώ για να διασώσει τις γερμανικές τράπεζες, που φορτώνονταν ότι σκουπίδι κυκλοφορούσε στον πλανήτη. Διέθεσε ένα ποσό ίσο σχεδόν με το 11% του γερμανικού ΑΕΠ και με το σύνολο του δικού μας χρέους για να σώσει (διά της κρατικοποίησής τους) από την χρεωκοπία την Commerzbank και την Hypo Real Estate, για να ιδρύσει το Soffin (ταμείο διάσωσης) και για να εγγυηθεί τα τραπεζικά χρέη. Κι όλα αυτά τα έκανε πριν ξεσπάσει η πρόσφατη καταιγίδα με την Deutche Bank. Κλείνει η παρένθεση.
Θα μπορούσα να συνεχίσω με την παρατήρηση ότι δεν είμαστε μόνο εμείς βουλιαγμένοι στα χρέη. Είναι και οι ιταλοί, είναι και οι γάλλοι, είναι και οι ισπανοί, είναι και οι πορτογάλοι, είναι και οι ιρλανδοί… Ξαφνικά, όλες σχεδόν οι τράπεζες της Ευρώπης βρέθηκαν να πνίγονται από το τσουνάμι που σήκωσε η κατάρρευση των subprime δανείων στις ΗΠΑ και, προκειμένου να γλιτώσουν από τον πνιγμό, πιάστηκαν από τις εθνικές οικονομίες κι άρχισαν να τις παρασέρνουν μαζί τους στον βυθό. Στην ουσία, δηλαδή, εμείς προσπαθούμε τώρα να ζήσουμε με ψωμί κι ελιά επειδή κάποτε κάποιοι θέλησαν να κερδοσκοπήσουν στην πλάτη μας.
Ενδεχομένως, θα μπορούσα να στηρίξω την απάντησή μου και σε ένα σοφιστικό (ή προβοκατόρικο, αν προτιμάτε) ερώτημα: αν για την κατάντια τής ελληνικής οικονομίας φταίνε οι έλληνες, για το ότι η οικονομία ολόκληρης της Ευρώπης δεν λέει να μπει σε ρυθμούς ανάπτυξης επί οκτώ τόσα χρόνια τώρα, ποιός φταίει; Μέχρι και η γερμανική ατμομηχανή πάει φρεναριστή κι ας έχουν γίνει πια κανόνας τα mini jobs και τα κακοπληρωμένα τετράωρα.
Θα μπορούσα ακόμη να ενσωματώσω στην απάντησή μου κι έναν ιστορικά τεκμηριωμένο αφορισμό: «Η τραπεζική κρίση, η κρίση του δημόσιου χρέους και η ιδιωτική (εταιρική ή προσωπική) πιστωτική κρίση είναι αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα φαινόμενα». Αυτό ακριβώς το αλληλένδετο των επί μέρους κρίσεων συνιστά την γενεσιουργό αιτία της στασιμότητας της καπιταλιστικής παραγωγής κέρδους. Ας ακούσουμε τι έχει να μας πει επ’ αυτού ο παππούς Κάρολος (*):
«Η σύγκρουση των αντιτιθέμενων μεταξύ τους παραγόντων βρίσκει κατά περιόδους διέξοδο στις κρίσεις. Οι κρίσεις είναι πάντα μόνο στιγμιαίες βίαιες λύσεις των υπαρχουσών αντιφάσεων, βίαιες εκρήξεις, που αποκαθιστούν για μια στιγμή τη διαταραγμένη ισορροπία.
»Η αντίφαση, εκφρασμένη στην πιο γενική της μορφή, συνίσταται στο ότι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής περικλείνει μια τάση απόλυτης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ανεξάρτητα από την αξία και από την υπεραξία που περιέχεται σ’ αυτή την τελευταία, ανεξάρτητα επίσης από τις κοινωνικές σχέσεις, μέσα στις οποίες συντελείται η κεφαλαιοκρατική παραγωγή, ενώ, από την άλλη, έχει για σκοπό τη διατήρηση της υπάρχουσας κεφαλαιακής αξίας και την αξιοποίησή της στον ανώτατο βαθμό (δηλαδή, τη διαρκώς επιταχυνόμενη αύξηση αυτής της αξίας). Ο ιδιάζων στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής χαρακτήρας, τείνει στη χρησιμοποίηση της υπάρχουσας κεφαλαιακής αξίας σαν μέσου για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αξιοποίηση αυτής της άξίας. Οι μέθοδες, με τις οποίες πετυχαίνεται αυτό, συνεπάγονται: τη μείωση του ποσοστού τού κέρδους, την υποτίμηση του υπάρχοντος κεφαλαίου και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας σε βάρος των παραγμένων ήδη παραγωγικών δυνάμεων. (…)
»Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή τείνει πάντα να ξεπεράσει αυτά τα εσωτερικά της όρια, τα ξεπερνάει, όμως, μόνο με μέσα, που της αντιτάσσουν εκ νέου και σε πιό τεράστια κλίμακα αυτά τα όρια.
»Το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο, είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο και η αυτοαξιοποίησή του εμφανίζονται σαν αφετηρία και τέρμα, σαν κίνητρο και σκοπός τής παραγωγής, ότι η παραγωγή είναι μόνο παραγωγή για το κεφάλαιο και όχι άντίστροφα, ότι δηλαδή τα μέσα παραγωγής είναι απλά μέσα για μια διαρκώς διευρυνόμενη διαμόρφωση του προτσές της ζωής για την κοινωνία των παραγωγών. Τα όρια, μέσα στα οποία μόνο μπορούν να κινηθούν η διατήρηση και η αξιοποίηση της κεφαλαιακής άξίας, οι οποίες βασίζονται στην απαλλοτρίωση και στην πτώχευση της μεγάλης μάζας των παραγωγών, τα όρια αυτά βρίσκονται γι’ αυτό διαρκώς σε αντίφαση με τις μέθοδες παραγωγής, που είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο για το σκοπό του και που τείνουν προς απεριόριστη αύξηση της παραγωγής, προς την παραγωγή σαν αυτοσκοπό, προς την απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας.
»Το μέσο (απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας) έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τον περιορισμένο σκοπό τής αξιοποίησης του υπάρχοντος κεφαλαίου. Αν λοιπόν ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής είναι ένα μέσο ιστορικής σημασίας για την ανάπτυξη της υλικής παραγωγικής δύναμης και για τη δημιουργία τής αντίστοιχης σ’ αυτήν παγκόσμιας αγοράς, αποτελεί ταυτόχρονα τη μόνιμη αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτό το ιστορικό του καθήκον και στις αντίστοιχές του κοινωνικές σχέσεις παραγωγής.»
(*) Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος τρίτος – έκδοση: Σύγχρονη Εποχή, σελ. 315-316. Στην φωτογραφία, το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του τρίτου τόμου στα ρωσσικά.
https://eleutheriellada.wordpress.com/author/eleutheriellada/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Πολιτική θεολογία και Συνταγματική ηθική»

Η «πολιτική θεολογία» είναι μια διαδεδομένη αλλά αμφίσημη έννοια που χρησιμοποιείται με διαφορετικό περιεχόμενο αφενός σε θύραθεν συμφραζόμε...