Eric Toussaint
Οι κρίσεις του χρέους της περιφέρειας συνδέονται με κρίσεις που συμβαίνουν στις πιο ισχυρές καπιταλιστικές χώρες και χρησιμοποιούνται για την υποταγή των κρατών. Το κείμενο τοποθετεί τις κρίσεις του χρέους των χωρών της «περιφέρειας» από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα εντός μιας ιστορικής προοπτικής. Από την Λατινική Αμερική έως την Κίνα, περνώντας από την Ελλάδα, την Τυνησία, την Αίγυπτο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το χρέος χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο εξουσίας και ως μέσο συσσώρευσης πλούτου προς όφελος των κυρίαρχων τάξεων. Αυτή η εργασία είναι μια εισήγηση 6 άρθρων που ασχολούνται με
«Το χρέος ως εργαλείο υποτέλειας της Λατινικής Αμερικής». Συμπληρώνει τέσσερα άρθρα που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα «Η ανεξάρτητη Ελλάδα γεννήθηκε με ένα επαχθές χρέος», «Ελλάδα: Συνέχιση της δουλείας για χρέος από το τέλος του 19ου αιώνα έως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» , «Το χρέος ως εργαλείο αποικιοκρατικής κατάκτησης της Αιγύπτου», «Το χρέος: Το όπλο που επέτρεψε στην Γαλλία να αποκτήσει την Τυνισία»
Από τη δεκαετία του 1820, οι κυβερνήσεις των λατινοαμερικάνικων χωρών που προέκυψαν από τους αγώνες ανεξαρτησίας ξεκίνησαν ένα κύμα δανεισμού. Οι ευρωπαίοι τραπεζίτες έψαχναν με ενθουσιασμό ευκαιρίες να δανείσουν στα νέα κράτη επειδή αυτό ήταν ιδιαίτερα κερδοφόρο[1]. Στην αρχή, τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για τις πολεμικές ανάγκες τους με σκοπό να εξασφαλίσουν και να ενισχύσουν την ανεξαρτησία τους. Τη δεκαετία του 1820 τα εξωτερικά δάνεια είχαν τη μορφή τίτλων δανεισμού που τα εξέδιδαν τα κράτη μέσω των τραπεζιτών ή μεσιτών του Λονδίνου[2]. Αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1830, λόγω των υψηλών αποδόσεων, Γάλλοι τραπεζίτες ενεργοποιήθηκαν αποφασιστικά και ήρθαν σε ανταγωνισμό με την χρηματαγορά του Λονδίνου. Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν άλλες χρηματαγορές άρχισαν να συμμετέχουν και αυτές στο ανταγωνισμό: η Φραγκφούρτη, το Βερολίνο, το Άμστερνταμ, το Μιλάνο, η Βιέννη… Ο τρόπος που οι τραπεζίτες δάνειζαν λεφτά στα κράτη περιόριζε το ρίσκο στο οποίο ήταν εκτεθειμένοι οι ίδιοι εφόσον σε περίπτωση μη εξυπηρέτησης των δανείων οι κάτοχοι των τίτλων ήταν αυτοί που ήταν άμεσα εκτεθειμένοι. Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν οι τραπεζίτες είχαν δανείσει απευθείας στα κράτη[3]. Ωστόσο, όταν οι τραπεζίτες αποκτούσαν οι ίδιοι τίτλους που πουλούσαν, ή που άλλοι τραπεζίτες πουλούσαν, μπορούσαν να αντιμετωπίσουν δυσκολίες σε περίπτωση μη πληρωμής. Εξάλλου, η ύπαρξη μιας αγοράς μη ονομαστικών τίτλων επέτρεπε στους τραπεζίτες διάφορους χειρισμούς που προσέφεραν υψηλές αποδόσεις.
Η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό αποδείχθηκε αντιπαραγωγική για τα ενδιαφερόμενα κράτη ιδιαίτερα διότι τα δάνεια παραχωρήθηκαν με πολύ ευνοϊκούς όρους για τους δανειστές. Οι στάσεις πληρωμών υπήρξαν πολλές και προκάλεσαν αντίποινα από τα κράτη των δανειστών που συχνά χρησιμοποίησαν στρατιωτικές επεμβάσεις για να πετύχουν την αποπληρωμή των δανείων. Οι αναδιαρθρώσεις των χρεών εξυπηρέτησαν πάντοτε τα συμφέροντα των δανειστών και των μεγάλων δυνάμεων που τα υποστήριζαν και οδήγησαν τα χρεωμένα κράτη σε ένα φαύλο κύκλο δανεισμού, εξάρτησης και «ανάπτυξης της υπανάπτυξης», σύμφωνα με την έκφραση του οικονομολόγου André Gunder Frank[4].
Το όπλο του δανεισμού χρησιμοποιήθηκε ως μέσω πιέσεων και υποταγής των χρεωμένων κρατών. Όπως το αποκάλυπτε η Rosa Luxemburg το 1913, τα δάνεια « αποτελούσαν το πιο σίγουρο μέσω για τα παλιά καπιταλιστικά κράτη να κρατήσουν υπό την κηδεμονία τους τα νέα κράτη, να ελέγξουν τα χρηματοοικονομικά τους και να επιβάλλουν πίεση στην εξωτερική, τελωνειακή και εμπορική πολιτική τους »[5].
Ευτυχώς, το Μεξικό, δύο φορές, βγήκε νικητής στις ρήξεις με τους δανειστές του (το 1867 υπό την προεδρία του Benito Juarez, και αργότερα, σαν επακόλουθο της μεξικανής επανάστασης που ηγήθηκαν ο Emiliano Zapata και ο Pancho Villa, οι οποίοι προκήρυξαν την στάση πληρωμών του χρέους το 1914). Η Βραζιλία επίσης αντιστάθηκε επιτυχώς στους δανειστές της από το 1933 έως το 1943, καθώς και ο Ισημερινός τα έτη 2007-2009, και δεν πρέπει να λησμονήσουμε την Κούβα που αντιστάθηκε στο Club de Paris μετά το 1985. Ενώ ετοιμάζεται μια νέα κρίση χρέους στην Λατινική Αμερική, είναι καθοριστικό να αντλήσουμε τα διδάγματα από τους δύο προηγούμενους αιώνες. Χωρίς αυτά είμαστε καταδικασμένοι να ξαναζήσουμε τα δράματα του παρελθόντος.
Το εξωτερικό χρέος ως όπλο εξουσίας και υποταγής
Η χρήση του εξωτερικού χρέους ως όπλο εξουσίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιμπεριαλιστική πολιτική των κυριοτέρων καπιταλιστικών δυνάμεων τον 19ο αιώνα και αυτό εξακολούθησε να γίνεται, υπό μορφές που εξελίχτηκαν, τον 20ο αιώνα. Η Ελλάδα, από την ίδρυση της τα έτη 1820-1830, υποτάχθηκε απόλυτα στις επιταγές των δυνάμεων των δανειστών (ιδιαιτέρως της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας)[6]. Η Αϊτή που ελευθερώθηκε από τη Γαλλία κατά τη Γαλλική Επανάσταση και προκήρυξε την ανεξαρτησία της το 1804, υποτάχθηκε εκ νέου σε αυτήν το 1825 μέσω του χρέους[7]. Η χρεωκοπημένη Τυνησία καταλήφθηκε από την Γαλλία το 1881 και μετατράπηκε σε προτεκτοράτο-αποικία[8]. Η ίδια μοίρα επιβλήθηκε στην Αίγυπτο το 1882 από τη Μεγάλη Βρετανία[9]. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά το 1881, υποτάχθηκε στους δανειστές της (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία…)[10], με αποτέλεσμα να επιταχυνθεί η διάλυση της. Η Κίνα υποχρεώθηκε από τους δανειστές να κάνει εδαφικές παραχωρήσεις και να ανοίξει την αγορά της τον 19ο αιώνα. Η Ρωσία των Τσάρων πολύ χρεωμένη μπορούσε και εκείνη να γίνει έρμαιο των δανειστών της εάν η μπολσεβίκικη επανάσταση δεν είχε καταλήξει το 1917-1918 στην μονομερή καταγγελία του χρέους.
Μεταξύ των διαφόρων περιφερειακών δυνάμεων[11] που μπορούσαν, δυνητικά, να διεκδικήσουν ένα ρόλο ιμπεριαλιστικής καπιταλιστικής δύναμης κατά το τελευταίο ήμισυ του 19ου αιώνα, δηλαδή η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Αίγυπτος, η Αυτοκρατορία της Ρωσίας, η Κίνα και η Ιαπωνία, μόνο η τελευταία το κατάφερε[12]. Πράγματι, η Ιαπωνία δεν προσέφυγε σχεδόν καθόλου στον εξωτερικό δανεισμό για την υλοποίηση μιας σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης και για να μετατραπεί σε μια ιμπεριαλιστική καπιταλιστική δύναμη στο τέλος του 19ου αιώνα. Η Ιαπωνία γνώρισε μια σημαντική οικονομική ανάπτυξη μετά τις μεταρρυθμίσεις της περιόδου Meiji (που άρχισε το 1868). Εισήγαγε τις πιο προωθημένες δυτικές μεθόδους παραγωγής της εποχής εκείνης, αποφεύγοντας τη διείσδυση ξένων χρηματοοικονομικών συμφερόντων στο έδαφος της, αρνούμενη την προσφυγή σε εξωτερικά δάνεια και καταργώντας τα εμπόδια στην κίνηση των ντόπιων κεφαλαίων. Στο τέλος του 19ου αιώνα η Ιαπωνία πέρασε από μια παραδοσιακή αυτάρκεια σε μια ισχυρή ιμπεριαλιστική επέκταση. Βεβαίως η έλλειψη εξωτερικού δανεισμού δεν είναι ο μόνος παράγοντας που επέτρεψε στην Ιαπωνία να μεταπηδήσει προς μια δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη και να αναπτύξει μια απειλητική διεθνή πολιτική, που την ανέβασε στο επίπεδο των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Άλλοι παράγοντες που θα απαιτούσε πολύ χώρο για να καταγραφούν εδώ επέδρασαν επίσης, αλλά είναι αυτονόητο ότι η έλλειψη εξωτερικού δανεισμού έπαιξε καθοριστικό ρόλο[13].
Αντιθέτως, ενώ η Κίνα έως τα έτη 1830 ακολουθεί μια πολύ σημαντική αναπτυξιακή πορεία και αποτελεί μια οικονομική δύναμη πρώτης τάξεως[14], η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό επέτρεψε στις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τις ΗΠΑ, προοδευτικά, να την περιθωριοποιήσουν και να την υποτάξουν. Εδώ επίσης, άλλοι παράγοντες εμπλέκονται, όπως οι πόλεμοι που έκαναν η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία για να επιβάλουν το ελεύθερο εμπόριο και την υποχρεωτική εξαγωγή στη Κίνα του οπίου, αλλά η προσφυγή στο εξωτερικό χρέος και οι αρνητικές του συνέπειες έπαιξαν ένα πολύ σημαντικό ρόλο. Πράγματι, για να αποπληρώσει τα εξωτερικά δάνεια, η Κίνα αναγκάστηκε να θυσιάσει εδαφικές και λιμενικές παραχωρήσεις στις ξένες δυνάμεις. Η Rosa Luxemburg αναφέρει, μεταξύ των μεθόδων που χρησιμοποίησαν οι δυτικές καπιταλιστικές δυνάμεις για την υποταγή της Κίνας, το « σύστημα του δημοσίου χρέους, των ευρωπαϊκών δανείων, του ευρωπαϊκού χρηματοοικονομικού ελέγχου με αποτέλεσμα την κατάληψη των κινέζικων φρουρίων, το υποχρεωτικό άνοιγμα ελεύθερων λιμανιών και τις παραχωρήσεις σιδηροδρομικών γραμμών που επιτεύχθηκαν υπό την πίεση των ευρωπαίων καπιταλιστών»[15]. Ο Joseph Stiglitz, περίπου έναν αιώνα αργότερα μετά την Rosa Luxemburg, επανέρχεται στο θέμα στο έργο του, Η μεγάλη αυταπάτη.
Οι κρίσεις του εξωτερικού χρέους στη Λατινική Αμερική από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα
Από την ανεξαρτησία τους κατά τα έτη 1820, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής γνώρισαν τέσσερις κρίσεις του χρέους.
Η πρώτη εκδηλώθηκε το 1826, ως αποτέλεσμα της πρώτης μεγάλης παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης που ξεκίνησε στο Λονδίνο τον Δεκέμβριο του 1825. Αυτή η κρίση χρέους επεκτάθηκε έως τις δεκαετίες του 1840 και του 1850.
Η δεύτερη ξεκίνησε το 1876 και τελείωσε τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα[16].
Η τρίτη ξεκίνησε το 1931 σαν συνέχεια της κρίσης που εκδηλώθηκε το 1929 στις ΗΠΑ. Τελείωσε στο τέλος της δεκαετίας του 1940.
Η τέταρτη ξέσπασε το 1982 και συνδέεται με την στροφή που πήρε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ στο θέμα των επιτοκίων και με την πτώση των τιμών των πρώτων υλών. Αυτή η τέταρτη κρίση τελείωσε το 2003-2004 όταν η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών ανέβασε δραστικά τα εισοδήματα σε συνάλλαγμα. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής επωφελήθηκαν επίσης από την ραγδαία μείωση των διεθνών επιτοκίων κατόπιν των αποφάσεων της Fed, που ακολούθησαν η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Αγγλίας μετά την τραπεζική κρίση του Βορρά που άρχισε το 2008-2009.
Μια πέμπτη κρίση ελλοχεύει μετά τη σημαντική μείωση των τιμών των πρώτων υλών που ξεκίνησε το 2013-2014 και την εξέλιξη της οικονομίας των κυριοτέρων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων – που συμπεριλαμβάνουν σήμερα την Κίνα (προοπτική ανόδου των επιτοκίων που αποφάσισε η Fed, σπάσιμο της φούσκας των χρηματιστηρίων … που θα προκαλέσει έναν επαναπατρισμό των κεφαλαίων στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και ενδεχομένως και στην Κίνα). Η κρίση που ήδη χτύπησε το Πουέρτο Ρίκο είναι ένα προειδοποιητικό σήμα, αλλά η Βενεζουέλα και η Αργεντινή είναι οι χώρες που κινδυνεύουν να δώσουν μια μεγάλη διάσταση στη νέα κρίση όταν θα εκδηλωθεί, με την ιδιαιτερότητα ότι ένα μεγάλο μερίδιο του χρέους τους κατέχεται από την Κίνα, νέο μεγάλο παράγοντα στη Λατινική Αμερική.
Οι αιτίες των κρίσεων και οι στιγμές που εκδηλώνονται συνδέονται απόλυτα με τον ρυθμό της παγκόσμιας οικονομίας και, κυρίως, αυτής των βιομηχανοποιημένων χωρών. Πριν κάθε κρίση του χρέους προηγείται μια κρίση υπερθέρμανσης της οικονομίας των πιο βιομηχανοποιημένων χωρών του Κέντρου, κατά την οποία δημιουργείται ένα πλεόνασμα κεφαλαίων μέρος των οποίων ανακυκλώνεται στις οικονομίες της Περιφέρειας. Οι προκαταρτικές φάσεις πριν την εκδήλωση της κρίσης, κατά την οποία το χρέος αυξάνεται σημαντικά, αντιστοιχεί κάθε φορά στο τέλος ενός μακρού κύκλου επέκτασης των πιο βιομηχανοποιημένων χωρών, εκτός της παρούσας φάσης, διότι, αυτή την φορά, δεν υπάρχει ένας μακρύς κύκλος επέκτασης πουθενά εκτός της Κίνας (και κάποια άλλα BRICS). Η κρίση οφείλεται συνήθως σε εξωγενείς, ως προς τις χρεωμένες χώρες της περιφέρειας, παράγοντες: ύφεση ή ένα χρηματιστηριακό κραχ στην κυριότερη ή στις κυριότερες βιομηχανοποιημένες χώρες, αλλαγή της πολιτικής επιτοκίων που αποφάσισαν οι κεντρικές τράπεζες των μεγάλων δυνάμεων της περιόδου…
Αυτό που υποστηρίζεται στην προηγούμενη παράγραφο αντιλέγει την εξιστόρηση των κρίσεων που κυριαρχεί στην οικονομικό-ιστορική[17] σκέψη και που προωθούν τα κυριότερα μέσα ενημέρωσης και οι κυβερνώντες. Σύμφωνα με τη δεσπόζουσα εξιστόρηση, η κρίση που ξέσπασε στο Λονδίνο το 1825, και επεκτάθηκε σε άλλες καπιταλιστικές δυνάμεις, οφείλεται στην υπερχρέωση των λατινοαμερικανικών χωρών. Αυτή της δεκαετίας του 1870, στην υπερχρέωση της Λατινικής Αμερικής, της Αιγύπτου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή της δεκαετίας του 1890 που κινδύνευσε να προκαλέσει την πτώχευση των κυριοτέρων βρετανικών τραπεζών, στην υπερχρέωση της Αργεντινής. Αυτή της δεκαετίας του 2010, στην υπερχρέωση της Ελλάδας και γενικότερα των « PIGS » (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία).
Οι κρίσεις του χρέους και τα μακρά κύματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας
Υπάρχει μια σχέση μεταξύ της εκδήλωσης των τεσσάρων αυτών κρίσεων και τα μακρά κύματα του καπιταλισμού. Τα μακρά κύματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης μετά τις αρχές του 19ου αιώνα έχουν αναλυθεί από πολλούς συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Ernest Mandel του οποίου η συμβολή είναι καθοριστική, ιδίως ως προς την επιρροή του πολιτικού παράγοντα στην εξέλιξη και έκβαση των μακρών κυμάτων, μια συμβολή που αξίζει να συμπληρωθεί[18]. Ο Ernest Mandel προτείνει την εξής χρονολόγηση των μακρών κυμάτων από το τέλους του 18ου ως την αρχή του 20ου αιώνα[19] (βλέπε επίσης, στο τέλος του άρθρου το ένθετο « Τα μακρά κύματα »):
- ισχυρή ανάπτυξη μετά το 1793 που διακόπτεται από την κρίση του 1825
- ασθενής ανάπτυξη από το 1826 έως το 1847 με μεγάλη κρίση το 1846-47
- ισχυρή ανάπτυξη από το 1848 έως το 1873 με μεγάλη κρίση το 1873
- ασθενής ανάπτυξη από το 1874 έως το 1893 με τραπεζική κρίση το 1890-1893
- ισχυρή ανάπτυξη από το 1894 έως το 1913…
Οι φάσεις ισχυρής ανάπτυξης, όπως και οι φάσεις ασθενούς ανάπτυξης, υποδιαιρούνται σε βραχείς κύκλους 7 έως 10 χρόνων που διακόπτονται από κρίσεις.
Μετά το χρηματοπιστωτικό κραχ του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου τον Δεκέμβριο του 1825, η πρώτη σύγχρονη κρίση υπερπαραγωγής αγαθών (1826) ανοίγει το δρόμο σε ένα μακρύ κύμα ασθενούς ανάπτυξης (1826-1847) και στην πρώτη κρίση του χρέους της Λατινικής Αμερικής (που ξεκινάει το 1826-1827).
Η δεύτερη κρίση ξεσπάει το 1873 μετά το χρηματιστηριακό κραχ της Βιέννης το οποίο διαδέχεται ένα άλλο στην Νέα Υόρκη. Επακολουθεί μια μεγάλη ύφεση των βιομηχανικών οικονομιών μεταξύ του 1873 και του 1893 και η κρίση του χρέους της Λατινικής Αμερικής της δεκαετίας του 1870.
Μετά την κρίση της Wall Street το 1929, η ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας κατά τη δεκαετία του 1930 καταλήγει στην κρίση του χρέους στην Λατινική Αμερική που ξεκινάει ταυτόχρονα αλλά καταλήγει με διαφορετικό τρόπο από αυτό των προηγούμενων κρίσεων. Πράγματι, ιδιαίτερα μετά από την απόφαση μη αποπληρωμής του χρέους που πήραν δεκατέσσερα κράτη της ηπείρου, αυτή η κρίση χρέους καταλήγει σε μια μακροχρόνια βιομηχανική ανάπτυξη των κυριότερων χωρών (ιδιαίτερα της Βραζιλίας και του Μεξικού), σε αντίθεση με την κρίση που μαστίζει στις χώρες του Κέντρου.
Η τέταρτη κρίση που ξεκίνησε το 1982 προκλήθηκε από τις συνέπειες της σύμπτωσης της δεύτερη παγκόσμιας μεταπολεμικής ύφεσης (1980-1982), της κατάρρευσης των τιμών των πρώτων υλών (που οφείλεται σε αυτήν την ύφεση) και της αύξησης των επιτοκίων που αποφάσισε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ το 1979.
Οι τέσσερις πρώτες κρίσεις ήταν 15 με 30 χρονών διάρκειας. Η πέμπτη ετοιμάζεται. Συμπεριέλαβαν όλα τα ανεξάρτητα κράτη της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, χωρίς σχεδόν καμιά εξαίρεση.
Κατά τις κρίσεις αυτές οι παύσεις πληρωμών ήταν συχνές. Μεταξύ του 1826 και του 1850, κατά την πρώτη κρίση, σχεδόν όλες οι χώρες ανέστειλαν την πληρωμή του χρέους. Το 1876 ένδεκα κράτη της Λατινικής Αμερικής ήταν σε κατάσταση παύσης πληρωμών. Τη δεκαετία του 1930, ένδεκα κράτη προκήρυξαν ένα μορατόριουμ. Μεταξύ του 1982 και του 2003, το Μεξικό, η Βολιβία, το Περού, η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Κούβα και άλλα κράτη ανέστειλαν τις αποπληρωμές κάποια στιγμή για περιόδους πολλών μηνών ή πολλών χρόνων. Η αναστολή που κήρυξε η Αργεντινή από το τέλος του 2001 έως τον Μάρτιο του 2005 και αφορούσε ένα ποσό 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων επέτρεψε μια οικονομική ανάκαμψη διαρκείας.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι παύσεις πληρωμών οδηγούν σε ευνοϊκές, προς τις χρεωμένες χώρες, αναδιαρθρώσεις του χρέους. Τα παραδείγματα περιφερειακών κρατών που αποκηρύσσουν επιτυχώς τα χρέη τους είναι σπάνια αλλά υπάρχουν. Είναι η περίπτωση του Μεξικού κατά τη θητεία του προοδευτικού Benito Juarez, που ήταν ο πρώτος ιθαγενής πρόεδρος της Λατινικής Αμερικής[20]. Το Μεξικό, που ανέστειλε την αποπληρωμή του επαχθούς του χρέους το 1861, κατάφερε να διώξει από τη χώρα την γαλλική στρατιωτική αποστολή το 1866, μετά από 4 χρόνια σκληρών μαχών και την επιβολή ενός ευρωπαίου αυτοκράτορα, του Μαξιμιλιανό της Αυστρίας. Το 1867 το Μεξικό αποκήρυξε το χρέος που απαιτούσε η Γαλλία. Σπάνιες είναι επίσης οι περιπτώσεις όπου ένα κράτος οργάνωσε έναν λογιστικό έλεγχο του χρέους με σκοπό την αμφισβήτηση της αποπληρωμής του. Συνέβη ωστόσο στον Ισημερινό το 2007-2008. Τα παραδείγματα αυτά προσφέρουν πλούσια συμπεράσματα.
Ένθετο: Τα μακρά κύματα της εξέλιξης του καπιταλισμού
Αυτά λέει ο Michel Husson για το θέμα αυτό: « Η θεωρία των μακρών κυμάτων ήταν ήδη το θέμα του 4ου κεφαλαίου του Ύστερου Καπιταλισμού – Troisième âge du capitalisme [Mandel, 1972]- πριν αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια μιας σειράς διαλέξεων στο Cambridge το 1978, που κατέληξαν στη δημοσίευση του The Long Waves of Capitalist Development το 1980. Μια από τις κύριες προτάσεις αυτής της θεωρίας είναι ότι ο καπιταλισμός έχει μια ιστορία και ότι αυτή δεν ακολουθεί μια κυκλική πορεία. Η ιστορία του αποτελείται από μια διαδοχή ιστορικών περιόδων, που έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπου εναλλάσσονται φάσεις ανάπτυξης και ύφεσης. Η εναλλαγή αυτή δεν είναι μηχανική: δεν αρκεί να περάσουν 25 ή 30 χρόνια. Το ότι ο Mandel μιλάει για κύμα αντί για κύκλο υπογραμμίζει ότι η προσέγγιση του δεν εντάσσεται στο σχήμα που συνήθως – προφανώς εσφαλμένα – αποδίδεται στον Kondratieff, τακτικών και εναλλασσόμενων διακυμάνσεων τιμών και παραγωγής.
Ένα από τα σημαντικά σημεία της θεωρίας των μακρών κυμάτων είναι ότι διαχωρίζεται από την ιδέα ότι υπάρχει συμμετρία των μεταστροφών : το πέρασμα από τη φάση ανάπτυξης στην φάση ύφεσης είναι « ενδογενής», υπό την έννοια ότι είναι η κατάληξη της λειτουργίας των εσωτερικών μηχανισμών του συστήματος. Αντιθέτως, το πέρασμα από τη φάση ύφεσης στη φάση ανάπτυξης είναι « εξωγενής », μη αυτόματη, και προϋποθέτει έναν επαναπροσδιορισμό του κοινωνικού και θεσμικού περιβάλλοντος. Η κεντρική ιδέα εδώ είναι ότι το πέρασμα στην φάση ανάπτυξης δεν είναι δεδομένο εκ των προτέρων και ότι χρειάζεται να δομηθεί μια νέα «διάταξη παραγωγής». Αυτό απαιτεί χρόνο και δεν αποτελεί έναν κύκλο παρόμοιο με το βραχύ κύκλο του οποίου η διάρκεια μπορεί να συσχετιστεί με τη διάρκεια ζωής του πάγιου κεφαλαίου. Αυτό εξηγεί ότι αυτή η προσέγγιση δεν προσδίδει καμια εξέχουσα σημασία στις τεχνολογικές καινοτομίες : για τον προσδιορισμό αυτής της νέας διάταξης παραγωγής οι κοινωνικές αλλαγές (σχέση κεφαλαίου-εργασίας, βαθμός κοινωνικοποίησης, συνθήκες εργασίας, κλπ.) παίζουν τον καθοριστικό ρόλο. (Βλέπε επίσης, του Michel Husson :http://www.contretemps.eu/lectures/%C3%A0-lire-postface-ondes-longues-d%C3%A9veloppement-capitalisme-ernest-mandel )
Προσαρμόζοντας λίγο την χρονολογική παρουσίαση του Ernest Mandel έχουμε:
- 1789-1848 : Περίοδος της βιομηχανικής επανάστασης, των μεγάλων αστικών επαναστάσεων, των ναπολεόντειων πολέμων και της δημιουργίας της παγκόσμιας αγοράς βιομηχανικών αγαθών : « ανοδική » φάση του κύματος 1789-1825 ; φάση ασθενούς ανάπτυξης 1826-1848.
- 1848-1893 : Περίοδος του βιομηχανικού καπιταλισμού του «ελεύθερου ανταγωνισμού» με μια φάση ανοδική την περίοδο 1848-1873 και μια φάση ασθενούς ανάπτυξης την περίοδο 1873-1893 (μακρά ύφεση του καπιταλισμού του «ελεύθερου ανταγωνισμού»).
- 1893-1913 : Απογείωση του κλασσικού ιμπεριαλισμού και του χρηματιστικού κεφαλαίου. Είναι μια ανοδική φάση με ισχυρή ανάπτυξη.
- 1914-1940 : Περίοδος οπισθοχώρησης του καπιταλισμού και των πολέμων μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, των επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων. Φάση ασθενούς ανάπτυξης με κρίσεις μεγάλης εμβέλειας.
- Μετά το 1940 στις ΗΠΑ και στην Λατινική Αμερική και μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στην Ευρώπη : φάση ισχυρής ανάπτυξης στα πλαίσια του ύστερου καπιταλισμού που διαδέχεται τις ήττες που υπέστη το εργατικό κίνημα τη δεκαετία του 1930. Αυτή η φάση ισχυρής ανάπτυξης (τα « τριάντα ένδοξα χρόνια » όπως ονομάζονται από ορισμένους συγγραφείς) σταματάει στις ΗΠΑ στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και στην Ευρώπη κατά την δεκαετία του 1970. Από την αρχή της δεκαετία του 1980, μπήκαμε σε μια φάση ασθενούς ανάπτυξης. Η τέταρτη κρίση χρέους της Λατινικής Αμερικής (και γενικότερα των λεγόμενων υπό ανάπτυξη χωρών) ξεκινάει το 1982.
Σύμφωνα με τον Michel Husson, « Από τότε που εκδόθηκε το βιβλίο του Mandel,η παγκόσμια οικονομία άλλαξε σε βάθος. Με την άνοδο των λεγόμενων « αναδυόμενων» κρατών, παρακολουθούμε μια πραγματική μετεξέλιξη του κόσμου της οποίας μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος με λίγους αριθμούς. Τα αναδυόμενα κράτη συμμετείχαν στο ήμισυ των παγκόσμιων εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων ενώ η συμμετοχή τους ήταν μόνο 30% στην αρχή της δεκαετίας του 1990. Από την αρχή της δεκαετίας του 2000 η συνολική αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο οφείλεται αποκλειστικά στις αναδυόμενες χώρες. Ο καπιταλισμός φαίνεται σαν να βρήκε μια νέα ανάσα μεταφέροντας την παραγωγή σε χώρες που εμφανίζουν σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας και όπου το επίπεδο των μισθών είναι πολύ χαμηλό. » (…)
« Οποιοσδήποτε συλλογισμός ισχύει για τις «παλιές» καπιταλιστικές χώρες δεν έχει πια καμια σχέση με όσα ισχύουν για το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας : η ανάπτυξη της παραγωγής (συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανικής παραγωγής), η αύξηση της παραγωγικότητας και η ανάπτυξη της τάξης των μισθωτών συμβαίνουν, από την αρχή του 21ου αιώνα, στο Νότο. Συμβαίνει κάτι παραπάνω από έναν από-συγχρονισμό που θα μπορούσαμε να καταλογίσουμε σε ιδιαίτερους παράγοντες. » (…)
« Επιγραμματικά, ότι αληθεύει για τις παλιές καπιταλιστικές χώρες του Βορρά, όπως η ανικανότητα τους να προσδιορίσουν τις βάσεις ενός νέου μακρού ανοδικού κύματος δεν φαίνεται να εφαρμόζεται σε μια σειρά κρατών που, εν τέλη, αποτελούν ένα σημαντικό μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα μακρύ κύμα επέκτασης όσον τα αφορά. Το ότι πρόκειται για ένα μοντέλο ανάπτυξης άνισο και βάρβαρο (που θυμίζει εξ άλλου την ανάπτυξη της Αγγλίας κατά τον 19ο αιώνα) είναι μια άλλη συζήτηση: το αποφασιστικό σημείο είναι ότι στα ενδιαφερόμενα κράτη η συσσώρευση κεφαλαίου και η ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας παρουσιάζουν ένα εντυπωσιακό δυναμισμό. »
Προσθέτω ότι η φάση δυνατής ανάπτυξης των αναδυόμενων κρατών (με την Κίνα πρώτη) και ενός σημαντικού αριθμού υπό ανάπτυξη χωρών εμφανίζει σημάδια μείωσης η κόπωσης από το 2014-2015 ενώ οι οικονομίες των παλαιών βιομηχανικών χωρών παραμένει βαλτωμένη σε μια ασθενή ανάπτυξη.
Μια από τις ιδέες που προωθεί αυτό το άρθρο είναι ότι υπάρχει μια στενή σχέση μεταξύ των φάσεων ισχυρής ανάπτυξης και τη συσσώρευση χρεών στις χώρες της περιφέρειας (στη συγκεκριμένη περίπτωση στην Λατινική Αμερική) που τονώνει η επιδίωξη των ισχυρότερων καπιταλιστικών οικονομιών να αυξήσουν τις ροές κεφαλαίων προς την περιφέρεια (διευκρινίζω ότι τώρα η Κίνα πρέπει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες). Η ανατροπή της φάσης δυνατής ανάπτυξης καταλήγει (θα μπορούσαμε να πούμε «προκαλεί») συνήθως σε μια κρίση του χρέους στις χώρες της περιφέρειας. Στην παρούσα ιστορική περίοδο ζούμε μια μεταβατική περίοδο (χωρίς σημαντική ανάπτυξη στις παλιές καπιταλιστικές οικονομίες) που θα μπορούσε να καταλήξει σε μια κρίση του χρέους στη Λατινική Αμερική και σε άλλες περιφερειακές χώρες (στην Αφρική και την Ασία). Οι πρώτες που θα την υποστούν είναι οι χώρες που εξαρτώνται από την εξαγωγή πρώτων υλών για την αποπληρωμή του χρέους τους. Θα τις ακολουθήσουν οι περιφερειακές χώρες εντός ή στα όρια της Ευρώπης (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία, Κύπρος, Ουκρανία, άλλες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ) και χώρες της σφαίρας επιρροής των ΗΠΑ (όπου το Πόρτο Ρίκο δίνει το παράδειγμα).
https://eleutheriellada.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου