Πώς διαχρονικά διαμορφώθηκε η υποτέλεια της Ελλάδας, ο ρόλος του Ανδρέα Παπανδρέου, τα σημερινά δεδομένα και οι θανάσιμοι κίνδυνοι για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ
Η ελληνική κυβέρνηση δίνει μια μάχη ζωής και θανάτου ενάντια στην ελίτ που διευθύνει τις τράπεζες και τα κέντρα λήψης αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το διακύβευμα είναι από τη μια οι ζωές των 11 εκατομμυρίων Ελλήνων εργαζόμενων και μικροεπιχειρηματιών
και από την άλλη η βιωσιμότητα της Ε.Ε. Εάν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υποχωρήσει στις απαιτήσεις των τραπεζιτών της Ε.Ε. και δεχτεί να συνεχιστεί το πρόγραμμα λιτότητας, η Ελλάδα θα είναι καταδικασμένη σε δεκαετίες ύφεσης, φτώχειας και αποικιακού ζυγού. Εάν η Ελλάδα αποφασίσει να αντισταθεί και υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την E.E. αυτό θα σημαίνει αποποίηση των 270 δισ. ευρώ του χρέους της, πράγμα που μπορεί να επιφέρει την κατάρρευση των διεθνών αγορών και της Ε.Ε.
Η ηγεσία της E.E. βασίζεται στο ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα εγκαταλείψει τις δεσμεύσεις της απέναντι στους Έλληνες ψηφοφόρους, οι οποίοι είναι συντριπτικά (πάνω από 70%) υπέρ του τέλους της λιτότητας, της παύσης πληρωμών τοκοχρεολυσίων και ενός προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας (Financial Times [FT] 7-8/2/15, σ. 3). Το δίλημμα είναι σκληρό και οι επιπτώσεις έχουν παγκόσμια και ιστορική σημασία. Το ζήτημα ξεπερνά την τοπική, προσωρινή, πολιτική συγκυρία και αφορά το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα (FT 2/10/15, σ. 2).
Ένα τέτοιο πιστωτικό γεγονός θα επηρεάσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα πολύ πέρα από την Ευρώπη και θα κλονίσει την επενδυτική εμπιστοσύνη στο οικονομικό σύστημα της Δύσης. Πρώτα και κύρια όλες οι δυτικές τράπεζες έχουν άμεσους και έμμεσους δεσμούς με τις ελληνικές τράπεζες (FT 6/2/15, σ. 3). Μια κατάρρευση των ελληνικών τραπεζών θα επηρεάσει βαθιά όλο το σύστημα σε βαθμό που καμιά κυβέρνηση δεν θα μπορεί να αντιμετωπίσει. Η μόνη λύση θα είναι μαζικές κρατικές παρεμβάσεις. Η ελληνική κυβέρνηση δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να κρατικοποιήσει όλο το τραπεζικό σύστημα και το φαινόμενο αυτό σαν ντόμινο θα συμπαρασύρει πρώτα τη Νότια Ευρώπη και μετά θα συνεχιστεί στον ευρωπαϊκό βορρά και στη συνέχεια στην Αγγλία και τη Βόρεια Αμερική (FT 2/9/15, σ. 2).
Για να γίνει κατανοητή η προέλευση της κρίσης και οι εναλλακτικές που αντιμετωπίζουν η Ελλάδα και η Ε.Ε. είναι απαραίτητο να εξετάσουμε σύντομα τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις κατά τα τελευταία 30 χρόνια. Αρχικά θα εξετάσουμε τις σχέσεις Ελλάδας και Ε.Ε. από το 1980 έως το 2000 και μετά θα δούμε την πρόσφατη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και την παρέμβαση της Ε.Ε. Στο τελευταίο μέρος θα ασχοληθούμε με την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και την αυξανόμενη υποταγή του στην κυριαρχία της Ε.Ε. και την αδιαλλαξία της, τονίζοντας την ανάγκη για μια ριζική αποδέσμευση από μια σχέση «επικυρίαρχου-υποτελούς».
Η άνοδος της ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας
Το 1980 η Ελλάδα έγινε δεκτή στην ΕΟΚ ως προτεκτοράτο της αναδυόμενης γαλλο-γερμανικής αυτοκρατορίας. Η εκλογική νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ με απόλυτη πλειοψηφία, δημιούργησε ελπίδες για ριζοσπαστικές αλλαγές στην εθνική και διεθνή πολιτική της χώρας (1). Κατά την προεκλογική εκστρατεία ο Παπανδρέου είχε υποσχεθεί ρήξη με το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, την ανάκληση της συμφωνίας για τις στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στην Ελλάδα και μια εθνική οικονομία βασισμένη στο μοντέλο της «κοινωνικής ιδιοκτησίας» των μέσων παραγωγής. Μετά την εκλογή του, ο Παπανδρέου έσπευσε να διαβεβαιώσει τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον ότι η χώρα θα παραμείνει στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ και ανανέωσε, άμεσα, τη συμφωνία με τις ΗΠΑ για τις στρατιωτικές βάσεις.
Ο Παπανδρέου αγνόησε μελέτες που είχαν παραγγελθεί από την ίδια την κυβέρνηση, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, και αποτιμούσαν τις μακροπρόθεσμες καταστροφικές συνέπειες εξαιτίας της παραμονής της χώρας στην ΕΟΚ (ιδιαίτερα την απώλεια ελέγχου στις εμπορικές συναλλαγές, την κατάρτιση προϋπολογισμών και τις αγορές), επιλέγοντας να θυσιάσει την πολιτική ανεξαρτησία και οικονομική αυτονομία της χώρας για χάρη πόρων, δανείων και πιστώσεων από την ΕΟΚ. Ενώ ο Παπανδρέου μιλούσε από το μπαλκόνι στον λαό για ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη, ενίσχυε τους δεσμούς του με τους Ευρωπαίους τραπεζίτες και τους Έλληνες εφοπλιστές και ολιγάρχες. Η ευρωπαϊκή ελίτ στις Βρυξέλλες και οι Έλληνες ολιγάρχες στην Αθήνα απέκτησαν, έτσι, ασφυκτικό έλεγχο πάνω στο ελληνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα.
Ο Παπανδρέου διατήρησε τις πελατειακές, πολιτικές πρακτικές των προηγούμενων δεξιών κυβερνήσεων – απλά αντικατέστησε τα δεξιά στελέχη με μέλη του ΠΑΣΟΚ.
Η ΕΟΚ παράκαμψε την ψευτο-ριζοσπαστική ρητορική του Παπανδρέου και επικεντρώθηκε στην απόκτηση ελέγχου πάνω στο ελληνικό κράτος, χρηματοδοτώντας ένα διεφθαρμένο κομματικό σύστημα, το οποίο χρησιμοποιούσε πόρους που υποθετικά θα αναβάθμιζαν την ελληνική ανταγωνιστικότητα, για να στήσει στην πραγματικότητα έναν πελατειακό μηχανισμό βασισμένο στην αύξηση της κατανάλωσης.
Η ΕΟΚ γνώριζε καλά ότι αυτή η οικονομική «λαβή» στην οικονομία θα της επέτρεπε, τελικά ,να υπαγορεύει την ελληνική πολιτική, κρατώντας τη χώρα σφιχτά μέσα στα όρια της ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας.
Παρά τη δημαγωγική ρητορική του Παπανδρέου για τον «τρίτο δρόμο» η Ελλάδα χωνόταν όλο και πιο βαθιά στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Από το 1981 έως το 1985 ο Παπανδρέου ξεφορτώθηκε τη σοσιαλιστική του ρητορική για χάρη των αυξανόμενων δαπανών για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, αύξηση μισθών και συντάξεων και υγειονομική περίθαλψη αναχρηματοδοτώντας, παράλληλα, χρεοκοπημένες επιχειρήσεις που είχαν ρημάξει οι κλεπτοκράτες καπιταλιστές. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ενώ το βιοτικό επίπεδο ανέβαινε, η ελληνική οικονομία παρέμενε εξαρτημένη από τις χρηματοδοτήσεις της Ε.Ε., τους Ευρωπαίους τουρίστες και την κτηματομεσιτική φούσκα.
Ο Παπανδρέου εδραίωσε το ρόλο της Ελλάδας ως προτεκτοράτο του ΝΑΤΟ, δηλαδή ως πλατφόρμας για τις στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο και ως αγοράς για τα γερμανικά προϊόντα.
Από τον Οκτώβρη του ’81 έως τον Ιούλιο του ’89 ενώ η κατανάλωση στην Ελλάδα αυξήθηκε, η παραγωγικότητα τελμάτωσε. Ο Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές του ’85 με κεφάλαια από την Ε.Ε. Εν τω μεταξύ το χρέος της Ελλάδας απογειώθηκε. Οι ηγέτες της Ε.Ε. καταδίκασαν την κακοδιαχείριση των κεφαλαίων από τους κλεπτοκράτες του Παπανδρέου, αλλά όχι και τόσο έντονα. Οι Βρυξέλλες αναγνώριζαν ότι ο Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ αποτελούσαν την πιο αποτελεσματική δύναμη φίμωσης των ριζοσπαστικών φωνών στην Ελλάδα και διατήρησης της χώρας κάτω από την κηδεμονία της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ.
Μαθήματα για τον ΣΥΡΙΖΑ: Υποτέλεια και Βραχυπρόθεσμες Μεταρρυθμίσεις – η στρατηγική του ΠΑΣΟΚ
Μέσα ή έξω από την κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ ακολούθησε τα βήματα της δεξιάς παράταξης (Ν.Δ.) υποστηρίζοντας την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. Η Ελλάδα συνέχιζε να έχει τη μεγαλύτερη κατά κεφαλή δαπάνη για πολεμικούς εξοπλισμούς από κάθε άλλο μέλος του ΝΑΤΟ. Έτσι, έπαιρνε δάνεια και πιστώσεις για να χρηματοδοτήσει επιφανειακές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και μεγάλης κλίμακας διαφθορά, διογκώνοντας παράλληλα τους κομματικούς μηχανισμούς.
Υπό την ηγεσία του ανοιχτά νεοφιλελεύθερου πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη το 2002, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ «μαγείρεψε τα βιβλία», παρουσίασε πλαστά στοιχεία για το κρατικό έλλειμμα με τη βοήθεια των τραπεζιτών της Wall Street και έτσι έγινε μέλος της Ευρωζώνης. Υιοθετώντας το ευρώ ο Σημίτης διεύρυνε την οικονομική υποτέλεια της Ελλάδας στις Βρυξέλλες που ελέγχονταν από το γερμανικό υπουργείο οικονομικών και τις τράπεζες.
Οι ολιγάρχες στην Ελλάδα καλωσόρισαν μία καινούργια γενιά κλεπτοκρατικής ελίτ του ΠΑΣΟΚ, η οποία καταχράστηκε εκατομμύρια από στρατιωτικές προμήθειες, οργάνωσε οικονομικές απάτες και έκανε μαζική φοροδιαφυγή.
Παράλληλα, οι Βρυξέλλες επέτρεψαν στην ελληνική μεσαία τάξη να ζήσει τη ψευδαίσθηση του «πλούσιου ευρωπαίου» στο βαθμό που διατηρούσαν τον έλεγχο μέσω των δανείων και του αυξανόμενου χρέους.
Οικονομικά σκάνδαλα ύψους 300 εκατ. ευρώ συνδέονται ακόμα και με το γραφείο του πρώην πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου.
Οι πελατειακές σχέσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας αντιστοιχούσαν στις πελατειακές σχέσεις μεταξύ Βρυξελλών και Αθήνας.
Ακόμα και πριν από την οικονομική κατάρρευση του 2008, η Ε.Ε. και οι δανειστές υπαγόρευαν τις βασικές παραμέτρους της ελληνικής πολιτικής. Η παγκόσμια κατάρρευση απλά αποκάλυψε τα «πήλινα πόδια» του ελληνικού κράτους και οδήγησε στις ωμές επεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του ΔΝΤ και της Κομισιόν, της διαβόητης «τρόικας». Αυτοί υπαγόρευσαν τις πολιτικές λιτότητας ως προαπαιτούμενο για μια «διάσωση», η οποία κατέστρεψε την οικονομία προκαλώντας τεράστια ύφεση, φτωχοποίησε πάνω από το 40% του πληθυσμού, μείωσε τα εισοδήματα κατά 25% και κατέληξε σε ανεργία της τάξης του 28%.
Ελλάδα: Πρόσκληση σε υποτέλεια
Από την Ελλάδα δεν υπήρξε πολιτική αντίδραση γι’ αυτή την πολιτική και οικονομική υποτέλεια στην Ε.Ε. Μόνο τα συνδικάτα έκαναν 30 γενικές απεργίες από το 2009 έως το 2014, ενώ τα 2 μεγάλα κόμματα ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. καλωσόρισαν την κατοχή της χώρας από την Ε.Ε. Ο εκφυλισμός του ΠΑΣΟΚ σε άθυρμα των ολιγαρχών και συνεργάτη της Ε.Ε. στέρησε κάθε ουσία από τη σοσιαλιστική ρητορική.
Η δεξιά παράταξη της Ν.Δ. βοήθησε με κάθε τρόπο ώστε ο ασφυκτικός έλεγχος της Ε.Ε. στην ελληνική οικονομία να βαθύνει. Η τρόικα δάνεισε στο ελληνικό προτεκτοράτο κεφάλαια (ως «διάσωση») για να ξεπληρωθούν οι Γερμανοί, Γάλλοι και Άγγλοι ολιγάρχες και να ενισχυθεί το ελληνικό ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα. Οι Έλληνες οδηγήθηκαν στην «πείνα» από τις πολιτικές λιτότητας για να πληρώνονται τα τοκοχρεολύσια.
Ευρώπη: Ένωση ή Αυτοκρατορία;
Η ευρωπαϊκή οικονομική κρίση του 2008-09 έπληξε χειρότερα τους πιο αδύναμους κρίκους – την Νότια Ευρώπη και την Ιρλανδία. Έτσι αποκαλύφθηκε ότι στην ουσία η Ε.Ε. είναι μια τυραννική αυτοκρατορία όπου τα ισχυρά κράτη -Γερμανία και Γαλλία- μπορούν ανοιχτά και άμεσα να ελέγχουν τις επενδύσεις, τις εμπορικές συναλλαγές, και την νομισματική και οικονομική πολιτική των ασθενέστερων.
Η περίφημη «διάσωση» της Ελλάδας ήταν στην πραγματικότητα ένα πρόσχημα για την επιβολή βίαιων διαρθρωτικών αλλαγών. Αυτές περιλαμβάνουν την αποκρατικοποίηση και ιδιωτικοποίηση όλων των στρατηγικών οικονομικών τομέων, πληρωμές τοκοχρεολυσίων στο διηνεκές και υπαγόρευση από ξένα κέντρα της εισοδηματικής και επενδυτικής πολιτικής της χώρας. Η Ελλάδα έπαψε να είναι ανεξάρτητο κράτος: αποικιοποιήθηκε απόλυτα και οριστικά.
Η διαρκής κρίση της Ελλάδας: Το τέλος της «ευρωπαϊκής ψευδαίσθησης»
Η ελληνική και η ευρωπαϊκή ελίτ, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος πίστευαν, τουλάχιστον τα τελευταία 5 χρόνια, ότι τα μέτρα λιτότητας (απολύσεις, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.) ήταν ένα δραστικό αλλά προσωρινό φάρμακο που θα οδηγούσε σύντομα σε μείωση του χρέους, ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, νέες επενδύσεις και ανάπτυξη. Αυτό τουλάχιστον τους έλεγαν οι πολιτικοί και οι αναλυτές από τις Βρυξέλλες.
Στην πραγματικότητα το χρέος αυξήθηκε, η καθοδική πορεία της οικονομίας συνεχίστηκε, η ανεργία πολλαπλασιάστηκε και η ύφεση βάθυνε. Η «λιτότητα» ήταν μια ταξική πολιτική, σχεδιασμένη στις Βρυξέλλες με στόχο να πλουτίσουν οι διεθνείς τραπεζίτες και να λεηλατηθεί το ελληνικό δημόσιο.
Το κλειδί για αυτή τη λεηλασία ήταν η απώλεια της ελληνικής κυριαρχίας. Τα δύο μεγάλα κόμματα, Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, συνεργάστηκαν πρόθυμα. Παρά την ανεργία για τους νέους (16-30 ετών) στο 55%, τη διακοπή ηλεκτροδότησης σε 300.000 νοικοκυριά και τη μαζική μετανάστευση (πάνω από 175.000), η Ε.Ε. (όπως αναμενόταν) αρνήθηκε να δεχτεί ότι η συνταγή της λιτότητας ήταν πλήρης αποτυχία για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ο λόγος που η Ε.Ε. είναι δογματικά προσκολλημένη σε αυτή την πολιτική της αποτυχίας είναι ότι αυτή η λεηλασία αφενός την συμφέρει και αφετέρου επιβεβαιώνει την ιμπεριαλιστική της υπεροχή.
Επιπλέον, εάν η ελίτ των Βρυξελλών αποδεχόταν την αποτυχία της στην Ελλάδα αυτό θα δημιουργούσε προηγούμενο αναγνώρισης της αποτυχίας και στην υπόλοιπη νότια Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, Ιταλίας και άλλων μελών της Ε.Ε. (Economist 17/1/2015, σ. 53). Οι άρχουσες οικονομικές και επιχειρηματικές ελίτ στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ πλούτισαν από την κρίση και την ύφεση επιβάλλοντας περικοπές σε μισθούς και κοινωνικές παροχές. Η αποδοχή της αποτυχίας στην Ελλάδα θα είχε επιπτώσεις σε όλη τη βόρεια Αμερική και Ευρώπη, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τις οικονομικές πολιτικές, τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και την νομιμότητα της εξουσίας τους. Ο λόγος που όλα τα κράτη της Ε.Ε. υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει αυτή τη διεστραμμένη και υφεσιακή πολιτική λιτότητας και να επιβάλλει αντιδραστικές «διαρθρωτικές αλλαγές» είναι επειδή οι ίδιοι ακριβώς έχουν θυσιάσει το βιοτικό επίπεδο των δικών τους λαών κατά τη διάρκεια της κρίσης. (FT 13/02/2015, σ. 2).
Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 και συνεχίζεται ακόμα, απαιτεί σκληρές θυσίες από τους λαούς για να διαιωνισθούν τα κέρδη της άρχουσας τάξης και να χρηματοδοτηθούν τα πακέτα στήριξης προς τις ιδιωτικές τράπεζες. Κάθε μεγάλος οικονομικός θεσμός -η ΕΚΤ, η Κομισιόν και το ΔΝΤ- κρατάνε την ίδια γραμμή: Απαγορεύεται κάθε παρέκκλιση. Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη είτε να δεχθεί ό,τι υπαγορεύουν οι Βρυξέλλες, είτε να αντιμετωπίσει σοβαρά οικονομικά αντίποινα. «Οικονομικός στραγγαλισμός ή διαρκής υποδούλωση στο χρέος» αυτό είναι το μάθημα που δίνουν οι Βρυξέλλες σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Ενώ φαινομενικά μιλάνε στην Ελλάδα, αυτό το μήνυμα απευθύνεται σε όλα τα κράτη, τα κινήματα αντίστασης και τα συνδικάτα που αμφισβητούν τις ντιρεκτίβες των ολιγαρχιών και των επικυρίαρχών τους.
Όλα τα ΜΜΕ και οι γνωστοί οικονομικοί αναλυτές είναι φερέφωνα της ολιγαρχίας των Βρυξελλών. Το μήνυμα που επαναλαμβάνεται συνεχώς από φιλελεύθερους, συντηρητικούς και σοσιαλδημοκράτες στους θυματοποιημένους λαούς, τους εργάτες με μισθούς πείνας και τους μικροεπιχειρηματίες, είναι ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αποδεχθούν τα μέτρα λιτότητας που πετσοκόβουν το βιοτικό τους επίπεδο («μεταρρυθμίσεις») αν θέλουν να ελπίζουν σε «οικονομική ανάκαμψη» – η οποία φυσικά δεν έχει έρθει μετά από 5 χρόνια!
Η Ελλάδα έχει γίνει ο κύριος στόχος των οικονομικών ελίτ στην Ευρώπη, επειδή ο ελληνικός λαός κατάφερε να μετατρέψει τη διαμαρτυρία του σε πολιτική δύναμη. Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ με μια πλατφόρμα ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας, απόρριψης της λιτότητας και επαναπροσδιορισμού της σχέσης της χώρας με τους πιστωτές της υπέρ της εθνικής ανάκαμψης, έδωσε τον τόνο για μια πιθανή αντιπαράθεση σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ: Αμφιλεγόμενη κληρονομιά, μαζικοί αγώνες και (πρώην) ριζοσπαστικές υποσχέσεις
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ από μία συμμαχία μικρών μαρξιστικών τάσεων σε μαζικό κόμμα εξουσίας οφείλεται κυρίως στην ενσωμάτωση της μικρομεσαίας τάξης των δημοσίων υπαλλήλων, των συνταξιούχων και των μικροεπιχειρηματιών. Πολλοί από αυτούς πριν υποστήριζαν το ΠΑΣΟΚ. Ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ για να επανέλθουν οι συνθήκες διαβίωσης και η εργασιακή ασφάλεια της «χρυσής» περιόδου 2000-2007. Αυτοί εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. μετά από 5 χρόνια σκληρής λιτότητας που ίσως σε κάποια άλλη χώρα θα είχε προκαλέσει επανάσταση. Η ριζοσπαστικοποίησή τους ξεκίνησε με διαδηλώσεις και απεργίες που σκοπό είχαν να πιέσουν τα νεοφιλελεύθερα κόμματα να δώσουν τέλος στην λιτότητα αλλά πάντα μέσα στο πλαίσιο της Ε.Ε.
Αυτό το τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ριζοσπαστικό επειδή αντιτίθεται στη σημερινή κατάσταση και ταυτόχρονα συντηρητικό αφού νοσταλγεί το παρελθόν δηλαδή τα… ταξίδια σε Λονδίνο και Παρίσι, τις αγορές αυτοκινήτων με πίστωση, την αίσθηση του να είσαι «Ευρωπαίος» και να μιλάς αγγλικά!
Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αντικατοπτρίζει αυτό το διχασμένο κομμάτι των ψηφοφόρων του. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξασφάλισε, επίσης, την ψήφο των άνεργων νέων και όσων δεν ήταν ποτέ κομμάτι της καταναλωτικής κοινωνίας και δεν ταυτίζονταν με την Ευρώπη. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε ως κυβερνητικό κόμμα μέσα σε λιγότερο από πέντε χρόνια κι έτσι οι ψηφοφόροι και η ηγεσία του είναι σε μεγάλο βαθμό ανομοιογενείς.
Το πιο ριζοσπαστικό του κομμάτι ιδεολογικά, είναι οι μαρξιστικές ομάδες που αρχικά ενώθηκαν για να σχηματίσουν το κόμμα. Οι άνεργοι νέοι εντάχθηκαν στο κόμμα μετά τις ταραχές που ξέσπασαν το 2008, όταν δολοφονήθηκε από την αστυνομία ένας νεαρός στα πρώτα χρόνια της κρίσης. Το τρίτο κύμα αποτελείται κυρίως από χιλιάδες απολυμένους δημόσιους υπαλλήλους και συνταξιούχους που υπέστησαν μεγάλες περικοπές στις απολαβές τους. Το τέταρτο κύμα αποτελείται από πρώην μέλη του ΠΑΣΟΚ που εγκατέλειψαν το καράβι του ΠΑΣΟΚ που βυθιζόταν.
Η μεγάλη βάση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την αριστερή του πτέρυγα. Η ηγεσία του κόμματος αποτελείται από ακαδημαϊκούς, κάποιοι από αυτούς προέρχονται από το εξωτερικό. Πολλοί έγιναν μέλη του κόμματος πρόσφατα ή δεν είναι καν μέλη. Ελάχιστοι έχουν εμπλακεί στους μαζικούς αγώνες και πολλοί από αυτούς δεν έχουν κανένα δεσμό με τη βάση. Αυτοί είναι και οι πιο πρόθυμοι να υπογράψουν μια συμφωνία που θα ξεπουλάει τους Έλληνες. Καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ πλησίαζε στην εκλογική νίκη του 2015 άρχισε να ξεχνάει το αρχικό του πρόγραμμα για ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις και να υιοθετεί μέτρα που εξυπηρετούν τα ελληνικά επιχειρηματικά συμφέροντα. Ο Τσίπρας άρχισε να μιλάει για «διαπραγματεύσεις» μέσα στο πλαίσιο της Ε.Ε. η οποία κυριαρχείται από τους Γερμανούς. Ο Τσίπρας και ο υπουργός Οικονομικών πρότειναν επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, αποδοχή της υποχρέωσης για αποπληρωμή του χρέους και εφαρμογή του 70% των «μεταρρυθμίσεων»! Δηλαδή, με την υπογραφή αυτής της συμφωνίας υποχώρησαν!
Για λίγο ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε τη διπλή θέση της αντίθεσης στη λιτότητα και της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Οι «ρεαλιστικές» του θέσεις απηχούν τις απόψεις των νέων ακαδημαϊκών υπουργών, των πρώην μελών του ΠΑΣΟΚ και της μεσαίας τάξης. Η ριζοσπαστική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ αντανακλούσε τις πιέσεις των άνεργων, των νέων και των φτωχών οι οποίοι θα ήταν οι μεγάλοι χαμένοι εάν υπογραφόταν μια συμφωνία με τους πιστωτές.
Ε.Ε.-ΣΥΡΙΖΑ: Οι Παραχωρήσεις πριν από τη μάχη οδήγησαν στην ήττα
Το «ελληνικό χρέος» δεν είναι καθόλου χρέος του ελληνικού λαού. Οι θεσμικοί πιστωτές και οι ευρωπαϊκές τράπεζες εν γνώσει τους δάνειζαν τους κλεπτοκράτες ολιγάρχες και τραπεζίτες που διοχέτευαν τα περισσότερα χρήματα σε ελβετικούς λογαριασμούς και ακριβά ακίνητα στο Λονδίνο και το Παρίσι, δηλαδή, δραστηριότητες χωρίς καμία προοπτική να δημιουργήσουν εισόδημα για να ξεπληρωθεί το χρέος. Μ’ άλλα λόγια, το χρέος στο μεγαλύτερο μέρος του είναι παράνομο και επιβλήθηκε καταχρηστικά στον ελληνικό λαό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή των διαπραγματεύσεων δεν αμφισβήτησε τη νομιμότητα του χρέους ούτε μίλησε ξεκάθαρα για τη συγκεκριμένη τάξη που θα έπρεπε να πληρώσει γι’ αυτό.
Επιπλέον, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ αμφισβήτησε τις πολιτικές λιτότητας αποδέχτηκε τους θεσμούς του ευρώ και της Ε.Ε. που τις επιβάλλουν.
Από την αρχή ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχτηκε τη συμμετοχή της χώρας στην Ε.Ε. Στο όνομα του «ρεαλισμού» η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποδέχτηκε την αποπληρωμή του χρέους ή ενός ποσοστού του ως τη βάση των διαπραγματεύσεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει οργανωθεί συγκεντρωτικά κάτω από μια ηγετική ομάδα με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα που παίρνει όλες τις σημαντικές αποφάσεις. Αυτή η συγκεντρωτική ηγεσία περιορίζει την επιρροή των ριζοσπαστικών μελών. Διευκολύνει, επίσης, τους «συμβιβασμούς» με την ολιγαρχία των Βρυξελλών που είναι αντίθετη με τις προεκλογικές υποσχέσεις και θέλει να οδηγήσει στη διαρκή εξάρτηση της Ελλάδας από τους πιστωτές.
Επιπλέον, ο Τσίπρας έχει εντείνει την κομματική πειθαρχία, μετά την εκλογή του, προσπαθώντας να εξασφαλίσει ότι οι όποιοι αμφιλεγόμενοι συμβιβασμοί δεν θα οδηγήσουν σε δημόσια αντιπαράθεση ή σε εξωκοινοβουλευτική εξέγερση.
Η αυτοκρατορία ενάντια στο αποτέλεσμα των εκλογών στην Ελλάδα
Η ευρωπαϊκή ελίτ από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε εντολή από το λαό να κυβερνήσει, ακολούθησε την τυπική αυταρχική συμπεριφορά των ιμπεριαλιστών. Απαίτησε από τον ΣΥΡΙΖΑ: 1) Παράδοση άνευ όρων. 2) Συνέχιση των πολιτικών και των πρακτικών του συνασπισμού των υποτελών ΠΑΣΟΚ- Ν.Δ. 3) Αναβολή, επ’ αόριστο, όλων των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων (αύξηση κατώτατου μισθού και συντάξεων, δαπάνες για υγεία, παιδεία και ανεργία. 4) Τυφλή υποταγή στις οικονομικές ντιρεκτίβες της τρόικας (Κομισιόν, ΕΚΤ, ΔΝΤ). 5) Διατήρηση της υποχρέωσης για πρωτογενή πλεονάσματα 4,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2017.
Σε εφαρμογή αυτής της στρατηγικής στραγγαλισμού της νέας κυβέρνησης, οι Βρυξέλλες απείλησαν με άμεση διακοπή πιστώσεων, απαίτηση άμεσης πληρωμής τραπεζικού χρέους, απαγόρευση πρόσβασης σε έκτακτα κονδύλια και άρνηση αποδοχής των ελληνικών τραπεζικών ομολόγων από την ΕΚΤ.
Οι Βρυξέλλες υποχρέωσαν τον ΣΥΡΙΖΑ να διαπράξει πολιτική αυτοκτονία αποδεχόμενος τις απαιτήσεις τους και ερχόμενος σε ρήξη με τη βάση του. Προδίδοντας την εκλογική του εντολή ο ΣΥΡΙΖΑ θα έρθει αντιμέτωπος με οργισμένες μαζικές διαδηλώσεις. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ απέρριπτε τις προσταγές των Βρυξελλών και κινητοποιούσε τη βάση του θα μπορούσε να αναζητήσει νέες πηγές χρηματοδότησης, να επιβάλλει περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων και να προχωρήσει προς μια ριζοσπαστική «οικονομία έκτακτης ανάγκης».
Οι Βρυξέλλες αδιαφόρησαν για τις πρόωρες παραχωρήσεις που πρόσφερε ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί τις βλέπουν απλά ως βήματα σε μια πορεία πλήρους συνθηκολόγησης και όχι ως προσπάθειες συμβιβασμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήδη απέσυρε τις απαιτήσεις του για διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους, με αντάλλαγμα την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής. Ο ΣΥΡΙΖΑ συμφώνησε να συνεχίσει τις πληρωμές τοκοχρεολυσίων υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ρήτρα ανάπτυξης. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχτηκε, επίσης, την επιτήρηση από την Ευρώπη αρκεί να μη διενεργείται από τη μισητή τρόικα η αναφορά στην οποία δημιουργεί δηλητηριώδεις συνειρμούς στους περισσότερους Έλληνες. Όμως, οι σημειολογικές αλλαγές δεν αλλάζουν την ουσία ότι η Ελλάδα βρίσκεται υπό καθεστώς περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη συμφωνήσει σε μακροπρόθεσμη διαρθρωτική εξάρτηση για να εξασφαλίσει χρόνο και την απαιτούμενη ευελιξία για να χρηματοδοτήσει τις βραχυπρόθεσμες δημοφιλείς μεταρρυθμίσεις που έχει υποσχεθεί. Το μόνο που ζητάει είναι μια ελάχιστη χρηματοοικονομική ευελιξία υπό την επιτήρηση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών -σιγά τους «ριζοσπάστες»!
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναστείλει προσωρινά τις ιδιωτικοποιήσεις βασικών υποδομών: λιμάνια, αεροδρόμια, ενέργεια και τηλεπικοινωνίες. Όμως δεν τις έχει ακυρώσει ούτε προτίθεται να αναθεωρήσει προηγούμενες ιδιωτικοποιήσεις. Για τις Βρυξέλλες το ξεπούλημα κερδοφόρων στρατηγικών τομέων της ελληνικής οικονομίας είναι βασικό κομμάτι της «μεταρρυθμιστικής» τους ατζέντας.
Οι μετριοπαθείς προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και η προσπάθειά του να κινηθεί μέσα στο πλαίσιο της Ε.Ε. όπως αυτό διαμορφώθηκε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις υποτέλειας, απορρίφθηκαν από τη Γερμανία και τα 27 της ανδρείκελα.
Όλα τα μεγάλα ΜΜΕ επιβεβαιώνουν την δογματική προσκόλληση της Ε.Ε. σε εξτρεμιστικές, υπέρ-νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που κομμάτι τους είναι και η αποδόμηση της ελληνικής οικονομίας και η μεταφορά των πιο κερδοφόρων τομέων της στα χέρια ιμπεριαλιστών επενδυτών. Οι Financial Times, η Wall Street Journal, οι New York Times, η Washington Post, η Le Monde κ.ά. είναι προπαγανδιστικά όργανα των νεοφιλελεύθερων εξτρεμιστών της Ε.Ε. Μπροστά στην αδιαλλαξία των Βρυξελλών από τη μια και την «ιστορική επιλογή» της υποχώρησης ή ριζοσπαστικοποίησης από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ δοκίμασε την πειθώ. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έκανε αμέτρητες συναντήσεις με υπουργούς της Ε.Ε. Ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας και ο υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης ταξίδεψαν στο Παρίσι, το Λονδίνο, τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και τη Ρώμη αναζητώντας μια συμβιβαστική συμφωνία. Μάταια. Οι Βρυξέλλες επαναλάμβαναν επίμονα: Το χρέος πρέπει να αποπληρωθεί στο ακέραιο και έγκαιρα. Η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει περικοπές για να έχει 4,5% πλεόνασμα, ούτως ώστε η πληρωμή των πιστωτών, επενδυτών, κερδοσκόπων και κλεπτοκρατών να είναι εξασφαλισμένη.
Η ευρωπαϊκή απόρριψη οποιασδήποτε οικονομικής ευελιξίας ή αποδοχής ακόμα και του ελάχιστου συμβιβασμού αποτελεί πολιτική απόφαση: σκοπός της είναι η υπονόμευση της αξιοπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνησης ενάντια στη λιτότητα, τόσο στα μάτια των υποστηρικτών του στην Ελλάδα όσο και στα μάτια των πιθανών μιμητών του στην Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ιρλανδία (Economist 17/02/15, σ. 53).
Συμπέρασμα
Ο στραγγαλισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας δολοφονίας της Ελλάδας από την Ε.Ε. Αποτελεί μια βάρβαρη απάντηση σε μια ηρωική προσπάθεια ενός λαού που φτωχοποιήθηκε καταδικασμένος να κυβερνιέται από διεφθαρμένους συντηρητικούς και σοσιαλδημοκράτες.
Οι αυτοκρατορίες, όμως δεν πείθονται να παραδώσουν τις αποικίες τους με λογικά επιχειρήματα ή μέσω χρεοκοπημένων «μεταρρυθμίσεων».
Η στάση των Βρυξελλών απέναντι στην Ελλάδα καθορίζεται από την πολιτική της «επικυριαρχίας ή καταστροφής». Η «διάσωση» είναι ένας ευφημισμός για τη μεταφορά κεφαλαίων από την Ελλάδα πίσω στις ευρωτράπεζες ενώ οι Έλληνες εργαζόμενοι φορτώνονται με όλο και μεγαλύτερο χρέος σε καθεστώς συνεχιζόμενης υποτέλειας. Η «διάσωση» των Βρυξελλών είναι ένα όργανο ελέγχου της χώρας από τους ιμπεριαλιστικούς θεσμούς είτε ονομάζονται τρόικα είτε οτιδήποτε άλλο.
Οι Βρυξέλλες και η Γερμανία δεν θέλουν διαφωνούντες μέσα στην Ε.Ε. Μπορεί να προσφέρουν μερικές ασήμαντες παραχωρήσεις έτσι ώστε να επιτρέψουν στον υπουργό Οικονομικών Βαρουφάκη να μιλήσει για «μερική νίκη» -ένας απατηλός ευφημισμός για την ταπείνωση.
Η συμφωνία «διάσωσης» θα περιγραφεί από τους Τσίπρα και Βαρουφάκη ως «νέα» και «διαφορετική» ή εναλλακτικά ως «στρατηγική» υποχώρηση. Οι Γερμανοί μπορεί να επιτρέψουν στην Ελλάδα χαμηλότερο δημοσιονομικό πλεόνασμα από το 4,5% «του χρόνου» – αλλά κάτι τέτοιο απλά θα μειώσει τα διαθέσιμα κεφάλαια για κίνητρα για την επανεκκίνηση της οικονομίας και θα αναβάλλει τις αυξήσεις στις συντάξεις, τον κατώτατο μισθό κ.λπ.
Οι ιδιωτικοποιήσεις και άλλες συντηρητικές μεταρρυθμίσεις δεν θα ακυρωθούν, θα γίνει «επαναδιαπραγμάτευσή» τους. Το κράτος θα διατηρήσει ένα μειοψηφικό πακέτο μετοχών.
Οι πλουτοκράτες θα πληρώσουν κάποιους φόρους παραπάνω, αλλά κανείς δεν θα αγγίξει τα δισ. της φοροδιαφυγής από τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ούτε στους διεφθαρμένους πλουτοκράτες του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. θα ασκηθεί δίωξη για τη λεηλασία της χώρας.
Οι συμβιβασμοί του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν ότι ο χαρακτηρισμός του ΣΥΡΙΖΑ ως «σκληροπυρηνικοί ή άκρα Αριστερά» από τα νεοφιλελεύθερα ΜΜΕ δεν έχει καμία βάση. Οι ελπίδες του ελληνικού λαού για το μέλλον μπορεί να εξελιχθούν σε οργή. Μόνο η μαζική πίεση από τη βάση μπορεί να αναστρέψει την υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ και τους καταστροφικούς συμβιβασμούς του υπουργού οικονομικών Βαρουφάκη. Αφού, δε, αυτός δεν έχει καμία απήχηση στη βάση του κόμματος, μπορεί εύκολα να αποπεμφθεί από τον Τσίπρα με τη δικαιολογία ότι υπέγραψε έναν συμβιβασμό ο οποίος θυσιάζει ζωτικά συμφέροντα του λαού.
Παρόλα αυτά, εάν η αδιαλλαξία της Ε.Ε. αποκλείσει μια -έστω και οριακά- ευνοϊκή συμφωνία, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ (παρά τη θέλησή τους) μπορεί να αναγκαστούν να βγουν από την αυτοκρατορία του ευρώ και να αποδεχτούν την πρόκληση της διαμόρφωσης μιας νέας πραγματικά ριζοσπαστικής πολιτικής και οικονομίας σε μια ελεύθερη και ανεξάρτητη χώρα.
Μια επιτυχημένη έξοδος της Ελλάδας από την αυτοκρατορία Γερμανίας-Βρυξελλών θα οδηγήσει, πιθανότατα, στη διάλυση της Ε.Ε. καθώς και άλλα υποτελή κράτη θα ακολουθήσουν το ελληνικό παράδειγμα αρνούμενα να αναγνωρίσουν κι αυτά τα χρέη τους και τις πληρωμές τοκοχρεολυσίων. Ολόκληρο το αποκαλούμενο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να κλονισθεί… Η Ελλάδα θα μπορούσε για μια ακόμα φορά να γίνει το «λίκνο της Δημοκρατίας».
Υστερόγραφο
Πριν από 30 χρόνια ήμουν σύμβουλος για 3 χρόνια (1981-1984) του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και συμμετείχα ενεργά στις εξελίξεις. Κι αυτός όπως κι ο Τσίπρας ξεκίνησε με την υπόσχεση ριζικών αλλαγών και κατέληξε υπόδουλος στις Βρυξέλλες και το ΝΑΤΟ, «αγκαλιασμένος» με τους ολιγάρχες και κλεπτοκράτες στο όνομα του «ρεαλιστικού συμβιβασμού». Ας ελπίσουμε ότι απέναντι σε μια μαζική εξέγερση, ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ θα ακολουθήσουν διαφορετικό δρόμο. Η Ιστορία δεν χρειάζεται να επαναληφθεί ούτε ως τραγωδία ούτε ως φάρσα.
(1) Η αναφορά μου στο καθεστώς Ανδρέα Παπανδρέου βασίζεται σε προσωπικές εμπειρίες, συνεντεύξεις και παρατηρήσεις και στο άρθρο που έχω γράψει μαζί με τον James Kurth, Mediterranean Paradoxes: The Politics And Social Structure Of Southern Europe (Oxford: Berg Press 1993/σσ 160-224)
* Ο καθηγητής James Petras ήταν διευθυντής του Κέντρου Μεσογειακών Σπουδών στην Αθήνα (1981-1984) και διετέλεσε σύμβουλος του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου (1981-1984). Παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαγραφή συνδικαλιστών από το ΠΑΣΟΚ, με απόφαση του πρωθυπουργού, επειδή οργάνωσαν γενική απεργία ενάντια στο «πρόγραμμα σταθερότητας» της τότε κυβέρνησης.
https://eleutheriellada.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου