Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

Το «ήθος της Αριστεράς»: μια έννοια για σκότωμα

Υπάρχει μια διάσταση της χρήσης του «ήθους της Αριστεράς», που αναδεικνύεται στην εκφορά ενός κάποιου αριστερού λόγου, η οποία καθίσταται επιθετικά πολιτική, καθώς η χρήση του «ήθους» όχι μόνο θεσπίζει μια πολιτική κατηγορία που αποπειράται να εννοιολογήσει την αριστερή διακυβέρνηση με τρόπο συγκεκριμένο κι αποκλειστικό, αλλά και να κατηγοριοποιήσει τους ομιλούντες σε λιγότερο ή περισσότερο νόμιμους και τις θέσεις τους σε λιγότερο ή περισσότερο θεμιτές, να απονείμει, τρόπον τινά, δικαιώματα λόγου. Πίσω από τις εκκλήσεις για «ήθος» στην αντιπαράθεση θα πρέπει να δούμε τη συγκρότηση ενός χώρου όπου γίνεται απόπειρα να αποκλειστεί δια της προσχηματικής αισθητικής η ίδια η σκληρότητα της κριτικής.
Όλοι έχουμε ακούσει την φράση «το ήθος της Αριστεράς» να χρησιμοποιείται με εξαντλητική συχνότητα στον δημόσιο λόγο – τόσο με αυτοπροσδιοριστική λειτουργία όσο και ως έγκληση ή ειρωνία από την αντίπερα όχθη.
Όταν, λόγου χάρη, η Όλγα Γεροβασίλη αναφερόταν σε «ανοιχτές συλλογικές διαδικασίες»
που «είναι και στο ύφος και στο ήθος της Αριστεράς», έστω και για να πει πως η συμφωνία με τους δανειστές δεν μπορούσε να περιμένει τις διαδικασίες, είναι φανερό πως έκανε χρήση μιας παράδοσης για να οχυρώσει ταυτοτικά το σημείο από το οποίο μιλούσε. Και, βέβαια, όταν ο Λευτέρης Αυγενάκης τιτλοφορούσε την ερώτησή του προς τον πρωθυπουργό «Το ήθος της Αριστεράς δεν επιτρέπει την διενέργεια ερωτήσεων και έρευνας από τα αρμόδια, κατά το νόμο, όργανα;», επιτιθέμενος στη Νάντια Βαλαβάνη, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ακριβώς τέτοιου είδους ταυτοτικές οχυρώσεις προσπαθούσε να στερήσει από αυτούς που πάσχιζε να εκθέσει.
Υπάρχει όμως μια διάσταση της χρήσης του «ήθους της Αριστεράς» η οποία υπερβαίνει την απλή λειτουργία της στο πλαίσιο της γενικά παραδεκτής μυθολόγησης του ηθικού πλεονεκτήματος που γέννησαν οι αγώνες και οι διώξεις· μια διάσταση που αναδεικνύεται στην εκφορά ενός κάποιου αριστερού λόγου και που καθίσταται επιθετικά πολιτική, καθώς εδώ η χρήση του «ήθους» όχι μόνο θεσπίζει μια πολιτική κατηγορία που αποπειράται να εννοιολογήσει την αριστερή διακυβέρνηση με τρόπο συγκεκριμένο κι αποκλειστικό, αλλά και να κατηγοριοποιήσει τους ομιλούντες σε λιγότερο ή περισσότερο νόμιμους και τις θέσεις τους σε λιγότερο ή περισσότερο θεμιτές, να απονείμει, τρόπον τινά, δικαιώματα λόγου· μια διάσταση, συνεπώς, που προσλαμβάνει ολοένα μεγαλύτερη σημασία, όπως είναι λογικό, από την απαρχή της ανόδου της Αριστεράς στα δημόσια πράγματα αλλά κυρίως φυσικά με την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ ως μεγαλύτερης πολιτικής δύναμης της χώρας.
Ήθος παντός καιρού
Αξίζει να παρατηρήσει κανείς τη σταθερότητα με την οποία προτάσσεται το «ήθος» ως πολιτικό διακύβευμα αλλά και ως οιονεί πολιτική κατηγορία, σε διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου λόγου – δίχως η σταθερότητα αυτή να επηρεάζεται ουσιωδώς από τις τύχες της αριστερής διακυβέρνησης ή των υποχωρήσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Λόγου χάρη, μετά την εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις 25 Ιανουαρίου, κι όσο ακόμη η δοξαστική στιγμή του προσκυνήματος στην Καισαριανή δεν έχει υποστεί την ψυχρολουσία της διαπραγμάτευσης, ο πανεπιστημιακός Στέφανος Δημητρίου οραματίζεται «δημοκρατικές-λαϊκές επιτροπές, οι οποίες θα οργανώνουν συγκεντρώσεις-λαϊκές συνελεύσεις», όπου μέλη της κυβέρνησης «θα λογοδοτούν απευθείας στους πολίτες» – κάτι που «θα ενσαρκώσει το δημοκρατικό, πολιτικό ήθος που εγγυάται η Αριστερά». Ακόμη και μετά το ανακοινωθέν του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, όμως, ο επιμελητής των «Ενθεμάτων» της Αυγής Στρατής Μπουρνάζος εκτιμά ότι «παρά τους περιορισμούς που θέτει η συμφωνία, το πεδίο της πολιτικής πράξης παραμένει ευρύ». Ποιοι είναι κάποιοι από τους τομείς που θα ενδείκνυνταν για τέτοια πράξη; Τα «…δικαιώματα, αστυνομία, ιθαγένεια, ήθος της διακυβέρνησης, κανόνες στα media…». Αργότερα, πάλι, όταν η συμφωνία της 12ης Ιουλίου είναι πλέον γεγονός, ο Πάνος Λάμπρου, ένα από τα μέλη της κίνησης των «53+» που παρέμειναν στον ΣΥΡΙΖΑ μετά την διάσπαση, έθετε ως όρο για την ομαλή συνύπαρξη, σύμφωνα με ρεπορτάζ, τη συγκρότηση των ψηφοδελτίων για τις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου με γνώμονα να μην προσβάλλουν το «ήθος της αριστεράς». Και, αν και από άλλη αφετηρία και με άλλη πολιτική συλλογιστική και στόχευση, ο πανεπιστημιακός Γιώργος Χ. Σωτηρέλης υιοθετεί εντούτοις και αυτός το «ήθος» ως ρυθμιστική έννοια και κριτήριο για την επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ από εδώ και στο εξής στη διακυβέρνηση, επιμένοντας στην ανάγκη ρήξης με τον «κοινωνικό καθεστωτισμό», δηλαδή με νοοτροπίες και πρακτικές «που κονταροχτυπιούνται με το ήθος της Αριστεράς».
Σε πρόσφατο κείμενό της, η πανεπιστημιακός Ντίνα Βαΐου αναστοχάζεται το επτάμηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, υπό το πρίσμα της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου και ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου, και γράφει την εξής κομβική φράση: «Αν η κοινωνία δώσει στον ΣΥΡΙΖΑ μια δεύτερη ευκαιρία, αυτή τη φορά θα πρέπει όντως να κυβερνήσει, με διαφορετικό ήθος». Χαρακτηρίζουμε την φράση «κομβική» επειδή, στο σημείο όπου είναι, ηχεί παράδοξα: η αποτίμηση του επταμήνου έχει συγκρατημένα θετικό πρόσημο, η αρθρογράφος αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα των μικρών επιτυχιών της κυβέρνησης, θαμμένη κάτω από τις απαιτήσεις γενικής πολιτικής που το μνημονιακό πλαίσιο επέβαλε, δηλαδή θεωρεί, προφανώς, μιας και δεν θέτει κάτι άλλο, ότι πρόβλημα «ήθους» δεν υπήρξε· προς τι λοιπόν η αναφορά σε αυτό;
Η συνέχεια του κειμένου δίνει ίσως την απάντηση: «Όλα όσα συμβαίνουν από τις 12 Ιουλίου δείχνουν πως δεν θα πρόκειται για μια αριστερή (δια)κυβέρνηση, καθώς βασικά πεδία άσκησης πολιτικής θα παραμείνουν στο έλεος των ελέγχων και αξιολογήσεων για κάθε επόμενη δόση που θα πληρώνει τόκους δανείων και ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών (και όχι παραγωγικές επενδύσεις). Στις ρωγμές ενός τέτοιου σκηνικού, η λειτουργία της δημοκρατίας, οι παρεμβάσεις στην καθημερινότητα, η συγκρότηση ενός κράτους αποτελεσματικού και φιλικού για τους πολίτες δεν είναι αμελητέες πολιτικές. Αντίθετα, είναι πιθανόν, με έμμεσους τρόπους, να μας σπρώχνουν αριστερά, έστω σε ένα μέλλον που εμείς οι μεγαλύτεροι δεν θα το ζήσουμε. Αλλά πρέπει να το διατηρήσουμε ανοιχτό, ιδίως για τις νεότερες και τους νεότερους που προσέλκυσε το εγχείρημα ενότητας της Αριστεράς όπως το επαγγέλθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ από την ίδρυσή του, με την ελπίδα ότι θα ενεργοποιηθούν εξελίξεις και στην υπόλοιπη Ε.Ε., για τις κατευθύνσεις και τον χαρακτήρα της οποίας η διαδικασία της διαπραγμάτευσης υπήρξε καταλυτική».
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι το «ήθος» είναι το σημείο στο οποίο μεταβαίνουμε από την περιγραφή του παρελθόντος στην ενατένιση ενός ματαιωμένου μέλλοντος, όπου η σκληρή πραγματικότητα της διαχείρισης απαλύνεται από την προσμονή μιας πιο ευαίσθητης, έστω, προσέγγισης. Και πάλι, βέβαια, δεν καθίσταται καθόλου σαφές το περιεχόμενο αυτού του διαφορετικού «ήθους» αλλά μοιάζει η αναφορά και μόνο της λέξης να θεσπίζει κάτι τι το αξιωματικό, που καταυγάζει το ευχολόγιο που ακολουθεί.
Ριζοσπαστική Αριστερά του 21ου αιώνα και «ελληνικό ήθος»
Εξόχως ενδιαφέρουσα, κατά το ότι είναι ταυτόχρονα ευθύτατη και απολύτως ερμητική, είναι η επίκληση του «ήθους» από τον πανεπιστημιακό και νεοεκλεγέντα βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Κώστα Δουζίνα στην πρώτη του ομιλία στο κοινοβούλιο: «Θα σας μιλήσω» λέει ο Κ. Δουζίνας «για τις αξιακές δεσμεύσεις που βρίσκονται πίσω από τις προγραμματικές δηλώσεις, από τις υποσχέσεις που κάνει αυτή η κυβέρνηση, αλλά και η ριζοσπαστική Αριστερά του 21ου αιώνα, προς τον ελληνικό λαό, τους έλληνες πολίτες. Πρώτη δέσμευση: έχει σχέση με το ήθος και την ηθική. Το αριστερό ήθος είναι μία πλευρά -όχι η μόνη- αυτού που θα ονομάζαμε ελληνικό ήθος».
Μολονότι στη συνέχεια της ομιλίας του ο βουλευτής επιστρέφει στο «ελληνικό ήθος» για να πει ότι χάνεται, ότι είναι υπό επίθεση από τον ατομισμό, αλλά ότι ξαναγυρίζει στις πρωτοβουλίες του ελληνικού λαού, μολονότι το αναλύει στις συστατικές έννοιες «φιλία, φιλοτιμία, φιλοξενία» και εξαγγέλει πως «θα προσπαθήσουμε να αποτρέψουμε τη μακροπρόθεσμη επίθεση στο ελληνικό μας ήθος», μολονότι από τις δεσμεύσεις για άμεση δημοκρατία και την αρχαία Ελλάδα περνά στην Ελληνική Επανάσταση, στον Χέγκελ, στους ρομαντικούς ποιητές, και τελικά βέβαια στον ΣΥΡΙΖΑ – ουδέποτε επιστρέφει για να μας εξηγήσει τι είναι το «αριστερό ήθος», ούτε βέβαια πώς το φωτίζει η ενδιαφέρουσα ιδέα ότι αποτελεί μία πλευρά του «ελληνικού ήθους». Σε κάθε περίπτωση, για το «ελληνικό ήθος» κάτι μαθαίνουμε. Για το «αριστερό», πάλι, όχι και τόσα.
Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, πως ο Κώστας Δουζίνας παραφράζει Ιερό Αυγουστίνο για να πει πως δεν ξέρει τι είναι το «ελληνικό ήθος» αλλά «το αναγνωρίζει όταν το βλέπει να χάνεται». Φαίνεται πως το «ήθος», σε αυτή τη θεώρηση, είναι μια έννοια που εγγενώς αντιστέκεται στον ορισμό –κάπως όπως μας εξηγούσαν την έννοια της «ζωής» στη σχολική βιολογία– και διεκδικείται ως τέτοια: κάτι που ποτέ δεν αποσαφηνίζεται αλλά που μπορεί να αποτελέσει ένα, καίτοι σκοτεινό, κέντρο αποκατάστασης κάθε πράξης αλλά και κάθε υπέρβασης. Το «ήθος» είναι ένα σημείο αέναης εκκίνησης.
Μια ψυχολογίστικη ερμηνεία της εμμονής με το «ήθος» θα μπορούσε να κάνει λόγο για τον συγκλονισμό της ήττας που ήταν η συμφωνία της 12ης Ιουλίου. «Η ήττα τσάκισε κάθε λεβεντιά κι αποστέγνωσε τις καρδιές», για να θυμηθούμε την διατύπωση του Γιώργου Θεοτοκά.¹ Η ίδια η αντιμετώπιση της διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο μια χαμπερμασιανής «ηθικής της επικοινωνίας», όπου τα δύο μέρη κάθονται σε ένα τραπέζι και συζητούν με ορίζοντα προσδοκίας μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία, η οποία επιτυγχάνεται με αμοιβαίες υποχωρήσεις, και η διάψευση που ακολούθησε, η συνειδητοποίηση ότι όλο αυτό εντέλει δεν ήταν παρά επίδειξη ισχύος της μιας πλευράς έναντι της άλλης, οδηγούν στον αναδιπλασιασμό, στην ηθικότητα ως ταυτοτικό άλλοθι: χάσαμε γιατί ήμασταν καλοί, όχι γιατί υπήρξαμε ανήμποροι, ήγουν ανίσχυροι. Αυτή η γραμμή άμυνας προστατεύει την αριστερή αυτοκατανόηση και από την κατηγορία της «προδοσίας»: πώς μπορεί να προδώσει κάποιος που δεν εξέπεσε από το ήθος του;²
Το ήθος του ύφους
Το πρόβλημα με το «ήθος», ωστόσο, δεν τελειώνει εδώ. Όπως είπαμε και στην αρχή, η εννοιολόγηση της αριστερής διακυβέρνησης με έναν συγκεκριμένο και αποκλειστικό τρόπο είναι μία μόνο πλευρά της χρήσης του «ήθους», μια πλευρά που εδράζεται στην κατασκευή ενός υποκειμένου, το οποίο χαρακτηρίζεται από μια διαφάνεια προς τον εαυτό του: ο αριστερός είναι κάποιος με ένα σύστημα πολιτικών αρχών που μεταφράζονται σε ηθική στάση ζωής. Αν το σύστημα των πολιτικών αρχών συνιστά τον σκοπό της δράσης, η ηθικότητα της ζωής αποτελεί το εχέγγυο ότι τα μέσα δεν θα προδώσουν τους σκοπούς. Η παράδοση του «δημοκρατικού σοσιαλισμού», η κριτική στην κομματική ορθοδοξία και η σταδιακή απόσχιση από το παρελθόν βίας, που κυριάρχησαν στην πρακτική του ΚΚΕ εσωτερικού, αποτελούν τους γενεαλογικούς τόπους αυτής της σχέσης ανάμεσα στην πολιτική και στην ηθική.
Ταυτόχρονα, όμως, τόσο στο πλαίσιο της διαμάχης που προκάλεσε η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ όσο και στο γενικότερο πεδίο της κριτικής αντιπαράθεσης σε σχέση με μια κυβέρνηση που προέρχεται από την Αριστερά, εμφανίζεται μια συγγενής αλλά διακριτή εμμονή: αυτή τη φορά όχι με το «ήθος της Αριστεράς» ως εννοιακό τόπο που νοηματοδοτεί τις πράξεις των αριστερών, αλλά με το «ήθος» των επιχειρημάτων μιας κριτικής, με τη ρητορική της, εντέλει με το «ήθος» όποιου ασκεί την κριτική. Βρισκόμαστε εδώ στο αριστοτελικό ήθος: πέραν του επιχείρηματος καθαυτού και του κοινού στο οποίο απευθύνεται, ενδιαφέρει και το υποκείμενο της εκφοράς. Το ήθος καθορίζει έναν τρόπο εκφοράς του επιχείρηματος, ένα ύφος. Κι αν στην αριστοτελική εκδοχή αυτό μετριάζεται από άλλα πράγματα, λόγου χάρη την περίσταση, στην αριστερή του πρόσληψη παραμένει αμετάβλητο: ως αριστεροί μιλάμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Ταιριαστό παράδειγμα εδώ είναι το κείμενο του Στρατή Μπουρνάζου για τον τέλος της ομάδας του «Ιού». Το κείμενο αποτελείται από δύο τμήματα, το κύριο μέρος και ένα υστερόγραφο. Στο κύριο μέρος, εκθειάζεται η εικοσιπεντάχρονη πορεία της δημοσιογραφικής ομάδας. Το ρεπορτάζ της και η θέση της ως «διαπαιδαγωγητή» του κοινού σε δύσκολα θέματα. Ένας κολακευτικός αποχαιρετισμός. Στο υστερόγραφο, ο αποχαιρετισμός μετατρέπεται σε παρέμβαση στη συγκυρία και συγκεκριμένα στη διαμάχη ενός μέλους του «Ιού», του Δημήτρη Ψαρρά, με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου: «Αισθάνομαι την ανάγκη να αναφερθώ στην πρόσφατη επίθεση της Ζωής Κωνσταντοπούλου, με βάναυσες κατηγορίες, εναντίον του Δημήτρη Ψαρρά, στην συνέντευξη Τύπου που έδωσε στην ΕΣΗΕΑ (τον φωτογράφισε και τον ανέφερε ονομαστικά, μιλώντας για αυτούς που τη στοχοποίησαν, κάνοντας εντεταλμένη δουλειά). Όχι τόσο για να εκφράσω την αλληλεγγύη μου στον Δ. Ψαρρά (δεν έχει ανάγκη, άλλωστε) αλλά για να πω πόσο ανησυχητική, θλιβερή και επικίνδυνη βρίσκω μια τέτοια επίθεση, με αυτούς τους όρους, ενάντια σε έναν δημοσιογράφο με τέτοιο ήθος και αξία. Κι αυτό δεν έχει σχέση μόνο με τον Δ. Ψαρρά, αλλά με τους όρους της αντιπαράθεσης, του δημόσιου διαλόγου και της κριτικής».
Το μοτίβο είναι ξεκάθαρο: μια πολιτική αντιπαράθεση με συγκεκριμένο περιεχόμενο απομονώνεται από το πλαίσιο της και αφυδατώνεται ως ηθική παρέκκλιση. Ο Δ. Ψαρράς αποτελεί εδώ μια άμωμη και περίκλειστη στον εαυτό της ουσία ήθους και αξίας (που φέρει μάλιστα αδιαφοροποίητο όλο το ήθος και όλη την αξία της ομάδας στην οποία ανήκει), η οποία δεν είναι καν διανοητό να λαθεύει πολιτικά ή να αποτελεί φορέα εργαλειακής κριτικής στο πλαίσιο ενός ανταγωνισμού δύναμης. Εξού και η «επίθεση» της Ζ. Κωνσταντοπούλου έχει και συναισθηματικό χαρακτήρα: είναι «θλιβερή»· όπως και μεταφυσικά απειλητικό χαρακτήρα: είναι «ανησυχητική». Η απαξίωση της διαμάχης ως μη κομψής και ηθικής αποφεύγει, έτσι, το επίδικο, κωλυσιεργώντας σε μια μορφική ηθικολογία. Ταυτόχρονα, αποκρύβει το γεγονός πως οι «όροι της αντιπαράθεσης, του δημόσιου διαλόγου και της κριτικής» δεν αποτελούν ένα υπεριστορικό δεδομένο οιονεί φυσικής μορφής, αλλά το αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαπραγμάτευσης μορφής και περιεχομένου. Η επίκληση της σταθερότητας της μορφής είναι εδώ ενδεικτική της συνειδητής ή ασύνειδης έγνοιας ελέγχου επί του περιεχομένου. Το γεγονός πως αυτό γίνεται παρεμβατικά, εν είδει υστερόγραφου, θυμίζοντας τροπολογία της τελευταίας στιγμής σε άσχετο νομοσχέδιο, αποτελεί ίσως μια αθέλητη ειρωνία για το ήθος της ίδιας της παρέμβασης.³
Παρόμοια είναι η πρόσληψη, από τον ίδιο αρθρογράφο, της κριτικής προς τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου, που εμφανίζεται υπό τον λυρικό τίτλο «Όμως εγώ παραδέχτηκα την ήττα…»: «Άλλο προαπαιτούμενο, η συνέχιση της αντίστασης. Και εδώ οι κραυγές περί «προδοσίας» ή «αποστασίας», οι βίαιες προσβολές είναι ολέθριες. Όχι μόνο αξιακά (όταν αγωνίζεσαι για την κοινωνική απελευθέρωση δεν μπορείς να τσαλαπατάς τον άλλο), αλλά και πολιτικά: είναι πρωτόγονες, εγκλωβίζουν και διασπούν. Άλλο η σφοδρή κριτική, άλλο ο κανιβαλισμός».
Υποκριτές, ταρτούφοι και μπορδελιάρηδες
Προτείνουμε να αναλογιστεί κανείς την προτροπή να απέχουν όλοι από «βίαιες προσβολές» επειδή «όταν αγωνίζεσαι για την κοινωνική απελευθέρωση δεν μπορείς να τσαλαπατάς τον άλλο», υπό το φως της ακόλουθης εποικοδομητικής και νηφάλιας κριτικής του συντρόφου Βλαδίμηρου: «Ο υποκριτής και ταρτούφος Τρότσκι μίλησε με πάθος στην ολομέλεια ενάντια στο λικβινταρισμό και τον οτζοβισμό. Ορκιζόταν σε θεούς και δαίμονες ότι είναι κομματικός. Έπαιρνε επιχορήγηση. Μετά την ολομέλεια η ΚΕ εξασθένισε, δυνάμωσαν οι βπεριοντοφικοί, οικονόμησαν χρήματα. Σταθεροποιήθηκαν οι λικβινταριστές που με το περιοδικό “Νάσα Ζαριά” ελεεινολογούσαν το παράνομο κόμμα μπροστά στα μάτια του Στολίπιν. Ο υποκριτής και ταρτούφος Τρότσκι απομάκρυνε από την “Πράβντα” τον εκπρόσωπο της ΚΕ και άρχισε να γράφει στη “Vorwarts” λικβινταριστικά άρθρα. Παρά τη ρητή απόφαση της Επιτροπής της σχολής που είχε οριστεί από την ολομέλεια, απόφαση που καθόριζε ότι κανένας κομματικός δάσκαλος δεν πρέπει να πάει στη φραξιονιστική σχολή των βπεριοντοφικών, ο υποκριτής και ταρτούφος Τρότσκι πήγε εκεί και συζήτη­σε με τους βπεριοντοφικούς το σχέδιο της συνδιάσκεψης. Το σχέ­διο αυτό το δημοσίευσε τώρα η ομάδα “Βπεριόντ” σε φυλλάδιο. Και ο υποκριτής και ταρτούφος αυτός κόβεται και φωνάζει για την κομματικότητά του, διαβεβαιώνοντας πως αυτός δεν προσκύνησε καθόλου τους βπεριοντοφικούς και τους λικβινταριστές. Αυτό είναι το ερύθημα αιδούς του υποκριτή και ταρτούφου Τρότσκι».4
Όπως, λοιπόν, διασκεδαστικά μας υπενθυμίζουν τα έξαλλα λενινιστικά ad hominem, δεν είναι δυνατόν να αποδεχτούμε τη συνθήκη όπου μια κριτική περιορίζεται να εκθέτει με αφηρημένο τρόπο διαφορές θέσεων· τη συνθήκη όπου όταν μια κριτική γίνεται συγκεκριμένη και αφορά τις πράξεις πολιτικών ή άλλων δημοσίων προσώπων, αντιμετωπίζεται με την επισήμανση ενός κάποιου «ήθους» του κρίνοντος που τον καθιστά αναρμόδιο να εισέλθει καν στο πεδίο της αντιπαράθεσης· τη συνθήκη όπου προτάσσεται ως απόλυτη προτεραιότητα ένα «ήθος του ύφους», απονομιμοποιώντας το περιεχόμενο της κριτικής· τη συνθήκη όπου εκ του ύφους αποτιμάται το «ήθος» και χρησιμοποιείται ως κριτήριο θεμιτότητας ή μη της κριτικής· τη συνθήκη, τέλος, όπου κατασκευάζεται έτσι μια αισθητική του «ήθους» ως πολιτικό εργαλείο. Διότι εδώ πρόκειται για μια μορφή αντίστροφης λογοκρισίας, όπου ο όρος συμμετοχής στον πολιτικό λόγο είναι η αποδοχή του πλαισίου του συναινετικού διαλόγου –ακόμη κι όταν οι προϋποθέσεις για μια τέτοια συναίνεση δεν υφίστανται, ακόμη κι όταν το προφανές ζητούμενο είναι μια βίαιη σύγκρουση που έχει ανάγκη στην εκτύλιξή της όλο τον θησαυρό των πιθανών επιθετικών επινοημάτων– υπό το κράτος μιας αστυνόμευσης της καλλιεπούς διατύπωσης που αντιστοιχεί, υποτίθεται, σε μια ολόκληρη δομή ηθικής προσωπικότητας.
Ο Ρομπέρτο Καλάσο μας θυμίζει, στην Καταστροφή του Κας,τον Μισελέ: «Κατά τον Μισελέ, “οι πιο οργισμένοι βασιλόφρονες δεν ήταν ούτε οι ευγενείς, ούτε οι παπάδες, αλλά οι κομμωτές”. Το απόφθεγμα της εποχής –“Επιστροφή στη φύση”– τους είχε χτυπήσει στην καρδιά. “Τα πάντα πορεύονταν προς μια τρομερή απλότητα”».5 Ο Ερνστ Μπλοχ θα περιγράψει επίσης τη στιγμή της Γαλλικής Επανάστασης ως την επανοικειοποίηση της γυμνότητας: «Ο άνθρωπος βρίσκεται μέσα στο δέρμα του, είτε του αρέσει είτε όχι. Τουλάχιστον είναι το δικό του δέρμα· εντός αυτών των τεσσάρων τοίχων, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, είναι σε ιδιαίτερο χώρο. Αλλά πολύ νωρίς οι άνθρωποι ντύθηκαν με λιβρέες, εξημερώθηκαν, και πολύ αργά ανακαλύφθηκε το δίκαιο του αποτινάγματος της λιβρέας. Εμφανίστηκε ο ελεύθερος άνθρωπος, δηλαδή αυτός καθεαυτόν, ακόμη όχι κάτι μεγάλο, ο Γυμνός, όπως βρίσκεται κάτω από τα ρούχα και τώρα τα έχει πετάξει».6
Θα πρέπει να αντιληφθούμε το «ήθος» ως αυτή την κόμμωση ή αυτή τη λιβρέα που κρατάει την Αριστερά όχι μόνο μακριά από την πράξη αλλά ακόμη και από τη δυνατότητα να εμπλακεί σε μια συγκρουσιακή τακτική – μια συνθηκολόγηση με τον σνομπισμό των παρισινών σαλονιών, που περιφρουρεί την κριτική ως ήπια ανταλλαγή απόψεων και μετατρέπει την πολιτική πράξη σε αφηρημένη συζήτηση περί του κοινού καλού. Πίσω από τις εκκλήσεις για «ήθος» στην αντιπαράθεση θα πρέπει να δούμε τη συγκρότηση ενός χώρου όπου γίνεται απόπειρα να αποκλειστεί δια της προσχηματικής αισθητικής η ίδια η σκληρότητα της κριτικής.
Ας είμαστε ξεκάθαροι: θα πρέπει να απαλλαγούμε από αυτήν την συνήθεια. Αυτό που χρειάζεται να διεκδικήσουμε, στην αστική δημοσιότητα όπου μας έλαχε να δημοσιολογούμε, είναι επιθετική κριτική, αξιοποιώντας όλα τα διαθέσιμα μέσα: προσβολές, ad hominem, ειρωνίες. Η στρατηγική αυτή συνιστά μια λελογισμένη επιλογή «παραξενίσματος». Σε ένα πέδιο ασύμμετρων δυνάμεων, η επίκληση ενός «ήθους του διαλόγου» λειτουργεί υπέρ του δυνατού. Αποτελεί παραχώρηση της πρωτοβουλίας και περιορισμό της εμβέλειας της δύναμης της κριτικής να αποσταθεροποιεί τις θέσεις. Μια κριτική αρθρογραφία, από την άλλη, που δεν σέβεται τις συμβάσεις ευγενείας, τα «σεις» και τα «σας», προκαλώντας ριζικά τον αντίπαλο, τον βγάζει από την περιοχή ασφάλειάς του, ξεγυμνώνοντας ταυτόχρονα τις υλικές βάσεις αυτής της περιοχής. Εκθέτοντας την ίδια στιγμή το άτομο και το σύστημα εντός του οποίου εγγράφεται, οξύνοντας τους τόνους, καυτηριάζοντας, δυσπιστώντας απέναντι σε ηθικές εγγυήσεις, πετυχαίνει την ριζική επερώτηση του ίδιου του υποκείμενου στις εξουσιαστικές σχέσεις πλαισίου του διαλόγου. Αυτή είναι η στάση του χωριάτη στο μπαλζακικό έργο, όπως την αναγιγνώσκει ο Αντόρνο:7 μια στάση ριζικής καχυποψίας απέναντι σε ό,τι μοιάζει φυσικοποιημένο. Αυτή είναι η πρακτική του Μαρξ.
Ένα παραδειγμα συνδυασμού ύφους και (μη) ήθους μας δίνει η 18η Μπρυμαίρ, στο σημείο όπου περιγράφεται η σύσταση του λούμπεν προλεταριάτου, με τρόπο που θα έκανε την δημοσιογραφία του «ήθους» να κουνήσει με περιφρόνηση το δάχτυλό της: «Με το πρόσχημα να ιδρυθεί μια φιλανθρωπική εταιρία, οργανώθηκε το κουρελοπρολεταριάτο του Παρισιού σε μυστικά τμήματα, που το κάθε ένα διευθυνόταν από βοναπαρτικούς πράχτορες, με επικεφαλής όλης της εταιρίας ένα βοναπαρτικό στρατηγό. Πλάι σε ξεπερασμένους Roués (διεφθαρμένους ευγενείς) με αμφίβολα μέσα συντήρησης και με αμφίβολη την καταγωγή τους, πλάι σε διεφθαρμένα και τυχοδιοκτικά αποβράσματα της αστικής τάξης, βρίσκονταν αλήτες, απολυμένοι φαντάροι, πρώην κατάδικοι, δραπέτες των κατέργων, απατεώνες, τσαρλατάνοι, λατζαρόνι, κλεφτοπορτοφολάδες, ταχυδακτυλουργοί, χαρτοπαίκτες, maquereans (προαγωγοί), μπορδελιάρηδες, χαμάληδες, γραφιάδες, λατερνατζήδες, ρακοσυλλέχτες, πλανόδιοι τροχιστές καί γανωτζήδες, ζητιάνοι, με μια λέξη ολόκληρη η άκαθόριστη ή ξεχαρβαλωμένη μάζα, που ρίχνεται πότε εδώ καί πότε έκει και που οι γάλλοι τη λένε la bohème (μποέμ)».8
Η προσβολή, ο χλευασμός και η απαξίωση που εκφράζονται στη χρήση των χαρακτηρισμών που ισορροπούν ανάμεσα στην περιγραφή και στην κανονιστικότητα, δεν εμποδίζουν καθόλου την εμβριθή ανάλυση ενός από τα πλέον κομψά έργα του Μαρξ. Ισα ίσα, θα έλεγε κανείς, που την τονίζουν ακόμα περισσότερο.
Σ’ αυτή την απόπειρα ελέγχου της κριτικής, λοιπόν, πρέπει να απαντήσουμε όχι μόνο αποφεύγοντας την παγίδα του «ήθους», αλλά φέρνοντας στον νου μας το ευφυολόγημα του Μαρκ Τουέιν για τις μονομαχίες:9 παραφράζοντάς τον, θα λέγαμε πως η σωστή αντίδραση όταν κάποιος σε προκαλεί να τοποθετηθείς πολιτικά με όρους «ήθους», είναι να τον πάρεις τρυφερά και με συγχώρεση από το χέρι, να τον οδηγήσεις σ’ ένα ήσυχο, απόμερο σημείο και να τον σκοτώσεις.
https://eleutheriellada.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υπάρχει στα αλήθεια woke ατζέντα στην Ελλάδα;

Συνομιλώντας με τον Πασκάλ Μπρικνέρ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε ότι η αμερικανική εκδοχή της woke κουλτούρας δεν υπάρχει στην Ευρώπη και στη...