Στην πρόσφατη πολιτική μας ιστορία υπάρχουν περιπτώσεις που οι (αντι)δράσεις της Εκκλησίας επηρέασαν τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά και περιπτώσεις που αποτέλεσαν απλώς μάχες οπισθοφυλακής.
Οι συγκρούσεις Εκκλησίας – Πολιτείας για το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας στα μέσα της δεκαετίας του ’80 οδήγησαν την τότε κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου σε αναδίπλωση, με την αποπομπή του αρμόδιου υπουργού Αντώνη Τρίτση. Η «μάχη των ταυτοτήτων», μετά τις εκλογές του 2000, με αφορμή τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες, επίσης δρομολόγησε εξελίξεις. Σπατάλησε πολιτικό κεφάλαιο της τότε κυβέρνησης Σημίτη (το οποίο της έλειψε λίγους μήνες αργότερα, όταν πήγε να περάσει το νομοσχέδιο Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό) και αναβίωσε συγκρούσεις αξιακού – ταυτοτικού χαρακτήρα, που έμοιαζαν παράταιρες στο κλίμα της εποχής. Ενώ στο πιο πρόσφατο παρελθόν, είδαμε την εκπαραθύρωση υπουργού –αριστερής, μάλιστα, κυβέρνησης–, του κ. Φίλη, προκειμένου να κατευναστεί η Ιεραρχία και ο μικρός εταίρος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Αντιθέτως, οι αντιδράσεις της Εκκλησίας σε μια σειρά σημαντικών θεσμικών αλλαγών, όπως ο πολιτικός γάμος στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι αμβλώσεις, η αποτέφρωση νεκρών κ.ά., ξεπεράστηκαν από τις εξελίξεις.
Η πολιτική επιρροή της Εκκλησίας δεν μπορεί επίσης να αξιολογηθεί συνολικά, καθώς ποικίλλει ανά περιοχή, ανά ηλικία, αλλά και στο εσωτερικό κάθε πολιτικού χώρου.
Στη Βόρεια Ελλάδα, π.χ., η επιρροή είναι σαφώς μεγαλύτερη, εξ ου και τα κόμματα με έντονες θρησκευτικές αναφορές έχουν πολύ υψηλότερες επιδόσεις στις συγκεκριμένες περιφέρειες, όπου τα δίκτυα επιρροής των θρησκευτικών οργανώσεων είναι ισχυρά.
Στις μικρότερες ηλικίες η επιρροή της Εκκλησίας είναι επίσης μειωμένη, καθώς ειδικά στο πολιτισμικό πεδίο οι αποκλίσεις από τον διακηρυγμένο λόγο της Εκκλησίας είναι μεγαλύτερες.
Ο βαθμός επιρροής ποικίλλει και με βάση τη δραστηριότητα κάθε μητρόπολης ή ενορίας, καθώς δραστήριοι ιεράρχες με σημαντικές δομές φιλανθρωπίας ή πνευματικής δράσης έχουν συνακόλουθα μεγαλύτερη επιρροή.
Η πολιτική επιρροή διαφοροποιείται και ανά κόμμα ή εκλογική περιφέρεια. Στα «συντηρητικά» κόμματα είναι αυτονόητα μεγαλύτερη, καθώς είναι δύσκολο να αγνοήσουν τη βάση τους. Ενώ στις μικρότερες εκλογικές περιφέρειες, η σχέση πολιτικής και Εκκλησίας αλληλοτροφοδοτείται από τον εσωτερικό τοπικό ανταγωνισμό, λόγω του σταυρού προτίμησης.
Ξεφεύγοντας από την περιπτωσιολογία, ενδεικτική τού πώς αντιμετωπίζουν οι Ελληνες την Εκκλησία είναι πρόσφατη έρευνα της Kάπα Research (Απρίλιος 2024). Το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν ότι πιστεύουν στον Θεό ανέρχεται στο 73%, από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, αλλά σαφώς μειωμένο σε σχέση με το 92% που δήλωνε το ίδιο το 2005.
Το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν ότι πιστεύουν στον Θεό ανέρχεται στο 73%, από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, αλλά σαφώς μειωμένο σε σχέση με το 92% του 2005.
Το κύρος της Εκκλησίας ως θεσμού επίσης μοιάζει να αμφισβητείται πιο έντονα, καθώς εκείνοι που την εμπιστεύονται ανέρχονται στο 38%, με το 61% να δυσπιστεί.
Ως προς τον βαθμό εκκλησιασμού, το 28% δηλώνει ότι πηγαίνει στην εκκλησία τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, με το άνω του 60% να δηλώνει ότι εκκλησιάζεται σπάνια (κοινωνικές εκδηλώσεις, μεγάλες γιορτές κ.λπ.) ή ποτέ.
Μια ουσιαστική επισήμανση έχει να κάνει με το ότι ενώ η πλειοψηφία μοιάζει να προτιμά τις παραδοσιακές μορφές κοινωνικών εκδηλώσεων (π.χ. θρησκευτικός γάμος, βαφτίσεις, ταφή νεκρών), αλλά και τη διατήρηση των Θρησκευτικών στα σχολεία, κ.λπ., ταυτόχρονα δηλώνει αντίθετη (σε ποσοστό 65%) στο να έχει η Εκκλησία λόγο σε ζητήματα πέραν των ζητημάτων πίστης. Εξ ου και η πλειοψηφία (70%) δηλώνει υπέρ του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας, με μόλις το 23% να δηλώνει κατά – όπως και αν αντιλαμβάνεται καθένας την έννοια του διαχωρισμού. Τα αντίστοιχα ποσοστά πριν από 20 χρόνια ήταν 59%-34%. Μοιάζει συνεπώς μια σχέση που στηρίζεται περισσότερο στα πολιτιστικά και κοινωνικά στοιχεία που τη διατρέχουν και λιγότερο στην ουσία του θρησκευτικού περιεχομένου της.
Δεδομένης μάλιστα της δημογραφικής απόκλισης, με τις μικρότερες ηλικίες να δηλώνουν λιγότερο θρησκευόμενες, τότε είναι σαφές ότι η επιρροή της Εκκλησίας το πιθανότερο είναι να βαίνει μειούμενη τα επόμενα χρόνια.
Αυτή η διαπίστωση, αν και μοιάζει φαινομενικά αντιφατική σε σχέση με τα αποτελέσματα των τελευταίων βουλευτικών εκλογών, αλλά και τις σημερινές δημοσκοπικές τάσεις, έχει εξήγηση.
Πρώτον, την πολιτική συγκυρία. Οι περυσινές πρώτες εκλογές (Μαΐου), της απλής αναλογικής, έδωσαν στα κόμματα με έντονες θρησκευτικές αναφορές την ευκαιρία να αποκτήσουν πολιτική ορατότητα. Η δε προεξοφλημένη νίκη της Ν.Δ. στις δεύτερες εκλογές επέτρεψε σε ένα μέρος ψηφοφόρων να ψηφίσει «απελευθερωμένο» από ζητήματα κυβερνησιμότητας, εκλογικού ανταγωνισμού κ.λπ., βάζοντας τα κόμματα αυτά στη Βουλή. Σήμερα, η φύση των εκλογών που παραδοσιακά αποσυσπειρώνει τα μεγαλύτερα κόμματα επίσης ευνοεί τα μικρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα. Τάση που ενισχύθηκε και από πρόσφατες κυβερνητικές πρωτοβουλίες, όπως π.χ. το νομοσχέδιο για την «ισότητα στον γάμο» που προκάλεσε και εντάσεις με την Εκκλησία και ενίσχυσε τα πιο συντηρητικά κόμματα.
Το δεύτερο έχει να κάνει με την πανευρωπαϊκή τάση που θέλει τους πολίτες, σε ένα περιβάλλον ανασφάλειας και σημαντικών αλλαγών (π.χ. μετανάστευση, ιδεολογικά ρεύματα που κλονίζουν παγιωμένες πεποιθήσεις κ.ά.), να στρέφονται σε πολιτικές επιλογές που παραπέμπουν στην παράδοση, τις πιο κλειστές – προστατευμένες κοινωνίες, και να αναπτύσσουν πιο συντηρητικά αντανακλαστικά.
Μοιάζει συνεπώς η ενίσχυση των κομμάτων του «θρησκευτικού χώρου» να μην οφείλεται τόσο στην ενίσχυση της πίστης ως καθημερινού βιώματος, αλλά να είναι απότοκος μιας συντηρητικής αντισυστημικότητας ενός τμήματος της κοινωνίας το οποίο νιώθει απειλούμενο ή αμήχανο μπροστά στις συντελούμενες αλλαγές
https://www.kathimerini.gr/opinion/563010442/posi-einai-telika-i-epirroi-tis-ekklisias/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου