Του Σεραφείμ Σεφεριάδη
Αναπληρωτή Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge
Στη μνήμη του Θάνου Μικρούτσικου
Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει έγραψε ο Αριστοτέλης· και πολύ σωστά: όλοι θέλουμε να διακρίνουμε αυτό που έρχεται.
Όμως βασική προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η όσο το δυνατόν σφαιρικότερη κατανόηση του παρόντος, της χρονιάς που μας εγκαταλείπει και που, χωρίς καμιά υπερβολή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «η χρονιά των εξεγέρσεων» ‒ένα σημείο-σταθμός στη ροή του πρόσφατου ιστορικού
χρόνου. Μέσα στο μιντιακό ορυμαγδό των ημερών, το στοιχείο αυτό υποβολιμαία παραγνωρίζεται και αποσιωπάται, αλλά είναι το μείζον: η διάσταση απ’ την οποία πρέπει κανείς να ξεκινήσει προκειμένου να επιχειρηθεί προσέγγιση των επερχόμενων εξελίξεων και της αλληλουχίας που τις διέπει.
Ποια ήταν, λοιπόν, η ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά του συγκρουσιακού κύματος που αγκάλιασε τον πλανήτη το 2019; Καμιά συνοπτική επισκόπηση δεν είναι βέβαια δυνατόν να είναι εξαντλητική· είναι όμως αυτό το ερώτημα που πρώτο οφείλει να μας απασχολήσει ‒όχι μόνο ως πραγματολογική πρώτη ύλη, αλλά και ως εφαλτήριο για να αναλογιστούμε τις αιτίες. Διότι παρά τη δεδομένη ιδιαιτερότητα της κάθε μιας κινηματικής έκρηξης, υπάρχουν στοιχεία που καθιστούν το φαινόμενο δυνάμει ενιαίο (Ι). Η διερεύνηση της όψης αυτής διαμορφώνει και το έδαφος για να τεθεί το ερώτημα που όλες και όλους απασχολεί: τι επωάζεται ‒όχι μόνο‒ για το 2020, αλλά και για το βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο μέλλον (ΙΙ);
Ι
Ίσως κανείς δεν θα μπορούσε, ένα χρόνο πριν, να φανταστεί τι έφερνε μαζί του το 2019. H χρονιά μπήκε με εξεγέρσεις στο Σουδάν και την Αλγερία που επέτυχαν να ανατρέψουν δικτατορίες δεκαετιών ‒εξέλιξη που, ενώ σε πρώτο χρόνο μάλλον υποτιμήθηκε, δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη καθώς απηχούσε τον ποιοτικά νέο συγκρουσιακό αναβρασμό που είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του στα τέλη του 2018 με τα γαλλικά «κίτρινα γιλέκα» και τη δυναμική επανεμφάνιση του κινήματος ενάντια στην κλιματική αλλαγή.
Σε κάθε περίπτωση, πριν τα διεθνή μέσα προλάβουν καλά-καλά να προβούν σε αποτιμήσεις, ξέσπασε το εξαιρετικά μαχητικό κίνημα στο Χονγκ Κονγκ, ένα κίνημα εκατομμυρίων (που διαρκεί μέχρι και σήμερα με διαρκώς ανανεούμενες μορφές δράσης και άδηλες ακόμα προεκτάσεις) ενάντια στην πιο απάνθρωπη και σκληρή δικτατορία του κόσμου, την Κινεζική. Ο επόμενος εξεγερτικός σπασμός εμφανίστηκε στην άλλη πλευρά του πλανήτη, πρώτα σε μικρές χώρες της Λατινικής Αμερικής, στην Αϊτή και στο Πουέρτο Ρίκο, όπου εκδηλώθηκαν εξεγέρσεις ενάντια στο νεποτισμό και την κρατική διαφθορά. Επρόκειτο για προάγγελους όσων επρόκειτο να επακολουθήσουν στην ήπειρο αυτή: στη Βραζιλία, με κινητοποιήσεις που κατάφεραν να φρενάρουν (όχι όμως και να ανατρέψουν) την αντιδραστική ατζέντα του Μπολσονάρου, στην Αργεντινή με την πολιτική αλλαγή που επήλθε στις εκλογές του Οκτωβρίου, και πάνω απ’ όλα στη Χιλή των συγκλονιστικών ‒δυνάμει επαναστατικών‒ κινητοποιήσεων, της τεράστιας καταστολής (με κατάφορες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων), αλλά και της συμβολικής νίκης που σηματοδοτεί η έναρξη διαδικασιών για συνταγματική αναθεώρηση με πρώτο σταθμό τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος τον Απρίλιο του 2020 για το αν η υπό σχηματισμό συντακτική συνέλευση θα αποτελείται από πολιτικούς ή άμεσα εκλεγμένους λαϊκούς αντιπροσώπους ‒προοπτική που πριν τις κινητοποιήσεις θεωρούνταν αδιανόητη (όπως άλλωστε και η ίδια η συνταγματική αναθεώρηση), και που, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, είναι συντριπτικά πλειοψηφική.
Αυτός ο διεκδικητικός πυρετός του δεύτερου κυρίως μισού του χρόνου περιλάμβανε ακόμη τεράστιες μαζικές δράσεις για το εθνικό ζήτημα στην Καταλονία, το σθεναρό νεολαιίστικο κίνημα για την προστασία του περιβάλλοντος (με δράσεις εκατομμυρίων το Μάρτιο, το Μάιο και το Σεπτέμβριο), καθώς και ενάντια στηβία κατά των γυναικών το Νοέμβριο.
Οι συστημικοί σχολιαστές που, ανέξοδα ηθικολογώντας, φαντασιώνονται «κανονικότητες» δεν μπορούσαν να το πιστέψουν, όμως το φαινόμενο ήταν πρωτοφανές: χωρίς οι προηγούμενες «εστίες έντασης» να σβήνουν, προστίθονταν καθημερινά νέες ‒όπως οι εξεγέρσεις σε Ιράκ (με τις εκατοντάδες νεκρούς) και Λίβανο (όπου είχαμε ανατροπή της κυβέρνησης), καθώς και το νέο απεργιακό κύμα που εδώ και τέσσερις εβδομάδες συγκλονίζει τη Γαλλία ενάντια στην αντιμεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, που φέρνει και πάλι στο προσκήνιο τις αγωνιστικές παραδόσεις του εργατικού κινήματος. Παρότι τα περισσότερα ‒και πάντως τα συστημικά‒ ΜΜΕ τηρούν σιγήν ιχθύος, πρόκειται για τη μεγαλύτερη απεργία των τελευταίων δεκαετιών (με συλλαλητήρια και διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων σε πάνω από 200 πόλεις) που διαρκεί και κατά την εορταστική περίοδο (η απεργία των σιδηροδρομικών και των εργαζομένων στο μετρό δεν ανεστάλη), με νέο προσδοκώμενο σημείο κορύφωσης την 9η Ιανουαρίου 2020, οπότε έχει προγραμματιστεί νέα πανεθνική κινητοποίηση που καλούν οι συνομοσπονδίες CGT, FO (Εργατική Δύναμη) και Solidaire, καθώς και οργανώσεις της νεολαίας φοιτητών-μαθητών.
Οι 40 απεργοί-μπαλαρίνες που παρουσίασαν τη «Λίμνη των Κύκνων» έξω από την Όπερα την παραμονή των Χριστουγέννων αποκάλυψαν με το δικό τους ποιοτικά προεικαστικό τρόπο τον πάνδημο χαρακτήρα της κραυγής «φτάνει πια».
Επισημάνθηκε και πριν πως δεν είναι δυνατόν να αποτυπωθεί εδώ ικανοποιητικά ολόκληρη η έκταση και η πολυμορφία των μαχητικών αυτών συλλογικών δράσεων. Δεσπόζουν όμως μερικά στοιχεία που, σε μεγάλο βαθμό, είναι κοινά ‒διαπίστωση που άλλωστε προκύπτει και από την απλή θέαση του γεωγραφικού εύρους των κινητοποιήσεων. Εκτιμώ πως τρία είναι τα πιο εντυπωσιακά.
Το πρώτο συνίσταται στην ηχηρή απάντηση που η μαζικότητα (και η ιλιγγιώδης ταχύτητα εξάπλωσης) των κινημάτων αυτών δίνει σε όσους ‒με τον έναν ή άλλο τρόπο‒ διατείνονται πως οι κοινωνίες της ούτω αποκαλούμενης «μετα-βιομηχανικής» εποχής είναι κατακερματισμένες και παθητικές. Πρόκειται για ρεύμα σκέψης που κάθε τόσο κάνει την εμφάνισή του για να διακηρύξει πότε το «τέλος των ιδεολογιών», πότε το «τέλος των τάξεων», πότε το «τέλος της ίδιας της ιστορίας», μόνο και μόνο για να διαψευστεί οικτρά στον επόμενο χρόνο της εκφοράς του. Ανακύπτει τότε το ‒ιδεολογικά ομογενές‒ ρεύμα της δήθεν άδολης ανησυχίας για την «πολιτική βία» και τη «ριζοσπαστικοποίηση» ‒διαβήματα που, με πρόσχημα το ενδιαφέρον για την «ανοιχτή κοινωνία», επιδιώκουν να δυσφημίσουν τη μόνη ελπίδα που έχει ο πλανήτης ενάντια στον καπιταλισμό της καταστροφής, τη λαϊκή κινητοποίηση, την ενεργοποίηση του Δήμου. Με όσα μέσα διαθέτουν και διαρκώς υπερβάλλοντάς τα, οι κοινωνίες λοιπόν αντιστέκονται και θα συνεχίσουν να αντιστέκονται όσο βάρβαρη και αν γίνεται η κρατική καταστολή.
Ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό κοινό στοιχείο των κινημάτων του 2019 ‒απόρροια και τεκμήριο της τεράστιας ισχύος τους‒ είναι η διάρκεια και η αντοχή τους: παρότι κατά κανόνα επέτυχαν μερική ικανοποίηση των αρχικών τους αιτημάτων, οι δρώντες παρέμειναν στο δρόμο βαθαίνοντας και επεκτείνοντας τις κινητοποιήσεις του. Βρίσκονται εδώ αποτυπωμένα ‒ασφαλώς με τρόπο άνισο και μερικό‒ συμπεράσματα που προέκυψαν και από τον προηγούμενο συγκρουσιακό κύκλο, της περιόδου 2008-2012. Δεν υπάρχει καμία εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις που υπόσχονται, δεν υπάρχει όμως εμπιστοσύνη ούτε και στις υπάρχουσες πολιτικές εκπροσωπήσεις. Όμως από αυτό δεν πρέπει να συναγάγει κανείς κάποιο συμπέρασμα «περιορισμένης πολιτικοποίησης» ‒ίσα-ίσα. Αυτό που τα κινήματα εναγωνίως αναζητούν είναι νέους πολιτικούς οργανισμούς και θεσμούς λογοδοσίας ικανούς να τα προστατέψουν από το δηλητήριο της γραφειοκρατικοποίησης.
Το τρίτο κοινό στοιχείο, που παραπέμπει άμεσα και στις αιτίες των εξεγερτικών δράσεων, αφορά στο γεγονός πως σχεδόν όλες ξεκίνησαν από φαινομενικά ασήμαντες αφορμές: μια διακοπή επιδότησης, μια μικρή αύξηση στην τιμή των εισιτηρίων του μετρό, μια φορολόγηση κλίσεων μέσω ίντερνετ. Η έκταση, το βάθος, η αποφασιστικότητά τους όμως δείχνουν καθαρά πως δεν επρόκειτο παρά ακριβώς γι’ αυτό, για αφορμές (σύμφωνα και με το πάνδημο πλέον Χιλιανό σύνθημα «δεν είναι για τα 30 πέσος, είναι για τα 30 χρόνια»), για τις σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι. Το κρίσιμο ερώτημα είναι τι το είχε γεμίσει ‒και η απάντηση δεν είναι διόλου δύσκολη: οι ιστορικά ανεπανάληπτες και καθημερινά διογκούμενες κοινωνικές ανισότητες (σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Oxfam, 8 άτομα κατέχουν περιουσία ίση με το φτωχότερο 50% του πλανήτη), η κλιματική καταστροφή, η συρρίκνωση της δημοκρατίας, η παραθεσμική γιγάντωση εκτελεστικών μηχανισμών χωρίς την παραμικρή λογοδοσία, η συνεπακόλουθη διαφθορά στα πιο υψηλά κλιμάκια της εξουσίας, η κρατική καταστολή, η εθνική καταπίεση, οι έμφυλες ανισότητες. Όπως το αποτυπώνει και το πάνδημο πλέον Χιλιανό σύνθημα «δεν είναι για τα 30 πέσος, είναι για τα 30 χρόνια».) Όμως αυτά δεν είναι μεταξύ τους ασύνδετα. Αποτελούν, συνδυαστικά, τον ορισμό του σύγχρονου καπιταλισμού ‒είναι αναγκαία, αναπόφευκτα απότοκα της σύγχρονης λειτουργίας του.
ΙΙ
Στα πρόθυρα μιας νέας ύφεσης (την οποία όλοι οι αναλυτές προβλέπουν) το κύριο ερώτημα που τίθεται είναι αν ο καπιταλισμός είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αυτές τις πολλαπλές εστίες προβλημάτων. Η απάντηση είναι απερίφραστα αρνητική και οι λόγοι γι’ αυτό είναι βασικά τρεις.
Ο πρώτος είναι ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο το σύστημα αντιμετώπισε την προηγούμενη κρίση, αυτή που ξέσπασε το 2008: μέσω της ιστορικά ανεπανάληπτης εισροής ρευστού στην οικονομία (ποσοτική χαλάρωση, αρνητικά επιτόκια) και με νέο δανεισμό. Καθώς ο τελευταίος είναι πλέον στην περιοχή του 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ*, ένας νέος δανεισμός από το μέλλον δεν συγκαταλέγεται πλέον στις στρατηγικές που μπορούν εύκολα και πάλι να υιοθετηθούν: πόσο παραπάνω ποσοτική χαλάρωση, πόσο πιο αρνητικά επιτόκια; Επιπλέον, παρότι αυτού του είδους η διαχείριση κατάφερε να αντιμετωπίσει τις χειρότερες επιπτώσεις της προηγούμενης κρίσης, δεν επέτυχε (ούτε και θα ήταν δυνατόν να επιτύχει) αντιμετώπιση της πηγής του προβλήματος: του γεγονότος ότι, καθώς οι κοινωνίες αδυνατούν να καταναλώσουν αυτό που παράγουν (σύμφωνα με ετήσια έκθεση του ΟΗΕ για την «ανθρώπινη ανάπτυξη», μεταξύ 1980 και 2016, το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού έλαβε το 27% του πλούτου που παράχθηκε, ενώ το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού έλαβε μόλις το 12%), το σύστημα βρίσκεται παγιδευμένο σε μιαν αέναη συνθήκη υπερσυσσώρευσης. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι (πάντα σύμφωνα με την ίδια έκθεση του ΟΗΕ, στην Ελλάδα της κρίσης, λ.χ., το πλουσιότερο 1% αύξησε τον πλούτο του κατά 5,9% ενώ το φτωχότερο 40% έχασε το 43,8% του εισοδήματός του), όμως οι οικονομίες σέρνονται (οι ρυθμοί ανάπτυξης της τελευταίας περιόδου υπήρξαν χαρακτηριστικά χαμηλοί) και το σύστημα προσπαθεί να εξισορροπηθεί δημιουργώντας νέες φούσκες που, όπως και οι προηγούμενες, είναι δεδομένο πως κάποια στιγμή θα σκάσουν. Πρόκειται βέβαια για κατάσταση πραγμάτων που εύλογα δημιουργεί πανικό σε όλους τους σοβαρούς συστημικούς αναλυτές. Είναι πρώτη φορά στην ιστορία που, σε καιρό ακόμα ‒έστω χαμηλής‒ ανάπτυξης εκφράζεται τέτοιος πανικός για την επερχόμενη κρίση. Τα ερωτήματα τίθενται, όμως συστημικές απαντήσεις απλώς δεν υπάρχουν.
Δεύτερος σημαντικός παράγοντας της τρέχουσας συγκυρίας (που αναπόφευκτα θα χαρακτηρίζει το 2020) είναι κάτι που, ενώ στην προηγούμενη κρίση δεν υπήρχε, είναι εντούτοις σύμφυτο με την ίδια τη λειτουργία του καπιταλισμού: οι εμπορικοί πόλεμοι ‒κυρίως αυτός ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Προσπάθειες, βέβαια, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα γίνονται. Όμως τα αποτελέσματά τους είναι άκρως απογοητευτικά (παρά τις φευγαλέες τυμπανοκρουσίες), και αυτό δεν είναι διόλου παράξενο. Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως οι ανταγωνισμοί των μεγάλων οικονομιών είχαν στο παρελθόν οδηγήσει σε δυο παγκόσμιους πολέμους και σήμερα αναμφίβολα θα οδηγούσαν σε έναν τρίτο αν δεν υπήρχε, λόγω πυρηνικών, η βεβαιότητα της καταστροφής του πλανήτη. Και έτσι όμως, οι ανταγωνισμοί για διεύρυνση των «σφαιρών επιρροής» μαίνονται ‒το βλέπουμε γλαφυρά στις λυσσώδεις, άκρως ιμπεριαλιστικές προσπάθειες των πιο ισχυρών αστικών τάξεων να κερδίσουν «ζωτικό χώρο» τροφοδοτώντας συρράξεις που καταστρέφουν ολόκληρους πληθυσμούς, δημιουργώντας και συντηρώντας το προσφυγικό δράμα. Ούτε αυτοί οι ανταγωνισμοί είναι δυνατόν να πάψουν ‒όσο έντονα και αν ακούγονται οι περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις.
Υπάρχει, τέλος, και ένα τρίτος παράγοντας αποσταθεροποίησης: το γεγονός ότι η Κίνα, χώρα που το προηγούμενο διάστημα γνώριζε μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης και είχε δαπανήσει τεράστια ποσά (που, εκ των πραγμάτων, είχαν λειτουργήσει σαν παγκόσμιο οικονομικό «μαξιλάρι» απορροφώντας τις εξαγωγές των χωρών της Δύσης) δεν είναι πλέον σε θέση να το επαναλάβει. Οι ρυθμοί ανάπτυξής της έχουν πέσει στο μισό ενώ, όπως ήδη επισημάνθηκε, μαίνεται ο εμπορικός της ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ. Στην προοπτική μιας νέας ύφεσης, το σύστημα βρίσκεται παγιδευμένο στη δίνη ενός ισχυρού καθοδικού σπιράλ που θα καταστήσει μια νέα εξισορρόπηση ιδιαίτερα δύσκολη και, σε κάθε περίπτωση, προβληματική.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν περίτρανα ότι το σύστημα δεν μπορεί να βρει λύση στα δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Όμως αυτό καθόλου δεν συνεπάγεται και μιαν αυτόματη επίλυση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες ‒η αποτίμηση των συστημικών αδιεξόδων ούτε απελευθερωτική εσχατολογία υποκρύπτει, ούτε και ενέχει κάποια προδιαγεγραμμένη νομοτέλεια. Με δεδομένο ότι οι κοινωνίες αντιστέκονται (κάτι που, υπό το φως των εντεινόμενων προβλημάτων, είναι βέβαιο πως θα συνεχιστεί), προϋπόθεση για να διαρρήξουν το αντιδραστικό κέλυφος της κυριαρχίας είναι να επιλύσουν το μείζον αίτημα της εποχής: τη συγκρότηση μιας γνήσια μετασχηματιστικής πολιτικής εκπροσώπησης. Τα μεγάλα κινήματα της προηγούμενης περιόδου δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της πολιτικής ανεπάρκειας και της συνεπακόλουθης γραφειοκρατικοποίησης των φορέων που ανέλαβαν να τα εκπροσωπήσουν· και το έλλειμμα παραμένει ως τις μέρες μας. Η συνειδητοποίησή του από τους σημερινούς κινηματικούς δρώντες βρίσκει αντανάκλαση στη μεγάλη καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζονται κόμματα και πολιτικές οργανώσεις· όμως χωρίς εύρωστη πολιτική ‒μια πολιτική στρατηγικά προετοιμασμένη για τις έλλογες ρήξεις καθ’ οδόν προς τη συγκρότηση του μέλλοντος‒ τα κινήματα δεν είναι δυνατόν να επιτύχουν στις στοχεύσεις τους όσον ηρωισμό και αν επιδείξουν. Μεγάλη παρακαταθήκη του τελευταίου συγκρουσιακού κύκλου είναι η κατανόηση ότι πρόβλημα δεν είναι η πολιτικοποίηση καθαυτή, αλλά ο ελλιπής και στρεβλός τρόπος με τον οποίο επιχειρείται. Από τους τρόπους με τους οποίους θα αντιμετωπιστεί η κορυφαία αυτή πρόκληση της εποχής θα εξαρτηθεί και η πορεία του πλανήτη για το επόμενο διάστημα.
*Σημείωση Εφ.Π.: Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επισημαίνει, αντίστοιχα, πως το παγκόσμιο χρέος το 2017 είχε εκτιναχθεί σε ιστορικά επίπεδα-ρεκόρ των 184 τρισ. δολαρίων, όπερ ισοδυναμεί με το 225% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι κατά μέσον όρο το χρέος ξεπερνάει τις 86.000 δολάρια ή 78.200 ευρώ κατά κεφαλήν, δηλαδή είναι υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο του κατά κεφαλήν εισοδήματος σε διεθνή κλίμακα.
Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής και Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου