Των Σάββας Γ. Ρομπόλη*, Βασίλη Γ. Μπέτση**
Το χαμηλό κόστος ζωής προσελκύει σταδιακά αυξημένο αριθμό χαμηλοσυνταξιούχων Γερμανών στην Ουγγαρία, τη Ρουμανία, την Κροατία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα, όπου ζει διπλάσιος αριθμός (10.000 άτομα) απ’ ό,τι πριν από μία δεκαετία.
Αντίστοιχα, οι Ελληνες χαμηλοσυνταξιούχοι, μετά τις μειώσεις των συντάξεών τους κατά τη μνημονιακή δεκαετία τουλάχιστον κατά 45%, επιλέγουν την ημερήσια μετανάστευση ή τη μετανάστευση διαμονής τους στις βαλκανικές χώρες και ιδιαίτερα στη Βουλγαρία, στην
οποία θεωρούν ότι το κόστος ζωής υπολείπεται αυτού της χώρας μας τουλάχιστον κατά 30%.
Από τη δεκαετία του 1990 οι ασκούμενες κοινωνικο-ασφαλιστικές πολιτικές των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, επιδιώκοντας την αποδέσμευσή τους από το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο, επικεντρώθηκαν, κατά βάση, στον στόχο της βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών τους συστημάτων με μέτρα πολιτικής που αναφέρονται στην αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, τη μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης και των συντάξεων, την ultra-κεφαλαιοποίηση και ιδιωτικοποίηση των κοινωνικο-ασφαλιστικών συστημάτων, την κατάτμηση της ενότητας της συνταξιοδοτικής παροχής, κ.λ.π.
Το επιχείρημα που προέβαλλαν για την αναγκαιότητα άσκησης των προαναφερόμενων πολιτικών, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, ήταν ότι έπρεπε «τα συνταξιοδοτικά συστήματα να παρέχουν επαρκή, προσιτά, βιώσιμα και ισχυρά οφέλη», προσδοκώντας, μεταξύ των άλλων, μείωση του ποσοστού κινδύνου φτώχειας μεταξύ των ηλικιωμένων.
Αντίθετα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, οι εφαρμοζόμενες ασκούμενες πολιτικές, κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών, συνέβαλαν, μεταξύ των άλλων, στην αύξηση του αριθμού των φτωχών συνταξιούχων και υπονόμευσαν σε σημαντικό βαθμό τον ρόλο και τους στόχους των συνταξιοδοτικών συστημάτων στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μετασχηματίζοντας σταδιακά το κράτος-πρόνοιας σε κράτος φιλανθρωπίας.
Κι αυτό γιατί σήμερα στα συνταξιοδοτικά συστήματα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν κυριαρχεί το πνεύμα της αλληλεγγύης και της ισότητας μεταξύ και εντός των γενεών, της αναλογικότητας, της εγγύησης επαρκών συνταξιοδοτικών εισοδημάτων, τα οποία να επιτρέπουν ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο στους συνταξιούχους και να αποτρέπουν τη φτώχεια του συνταξιοδοτικού πληθυσμού σε απόλυτο επίπεδο.
Στις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται για παράδειγμα ότι στη Γερμανία, την πιο εύρωστη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το 2018, το 51,4% (9,3 εκατ. άτομα) των συνταξιούχων ελάμβανε μηνιαία σύνταξη κάτω των 900 ευρώ και το 58,6% ελάμβανε μηνιαία σύνταξη κάτω των 1.000 ευρώ.
Παράλληλα, το όριο της φτώχειας στη Γερμανία ανέρχεται για κάθε άτομο στο επίπεδο των 999 ευρώ τον μήνα. Επιπλέον, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Bertelsman προβλέπεται στο μέλλον η αύξηση της φτώχειας των συνταξιούχων εξαιτίας και της αύξησης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, σε βαθμό που ένας στους πέντε (20%) συνταξιούχους στη Γερμανία από το 2031 και μετά θα απειλείται από τον κίνδυνο της φτώχειας. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαμένοντες στη Γερμανία χαμηλοσυνταξιούχοι αναζητούν εργασία για να συμπληρώσουν το χαμηλό συνταξιοδοτικό τους εισόδημα. Έτσι, ενώ το 2000 εργάζονταν 530.000 χαμηλοσυνταξιούχοι, το 2018 εργάζονταν 1,45 εκατ. χαμηλοσυνταξιούχοι, από τους οποίους η πλειονότητα (60%) δήλωνε ότι είχε ανάγκη να εργαστεί, γιατί διαφορετικά δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες.
Στη Γαλλία, το όριο της φτώχειας ανέρχεται για κάθε άτομο στο επίπεδο των 1.015 ευρώ τον μήνα. Έτσι, σε σύνολο συνταξιούχων 17 εκατ. ατόμων (2019) 1,4 εκατ. συνταξιούχοι (8,3%) διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας. Στις συνθήκες αυτές, η πρόταση της κυβέρνησης του Eμ. Mακρόν για τη μετατροπή του ισχύοντος διανεμητικού συνταξιοδοτικού συστήματος σε σύστημα αγοράς σημείων με τις καταβαλλόμενες κάθε μήνα ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών και τη μετατροπή τους σε μειωμένη σύνταξη κατά 20%-25% εξηγεί γιατί συναντά επί δύο σχεδόν μήνες τη μαζική αντίδραση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Κι αυτό γιατί, μεταξύ των άλλων, θα συμβάλει καθοριστικά στη διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων και της φτωχοποίησης του συνταξιοδοτικού πληθυσμού της χώρας.
Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι στη Γαλλία, από το 1983 μέχρι το 2015, το μέσο εισόδημα του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 100%, έναντι της αύξησης κατά 25% του μέσου εισοδήματος του υπόλοιπου τμήματος του γαλλικού πληθυσμού. Στην Ελλάδα, η μνημονιακή δεκαετία συνέβαλε, μεταξύ των άλλων, στην αύξηση του πληθυσμού (48% – 5,1 εκατ. άτομα) που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας (382 ευρώ τον μήνα). Από τον αριθμό αυτόν (5,1 εκατ. άτομα), 1,5 εκατ. άτομα στην Ελλάδα ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (182 ευρώ τον μήνα). Πιο συγκεκριμένα, σε σύνολο συνταξιούχων στη χώρα μας 2.550.000 ατόμων, οι 595.000 συνταξιούχοι (23,3%) ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, με μέση μηνιαία σύνταξη 350 ευρώ (μεικτά).
Στις συνθήκες αυτές, οι Ευρωπαίοι χαμηλοσυνταξιούχοι (Βρετανοί, Γερμανοί, Γάλλοι, Ιταλοί, Ελληνες κ.λπ.) επέλεξαν τη μετανάστευσή τους στην Ανατολική και Νότια Ευρώπη, στα Βαλκάνια, σε χώρες της Β. Αφρικής, κ.λπ., με βασικό κριτήριο το χαμηλό κόστος ζωής και δευτερευόντως το κλίμα, το πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον, τη γλώσσα, τον τρόπο ζωής, τα έθιμα, τις παραδόσεις, κ.λπ.
Έτσι, το χαμηλό κόστος ζωής προσελκύει σταδιακά αυξημένο αριθμό χαμηλοσυνταξιούχων Γερμανών στην Ουγγαρία, τη Ρουμανία, την Κροατία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα, όπου ζει διπλάσιος αριθμός (10.000 άτομα) απ’ ό,τι πριν από μια δεκαετία. Οι Γάλλοι και οι Βρετανοί χαμηλοσυνταξιούχοι επιλέγουν τη μετανάστευσή τους, κατά βάση, στις χώρες της Νότιας Ευρώπης και ιδιαίτερα οι Γάλλοι και τις χώρες της Β. Αφρικής (Τυνησία, Μαρόκο). Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Μ. Βρετανίας, «οι Βρετανοί μετανάστες άνω των 60 ετών θα προσεγγίσουν σύντομα τα 10 εκατ. άτομα».
Τέλος, οι Έλληνες χαμηλοσυνταξιούχοι, μετά τις μειώσεις των συντάξεών τους κατά τη μνημονιακή δεκαετία τουλάχιστον κατά 45%, επιλέγουν την ημερήσια μετανάστευση ή τη μετανάστευση διαμονής τους στις βαλκανικές χώρες και ιδιαίτερα στη Βουλγαρία, στην οποία θεωρούν ότι το κόστος ζωής υπολείπεται αυτού της χώρας μας τουλάχιστον κατά 30%. Με άλλα λόγια, στις επικείμενες συνθήκες ήπιων ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ και χαμηλού πληθωρισμού στην Ευρωπαϊκή Ενωση, σε συνδυασμό και με τις ασκούμενες πολιτικές (π.χ. Ελλάδα, Γαλλία, Γερμανία κ.λπ.) πραγματικής μείωσης των εισοδημάτων και των συντάξεων, καθώς και αύξησης των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων, αναδεικνύεται με ανησυχία για την οικονομία της Ευρώπης, των κρατών-μελών και των πολιτών, η αρνητική τους επίδραση, σύμφωνα με την έρευνα των εισοδηματικών ανισοτήτων (2018), στην οικονομική ανάπτυξη, τη δημοσιονομική ανισορροπία τους και τη φτωχοποίηση του ευρωπαϊκού και ειδικότερα του συνταξιοδοτικού πληθυσμού.
*Ομ. καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου
**Υποψ. διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου