Του Κώστα Ράπτη
Δημοτικές και κατόπιν προεδρικές εκλογές το 2014. Βουλευτικές εκλογές το 2015, οι οποίες, ελλείψει αυτοδυναμίας, επαναλήφθηκαν λίγους μήνες αργότερα το ίδιο έτος. Δημοψήφισμα για την αλλαγή του πολιτεύματος σε προεδρικό το 2017. Προεδρικές και ταυτοχρόνως βουλευτικές εκλογές με βάση το νέο Σύνταγμα το 2018. Δημοτικές εκλογές το 2019. Και ενδιαμέσως το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Το τελευταίο ραντεβού της γειτονικής Τουρκίας με την κάλπη έκλεισε μία πενταετία επώδυνης αλλαγής του πολιτικού συστήματος, εν μέσω αλλεπάλληλων προκλήσεων, με τον Ταγίπ Ερντογάν σε μια φρενιτιώδη “φυγή προς τα
εμπρός”. Το εκλογικό ημερολόγιο δεν προβλέπει άλλες αναμετρήσεις μέχρι το 2023, χρονιά-ορόσημο για την ανάδυση μιας “νέας Τουρκίας”, κατά τους σχεδιασμούς του ισχυρού άνδρα της Άγκυρας, ακριβώς εκατό χρόνια αφότου ο Κεμάλ Ατατούρκ ίδρυσε την Τουρκική Δημοκρατία.
Και όμως: τα δύσκολα για τον Τούρκο πρόεδρο δεν βρίσκονται πίσω του, αλλά μπροστά του. Η πραγματική πρόκληση δεν ήταν οι δημοτικές εκλογές, όσο και αν η γνωστή μαχητικότητα του Ερντογάν τους προσέδωσε χαρακτήρα μείζονος αντιπαράθεσης, αλλά η “επόμενη μέρα”.
Οι δημοτικές εκλογές δεν θα μπορούσαν να επιφέρουν πολιτικές ανατροπές σε ένα σύστημα τόσο συγκεντρωτικό, όσο αυτό που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια (άλλωστε είναι εκατοντάδες οι δήμαρχοι που το προηγούμενο διάστημα αντικαταστάθηκαν από επιτρόπους με απόφαση της κεντρικής εξουσίας). Ούτε η αντιπολίτευση είχε δώσει δείγματα υπέρβασης των στρατηγικών και τακτικών υστερήσεων της.
Ωστόσο η οικονομική κρίση που έχει ξεσπάσει ανοιχτά από πέρσι (με την αποδυνάμωση του νομίσματος, την μεταβλητότητα στις αγορές, την εκτίναξη του πληθωρισμού στο 20% και την ανεργία στο 12%) εξηγεί την νευρικότητα των κυβερνώντων, καθώς άλλωστε τα ρήγματα στο εκλογικό μπλοκ της πλειοψηφίας είχαν γίνει εμφανή ήδη από το δημοψήφισμα του 2017.
Εξ ού και ο Ερντογάν όργωσε όλη τη χώρα κατά την προεκλογική περίοδο και στήριξε την ρητορική του σε “ταυτοτικές” εξάρσεις, με τις συνήθεις πλέον σε τέτοιες περιστάσεις αντιδυτικές αιχμές (χαρακτηριστικός είναι λ.χ. ο τρόπος με τον οποίο εκμεταλλεύτηκε την αντισλαμική τρομοκρατική επίθεση στη Νέα Ζηλανδία), αλλά και με ολοένα και πιο ανοιχτές επιθέσεις στην κεμαλιστική πολιτική κληρονομιά. Η ανάδειξη του ζητήματος της Αγίας Σοφίας (η οποία, ως γνωστόν, μετετράπη σε μουσείο επί των ημερών του Ατατούρκ) εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο.
Η επιβεβαίωση της εκλογικής συμμαχίας με τους εθνικιστές, η κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού υπέρ των κυβερνητικών υποψηφίων, ενδεχομένως και οι λαθροχειρίες που πλέον αποτελούν σταθερά της τουρκικής πολιτικής ζωής (ιδίως στα ανατολικά) έφεραν, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Ο έμπιστος του Ερντογάν, πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης Μπιναλί Γιλντιρίμ κατακτά (έστω και χωρίς θεαματική πλειοψηφία) τον μητροπολιτικό δήμο της Κωνσταντινούπολης, από τον οποίο ξεκίνησε την πορεία του προς την εξουσία και ο νυν πρόεδρος. Όμως εκτός από την οικονομική πρωτεύουσα, το κυβερνών κόμμα δυσκολεύεται να ελέγξει και την πολιτική, καθώς ο πολλά υποσχόμενος υποψήφιος της αντιπολίτευσης στην Άγκυρα Μανσούρ Γιαβάς, αντικείμενο το προηγούμενο διάστημα μιας αμφιλεγόμενης καμπάνιας καταγγελίας “σκανδάλων” στην δικηγορική του σταδιοδρομία, δίνει μέχρι την τελευταία στιγμή μάχη να επικρατήσει. Από την άλλη, το κεμαλιστικό-κεντροαριστερό Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) της αξιωματικής αντιπολίτευσης διατηρεί τη Σμύρνη, παραδοσιακό προπύργιο του.
Συνολικά, όσο πληθαίνουν τα στοιχεία από την καταμέτρηση στα δυτικά της χώρας, τόσο αμβλύνεται η αρχική εντύπωση της άνετης επικράτησης των κυβερνώντων.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Hurriyet Daily News, με καταμετρημένο το 74,56% των καλπών, το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKΡ) αποσπά σε πανεθνικό επίπεδο το 45,82% της ψήφου αθροιστικά και 16 από τους 30 μητροπολιτικούς δήμους, το CHP 30,05% της ψήφου και 10 μητροπολιτικούς δήμους, το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) του συμμάχου του Ερντογάν Ντεβλέτ Μπαχτσελί 6,4% και 1 μητροπολιτικό δήμο, το αντιπολιτευόμενο εθνικιστικό “Καλό Κόμμα” (IP) της Μεράλ Άκσενερ 7,13% και το φιλοκουρδικό Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών (HDP) 3,87% και 3 μητροπολιτικούς δήμους.
Η παραπάνω εικόνα σχετικοποιείται από τις συμμαχίες που έχουν συναφθεί κατά τόπους και ιδίως από την επιλογή του διωκόμενου HDP να υπερασπιστεί μόνο παραδοσιακές του περιφέρειες, στηρίζοντας ανοικτά ή άρρητα στο δυτικό τμήμα της χώρας το CHP. Είναι αυτό το γεγονός που επέτρεψε στον Ερντογάν να απονομιμοποιεί πλέον και την αξιωματική αντιπολίτευση, καταγγέλλοντας την ως “συνεργάτη της τρομοκρατίας”. Πρόκειται για την πιο ανησυχητική κληρονομιά των δημοτικών εκλογών – μετά την ακύρωση στις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2015 της προσπάθειας που είχε έως τότε αναληφθεί για το ειρηνικό κλείσιμο του κουρδικού ζητήματος.
Η μετεκλογική ατζέντα είναι βαρυφορτωμένη. Πρώτη προτεραιότητα αποτελεί η χαλιναγώγηση της οικονομικής κρίσης, με μέτρα τα οποία δεν ήταν δυνατόν να ανακοινωθούν παρά μετά την απομάκρυνση από την κάλπη. Κοινώς ένα “πρόγραμμα ΔΝΤ χωρίς το ΔΝΤ”, αφού η τυπική προσφυγή θα αποτελούσε προσωπική ταπείνωση για τον Ερντογάν, ο οποίος αναδείχθηκε εν μέσω των σαρωτικών πολιτικών αλλαγών που έφερε η προηγούμενη παρέμβαση του Ταμείου στην Τουρκία.
Δεύτερο κρίσιμο ερώτημα είναι αυτό της μετεκλογικής αποκατάστασης των σχέσεων με τη Δύση και δη τις ΗΠΑ. Ωστόσο, ούτε η Άγκυρα είναι πιθανόν να υπαναχωρήσει στο σχέδιο προμήθειας ρωσικών συστημάτων S-400, ούτε η Ουάσιγκτον στις τιμωρητικές κινήσεις που δρομολογεί ένεκα τούτου, όπως η ακύρωση της συμπαραγωγής μαχητικών F-35 με την Τουρκία.
Επιπλέον, ο Τούρκος πρόεδρος έχει προαναγγείλει επίλυση “επί του εδάφους”, δηλ. με στρατιωτική επέμβαση, των εκκρεμοτήτων στην κουρδοκρατούμενη βορειοανατολική Συρία, την ίδια ώρα που οι εταίροι του στη “διαδικασία της Αστάνα” (Ρωσία, Ιράν) επιμένουν στον σεβασμό της συριακής εδαφικής ακεραιότητας, αλλά και σε ξεκαθάρισμα της κατάστασης στην ελεγχόμενη από τους αντάρτες επαρχία της Ίντλιμπ.
Οι συναντήσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου με τον Αμερικανό ομόλογό του Μάικλ Πομπέο στη Ουάσιγκτον την επόμενη εβδομάδα, καθώς και του Ταγίπ Ερντογάν με τον Βλαντίμιρ Πούτιν στη Μόσχα στις 8 Απριλίου θα κρίνουν πολλά. Όπως άλλωστε και η συνάντηση κορυφής με τους επικεφαλής της Ε.Ε. τον Ιούνιο, καθώς και ενδεχόμενες νέες πρωτοβουλίες με αντικείμενο το Κυπριακό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου