Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, η σημερινή συζήτηση, όπως και οι άλλες παρόμοιες που διεξήχθησαν το Μάρτιο του 2015 και τον Απρίλιο του 2013, είναι μία διακήρυξη της εθνικής ενότητας, μία αναζωπύρωση της ιστορικής μνήμης και μία εκδήλωση σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και πιο συγκεκριμένα σεβασμού της Αρχής του απαραγράπτου των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Αρχή από την οποία απορρέει και η νομική θεμελίωση των ελληνικών αξιώσεων για τις λεγόμενες πολεμικές αποζημιώσεις, τις πολεμικές επανορθώσεις, το κατοχικό δάνειο. Η θεμελίωση για την επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών είναι και νεότερη και πληρέστερη, ενώ είναι γνωστή η συζήτηση για τη νομική θεμελίωση των αξιώσεων που έχουν άτομα, ιδιώτες. Όμως, εάν θέλουμε να είμαστε
ειλικρινείς και εάν θέλουμε να εκτελέσουμε το εθνικό μας καθήκον εις το ακέραιο, τότε πρέπει άξονας της συζήτησής μας να είναι η αλήθεια και όχι η αναπαραγωγή στερεοτύπων, όχι η επανάληψη μύθων.
Σήμερα η Βουλή καλείται να αντιληφθεί πόσο δύσκολο είναι να διαχειριστεί κανείς το δίπολο που έχει από τη μία μεριά τα εύκολα λόγια για εσωτερική κατανάλωση και από την άλλη μεριά τις δύσκολες πράξεις που παράγουν διεθνές, πολιτικό, νομικό και οικονομικό αποτέλεσμα. Συζητούμε για πράγματα τα οποία είναι ιστορικώς επιβεβαιωμένα, αναμφισβήτητα, τεκμηριωμένα, αλλά δεν φαντάζομαι ότι είναι αυτό το ζητούμενο, ούτε για τη Βουλή των Ελλήνων, ούτε για τους συγγενείς των θυμάτων, ούτε για τους σημερινούς κατοίκους των ιστορικών και μαρτυρικών τόπων της χώρας μας, ούτε για όλο τον ελληνικό λαό που είναι κληρονόμος και διάδοχος αυτής της μνήμης. Χρειάζεται κάτι πιο πρακτικό και κάτι πιο συγκεκριμένο και χρειάζεται να είμαστε ειλικρινείς και ακριβείς μεταξύ μας.
Είναι αξιοπρόσεκτη η προσπάθεια που έγινε στη Διακομματική Επιτροπή και είναι βεβαίως άξια τιμής και σεβασμού η βοήθεια που προσέφερε και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και το Υπουργείο Εξωτερικών με τις υπηρεσίες και το αρχείο του και βεβαίως το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και οι εκπρόσωποι της Ακαδημαϊκής Κοινότητας, ιδίως οι εκπρόσωποι του Διεθνούς Δικαίου. Όμως από την έκθεση αυτή λείπει η πλήρης καταγραφή των ενεργειών των ελληνικών κυβερνήσεων, ιδίως από την επανένωση της Γερμανίας και μετά, ιδίως από το 1990 και μετά, ώστε να αποδεικνύεται ότι η Ελλάδα, πολιτικά και διπλωματικά, έχει θέσει, θέτει και διατηρεί ζωντανό το ζήτημα αυτό. Παραδόξως είναι ελλιπέστατη η αναφορά στο πόρισμα.
Θέλω να σας θυμίσω ότι το 1995 επιδόθηκε ρηματική διακοίνωση από τον Έλληνα Πρέσβη στο Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών κατ’ εντολή του τότε Υπουργού Εξωτερικών, Κάρολου Παπούλια, και αυτό μνημονεύεται, αλλά δεν πηγαίνουμε ξαφνικά από το 1995 στο 2019. Το 1998 ο τότε Πρέσβης της Ελλάδος στη Γερμανία και στη συνέχεια Γενικός Γραμματέας της Προεδρίας της Δημοκρατίας, ο Πρέσβης κ. Αιλιανός, επανέλαβε το διάβημα αυτό στον Γενικό Διευθυντή Πολιτικών Υποθέσεων του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών. Το 2000 ο τότε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, αείμνηστος Κωστής Στεφανόπουλος, ευρισκόμενος σε επίσημη επίσκεψη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, έθεσε το ζήτημα αυτό επισήμως και δημόσια στον ομόλογό του τότε Πρόεδρο Rau.
Το 2011 αρχίζει μία σειρά ενεργειών στο ύψιστο νομικό επίπεδο, γιατί η Ελλάδα τον Ιούλιο του 2011, στο μέσο της οικονομικής κρίσης και ενώ διαπραγματευόμασταν το δεύτερο πρόγραμμα στήριξης και την επέμβαση στο χρέος, προσέφυγε ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, στην ανοικτή δίκη Ιταλίας κατά Γερμανίας, με παρέμβαση υπέρ της Ιταλίας, και η απόφαση αυτή εκδόθηκε αρνητική για την Ιταλία και την Ελλάδα, το Φεβρουάριο του 2012, τις ημέρες που συνετελείτο η πιο κρίσιμη επιχείρηση για τη διάσωση της χώρας, τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική. Η οικονομική κρίση και τα μνημόνια και ο αποφασιστικός ρόλος της Γερμανίας δεν εμπόδισαν την τότε κυβέρνηση να κάνει αυτήν την επιλογή, όχι των λόγων, αλλά της μέγιστης δικονομικής πράξης που μπορούσε να κάνει στο επίπεδο του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Στη συνέχεια, την περίοδο 2013-2015, περίοδο κατά την οποία ήμουν –σε συνέχεια της περιόδου 2011-2012 που ήμουν Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Οικονομικών– Αντιπρόεδρος και Υπουργός Εξωτερικών, το ζήτημα αυτό ετέθη επισήμως, διπλωματικά, σε όλους τους Γερμανούς Υπουργούς Εξωτερικών, στον αείμνηστο Westerwelle, στο σημερινό Πρόεδρο της Γερμανικής Δημοκρατίας, τον κ. Steinmeier, στην Καγκελάριο Merkel, στην οποία το θέσαμε από κοινού με τον Αντώνη Σαμαρά, στον Υπουργό Οικονομικών κ. Schäuble και, βεβαίως, στον Πρόεδρο Gauck, όταν βρέθηκε εδώ σε επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα, του το έθεσε και ο τότε Πρωθυπουργός και εγώ, ως Αντιπρόεδρος και Υπουργός Εξωτερικών, στην επίσημη συνάντηση των Αντιπροσωπειών.
Το 2014 έχουμε τις εξελίξεις σε σχέση με την τεκμηρίωση. Έχουμε το πόρισμα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, έχουμε το πόρισμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, έχουμε την περαιτέρω επεξεργασία των ποσών από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Όλα αυτά –και είναι κρίμα που αυτό απουσιάζει ως αναφορά από την Έκθεση της Διακομματικής Επιτροπής– κατέστησαν αντικείμενο νέας ρηματικής διακοίνωσης, που επέδωσε η Ελληνική Πρεσβεία στο Βερολίνο στο Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών, με περιεχόμενο το περιεχόμενο της δημόσιας δήλωσης που έκανα τότε στην Ελλάδα, στις 19 Ιανουαρίου 2015, ως Υπουργός των Εξωτερικών για τα κείμενα αυτά. Ό,τι λέγαμε στην Ελλάδα, δεν το λέγαμε για εσωτερική κατανάλωση, επιδόθηκε διπλωματικά με ρηματική διακοίνωση στη Γερμανική Κυβέρνηση.
Θα έπρεπε να συνεχισθεί αυτός ο κατάλογος, αλλά δεν μπορεί να συνεχισθεί, γιατί, ειλικρινά, δεν έχω ακούσει να έχουν γίνει ενέργειες, πολιτικές και διπλωματικές, σε κυβερνητικό επίπεδο από τις 25 Ιανουαρίου 2015 έως σήμερα. Τα τελευταία τέσσερα και πλέον χρόνια δεν έχει τεθεί το ζήτημα αυτό, ή, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει ανακοινωθεί στη Βουλή ότι έχουν συνεχισθεί οι ενέργειες αυτές. Άρα, πρέπει να σπάσει ο φαύλος κύκλος της διπλής γλώσσας. Δεν είναι θέματα αυτά, όπως οι πολεμικές επανορθώσεις και η μνήμη των θυμάτων του ελληνικού λαού, η μνήμη των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, που μπορούν να είναι αντικείμενο αυτής της μικροκομματικής πρακτικής της διπλής γλώσσας, της εύκολης γλώσσας για εσωτερική κατανάλωση και των ανύπαρκτων πράξεων σε διεθνές επίπεδο.
Τώρα λοιπόν, δύο και πλέον χρόνια μετά την κατάρτιση της έκθεσης από τη Διακομματική Επιτροπή, αυτή εισάγεται για συζήτηση στην Ολομέλεια. Καλοδεχούμενη. Τώρα έχει τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη των Πρεσπών, τώρα έχει καταβληθεί η εκκρεμούσα δόση από τις επιστροφές των κερδών των Κεντρικών Τραπεζών του Ευρωσυστήματος, λόγω των χαρτοφυλακίων ANFA και SMP που είχαμε καταφέρει να πάρουμε πίσω στις 21 Φεβρουαρίου 2012.
Τώρα, λοιπόν, πρέπει να συνεχισθεί η διπλωματική πρακτική, να τίθεται το ζήτημα αυτό για να διατηρείται υπό διαβούλευση, όπως προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο, όπως προβλέπει η Διεθνής Συμφωνία του 1953, όπως προβλέπει η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, με συγκεκριμένα πράγματα, έστω τώρα, έστω μετά τις Πρέσπες και έστω μετά την καταβολή αυτής της περιβόητης δόσης. Έστω μετά την τυπική έξοδο από το μνημόνιο. Ενώ εμείς είδατε πώς χειριστήκαμε τα θέματα αυτά, μη επιτρέποντας καμία διασύνδεση θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, εθνικής μνήμης και αξιοπρέπειας με την αγωνία για την οικονομική διάσωση της χώρας. Έχοντας πάντα συνομιλητή τη Γερμανική Κυβέρνηση για όλα τα θέματα αυτά, λόγω του καθοριστικού της ρόλου μέσα στην Ευρωζώνη.
Τώρα, ποιο είναι αυτό που θα κάνουμε; Πώς θα λύσουμε το πρακτικό ζήτημα των δικονομικών ενεργειών; Τι μας λέει το πόρισμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για το χειρισμό των υποθέσεων; Μας λέει αυτά που ξέρουμε, αυτά που έχουμε πει πάρα πολλές φορές, ότι η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης σέβεται την κρατική ασυλία, αυτό μας είπε απορρίπτοντας την προσφυγή μας και απορρίπτοντας και την ιταλική θέση, παρότι το Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο επιμένει. Αλλά το Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο επειδή είναι οπαδός της λεγόμενης δυαδικής θεωρίας ως προς τις σχέσεις Εθνικού και Διεθνούς Δικαίου, επιμένει και αντιδικεί και με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι μία πάγια γραμμή.
Το δικό μας όμως Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει πει άλλα από το 2002 και δεν είδα τον Έλληνα Υπουργό Δικαιοσύνης των τελευταίων κυβερνήσεων, Τσίπρα-Καμμένου, να αλλάζει πρακτική και να παρέχει την προβλεπόμενη από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας άδεια, προκειμένου να διενεργηθεί αναγκαστική εκτέλεση. Για να έχουμε μία αίσθηση της πραγματικότητας και της αλήθειας. Ακόμη και για να προσφύγει κανείς στο επί τούτου προβλεπόμενο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο της Σύμβασης του 1953, τη σύνθεση του οποίου τη διαβάζουμε, βλέπουμε ποιος είναι ο συσχετισμός των διαιτητών στο δικαστήριο αυτό, πρέπει να προηγηθεί η φάση της διαβούλευσης.
Άρα, ούτως ή άλλως, όποια δικονομική επιλογή και εάν γίνει κάποια στιγμή, το βέβαιο είναι ότι πρέπει να τίθενται τα ζητήματα αυτά σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο στο υψηλότερο ομόλογο επίπεδο, στο επίπεδο του Πρωθυπουργού και του Υπουργού των Εξωτερικών, στο επίπεδο εκείνων που δεσμεύουν τη χώρα και αυτό δεν βλέπω να είναι αντικείμενο της σημερινής συζήτησης.
Όταν η κυβέρνηση θα μας μιλήσει για το τι έκανε ή τι δεν έκανε τα τελευταία τέσσερα, σχεδόν πέντε χρόνια, και όταν, έστω τώρα, καλούμενη από τη Βουλή που θα ψηφίσει φαντάζομαι ομόφωνα το Σχέδιο ψηφίσματος, παρότι δεν προβλέπεται τυπικά έκδοση ψηφίσματος, έρθει η κυβέρνηση να ανταποκριθεί, πρέπει να ανταποκριθεί με συγκεκριμένα και σοβαρά πράγματα και όχι με την ευκολία των δηλώσεων εσωτερικής κατανάλωσης. Όταν τιμούμε τον ελληνικό λαό και τους αγώνες του, και τα θύματα του ναζισμού, του φασισμού, πρέπει να είμαστε συγκεκριμένοι και ακριβείς, γιατί η αοριστία από ένα σημείο και μετά καθίσταται προσβλητική για την ιστορική μνήμη.
Ευχαριστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου