Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Το δημοψήφισμα στην πΓΔΜ και οι επιπτώσεις του στην Συμφωνία των Πρεσπών

Έχω την τιμή να προλογίζω το βιβλίο του πρέσβη, κυρίου Αλέξανδρου Μαλλιά. Στο κείμενο του προλόγου περιλαμβάνονται συνοπτικά διατυπωμένοι οι έπαινοί μου για την προσωπικότητα, την υπηρεσιακή του διαδρομή και τις ευαισθησίες του, γιατί ο κ. Μαλλιάς, όχι μόνο ως επαγγελματίας αλλά πρωτίστως ως ενεργός πολίτης, έχει εύλογο ενδιαφέρον αλλά και ικανότητα να αναμετριέται με τα μεγάλα ανοιχτά εθνικά θέματα και να συμβάλλει με τα κείμενά του στην πραγμάτευση τους, στην κατανόησή τους. Να συμβάλλει στον αναστοχασμό που είναι απολύτως αναγκαίος γύρω από τα θέματα αυτά. Δεν θα επαναλάβω αυτά που λέω στον πρόλογο, που αφορούν τη Συμφωνία καθεαυτή, τις νομικές και πολιτικές διαστάσεις ενός πολύ σημαντικού κειμένου,
με το οποίο θα βρεθούμε και στο μέλλον αντιμέτωποι. Θα ξεκινήσω από τις τελευταίες εξελίξεις, τη συγκυρία, γιατί η εκδήλωση αυτή βεβαίως οργανώθηκε ως μία παρουσίαση βιβλίου, αλλά δύο ημέρες μετά το δημοψήφισμα και την έκβασή του είμαστε υποχρεωμένοι να αξιολογήσουμε αυτό το γεγονός.

Όπως γνωρίζουμε και όπως προκύπτει από την πρωτοβάθμια ανάγνωση του κειμένου της Συμφωνίας των Πρεσπών, η διοργάνωση δημοψηφίσματος για την αποδοχή ή μη της Συμφωνίας από το εκλογικό σώμα της ΠΓΔΜ δεν συνιστά υποχρέωση του δεύτερου συμβαλλόμενου μέρους. Ήταν δυνητική η οργάνωση, επρόκειτο για μία οικειοθελή επιλογή, η οποία είναι νομικώς κρίσιμη στο μέτρο που επηρεάζει τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Ο νομικά κρίσιμος όρος είναι να συντελεστεί, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συμφωνίας, η αναθεώρηση του Συντάγματος της γειτονικής μας χώρας, ώστε να υπάρχει πλήρης εναρμόνιση του υψίστου κειμένου της εσωτερικής έννομης τάξης με τις ρητές προβλέψεις της Συμφωνίας, που είναι ένα κείμενο του Διεθνούς Δικαίου.
Δεν θα σας κουράσω τώρα με το θεωρητικό και κρίσιμο πάντα ζήτημα των σχέσεων Διεθνούς Δικαίου και εσωτερικής έννομης τάξης, Διεθνούς Δικαίου και Συντάγματος. Ούτως ή άλλως, αυτού του είδους ο διακανονισμός, να συμφωνούμε κάτι στο επίπεδο του Διεθνούς Δικαίου και αυτό να πρέπει στη συνέχεια να μετατραπεί σε εσωτερικό συνταγματικό κανόνα, είναι πολύ συνηθισμένος. Θα θυμίσω μόνο ότι σε ένα πολύ κρίσιμο κείμενο, σε μία πολυμελή σύμβαση υπαρξιακής σημασίας για τις χώρες της Ευρωζώνης στην τελευταία, την ισχύουσα Συνθήκη για το Συντονισμό, τη Συνεργασία και τη Διακυβέρνηση της Ευρωζώνης, στη νέα δηλαδή εκδοχή του Συμφώνου Σταθερότητας, έχουμε και εμείς και όλες οι χώρες μέλη της Ευρωζώνης αναλάβει την υποχρέωση να αναθεωρήσουμε τα Συντάγματά μας ώστε να εισαχθεί ρητά ο λεγόμενος χρυσός δημοσιονομικός κανόνας, δηλαδή ο κανόνας του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Έχουμε μάλιστα εμείς αυξημένη υποχρέωση, όπως αντιλαμβάνεστε, όχι απλά και μόνο ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, αλλά προϋπολογισμού με πρωτογενές πλεόνασμα που από ένα σημείο και μετά είναι και προϋπολογισμός με δημοσιονομικό πλεόνασμα.
Άρα υπάρχουν πολιτικές δεσμεύσεις που υπερακοντίζουν τις νομικές και υπάρχουν διεθνείς δεσμεύσεις, του Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου εν προκειμένω, που ξεπερνούν κατά πολύ τις προβλέψεις της εθνικής έννομης τάξης. Αυτά συμβαίνουν λοιπόν και στον κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκό χώρο, που είναι η Ευρωζώνη. Πολύ περισσότερο μπορεί να συμβεί αυτό σε μία διμερή συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και ΠΓΔΜ. Είναι στην πραγματικότητα ένας συμβιβασμός ανάμεσα στις μονιστικές αντιλήψεις για τη σχέση Διεθνούς Δικαίου, Συντάγματος και εσωτερικής έννομης τάξης, και τις δυαδικές. Ούτως ή άλλως πρέπει να υπάρχει εναρμόνιση.
Ακόμη όμως –θέλω να προσθέσω εδώ– και αν συντελεστεί πλήρως και χωρίς καμία αμφισβήτηση η δέουσα αναθεώρηση του Συντάγματος, με την αναγκαία αυξημένη πλειοψηφία και σύμφωνα με τις προβλέψεις του Συντάγματος των γειτόνων μας, και πάλι υπάρχει πρόσθετη υποχρέωση που απορρέει από τη Συμφωνία των Πρεσπών, που απορρέει δηλαδή από το Διεθνές Δίκαιο, όπως απορρέει και τώρα από την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, όλο το Σύνταγμα και ιδίως οι κρίσιμες διατάξεις του να ερμηνεύονται σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συνθήκης αυτής. Όμως το ότι συγκεντρώνεται, αν συγκεντρωθεί, αυξημένη πλειοψηφία και αναθεωρείται το Σύνταγμα, όπως έγινε και στο παρελθόν, με βάση την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, σημαίνει ότι υπάρχει εσωτερική πολιτική βούληση και εσωτερική πολιτική και κοινωνική συναίνεση.
Το δημοψήφισμα δεν συγκέντρωσε τις συνταγματικές προϋποθέσεις δεσμευτικότητάς του, αντίστοιχες προϋποθέσεις έχουμε και στην Ελλάδα. Και στην Ελλάδα με βάση τον ισχύοντα εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο, πρέπει σε ένα αντίστοιχο δημοψήφισμα να υπάρχει συμμετοχή τουλάχιστον 40% και για ένα νομοθετικό δημοψήφισμα, 50% του συνόλου του εκλογικού Σώματος. Το γεγονός λοιπόν ότι λόγω μικρής συμμετοχής δεν συγκεντρώθηκαν οι προϋποθέσεις δεσμευτικότητας, σημαίνει ότι δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, δεν συνιστά πράξη, δηλαδή απόφαση του εκλογικού σώματος δεσμευτική, έστω επί της αρχής, για τη Βουλή, αλλά παράγονται βεβαίως πολιτικά αποτελέσματα, τα οποία ο καθένας τα προσλαμβάνει και τα ερμηνεύει κατά τη δική του αντίληψη.
Άρα σύμφωνα με τον Πρόεδρο της ΠΓΔΜ και σύμφωνα με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρόκειται για μία πολιτική αποτυχία και της κυβέρνησης και της Συμφωνίας. Σύμφωνα με την κυβερνητική πλειοψηφία και το πρώτο κυβερνητικό κόμμα και το δεύτερο -Αλβανικό- κυβερνητικό κόμμα, πρόκειται για μία συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της συμφωνίας που, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να ληφθεί υπόψη στη συνέχεια και από την αντιπολίτευση και από τη Βουλή. Είναι ποτέ δυνατόν να εξαρτηθεί η πορεία μίας διεθνούς διαδικασίας και πολύ περισσότερο να εξαρτηθεί το μέλλον της περιοχής, η σταθερότητα στην περιοχή από μία τέτοια ανοικτή αμφισβήτηση γύρω από τις συγκρουόμενες πολιτικές ερμηνείες ενός πολιτικού γεγονότος που είναι πια αυτή η διαδικασία του δημοψηφίσματος, γιατί ως νομικό γεγονός δεν παρήγαγε αποτελέσματα; Προφανώς όχι.
Άρα, σημασία θα έχουν αυτά τα αριθμητικά δεδομένα που προέκυψαν προχθές την Κυριακή, εάν τα προβάλουμε στους συσχετισμούς μέσα στη Βουλή, εφόσον καταστεί εφικτή η συγκέντρωση της αυξημένης πλειοψηφίας των 2/3 με συμμετοχή βουλευτών που τώρα ανήκουν στην αντιπολίτευση. Αν αυτό δεν καταστεί εφικτό και οδηγηθεί η γειτονική χώρα σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές, το ζήτημα είναι αν το αποτέλεσμα αυτών των βουλευτικών εκλογών θα οδηγήσει σε μία νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία είναι διατεθειμένη, με αυξημένη πλειοψηφία 2/3, να ολοκληρώσει την αναθεώρηση και άρα να συμπληρώσει τις προϋποθέσεις της Συνθήκης των Πρεσπών, προκειμένου η Ελλάδα μετά να έχει τη δική της υποχρέωση να κυρώσει κοινοβουλευτικά βέβαια, όπως προβλέπει το άρθρο 36 και το άρθρο 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος, τη Συμφωνία αυτή.
Αν ήμουν στη θέση του Πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ θα είχα ανάγκη από μία έγκυρη επιστημονική συμβουλή για το αν τα αριθμητικά δεδομένα του δημοψηφίσματος, δεδομένα συμμετοχής και δεδομένα πλειοψηφίας, όπως αυτά εξειδικεύονται στις δύο κοινότητες, τη Σλαβομακεδονική και την Αλβανική, προβαλλόμενα στην εκλογική αντιπαράθεση οδηγούν σε ένα πιθανό αποτέλεσμα που επιτρέπει να ολοκληρωθεί η διαδικασία της αναθεώρησης ή όχι. Αλλά αυτό, όπως αντιλαμβάνεστε, δημιουργεί μία μεγάλη εκκρεμότητα, γιατί όταν συζητούμε για τα θέματα αυτά δεν συζητούμε απλά και μόνο για διεθνείς συσχετισμούς, για Ιστορία, για Διεθνές Δίκαιο, για σταθερότητα στην περιοχή, αλλά για πολύ κρίσιμα και ίσως πολύ χαμηλού επιπέδου εσωτερικά πολιτικά ζητήματα, που αφορούν άλλα μέτωπα ανοικτά στην αντιδικία μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Για παράδειγμα ζητήματα διαφάνειας, ζητήματα ποινικών διώξεων, ζητήματα πολιτικού κλίματος και ούτω καθεξής.
Μπορεί μία συμφωνία που έχει ταυτοτικό περιεχόμενο, μία συμφωνία που εμφανίζεται με τέτοιες φιλοδοξίες, να εξαρτάται από τέτοιου είδους παραμέτρους και εμείς να περιμένουμε, ψύχραιμοι και υπομονετικοί, να διευθετηθούν τα θέματα σε αυτό το επίπεδο, προκείμενου να δούμε εάν παράγεται, όχι μόνο ένα πολιτικό και νομικό αποτέλεσμα, αλλά ένα ιστορικό αποτέλεσμα; Μου φαίνεται αυτό αρκετά δύσκολο και παρακινδυνευμένο. Γιατί πιστεύω ότι αυτό που συνέβη προχθές, ανεξαρτήτως του ποια είναι η άποψή μας νομικά, πολιτικά, ιστορικά, για το περιεχόμενο και τους συμβιβασμούς της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπου η συζήτηση είναι ανοιχτή και ο καθένας μπορεί να έχει την άποψή του, είναι ότι δημιουργείται πλέον η ανάγκη μίας νέας ανάγνωσης σε σχέση με το περιβόητο momentum.
Η Συμφωνία αυτή τέθηκε υπό διαπραγμάτευση, συνομολογήθηκε και υπογράφηκε προκειμένου να υπηρετηθεί ένα momentum, στο οποίο όλοι λίγο πολύ συμφωνήσαμε, ότι υπάρχει. Μία στιγμή ιστορική, κρίσιμη, όχι μόνον εθνικά αλλά και περιφερειακά, η οποία αφορά πρωτίστως την πολιτειακή ενότητα και την οντότητα της γειτονικής μας χώρας, κάτι που μας ενδιαφέρει πάρα πολύ. Αυτό συνδέεται με το μακροχρόνιο σεβασμό των διακανονισμών της Συμφωνίας της Οχρίδας, που είναι μία διφυής συμφωνία, η οποία έχει και διεθνοδικαιικό και συνταγματικό χαρακτήρα, γιατί καθορίζει τη σχέση μεταξύ των δύο μεγάλων κοινοτήτων, δηλαδή της Σλαβομακεδονικής και της Αλβανικής. Και βεβαίως το momentum αφορούσε την ανάγκη να συμβάλλουμε και εμείς και να συμβάλλει και όλη η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Δύση, συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Πολιτειών, στη διασφάλιση της απόλυτης Ευρωατλαντικής προοπτικής της ΠΓΔΜ με την άμεση ένταξη στο ΝΑΤΟ και με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξή τους, μετά από αρκετό καιρό, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτά όλα συμβαίνουν σε μία στιγμή και σε μία περιοχή που βεβαίως είναι ευρύτερα κρίσιμη, γιατί έχουμε τις συζητήσεις Vucic-Thaci στο Κοσσυφοπέδιο, είναι ανοιχτό το ζήτημα του αναδασμού μεταξύ βορείου Κοσσόβου και Πρελέβου, το domino effect στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη μπορεί να είναι άμεσο, κυρίως σε ό,τι αφορά τη Republika Srpska, η συζήτηση για το λεγόμενο αλβανικό διάδρομο, Τίρανα-Πρίστινα-Τέτοβο, είναι πάντα πολύ ενδιαφέρουσα. Φυσικά όλα αυτά τα λαμβάνουμε υπόψη. Αυτή η συζήτηση για το momentum που ήταν στο υπόβαθρο όλης αυτής της πολιτικής διεργασίας και της πολιτικής έντασης, που οδήγησε στις Πρέσπες, προκειμένου να διαφυλάξουμε όλα αυτά τα πολύ σημαντικά αγαθά, τι σχέση έχει με το αποτέλεσμα; Είναι προφανές ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, της κοινωνίας της γειτονικής και φίλης χώρας, προτάσσει τα ταυτοτικά ζητήματα, προτάσσει ζητήματα εθνικής ταυτοτικής αυτοαντίληψης. Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία και για τη συζήτηση σε σχέση, όχι με τα καθαρά ζητήματα, που είναι το σύνθετο όνομα και η erga omnes χρήση του, γιατί αυτά τα πράγματα είναι καθαρά σημεία της συμφωνίας, αλλά για τα διφορούμενα που έχουν εσωτερική δυναμική. Σημεία που είναι βεβαίως η ονομασία της γλώσσας,   το ζήτημα της ιθαγένειας ( πρόκειται πράγματι για την ιθαγένεια, που θα έπρεπε ως εκ τούτου να ταυτίζεται την ονομασία του κράτους, δηλαδή να είναι «Βορειομακεδονική»), κυρίως όμως η ερμηνεία του άρθρου 7. Δηλαδή, στην πραγματικότητα, η νομική διαχείριση του μεγάλου πολιτικού και ιδεολογικού ζητήματος της αυτοσυνειδησίας, της αυτοπρόσληψης και του αυτοχαρακτηρισμού.
Γιατί τα ζητήματα της εθνοτικής ταυτότητας δεν εδρεύουν στη διάταξη για την ιθαγένεια που χαρακτηρίζεται ως «μακεδονική», άλλωστε η ιθαγένεια είναι ένας νομικός δεσμός Δημοσίου Δικαίου, του πολίτη με το κράτος στο λαό του οποίο ανήκει. Εδρεύουν στο άρθρο 7, εκεί όπου, στην πραγματικότητα, ρυθμίζεται το πλαίσιο των ιστορικών αναγνώσεων, δηλαδή η συνειδησιακή διεργασία. Επιπλέον, όταν η ιθαγένεια αποδίδεται συνοπτικά ως «μακεδονική», ενώ πρόκειται για την ιθαγένεια του πολίτη της Δημοκρατίας της «Βόρειας Μακεδονίας», μπορεί ο καθένας να λέει ότι και η συνοπτική απόδοση του ονόματος του κράτους «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» είναι «Μακεδονία». Άρα προβληματικό σε σχέση με την εθνική ταυτότητα είναι το άρθρο 7 της Συμφωνίας και προβληματική σε σχέση με τη χρήση στην πράξη του πλήρους ονόματος της χώρας είναι η αποδοχή του χαρακτηρισμού της ιθαγένεια ως «μακεδονικής» .
Αποδείχτηκε λοιπόν, για να μη σας κουράζω πάρα πολύ, ότι τέτοιου είδους διακανονισμοί, δηλαδή διαχείριση μεγάλων θεμάτων εξωτερικής πολιτικής που μπορεί να μη συνοδεύονται με απειλή πολέμου, να μην είναι θανατηφόρα ζητήματα, όπως τα ζητήματα που μπορεί να υπάρχουν στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις ή στο Κυπριακό ή σε άλλες περιοχές του κόσμου πολύ περισσότερο, αλλά πάντως είναι κρίσιμα ζητήματα, τελούν υπό μια βασική προϋπόθεση. Αυτά λοιπόν τα ζητήματα για να τα διευθετήσεις με σταθερό, οριστικό και βιώσιμο τρόπο πρέπει να συνοδεύονται από πολύ μεγάλη εθνική συναίνεση και στις δύο πλευρές. Δεν μπορεί να είναι αντικείμενο εσωτερικής αντιδικίας, δεν αρκούν συγκυριακές, μικρές κυβερνητικές πλειοψηφίες. Θέλει ευρύτατες συναινέσεις, προκειμένου η βιωσιμότητα να μη διασφαλίζεται απλώς νομικά, να μη βασίζεται σε μία νομιμότητα, η οποία είναι οριακή, αλλά να έχει πραγματική νομιμοποίηση, δηλαδή να έχει μία ισχυρή θεμελίωση.
Υπό την έννοια αυτή, το δέλεαρ της ένταξης στο ΝΑΤΟ και το δέλεαρ της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν λειτούργησε για ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης και της κοινωνίας της γειτονικής μας χώρας. Φάνηκε επίσης για πολλοστή φορά ότι οι έξωθεν επεμβάσεις, ο διδακτισμός, οι συστάσεις, λειτουργούν αρνητικά, όπως λειτούργησαν και σε άλλες χώρες. Όπως λειτούργησαν στην Ιταλία, όταν η σθεναρή γερμανική υποστήριξη στην κυβέρνηση Monti και στην υποψηφιότητα Monti, οδήγησε σε ένα πολύ πενιχρό εκλογικό αποτέλεσμα και στη συνέχεια οδήγησε στην άνοδο εκδοχών του λαϊκισμού. Αριστερότερων, δεξιότερων ή ακροδεξιότερων, πάντως βλέπουμε ποιο είναι το αποτέλεσμα σε μία μεγάλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της παγκόσμιας οικονομίας, όπως είναι η Ιταλία. Βέβαια πίσω από όλα αυτά, για να μιλήσουμε ανοιχτά, η Δύση έθεσε - και είχε κάποια αντικειμενικά δεδομένα για να το θέσει, το έθεσε στην πραγματικότητα και η Ελληνική κυβέρνηση ανοικτά και με διπλωματικά έντονο τρόπο- το ζήτημα της πιθανής Ρωσικής επιρροής, προκειμένου να ανακοπεί η ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και λιγότερο η έναρξη των διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα έχουμε ζήσει αυτά πολλές φορές, γνωρίζουμε τη Σερβική στάση που είναι εναντίον της ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ. Γνωρίζουμε τι συνέβη σχετικά πρόσφατα στο Μαυροβούνιο, πώς αντιμετωπίστηκαν τα ζητήματα με τις χώρες της λεγόμενης ανατολικής γειτονίας –Γεωργία, Μολδαβία– με μία Μολδαβία που θεωρητικά είναι στην ανατολική γειτονία της ΕΕ, πρακτικά όμως είναι μία χώρα που μπορεί να θεωρηθεί χώρα ευρύτερα της Βαλκανικής.
Εάν λάβουμε υπόψη μας πλέον και τη σημερινή επίσημη ανακοίνωση του Ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, τίθεται και ένα ζήτημα νομικό πια, διότι εδώ – το έλεγα και στον πρόλογο του βιβλίου χωρίς να υποθέτω ότι η παρατήρηση θα αποκτήσει χρησιμότητα- η Συμφωνία αυτή, ενώ έχει ενδιαφέρουσες, ασφυκτικές πολλές φορές λεπτομέρειες, για το πώς θα αξιοποιηθεί διμερώς ή ενώπιον διεθνών Οργανισμών, δεν λέει τίποτα σε σχέση με τον ΟΗΕ. Απλώς, όποιο από τα δύο μέρη είναι επιμελέστερο θα ενημερώσει το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ για ένα ζήτημα που είναι σημείο, item, της ημερήσιας διάταξης του Συμβουλίου Ασφαλείας για 30 χρόνια. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι θα έπρεπε να υπάρξει απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας ή εν πάση περιπτώσει θα έπρεπε να υπάρξει ενθάρρυνση και υιοθέτηση, endorsement, της συμφωνίας αυτής με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αυτό το θέμα θέτει η σημερινή ανακοίνωση του Ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών που προειδοποιεί ότι περιμένει να διατυπωθεί η κοινή βούληση των δύο μερών και στη συνέχεια να τεθεί υπόψη του Συμβουλίου Ασφαλείας και υπό την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας, επιφυλασσομένων των δικαιωμάτων του μονίμου μέλους να ασκήσει το δικαίωμα αρνησικυρίας. Αυτό είναι ένα δεδομένο πια επίσημο, το οποίο συνοδεύει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, δεν μιλάμε λοιπόν για θεωρίες και υποθέσεις, μιλάμε για επίσημα διπλωματικά δεδομένα. Είναι όμως δυνατό να αρνηθεί το ΣΑ να υποστηρίξει μια διμερή συμφωνία τέτοιου είδους όχι με αντιρρήσεις σχετικές με τη βιωσιμότητά της, αλλά με αντιρρήσεις σχετικές με την παρεμπόδιση της συμμετοχής της χώρας στο ΝΑΤΟ ή την ΕΕ; Κατά τη γνώμη μου, όχι .
Θα κλείσω λέγοντας ότι στην Ελλάδα ήταν πάρα πολύ εύκολο να διαμορφωθεί μέτωπο εθνικής σύμπραξης και εθνικής συναίνεσης γύρω από το ζήτημα αυτό. Από τον Απρίλιο του 1993 έχει διαμορφωθεί και σταδιακά έχει επιβεβαιωθεί πάμπολλες φορές, μία ενιαία, ορθολογική και μετριοπαθής εθνική γραμμή υπέρ της σύνθετης ονομασίας, με γεωγραφικό προσδιορισμό, με χρήση erga omnes. Γύρω από αυτή τη θέση θα μπορούσε να συγκροτηθεί μέτωπο συναίνεσης και συναντίληψης, και να υπάρχει ισχυρή διαπραγμάτευση και να υπάρχει και το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και να αξιώσουμε και από την άλλη πλευρά να διαμορφώσει αντίστοιχο μέτωπο, ώστε να είμαστε βέβαιοι για τις εξελίξεις, να αναγκάσουμε τη συναίνεση στην άλλη πλευρά για το καλό της περιοχής και για το καλό της κρατικής οντότητας και του πολιτικού πολιτισμού στη γειτονική μας χώρα.
Η συμβολή της αντιπολίτευσης στη βελτίωση του αποτελέσματος της διαπραγμάτευσης είναι πολύ μεγάλη. Η αντιπολίτευση στην Ελλάδα με τις παρεμβάσεις της, πρώτον, απέτρεψε τη συμφωνία με όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ίλιντεν» –θα θυμάστε ίσως την παρέμβασή μου στη Βουλή, δεν χρειάζεται να επανέλθω εδώ– και βλέπουμε από τα σημερινά πρακτικά των συζητήσεων μεταξύ των αρχηγών των κομμάτων στα Σκόπια, εάν αυτά είναι ακριβή βεβαίως, θέλω να πιστεύω ότι είναι σοβαρή δημοσιογραφική δουλειά, ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο η στάση της αντιπολίτευσης από την άποψη αυτή και φτάσαμε στο όνομα «Βόρεια Μακεδονία» που είναι σαφώς προτιμότερο, ασύγκριτα προτιμότερο από την επιτομή του αλυτρωτισμού με το «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ίλιντεν». Το δεύτερο είναι η επιμονή στην ανάγκη να υπάρξει και αναθεώρηση του Συντάγματος, το οποίο δεν είναι καμία εφεύρεση, είναι αυτό που έγινε το 1995. Το 1995 συνήφθη η Ενδιάμεση συμφωνία και στη συνέχεια έγιναν οι αναθεωρήσεις I και II του Συντάγματος της ΠΓΔΜ.
Δεν θα ασχοληθώ με το εσωτερικό μέτωπο, εάν η κυβέρνηση μπορεί να είναι ευχαριστημένη γιατί κερδίζει χρόνο, γιατί μεταθέτει τη σύγκρουση των δύο εταίρων, γιατί μπορεί έτσι να πάμε πιο εύκολα σε πολλαπλές εκλογές το Μάιο, αυτά τα βρίσκω πάρα πολύ μικρά και επικίνδυνα, όταν διαχειρίζεσαι θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Θα έλεγα, για να τα συνοψίσω όλα αυτά σε δύο φράσεις, ότι βρισκόμαστε δυστυχώς μπροστά σε δύο διασυνδέσεις που γίνονται για πρώτη φορά τα χρόνια της κρίσης, για να μη πω τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Η πρώτη διασύνδεση είναι η διασύνδεση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Και άλλες φορές έχει γίνει αυτό, δεν έχει γίνει όμως με τόσο εμφανώς κομματικό τρόπο, δηλαδή με στόχο την παρέμβαση στα κόμματα της αντιπολίτευσης, προκειμένου να διασωθεί η ενότητα ενός ετερόκλητου κυβερνητικού συνασπισμού. Για να μη συγκρουστούν τα δύο κόμματα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, να δημιουργηθεί εσωτερικό πρόβλημα στη Νέα Δημοκρατία, στο ΚΙΝΑΛ, στο Ποτάμι ή οπουδήποτε αλλού. Αυτό το επίπεδο εσωτερικής πολιτικής είναι ίσως πρωτοφανές.
Το δεύτερο, το οποίο είναι κατά τη γνώμη μου το πιο προβληματικό, είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά, με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών σε συνδυασμό με το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας και ιδίως την περικοπή των συντάξεων, αλλά όχι μόνο, έχουμε σύνδεση οικονομικής πολιτικής και εξωτερικής πολιτικής. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω, γιατί έχω διατελέσει όλη την περίοδο από το 2009 έως το 2015, ή Υπουργός Αμύνης ή Υπουργός Οικονομικών ή Υπουργός Εξωτερικών, ότι ποτέ δεν επιτρέψαμε να διασυνδεθούν οι μεγάλες πιέσεις στην οικονομική πολιτική, τα δάνεια, η παρέμβαση στο χρέος, με τα εθνικά μας θέματα. Με κάμψη των βασικών μας επιλογών και της ευαισθησίας μας στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας της χώρας.-
https://www.evenizelos.gr/speeches/conferences-events/423-conferencespeech2018/5862-to-dimopsifisma-stin-pgdm-kai-oi-epiptoseis-tou-stin-symfonia-ton-prespon.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σε ισχύ αυστηρότερο πλαίσιο για ασφαλή προϊόντα στην ΕΕ

Νέος ευρωπαϊκός κανονισμός για την ασφάλεια των προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ενωση τέθηκε σε ισχύ την προηγούμενη εβδομάδα. Δίνει περισσότερες ε...