Mετά τα "Εκ Πειραιώς" και "Πειραιώτες" η τριλογία του Πειραιά ολοκληρώνεται με το βιβλίο "Πειραιάς βαθύς", ένα ανθολόγιο τρόμου και αίματος, του Διονύση Χαριτόπουλου.
Όπως σημειώνεται από τον ίδιο τον συγγραφέα: «Το παρελθόν του Πειραιά είναι βαρύ. Στις αθηναϊκές εφημερίδες αναφερόταν με δέος ως "Το βασίλειον του τρόμου", "Το λιμάνι της παρανομίας". Τότε όλοι κρατούσαν όπλο. Το όπλο ήταν απαραίτητο σε κάθε σπίτι. Ήταν η σιγουριά για τους κλέφτες και τους πάσης φύσεως εγκληματίες αλλά και απόδειξις παλληκαριάς. Ιδίως στον Πειραιά, αν ήσουν άοπλος ήσουν ξεγραμμένος. Ακόμα κι οι πιο φιλήσυχοι πολίτες κοιμόντουσαν με το πιστόλι κάτω από το μαξιλάρι».
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος συνεχίζει τη δύσκολη περιπλάνησή του στην πιο σκοτεινή εποχή του Πειραιά, καταδυόμενος στον υπόγειο κόσμο του μεγάλου Λιμανιού, για να φέρει στην επιφάνεια τον σκληρό και βίαιο κόσμο του, μέσα από πραγματικά γεγονότα, όπως ακριβώς συνέβησαν, χωρίς μύθους και ωραιοποιήσεις, με τον δικό του, όμως, μοναδικό τρόπο αφήγησης, χρησιμοποιώντας την αυθεντική γλώσσα, με λέξεις και φράσεις (στο τέλος διατίθεται και λεξικό) μιας εποχής που χάνεται(;) διαπαντός. Μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου
Πολέμου, της γερμανικής κατοχής και του ελληνικού εμφυλίου, και σίγουρα μέχρι και το 1967 που κατέφτασε η χούντα, στους δρόμους του Πειραιά δεν βρίσκονταν μόνο οι προσεκτικά καλοντυμένοι –αν και κυρίως φτωχοί- Έλληνες, που με το χαμόγελο στα χείλη και το όνειρο μιας νέας Ελλάδας στο βλέμμα, ξεκίναγαν να περπατούν με ψηλά το κεφάλι, με φόντο τα χαλάσματα από τους βομβαρδισμούς των κατακτητών, τις εμφυλιακές μάχες και τις προσφυγικές παράγκες.
Άνθρωποι που έζησαν τη φτώχεια και την ανέχεια, την πείνα και την κατοχή, τον πόλεμο και τον εμφύλιο, τις εξορίες και τον διωγμό, πρόσφυγες από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, αλλά και από διάφορα μέρη του κόσμου, όλοι μαζί σε ένα λιμάνι, όχι όμως αυτό της ποιητικής Ιθάκης.
Οι περισσότεροι αμόρφωτοι, αδέσποτοι της ζωής, αντιμέτωποι με την σκληρή επιβίωση, είχαν να διαχειριστούν για να επιβιώσουν, όχι μόνο τη βία της καθημερινότητας, αλλά και την πραγματική βία της underground πλευράς της πόλης, που μεσουρανούσε.
«Το κορίτσι τού έμπηξε την ξιφολόγχη στην κοιλιά. Κι όπως γύρισε να φύγει να σωθεί, η μάνα τον πυροβόλησε στην πλάτη. Έπεσε κάτω, η μάνα πήρε την ξιφολόγχη απ’ τα χέρια του κοριτσιού και τον κάρφωσε ξανά και ξανά. Ασυγκίνητες και ψύχραιμες ομολόγησαν στην αστυνομία. Τα ίδια και στο δικαστήριο΄ είχαν την ηρωική αταραξία του ταγμένου σε κάτι ανώτερο. Καθόλου δεν τις ένοιαζε που τις καταριόνταν οι συγγενείς του νεκρού και οι εφημερίδες τις παρουσίαζαν σαν τίγρεις διψασμένες για αίμα. Μάνα και κόρη έλαμπαν ικανοποιημένες και περήφανες. Είχαν σώσει την τιμή τους».
Αλλά εκείνοι που αυτοδικούσαν υπέρ του άγραφου αξιακού τους συστήματος, διέπρατταν… πταίσματα σε σχέση με άλλα αποτρόπαια εγκλήματα που ελάμβαναν χώρα γύρω τους. Διεστραμμένοι, ψυχικά διαταραγμένοι, ψυχοπαθείς, διεφθαρμένοι, εγκληματίες, οργίαζαν σε μια χώρα που οι Αρχές πάλευαν όχι μόνο με τον εαυτό τους, αλλά και με την λερναία ύδρα του υπόκοσμου.
Τι άλλαξε άραγε από τότε;
Σε άλλη μία ιστορία με τίτλο «Ένα απαίσιον έγκλημα διά να σκεπασθή μία βδελυρά πράξις», περιγράφεται: «Οι μπάτσοι για να επιδείξουν δραστηριότητα συνέλαβαν τη μάνα ως ύποπτη΄ συνέλαβαν ως συνένοχο και μια γριά μάγισσα από την Άγια Σοφιά, που της είχε πει ότι το παιδί της είναι νεκρό. Όμως ήταν τέτοια η κατακραυγή των εφημερίδων και του κόσμου, που τρεις μέρες μετά αναγκάστηκαν να αφήσουν ελεύθερες τις δυο γυναίκες.»
Τα γεγονότα αποτυπώνονται όπως συνέβησαν. Οι τίτλοι των ιστοριών, η μία πιο ανατριχιαστική από την άλλη:
Το ακέφαλον πτώμα προκαλεί πονοκέφαλον εις τας διωκτικάς αρχάς
Αι σατανικαί μέθοδοι των σωματεμπόρων προς αποπλάνησιν των κορασίδων
Το αποτρόπαιον εν ψυχρώ έγκλημα εντός του εργοστασίου πυριτιδοποιίας Μαλτσινιώτη
Ο θάνατος του τοκογλύφου και το απαχθέν μπαούλο με τον θησαυρόν του
Η τερατώδης μετάλλαξις φιλησύχου και νομοταγούς εμπόρου εις αιμοχαρήν εκδικητήν
Ποιος παρήγγειλεν το συμβόλαιον θανάτου διά εύπορον κτηματία
Ανομολόγητα πάθη και έρωτες της καλής κοινωνίας
Και πολλά άλλα....
«Όλα αυτά έγιναν. Έγιναν κι άλλα που δεν θα μάθουμε ποτέ. Είναι κόσμος υπόγειος. Όσοι ξέρουν δεν μιλάνε. Κι όσοι μιλάνε δεν ξέρουν.».
Τα αποσπάσματα των εφημερίδων της εποχής «εντός εισαγωγικών» είναι όλα αυθεντικά. Μόνο κάποια ονόματα έχουν αλλαχτεί προς χάρη των επιγόνων. Πηγές: το Ιστορικό Αρχείο Πειραιά, οι Πειραϊκές εφημερίδες: Σφαίρα, Χρονογράφος, Η φωνή του Πειραιώς, οι Πανελλήνιες εφημερίδες: Ακρόπολις, Εμπρός, Σκριπ, Τα Νέα, και προφορικές μαρτυρίες παλαιών κατοίκων του Πειραιά που έζησαν από προπολεμικά την πόλη και υπήρξαν μάρτυρες ή συμμέτοχοι στα γεγονότα.
Στο σκληρό "σχολείο" του Πειραιά, όπως το αποτυπώνει ο Διονύσης Χαριτόπουλος, μάλλον μπορούμε ακόμα και σήμερα να καθρεφτιστούμε για να διερευνήσουμε, κοινωνία και κράτος. Άλλωστε η ζωή είναι ο πιο σκληρός δάσκαλος, όπως λέγεται. Πρώτα σε εξετάζει, και μετά σου παραδίδει το μάθημα. Τα βιβλία του Χαριτόπουλου για το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, μας παραδίδουν ένα ιδιότυπο "μάθημα" ιστορικής γνώσης, σαν σε ντοκιμαντέρ, πριν εξεταστούμε, και δεν μάς απομένει πια κανένα άλλοθι μελλοντικής αθωότητας.
(Φωτογραφία εξωφύλλου: μπροστά, το κιγκλίδωμα της σιδερένιας πεζογέφυρας στον Άγιο Διονύση που περνάει πάνω από τις γραμμές του τρένου και συνδέει τον κεντρικό Πειραιά με τις συνοικίες, γνωστή και ως "γέφυρα του μάγκα" γιατί δεν ήταν καθόλου απλή η μετάβαση, και στο βάθος η τσιμεντένια γέφυρα για τα οχήματα.)
Όπως σημειώνεται από τον ίδιο τον συγγραφέα: «Το παρελθόν του Πειραιά είναι βαρύ. Στις αθηναϊκές εφημερίδες αναφερόταν με δέος ως "Το βασίλειον του τρόμου", "Το λιμάνι της παρανομίας". Τότε όλοι κρατούσαν όπλο. Το όπλο ήταν απαραίτητο σε κάθε σπίτι. Ήταν η σιγουριά για τους κλέφτες και τους πάσης φύσεως εγκληματίες αλλά και απόδειξις παλληκαριάς. Ιδίως στον Πειραιά, αν ήσουν άοπλος ήσουν ξεγραμμένος. Ακόμα κι οι πιο φιλήσυχοι πολίτες κοιμόντουσαν με το πιστόλι κάτω από το μαξιλάρι».
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος συνεχίζει τη δύσκολη περιπλάνησή του στην πιο σκοτεινή εποχή του Πειραιά, καταδυόμενος στον υπόγειο κόσμο του μεγάλου Λιμανιού, για να φέρει στην επιφάνεια τον σκληρό και βίαιο κόσμο του, μέσα από πραγματικά γεγονότα, όπως ακριβώς συνέβησαν, χωρίς μύθους και ωραιοποιήσεις, με τον δικό του, όμως, μοναδικό τρόπο αφήγησης, χρησιμοποιώντας την αυθεντική γλώσσα, με λέξεις και φράσεις (στο τέλος διατίθεται και λεξικό) μιας εποχής που χάνεται(;) διαπαντός. Μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου
Πολέμου, της γερμανικής κατοχής και του ελληνικού εμφυλίου, και σίγουρα μέχρι και το 1967 που κατέφτασε η χούντα, στους δρόμους του Πειραιά δεν βρίσκονταν μόνο οι προσεκτικά καλοντυμένοι –αν και κυρίως φτωχοί- Έλληνες, που με το χαμόγελο στα χείλη και το όνειρο μιας νέας Ελλάδας στο βλέμμα, ξεκίναγαν να περπατούν με ψηλά το κεφάλι, με φόντο τα χαλάσματα από τους βομβαρδισμούς των κατακτητών, τις εμφυλιακές μάχες και τις προσφυγικές παράγκες.
Άνθρωποι που έζησαν τη φτώχεια και την ανέχεια, την πείνα και την κατοχή, τον πόλεμο και τον εμφύλιο, τις εξορίες και τον διωγμό, πρόσφυγες από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, αλλά και από διάφορα μέρη του κόσμου, όλοι μαζί σε ένα λιμάνι, όχι όμως αυτό της ποιητικής Ιθάκης.
Οι περισσότεροι αμόρφωτοι, αδέσποτοι της ζωής, αντιμέτωποι με την σκληρή επιβίωση, είχαν να διαχειριστούν για να επιβιώσουν, όχι μόνο τη βία της καθημερινότητας, αλλά και την πραγματική βία της underground πλευράς της πόλης, που μεσουρανούσε.
«Το κορίτσι τού έμπηξε την ξιφολόγχη στην κοιλιά. Κι όπως γύρισε να φύγει να σωθεί, η μάνα τον πυροβόλησε στην πλάτη. Έπεσε κάτω, η μάνα πήρε την ξιφολόγχη απ’ τα χέρια του κοριτσιού και τον κάρφωσε ξανά και ξανά. Ασυγκίνητες και ψύχραιμες ομολόγησαν στην αστυνομία. Τα ίδια και στο δικαστήριο΄ είχαν την ηρωική αταραξία του ταγμένου σε κάτι ανώτερο. Καθόλου δεν τις ένοιαζε που τις καταριόνταν οι συγγενείς του νεκρού και οι εφημερίδες τις παρουσίαζαν σαν τίγρεις διψασμένες για αίμα. Μάνα και κόρη έλαμπαν ικανοποιημένες και περήφανες. Είχαν σώσει την τιμή τους».
Αλλά εκείνοι που αυτοδικούσαν υπέρ του άγραφου αξιακού τους συστήματος, διέπρατταν… πταίσματα σε σχέση με άλλα αποτρόπαια εγκλήματα που ελάμβαναν χώρα γύρω τους. Διεστραμμένοι, ψυχικά διαταραγμένοι, ψυχοπαθείς, διεφθαρμένοι, εγκληματίες, οργίαζαν σε μια χώρα που οι Αρχές πάλευαν όχι μόνο με τον εαυτό τους, αλλά και με την λερναία ύδρα του υπόκοσμου.
Τι άλλαξε άραγε από τότε;
Σε άλλη μία ιστορία με τίτλο «Ένα απαίσιον έγκλημα διά να σκεπασθή μία βδελυρά πράξις», περιγράφεται: «Οι μπάτσοι για να επιδείξουν δραστηριότητα συνέλαβαν τη μάνα ως ύποπτη΄ συνέλαβαν ως συνένοχο και μια γριά μάγισσα από την Άγια Σοφιά, που της είχε πει ότι το παιδί της είναι νεκρό. Όμως ήταν τέτοια η κατακραυγή των εφημερίδων και του κόσμου, που τρεις μέρες μετά αναγκάστηκαν να αφήσουν ελεύθερες τις δυο γυναίκες.»
Τα γεγονότα αποτυπώνονται όπως συνέβησαν. Οι τίτλοι των ιστοριών, η μία πιο ανατριχιαστική από την άλλη:
Το ακέφαλον πτώμα προκαλεί πονοκέφαλον εις τας διωκτικάς αρχάς
Αι σατανικαί μέθοδοι των σωματεμπόρων προς αποπλάνησιν των κορασίδων
Το αποτρόπαιον εν ψυχρώ έγκλημα εντός του εργοστασίου πυριτιδοποιίας Μαλτσινιώτη
Ο θάνατος του τοκογλύφου και το απαχθέν μπαούλο με τον θησαυρόν του
Η τερατώδης μετάλλαξις φιλησύχου και νομοταγούς εμπόρου εις αιμοχαρήν εκδικητήν
Ποιος παρήγγειλεν το συμβόλαιον θανάτου διά εύπορον κτηματία
Ανομολόγητα πάθη και έρωτες της καλής κοινωνίας
Και πολλά άλλα....
«Όλα αυτά έγιναν. Έγιναν κι άλλα που δεν θα μάθουμε ποτέ. Είναι κόσμος υπόγειος. Όσοι ξέρουν δεν μιλάνε. Κι όσοι μιλάνε δεν ξέρουν.».
Τα αποσπάσματα των εφημερίδων της εποχής «εντός εισαγωγικών» είναι όλα αυθεντικά. Μόνο κάποια ονόματα έχουν αλλαχτεί προς χάρη των επιγόνων. Πηγές: το Ιστορικό Αρχείο Πειραιά, οι Πειραϊκές εφημερίδες: Σφαίρα, Χρονογράφος, Η φωνή του Πειραιώς, οι Πανελλήνιες εφημερίδες: Ακρόπολις, Εμπρός, Σκριπ, Τα Νέα, και προφορικές μαρτυρίες παλαιών κατοίκων του Πειραιά που έζησαν από προπολεμικά την πόλη και υπήρξαν μάρτυρες ή συμμέτοχοι στα γεγονότα.
Στο σκληρό "σχολείο" του Πειραιά, όπως το αποτυπώνει ο Διονύσης Χαριτόπουλος, μάλλον μπορούμε ακόμα και σήμερα να καθρεφτιστούμε για να διερευνήσουμε, κοινωνία και κράτος. Άλλωστε η ζωή είναι ο πιο σκληρός δάσκαλος, όπως λέγεται. Πρώτα σε εξετάζει, και μετά σου παραδίδει το μάθημα. Τα βιβλία του Χαριτόπουλου για το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, μας παραδίδουν ένα ιδιότυπο "μάθημα" ιστορικής γνώσης, σαν σε ντοκιμαντέρ, πριν εξεταστούμε, και δεν μάς απομένει πια κανένα άλλοθι μελλοντικής αθωότητας.
(Φωτογραφία εξωφύλλου: μπροστά, το κιγκλίδωμα της σιδερένιας πεζογέφυρας στον Άγιο Διονύση που περνάει πάνω από τις γραμμές του τρένου και συνδέει τον κεντρικό Πειραιά με τις συνοικίες, γνωστή και ως "γέφυρα του μάγκα" γιατί δεν ήταν καθόλου απλή η μετάβαση, και στο βάθος η τσιμεντένια γέφυρα για τα οχήματα.)
https://tvxs.gr/news/biblio/dionysis-xaritopoylos-parelthon-toy-peiraia-einai-bary
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου