Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Όταν εν έτει 2017 ένας 11χρονος μαθητής χάνει τη ζωή του από αδέσποτη σφαίρα στο Μενίδι και αυτή η τραγωδία παίρνει μια μορφή πογκρόμ κατά των Ρομά, τότε νομίζω πως έχουμε ξεπεράσει κατά πολύ το σημείο που έχουμε την πολυτέλεια να μιλάμε αόριστα και γενικόλογα για ότι μας περιβάλλει.
Πίνοντας τον καφέ μου και διαβάζοντας την «Ελευθερία του Τύπου» έπεσα πάνω στο άρθρο του Άρη Ραβανού με τίτλο «Άβατα με κρατική σφραγίδα», το οποίο και μου έδωσε το ερέθισμα για το σημερινό editorial. Τι με απασχολεί λοιπόν;
Πρώτον, η διαχρονική, οριζόντια ευθύνη όλων των ηγεσιών στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (πρωην Δημοσίας Τάξεως) για το γεγονός οτι τα αστυνομικά τμήματα της χώρας έχουν αποδυναμωθεί με ρουσφέτια αποσπάσεων αστυνομικών σε πολιτικά, επιχειρηματικά και
καλλιτεχνικά.. γραφεία.
Η δουλειά – και ο μισθός – αυτών των ανθρώπων δεν καταβάλλεται για την προστασία υψηλών προσώπων του πολιτικού, δημοσιογραφικού, επιχειρηματικού και καλλιτεχνικού χώρου με το διαρκές άλλοθι της πιθανής στοχοποίησής τους από εγκληματικές οργανώσεις. Αν έχουν ανάγκη διαρκούς προστασίας έχουν τα βαλάντια πολλοί εξ αυτών να προσλάβουν ιδιωτικές εταιρείες παροχής τέτοιων υπηρεσιών.
Δεύτερον, τόσο στο Μενίδι όσο και σε ανάλογες περιοχές έχει εφαρμοστεί μια συγκεκριμένη πολιτική από το υπουργειο Εσωτερικών και την Τοπική Αυτοδιοίκηση η οποία έχει οδηγήσει στην πλήρη γκετοποίηση τους, «πασπαλισμένη» πίσω από μια αίσθηση πολιτικής ορθότητας η οποία μεταφράζεται σε πρακτικό επίπεδο στο οτι επειδή δεν πρέπει να στοχοποιούμε μια κοινότητα καταλήγουμε να μην επιβάλλουμε πουθενά την τάξη υπό τον φόβο να χαρακτηριστούμε ρατσιστές.
Η τάχα ευαισθησία των ιθυνόντων δεν είναι δωρεάν ούτε απόρροια ιδεολογικού «πλεονάσματος». Μεταφράζεται σε χιλιάδες ευρώ από κοινοτικά προγράμματα τα οποία απορροφήθηκαν για την ένταξη των Ρομά. Σημαντικοί πόροι δαπανώνται σε ψευτομελέτες και τελικά οι άνθρωποι αυτοί παραμένουν στο περιθώριο, αφού αυτή η συναλλακτική σχέση που αναπτύσσεται βολεύει τους πάντες.
Τελικά «ασχολούμενοι» με την ιδιαιτερότητα αυτών των ανθρώπων με μια φολκλορική, σχεδόν οριενταλιστική διάθεση, καλλιεργούμε και όλες τις παθογένειες που συνοδεύουν την πρόσληψη μας ως προς την ταυτότητά τους, αναπαράγωντας τα ρατσιστικά στερεότυπα που υποτίθεται προσπαθούμε να καταπολεμήσουμε.
Φυσικά η τελευταία μας έννοια είναι να ασχοληθούμε με την πραγματικότητα όπως πραγματικά είναι και το ζητούμενο που είναι ένταξη των Ρομά στο κοινωνικό σύνολο. Τι να κάνουμε, σε μια οργανωμένη κοινωνία δεν μπορει να ζει κανείς εκτός νόμου – υπάρχουν δομές και πρεπει να εντασσόμαστε σε αυτές είτε είμαστε γηγενείς, είτε πρόσφυγες, είτε εναλλακτικοί επαναστάτες, είτε Ρομά.
Συνεπώς το μεγάλο ζήτημα είναι οτι στο Μενίδι έχει δημιουργηθεί μια υπερσυγκέντρωση ανθρώπων που δεν παρακολουθεί κανείς, οι οποίοι ζουν «βίους παράλληλους» με το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Όσο πιο γκετοποιημένοι είναι τόσο πιο εσωστρεφείς γίνονται μέσα στην κοινότητα και όσο αναπαράγεται αυτή η κατάσταση τόσο η ροπή προς το οργανωμένο ή μη έγκλημα γίνεται μονόδρομος για αυτούς τους ανθρώπους.
Όταν η αντίδραση του κράτους σε αυτό το φαινόμενο είναι η οργανωμένη αναδίπλωση – επί της ουσίας παραίτηση- από το αποκλειστικό του δικαίωμα στην επιβολή της τάξης και την κοινωνικής ενσωμάτωσης, πρακτικά έχουμε μπροστά μας ένα νέο άβατο, δίπλα σε αυτό των Εξαρχείων.
Τι χρειαζόμαστε λοιπόν; Τα αυτονόητα για κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Ουσιαστική ενίσχυση της αστυνόμευσης, μια σοβαρή μελέτη του τι δεν πήγε καλά στις πολιτικές ενσωμάτωσης που έχουν εφαρμοστεί μέχρι τώρα και τελικά η δημιουργία ενός μοντέλου αντιμετώπισης του ζητήματος αυτού, εκμεταλλευόμενοι άλλες καλές πρακτικές και τη διεθνή εμπειρία.
Αφήνω για το τέλος αυτό που για μένα είναι το πιο σημαντικό. Όλη αυτή η ιστορία οργανωμένης ανομίας δεν διατρέχεται από κανένα ρομαντικό στοιχείο, από αυτά που παραδοσιακά ο ελληνικός λαός χρησιμοποιεί για να κρύψει τελικά το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Το σύστημα που ακμάζει γύρω από ναρκωτικά, ληστείες και φουσκωτούς νταβατζήδες δεν σπάει με ατάκες-ευχολόγια τύπου Τόσκα. Πρέπει να αποφασίσουμε οτι για να αντιμετωπισθούν αυτά τα ζητήματα πρέπει η αστυνομία να αφεθεί να κάνει τη δουλειά της υπηρεσιακά και επαγγελματικά. Διότι οι Ρομά ειναι η κορυφή του παγόβουνου- ενός παγόβουνου που όπως είδαμε στην περίπτωση εξάρθρωσης της σπείρας που ρήμαζε την Αττική είχε ως «εγκεφάλους» πολύ μεγάλα πορτοφόλια.
Επειδή λοιπόν η χώρα είναι μικρή, όλοι ξέρουμε, ή για να το πω πιο κομψά, αυτοί που ξέρουν, ξέρουν. Η διαφορά είναι οτι αυτό που γίνοταν πάντα τώρα ελέω κρίσης και φτώχειας ενοχλεί – παλιά ήταν όλα καλυμμένα γύρω από την επίπλαστη ευμάρεια. Και προσοχή μην κάνει το λαθος ο κ. Τόσκας και καταλήξουν σε τραγικές επιχειρήσεις σαν αυτές που έκανε η ΝΔ για να διαλύσει τα Ζωνιανά και γελούσαν οι Κρητικοί. Θεσμούς που να δουλεύουν χρειαζόμαστε, όχι παραστάσεις νομιμοφροσύνης.
http://www.rizopoulospost.com/giati-20-xronia-den-leme-tin-alitheia-gia-to-menidi/?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=daily-newsletter
Όταν εν έτει 2017 ένας 11χρονος μαθητής χάνει τη ζωή του από αδέσποτη σφαίρα στο Μενίδι και αυτή η τραγωδία παίρνει μια μορφή πογκρόμ κατά των Ρομά, τότε νομίζω πως έχουμε ξεπεράσει κατά πολύ το σημείο που έχουμε την πολυτέλεια να μιλάμε αόριστα και γενικόλογα για ότι μας περιβάλλει.
Πίνοντας τον καφέ μου και διαβάζοντας την «Ελευθερία του Τύπου» έπεσα πάνω στο άρθρο του Άρη Ραβανού με τίτλο «Άβατα με κρατική σφραγίδα», το οποίο και μου έδωσε το ερέθισμα για το σημερινό editorial. Τι με απασχολεί λοιπόν;
Πρώτον, η διαχρονική, οριζόντια ευθύνη όλων των ηγεσιών στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (πρωην Δημοσίας Τάξεως) για το γεγονός οτι τα αστυνομικά τμήματα της χώρας έχουν αποδυναμωθεί με ρουσφέτια αποσπάσεων αστυνομικών σε πολιτικά, επιχειρηματικά και
καλλιτεχνικά.. γραφεία.
Η δουλειά – και ο μισθός – αυτών των ανθρώπων δεν καταβάλλεται για την προστασία υψηλών προσώπων του πολιτικού, δημοσιογραφικού, επιχειρηματικού και καλλιτεχνικού χώρου με το διαρκές άλλοθι της πιθανής στοχοποίησής τους από εγκληματικές οργανώσεις. Αν έχουν ανάγκη διαρκούς προστασίας έχουν τα βαλάντια πολλοί εξ αυτών να προσλάβουν ιδιωτικές εταιρείες παροχής τέτοιων υπηρεσιών.
Δεύτερον, τόσο στο Μενίδι όσο και σε ανάλογες περιοχές έχει εφαρμοστεί μια συγκεκριμένη πολιτική από το υπουργειο Εσωτερικών και την Τοπική Αυτοδιοίκηση η οποία έχει οδηγήσει στην πλήρη γκετοποίηση τους, «πασπαλισμένη» πίσω από μια αίσθηση πολιτικής ορθότητας η οποία μεταφράζεται σε πρακτικό επίπεδο στο οτι επειδή δεν πρέπει να στοχοποιούμε μια κοινότητα καταλήγουμε να μην επιβάλλουμε πουθενά την τάξη υπό τον φόβο να χαρακτηριστούμε ρατσιστές.
Η τάχα ευαισθησία των ιθυνόντων δεν είναι δωρεάν ούτε απόρροια ιδεολογικού «πλεονάσματος». Μεταφράζεται σε χιλιάδες ευρώ από κοινοτικά προγράμματα τα οποία απορροφήθηκαν για την ένταξη των Ρομά. Σημαντικοί πόροι δαπανώνται σε ψευτομελέτες και τελικά οι άνθρωποι αυτοί παραμένουν στο περιθώριο, αφού αυτή η συναλλακτική σχέση που αναπτύσσεται βολεύει τους πάντες.
Τελικά «ασχολούμενοι» με την ιδιαιτερότητα αυτών των ανθρώπων με μια φολκλορική, σχεδόν οριενταλιστική διάθεση, καλλιεργούμε και όλες τις παθογένειες που συνοδεύουν την πρόσληψη μας ως προς την ταυτότητά τους, αναπαράγωντας τα ρατσιστικά στερεότυπα που υποτίθεται προσπαθούμε να καταπολεμήσουμε.
Φυσικά η τελευταία μας έννοια είναι να ασχοληθούμε με την πραγματικότητα όπως πραγματικά είναι και το ζητούμενο που είναι ένταξη των Ρομά στο κοινωνικό σύνολο. Τι να κάνουμε, σε μια οργανωμένη κοινωνία δεν μπορει να ζει κανείς εκτός νόμου – υπάρχουν δομές και πρεπει να εντασσόμαστε σε αυτές είτε είμαστε γηγενείς, είτε πρόσφυγες, είτε εναλλακτικοί επαναστάτες, είτε Ρομά.
Συνεπώς το μεγάλο ζήτημα είναι οτι στο Μενίδι έχει δημιουργηθεί μια υπερσυγκέντρωση ανθρώπων που δεν παρακολουθεί κανείς, οι οποίοι ζουν «βίους παράλληλους» με το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Όσο πιο γκετοποιημένοι είναι τόσο πιο εσωστρεφείς γίνονται μέσα στην κοινότητα και όσο αναπαράγεται αυτή η κατάσταση τόσο η ροπή προς το οργανωμένο ή μη έγκλημα γίνεται μονόδρομος για αυτούς τους ανθρώπους.
Όταν η αντίδραση του κράτους σε αυτό το φαινόμενο είναι η οργανωμένη αναδίπλωση – επί της ουσίας παραίτηση- από το αποκλειστικό του δικαίωμα στην επιβολή της τάξης και την κοινωνικής ενσωμάτωσης, πρακτικά έχουμε μπροστά μας ένα νέο άβατο, δίπλα σε αυτό των Εξαρχείων.
Τι χρειαζόμαστε λοιπόν; Τα αυτονόητα για κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Ουσιαστική ενίσχυση της αστυνόμευσης, μια σοβαρή μελέτη του τι δεν πήγε καλά στις πολιτικές ενσωμάτωσης που έχουν εφαρμοστεί μέχρι τώρα και τελικά η δημιουργία ενός μοντέλου αντιμετώπισης του ζητήματος αυτού, εκμεταλλευόμενοι άλλες καλές πρακτικές και τη διεθνή εμπειρία.
Αφήνω για το τέλος αυτό που για μένα είναι το πιο σημαντικό. Όλη αυτή η ιστορία οργανωμένης ανομίας δεν διατρέχεται από κανένα ρομαντικό στοιχείο, από αυτά που παραδοσιακά ο ελληνικός λαός χρησιμοποιεί για να κρύψει τελικά το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Το σύστημα που ακμάζει γύρω από ναρκωτικά, ληστείες και φουσκωτούς νταβατζήδες δεν σπάει με ατάκες-ευχολόγια τύπου Τόσκα. Πρέπει να αποφασίσουμε οτι για να αντιμετωπισθούν αυτά τα ζητήματα πρέπει η αστυνομία να αφεθεί να κάνει τη δουλειά της υπηρεσιακά και επαγγελματικά. Διότι οι Ρομά ειναι η κορυφή του παγόβουνου- ενός παγόβουνου που όπως είδαμε στην περίπτωση εξάρθρωσης της σπείρας που ρήμαζε την Αττική είχε ως «εγκεφάλους» πολύ μεγάλα πορτοφόλια.
Επειδή λοιπόν η χώρα είναι μικρή, όλοι ξέρουμε, ή για να το πω πιο κομψά, αυτοί που ξέρουν, ξέρουν. Η διαφορά είναι οτι αυτό που γίνοταν πάντα τώρα ελέω κρίσης και φτώχειας ενοχλεί – παλιά ήταν όλα καλυμμένα γύρω από την επίπλαστη ευμάρεια. Και προσοχή μην κάνει το λαθος ο κ. Τόσκας και καταλήξουν σε τραγικές επιχειρήσεις σαν αυτές που έκανε η ΝΔ για να διαλύσει τα Ζωνιανά και γελούσαν οι Κρητικοί. Θεσμούς που να δουλεύουν χρειαζόμαστε, όχι παραστάσεις νομιμοφροσύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου