Δεν θα της μιλούσε ποτέ, από μόνος του∙ αυτό αισθανόταν με τη βεβαιότητα του αγαλούχητου σε αυτά τα παιχνίδια, αλλά και με την άγνοια του κοινού θνητού δολοφόνου.
Την λάτρεψε κεραυνοβόλα και κρυφά, την Τισιφόνη, έτσι που καθόταν εδώ, στην ίδια άκρη του πάγκου που κάθομαι εγώ τώρα και σας τα διηγούμαι αυτά. Ναι, ακριβώς εδώ, παραδίπλα της. Αυτή καθόταν εκεί, μόνον ο χοντρός τους χώριζε. Τον έβλεπα να την παρακολουθεί με την άκρη του ματιού του, έτσι από το πλάι, καθώς η Τισιφόνη τον καταβρόχθιζε ζωντανό με τα μάτια της, παρακολουθώντας τις κινήσεις του! Δε θα της μιλούσε ποτέ με δική του πρωτοβουλία και τίποτα δε θα είχε συμβεί, αν δεν το είχαν αποφασίσει οι ίδιοι οι θεοί. Ποιος άλλος?