Η έκπληξη αφορούσε κυρίως στο ότι η Αμερική είχε κατά κάποιον τρόπο μία ασυλία στο παρελθόν σε περιόδους δημοσιονομικής «εκτροπής», εξ αιτίας του κυρίαρχου ρόλου της στην παγκόσμια οικονομία. Πρέπει να ανατρέξει κανείς 12 χρόνια πριν, όταν ένας άλλος από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, ο S&P, είχε αρνηθεί την αξιολόγηση ΑΑΑ στην αμερικανική οικονομία, σε μία περίοδο που αυτή ακόμη υπέφερε από τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση. Και τότε είχε προκληθεί μεγάλος σάλος για την απόφαση αυτή, αλλά στη συνέχεια δεν υπήρξε κάποια άλλη αμφισβήτηση του αξιόχρεου της χώρας. Δευτερευόντως, αίσθηση προκάλεσε και η χρονική συγκυρία της κίνησης του Fitch καθώς έχει σχεδόν εδραιωθεί η εκτίμηση ότι η αμερικανική
οικονομία θα ξεπεράσει την κρίση του πληθωρισμού χωρίς να προκληθεί ύφεση στην οικονομία της από την επιθετική πολιτική αύξησης των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας (Fed). Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, αναφέρθηκε στην «ομαλή προσγείωση» της αμερικανικής οικονομίας, ενώ και οικονομολόγοι της Bank of America, οι οποίοι ήταν σταθερά απαισιόδοξοι τον τελευταίο χρόνο, απέσυραν την πρόβλεψή τους για ύφεση.Τα τελευταία στοιχεία έδειξαν ότι το αμερικανικό ΑΕΠ αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 2,4% στο β' τρίμηνο φέτος, περισσότερο από το 1,8% του α' τριμήνου, διαψεύδοντας όσους έβλεπαν επιδείνωση της οικονομίας. Παράλληλα, δημιουργούνται σταθερά νέες θέσεις εργασίας και η ανεργία κινείται στο 3,6% που είναι κοντά στο χαμηλότερο επίπεδο δεκαετιών, ενώ το 2011, όταν είχε υποβαθμίσει το αξιόχρεο ο S&P, κυμαινόταν κοντά στο 9%.
Ο Fitch, όμως, ξεκαθάρισε ότι η απόφασή του δεν έχει σχέση με το αν η αμερικανική οικονομία εισέλθει σε ύφεση, την οποία ο οίκος εξακολουθεί να προβλέπει για το τελευταίο τρίμηνο του 2023 και το πρώτο του 2024, αλλά με τη μεσοπρόθεσμη προοπτική των ελλειμμάτων και του χρέους. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης των ΗΠΑ θα φθάσει στο 118% του ΑΕΠ το 2025 - επίπεδο τριπλάσιο από το 39% που είναι ο μέσος όρος στις χώρες με αξιολόγηση - ΑΑΑ και θα εξακολουθήσει να αυξάνεται στη συνέχεια.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ εκτινάχθηκε σε διψήφια επίπεδα - ρεκόρ ως ποσοστό του ΑΕΠ στη διάρκεια της πανδημίας λόγω των τεράστιων πακέτων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Πέρυσι, μειώθηκε, αλλά φέτος έχει ξανά σχεδόν τριπλασιαστεί και το υπουργείο Οικονομικών ανακοινώνει αυξημένες εκδόσεις ομολόγων και εντόκων γραμματίων, στο 1 τρις. δολάρια στο γ' τρίμηνο για να το καλύψει.
Ο Fitch είχε προειδοποιήσει τον Μάιο για πιθανή υποβάθμιση, όταν είχε κορυφωθεί η διαμάχη Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων για την αύξηση του ορίου χρέους, κάτι που έχει επαναληφθεί πολλές φορές τα τελευταία 10-15 χρόνια, με πιο χαρακτηριστική εκείνη του 2011 που οδήγησε στην προσωρινή παύση λειτουργίας υπηρεσιών του αμερικανικού δημοσίου και οδήγησε στην υποβάθμιση από τον S&P. Αν και το θέμα λύθηκε, όπως αναμενόταν, την τελευταία στιγμή πριν ξεμείνει από ρευστότητα η αμερικανική κυβέρνηση, όλα δείχνουν ότι θα συνεχίζεται και στο μέλλον.
Οι αντιδράσεις στην απόφαση του Fitch ήταν πολλές και από διάφορες πλευρές. Η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γέλεν, χαρακτήρισε την απόφαση αυθαίρετη και με βάση ξεπερασμένα στοιχεία, ενώ υποστήριξε ότι ένας καλύτερος δείκτης για τη βιωσιμότητα του χρέους είναι οι δαπάνες για τόκους εξυπηρέτησής του ως ποσοστό του ΑΕΠ, ο οποίος κινείται σε ασφαλή επίπεδα, χωρίς να εκπέμπει σήμα κινδύνου.
Ο επικεφαλής της JP Morgan, Τζέιμι Ντάιμον, είπε ότι η απόφαση είναι γελοία καθώς η Αμερική είναι η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και δεν μπορεί να έχει αξιολόγηση χαμηλότερη από άλλες χώρες, οι οποίες εξαρτώνται από αυτή για την ασφάλειά τους. Στο επιχείρημα αυτό απάντησε το στέλεχος του S&P που είχε υποβαθμίσει τις ΗΠΑ πριν από 12 χρόνια, λέγοντας ότι οι ΗΠΑ ή οποιαδήποτε άλλη χώρα «δεν έχουν από τον Θεό ή αυτόματα το δικαίωμα» στην κορυφαία αξιολόγηση.
Ο μεγάλος Αμερικανός επενδυτής, Γουόρεν Μπάφετ, προχώρησε την επόμενη ημέρα από την κίνηση του Fitch σε μεγάλες αγορές αμερικανικών ομολόγων, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό, όπως είπε, ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην εκπληρώσει η Αμερική τις υποχρεώσεις της.
Πράγματι, με δεδομένο ότι η Αμερική εκδίδει το δολάριο, που είναι το κορυφαίο αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο, ο κίνδυνος χρεοκοπίας της είναι μάλλον απίθανος και γι' αυτό οι αγορές των ομολόγων της θα συνεχισθούν κανονικά. Αλλωστε, για τους περισσότερους θεσμικούς επενδυτές που αγοράζουν ομόλογα δεν υπάρχει κάποια διαφοροποίηση μεταξύ της αξιολόγησης ΑΑΑ και ΑΑ+, κάτι που σημαίνει ότι, αν υπάρξουν αναγκαστικές πωλήσεις αμερικανικών τίτλων, θα είναι περιορισμένες.
Η κίνηση στην αγορά των αμερικανικών ομολόγων, όπου υπήρξε μία αύξηση της τάξης των 10-15 μονάδων βάσης μετά την απόφαση του Fitch, επιβεβαίωσε ότι πρακτικά ο αντίκτυπος από αυτή θα είναι μικρός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου