Η κατάσταση που προέκυψε από την «παγκοσμιοποίηση» της επιδημίας του κορωνοϊού δεν είναι ένα ατύχημα στο δρόμο ή το αποτέλεσμα μιας συνωμοσίας, αλλά είναι το άμεσο προϊόν μιας συστημικής κρίσης που τα τελευταία χρόνια έχει δείξει διαφορετικά πρόσωπα και σήμερα εμφανίζεται με δραματικό τρόπο υπό τη μορφή της πανδημίας.
Η επιδημία όπως παρουσιάζεται από τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ως συνήθως, στρεβλώνεται συστηματικά. Υπογραμμίζονται τα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η ορθότητα αυτής ή εκείνης της απόφασης της κυβέρνησης, αν η χρονική στιγμή ήταν σωστή στον
ορισμό ή όχι των κόκκινων ή πορτοκαλί περιοχών (σ.μτφ. περιοχές με διαφορετικά επίπεδα εξάπλωσης της ίωσης και απαγόρευσης κυκλοφορίας), και πολλά άλλα πράγματα στα οποία όλοι, μα όλοι, οι λεγόμενοι «πολιτικοί» δείχνουν την ασυνέπειά τους. Επιχειρούν να εκτρέψουν την προσοχή από τις πραγματικές αιτίες που έχουν προκαλέσει εδώ και χρόνια τα σημερινά δραματικά αποτελέσματα.
Αν θέλουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει, δεν πρέπει να αφήσουμε τον εαυτό μας να παρασυρθεί από τα καθημερινά τηλεοπτικά επικοινωνιακά δράματα, αλλά πρέπει να επικεντρωθούμε στους δομικούς λόγους μιας κατάστασης που έχει διεθνή διάσταση. Όχι μόνο αυτό, αλλά καλούμαστε να καταλάβουμε εάν η κατάσταση στην οποία έχουμε φτάσει σήμερα, είναι σημείο χωρίς επιστροφή για ένα κοινωνικό σύστημα το οποίο, μετά από τριάντα χρόνια “ηγεμονίας”, είναι καταδικασμένο να υποχωρήσει ενισχύοντας όλες εκείνες τις αντιφάσεις που δημιούργησε στη στροφή της χιλιετίας.
Πράγματι, αναδεικνύεται ότι η παγκοσμιοποίηση – πιστεύουμε ότι είναι χρήσιμο να ξαναθυμηθούμε τους μαρξιστικούς όρους που μας βοηθούν να κατανοούμε καλύτερα – δεν μπορεί να γίνει διαχειρίσιμη με μια καπιταλιστική λογική που τώρα επαναπροσδιορίζεται με τα χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού και του ανταγωνισμού.
Το κομμουνιστικό κίνημα ήταν πάντα διεθνιστικό, χωρίς ποτέ να συγχέει τον διεθνισμό με την ιστορική τάση του κεφαλαίου να ενοποιήσει την παγκόσμια αγορά, όπως μπορεί να έχει σκεφτεί κάποιος τις τελευταίες δεκαετίες. Από αυτήν τη διάσταση του προβλήματος η αντίφαση που εκδηλώνεται είναι η κλασική μαρξιστική αντίθεση μεταξύ της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων. Εν ολίγοις, ενώ μας λένε ότι φτάνουμε στον Άρη και μας εξηγούν τη θαυμάσια πορεία του οικονομικού μας συστήματος, η κοινωνική, εργασιακή και περιβαλλοντική πραγματικότητα – σε παγκόσμια διάσταση – υποβαθμίζεται όλο και περισσότερο. Έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την εξέλιξη, δημιουργώντας νέες “παγίδες”.
Πώς αλλιώς, για παράδειγμα, να ερμηνεύσουμε την απαίτηση των «επιχειρηματιών» μας να στείλουν εργαζόμενους στην παραγωγή, ούτως ή άλλως, με κίνδυνο τη ζωή τους, χωρίς να έρχονται σε τυπική αντίθεση με τις δηλώσεις της ίδιας της κυβέρνησης; Συντελεί κάτι τέτοιο στη δημιουργία ενός αισθήματος φόβου, θυμού και εξέγερσης που μπορεί να θέσει και πάλι στη δημόσια συζήτηση την αντιφατική παθητικότητα του κόσμου της εργασίας που παρακολουθεί τις εξελίξεις δείχνοντας ανοχή.
Μια άλλη σκέψη μπορεί να είναι χρήσιμη για την ερμηνεία των παρόντων γεγονότων.
Με την πάροδο των ετών σκεφτόμασταν πάντα, ίσως σχηματικά, ότι η κρίση του καπιταλισμού εκδηλώθηκε είτε μέσω στρατιωτικών συγκρούσεων, είτε μέσω οικονομικών κρίσεων. Στην πραγματικότητα, η σημερινή κρίση του κορωνοϊού μας λέει ότι η πραγματικότητα είναι όλο και πιο πολύπλοκη από τη συλλογιστική μας. Μας λέει ότι η κρίση της ηγεμονίας, που από καιρό εντοπίζουμε, βρίσκει το δρόμο της ακόμα και εκεί που ο ταξικός μας αντίπαλος πίστευε ότι είχε κερδίσει οριστικά ολόκληρο τον πόλεμο και όχι μόνο τις επιμέρους μάχες.
Η ηγεμονία καταρρέει πάνω στη γενικευμένη καταστροφή του κράτους πρόνοιας, που έχει εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες και συνιστά την ιστορική εκδίκηση από τις παγκόσμιες αστικές τάξεις για τις απώλειες που είχαν από την ταξική σύγκρουση του εικοστού αιώνα. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να υπάρξει κάποια καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση που να μην προκαλεί ζημιές και δράματα, και δεν μπορεί να υπάρξει καμία χειραφέτηση για την ανθρωπότητα στο σύνολό της, παραμένοντας σε αυτό το κοινωνικό μοντέλο.
Εν ολίγοις, η ιστορία δεν τελείωσε καθόλου παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις.
Επιβεβαιώνοντας, και ξεκινώντας από κάποιες θεωρητικές αναφορές, είναι απαραίτητο να βρούμε την άκρη του νήματος γύρω από το οποίο θα ανοικοδομήσουμε και την αφήγηση αλλά και τη δύναμη. Αυτά τα ζητήματα θα τεθούν με το τέλος της διεθνούς υγειονομικής κρίσης.
Είναι επομένως απαίτηση των καιρών να βάλεις “τα πόδια σου στο έδαφος” στη συγκεκριμένη πραγματικότητα και να αρχίσεις να βγάζεις κάποια συμπεράσματα.
Καταρχάς, δεν μπορούμε να μην υπογραμμίσουμε ότι η χώρα από την οποία άρχισε η μόλυνση κατάφερε να την θέσει γρήγορα υπό έλεγχο κινητοποιώντας ένα τεράστιο σύστημα. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο από ένα κράτος που είναι πράγματι κράτος.
Δεν έχουμε καμιά εξουσία για να μοιράζουμε πιστοποιητικά σοσιαλισμού, αλλά μπορούμε να πούμε ότι η δημόσια διάσταση είναι η μόνη που μπορεί να αντιμετωπίσει κοινωνικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης αυτής της έκτασης.
Ακριβώς όπως δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε ότι η Κούβα, για άλλη μια φορά, έχει αποδείξει ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή όχι μόνο της ιατρικής αλλά και μιας σαφούς κοινωνικής αντίληψης για το τι είναι κράτος.
Αυτές είναι συνοπτικές εκτιμήσεις, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά τα αποτελέσματα δεν είναι μόνο το προϊόν μιας κρατικής «αποτελεσματικότητας», αλλά και μιας πολιτιστικής διάστασης των λαών όπου το συλλογικό στοιχείο είναι ισχυρότερο από τον καταστροφικό μας καπιταλιστικό ατομικισμό.
Οι διαρθρωτικοί λόγοι για την κρίση της υγείας μας, στην Ευρώπη και στην υπόλοιπη Δύση, είναι πλέον εμφανείς. Έστω και αν η τηλεοπτική επικοινωνία επιμένει στην συστηματική αποσιώπησή τους, καθώς γνωρίζει ότι πρόκειται για δριμύ “κατηγορώ” εναντίον των πολιτικών που υιοθετούν όλες οι κυβερνήσεις.
Η Εθνική Υγειονομική Υπηρεσία στην Ιταλία έχει υποστεί περικοπές επί περικοπών στο ποσό των 37 δισεκατομμυρίων σε μόλις 10 χρόνια, με αντι-μεταρρυθμίσεις για να μπορέσει να ιδιωτικοποιηθεί γρηγορότερα, να αναδιοργανωθεί σύμφωνα με την αγορά, και πλέον έχει χάσει την ικανότητά της να αποτελεί εργαλείο για την προάσπιση της δημόσιας υγείας.
Αυτό είναι προϊόν των πολιτικών λιτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες όχι μόνο κατέστρεψαν το Εθνικό Σύστημα Περίθαλψης (SSN – Servizio Sanitario Nazionale) αλλά ολόκληρη την παραγωγική δομή της χώρας μας.
Η κατάρρευση της γέφυρας της Γένοβας, και όχι μόνο, δεν είναι τίποτα περισσότερο από το αποτέλεσμα της έλλειψης συντήρησης του δικτύου αυτοκινητοδρόμων που είχε ανατεθεί σε «πεφωτισμένους» ιδιώτες όπως οι Μπένετον.
Αλλά και τα συχνότερα σιδηροδρομικά ατυχήματα είναι προϊόν μιας στρατηγικής που μειώνει τις δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της συντήρησης, όπως απέδειξε για ακόμη μια φορά ο εκτροχιασμός του AV στην περιοχή Lodigiano (ή ενός TGV στη Γαλλία). Ταυτόχρονα αυτή η στρατηγική αυξάνει τις τιμές, όχι για κοινωνικούς σκοπούς, αλλά για να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις της πολυεθνικής FS στο εξωτερικό.
Ο κατάλογος των καταστροφικών αποτελεσμάτων των πολιτικών ιδιωτικοποίησης, με την ενορχήστρωση της ΕΕ θα μπορούσε να συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα: από το καπιταλιστικό δελτίο, δημιουργημένο από πρώην βιομηχανικές οικογένειες και που θεωρήθηκε κατάλληλο για τη διαχείριση των υπηρεσιών και των δημόσιων τιμών, μέχρι τη συνεχιζόμενη βιομηχανική κρίση, που είναι το προϊόν της απουσίας οποιασδήποτε βιομηχανικής και προγραμματικής πολιτικής του κράτους.
Αυτό που υπογραμμίζει την απροσδόκητη διεθνή υγειονομική κρίση είναι ότι έφτασε σε αυτό το σημείο υπό τις έμμεσες πιέσεις του κεφαλαίου, το οποίο, από το τέλος της ΕΣΣΔ, βρήκε τις καλύτερες συνθήκες για αύξηση των κερδών και της εξουσίας του. Τώρα ο μηχανισμός αυτός δεν μπορεί να επιστρέψει πίσω, για πολύ συγκεκριμένους λόγους, που αποκαλύπτονται στα μάτια εκείνων που θέλουν να δουν.
Το πρώτο είναι ότι τα περιθώρια ανάπτυξης για να ξεπεραστούν τα προβλήματα που δημιουργεί η σημερινή κρίση είναι μειωμένα και ανεπαρκή για να μπορέσουν να δώσουν γενική ώθηση στην καπιταλιστική οικονομία. Όπως γνωρίζουμε, οι κρίσεις αποτελούν γενικά μια ευκαιρία για την ανάκαμψη του κεφαλαίου, αλλά στην περίπτωση αυτή, η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών που έχει υπάρξει σε παγκόσμιο επίπεδο είναι τόσο γενικευμένη και βαθιά, ώστε τα σημερινά περιθώρια για ανάκαμψη είναι πολύ περιορισμένα.
Το άλλο στοιχείο που δεν προοιωνίζει σημαντικά περιθώρια επιστροφής είναι το επίπεδο οργανικής σύνθεσης που επιτυγχάνεται από το παγκόσμιο κεφάλαιο. Μέχρι τώρα το επίπεδο αυτοματοποίησης της παραγωγής και των υπηρεσιών έχει φτάσει σε τέτοιο μέγεθος, που πλέον είναι αδύνατο να επιστρέψουμε πίσω. Αυτό σημαίνει αύξηση της εκμετάλλευσης, επιδείνωση της κατάστασης του εργατικού δυναμικού, αύξηση της ανεργίας και της επισφάλειας. Εμποδίζεται η ανακατανομή του πλούτου όταν αυτός παράγεται σε απουσία, όπως ισχύει σήμερα, μιας ισχυρής ταξικής σύγκρουσης.
Τέλος, η σύγκρουση που προκύπτει από αυτά τα μειωμένα περιθώρια κέρδους δεν αντικατοπτρίζεται μόνο στο δίπολο αστικές τάξεις – λαϊκές τάξεις, αλλά και στη σύγκρουση μεταξύ των αστικών μπλοκ. Αυτό αποδεικνύεται με σαφήνεια από την ιστορία των δασμών, τις προστατευτικές πολιτικές και τις στρατιωτικές συγκρούσεις που γίνονται για να επιβεβαιώσουν την υπαγωγή της γεωπολιτικής στα συμφέροντα αυτής ή εκείνης της ιμπεριαλιστικής δύναμης. Ακόμη και ο χρηματοπιστωτικός τομέας, μετά την κρίση του 2008, δυσκολεύεται να σταθεροποιήσει την οικονομία, όπως αποδεικνύουν οι νομισματικοί πόλεμοι που εμφανίζονται περιοδικά.
Συνοπτικά, όποιος πιστεύει ότι η υγειονομική κρίση μπορεί να επανατοποθετήσει τις γενικές πολιτικές προς την κατεύθυνση κοινωνικών και φιλολαϊκών σκοπών, κάνει λάθος. Η σημερινή κατάσταση δεν είναι προϊόν αυτής ή εκείνης της “λανθασμένης” επιλογής, όπως δείχνει η παγκόσμια διάσταση της επιδημίας, αλλά μιας δομικής κατάστασης του καπιταλισμού που μετά την μέθη της νίκης επί του σοσιαλισμού, τώρα βρίσκεται και πάλι σε σημείο να αντιμετωπίσει τον εαυτό του.
Γνωρίζουμε καλά ότι όταν συμβαίνει αυτό, οι προοπτικές για την ανθρωπότητα σίγουρα δεν είναι θετικές, όπως συνέβη με τους δύο παγκόσμιους πολέμους του περασμένου αιώνα και όπως συμβαίνει σήμερα με πιθανώς νέους τρόπους.
Το ταξικό κίνημα, οι κομμουνιστές, δυστυχώς φτάνουν εντελώς άοπλοι στο ραντεβού, ασφαλώς και λόγω της καταστολής, διότι ο εχθρός της τάξης θυμώνει και περιστέλλει ακόμα περισσότερο τις ελευθερίες του αγώνα και της οργάνωσης. Ο κύριος λόγος όμως αυτής μας της ανικανότητας βρίσκεται αλλού.
Έγκειται στην υλική, πολιτική και πολιτιστική αποσύνθεση της κοινωνικής και ταξικής αναφοράς μας. Αυτή η αποσύνθεση ευνοήθηκε από την «Αριστερά» μας, που στις δεκαετίες αυτές της ηγεμονίας του κεφαλαίου, δέχθηκε να εγκαταλειφθεί η επαναστατική κριτική στον καπιταλισμό. Ευνοήθηκε από όποιον έχει αποδεχθεί τις σιωπηρές αλλά σαφείς αξίες της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Ευνοήθηκε και από όποιον πίστεψε ότι έπρεπε να παρουσιάσει “λογικές” προτάσεις, επειδή ο σοσιαλισμός ήταν πλέον παρωχημένος και μη εφαρμόσιμος σε κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Σχεδιάσαμε και προτείναμε πολιτικές ασφυκτικά μέσα στον ορίζοντα της κυριαρχίας της αγοράς επί του κράτους, της αποδοχής του κοινωνικού ανταγωνισμού και της “αξιοκρατίας”. Στην Ιταλία και στην Ευρώπη αυτό σήμανε την υποστήριξη πολύ συγκεκριμένα των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτή είναι η αντίληψη που πρέπει να αντιστραφεί. Η αντιπαράθεση σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο είναι σημαντική, αλλά γίνεται ανεπαρκής. Γιατί πρέπει να ανοίξει ένα άλλο μέτωπο αγώνα που είναι εκείνο της ανοικοδόμησης ενός συστήματος αξιών που συγκρούεται και δεν συμβιβάζεται με την ηγεμονική κουλτούρα και που έρχεται σε έντονη αντίθεση με το σημερινό κοινωνικό μοντέλο.
Γιατί αυτό το σημερινό μοντέλο αρνείται την προοπτική σε ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, ξεκινώντας από εκείνα της νεολαίας, που δεν βλέπουν και δεν έχουν θετικό μέλλον.
Σήμερα, ο αντικαπιταλιστικός και κομμουνιστικός ιδεολογικός αγώνας πρέπει να ανακατασκευαστεί πλήρως. Είναι ένα όπλο που θεωρήθηκε «βρώμικο» από εκείνους που είχαν επιβάλει την ιδεολογική τους ηγεμονία στην κοινωνία. Είναι όμως ένα εργαλείο που επιστρέφει σήμερα ουσιαστικά, για να δώσει δύναμη και ταυτότητα σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας, για να αντιμετωπίσει και να αντισταθεί σε μια ηγεμονία που αποκαλύπτει όλο και περισσότερο τον αντιδραστικό της χαρακτήρα.
Αυτή είναι η συγκεκριμένη υποχρέωση που πρέπει να αναλάβουμε για να ξεπεράσουμε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης του κορωνοϊού, για να ανοίξουμε ένα νέο μέτωπο αγώνα και να αποτρέψουμε το «μετά» από να είναι όπως το «πριν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου