Στις βόλτες του έσερνε μαζί του ένα πάνινο σακούλι. Συνήθως ήταν δεμένο στη μέση του. Κάθε δέκα βήματα έσκυβε, ξερίζωνε ένα χορτάρι και το έχωνε στο σακούλι. Μπορεί να τραγούδαγε ή να έβριζε, αυτό όμως δεν άλλαζε τη συνήθειά του. Και μετά, στο σπίτι, έβαζε τα χόρτα σε ένα βαθύ πιάτο, τα έπλενε, τα πασπάλιζε με αλάτι και λεμόνι και τα έφερνε στο τραπέζι. Καμιά φορά απ’ το σακούλι έβγαζε και μια πέτρα, καθαρισμένη με το χέρι του, ή ένα σίδερο, απομεινάρι από κάποιο εργαλείο, ή ένα κομμάτι ξύλου, ό,τι τέλος πάντων τον είχε παραξενέψει και το είχε σηκώσει από τη γη.
Ούτε ξέρω πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που ζούσα αυτές τις εικόνες. Θα πρέπει πάντως να ήμουν μικρός. Και ούτε ξέρω γιατί επιστρέφω τώρα σε αυτές. Μπροστά μου έχω το κόκκινο σημειωματάριό μου. Ένα μικρό τετράδιο που κουβαλώ πάντα μαζί μου. Το νέο μου βιβλίο είναι ήδη στα ράφια. Ο Δημήτρης Χαντζόπουλος τα σκίτσα του και εγώ τα κείμενά μου. Όλα έγιναν μέσα σε μερικές ημέρες. Και ο τίτλος σε δύο λεπτά βγήκε. Σχεδόν μαζί τον είπαμε. «Αυτό που ζούμε». Πριν από δύο χρόνια σκεφτόμουν αλλιώς τα πράγματα. Ήθελα να γράψω για την εξαφάνιση των συνεργείων. Δεν ξέρω αν το έχετε σκεφτεί ποτέ, αλλά χάθηκαν οι μάστορες από τον κόσμο μας. Δεν το λέω συναισθηματικά. Πρακτικό είναι το θέμα. Μια μέρα μου τρύπησε το ποδήλατο και πήγα να κολλήσω τη σαμπρέλα. «Δεν τις κολλάμε πια, τις πετάμε», μου είπαν. Και πού πάνε τόσες χιλιάδες σκασμένες σαμπρέλες, σκέφτηκα. Το ίδιο και με το ραδιόφωνο. Μου χάλασε και του είχα αδυναμία. «Πέτα το, δεν το ανοίγω, δεν έχω ανταλλακτικά». Τίποτε πια δεν επισκευάζουμε, όλα τα αντικαθιστούμε. Δεν αναφέρομαι στην Ελλάδα. Σε όλον τον «δυτικό» κόσμο αυτό κάνουμε.
Και μετά ήθελα να γράψω για τα ψάρια που κλέβουμε οι «Δυτικοί» από τις θάλασσες της Αφρικής, του Νότου γενικότερα. Είχα ακούσει μια ιστορία για ψαράδικα που είναι σαν υπερωκεάνια. Προχωράνε και ρουφάνε. Σαν να περνάνε τη θάλασσα από σουρωτήρι. Και μετά την αφήνουν νεκρή. Αλήθεια, αυτά τα θέματα με απασχολούσαν προτού ξεσπάσει η ελληνική κρίση.
Ούτε ξέρω πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που ζούσα αυτές τις εικόνες. Θα πρέπει πάντως να ήμουν μικρός. Και ούτε ξέρω γιατί επιστρέφω τώρα σε αυτές. Μπροστά μου έχω το κόκκινο σημειωματάριό μου. Ένα μικρό τετράδιο που κουβαλώ πάντα μαζί μου. Το νέο μου βιβλίο είναι ήδη στα ράφια. Ο Δημήτρης Χαντζόπουλος τα σκίτσα του και εγώ τα κείμενά μου. Όλα έγιναν μέσα σε μερικές ημέρες. Και ο τίτλος σε δύο λεπτά βγήκε. Σχεδόν μαζί τον είπαμε. «Αυτό που ζούμε». Πριν από δύο χρόνια σκεφτόμουν αλλιώς τα πράγματα. Ήθελα να γράψω για την εξαφάνιση των συνεργείων. Δεν ξέρω αν το έχετε σκεφτεί ποτέ, αλλά χάθηκαν οι μάστορες από τον κόσμο μας. Δεν το λέω συναισθηματικά. Πρακτικό είναι το θέμα. Μια μέρα μου τρύπησε το ποδήλατο και πήγα να κολλήσω τη σαμπρέλα. «Δεν τις κολλάμε πια, τις πετάμε», μου είπαν. Και πού πάνε τόσες χιλιάδες σκασμένες σαμπρέλες, σκέφτηκα. Το ίδιο και με το ραδιόφωνο. Μου χάλασε και του είχα αδυναμία. «Πέτα το, δεν το ανοίγω, δεν έχω ανταλλακτικά». Τίποτε πια δεν επισκευάζουμε, όλα τα αντικαθιστούμε. Δεν αναφέρομαι στην Ελλάδα. Σε όλον τον «δυτικό» κόσμο αυτό κάνουμε.
Και μετά ήθελα να γράψω για τα ψάρια που κλέβουμε οι «Δυτικοί» από τις θάλασσες της Αφρικής, του Νότου γενικότερα. Είχα ακούσει μια ιστορία για ψαράδικα που είναι σαν υπερωκεάνια. Προχωράνε και ρουφάνε. Σαν να περνάνε τη θάλασσα από σουρωτήρι. Και μετά την αφήνουν νεκρή. Αλήθεια, αυτά τα θέματα με απασχολούσαν προτού ξεσπάσει η ελληνική κρίση.